Μιά από τις σημαντικές πληθυσμιακές ομάδες που συγκροτούν την σύγχρονη Αλβανική κοινωνία είναι οι Βλάχοι.
Στην Αλβανία αποκαλούνται Κουτσόβλαχοι, Βλάχοι (Vllah) Τσοπάνοι (Ciobanb), Γκόγκοι (Gog). Με εξαίρεση τους Μεγλενο-Βλάχους. των οποίων η πλειονότητα είναι πλέον εκτός και μακράν των Μογλενών, της Αλμωπίας, και τους Ιστριο-Βλάχους. που σκωπτικά ονομάζονται Cici ή Cirebiri, όλοι οι άλλοι με το κοινό όνομα ΚουτσόΒλαχοι, αυτοαποκαλούνται Αρμάνοι.
Ο όρος παράγεται από τη λέξη Ρωμάνος (Romanus) και το πανάρχαια ελληνικό προθετικό a-, που προτάσσεται του συμφώνου ρ προς διευκόλυνση της προφοράς. Στην Αλβανία οι Βλάχοι αντί του προθετικού α- χρησιμοποιούν διπλό ρ, προφέροντας αυτό παχύτερα και μακρότερα, οπότε σχηματίζεται ο όρος με τη μορφή Rremer. που αντιστοιχεί στον ελληνικό Ρωμαίοι. Έως δε το διάταγμα του Καρακάλλα (212 μ.Χ.) με αυτόν τιτλοφορούνται μόνον όσοι απολαύουν του δικαιώματος του Ρωμαίου πολίτου, οι μετέπειτα Βλάχοι.
Στον όρο Ρωμάνος ενυπάρχει η αρχική πολιτική έννοια και η ιδιότητα του λατινοφώνου, αλλά κατ’ αποκλειστικότητα στο χώρο, που παραμένει εντός της επικράτειας του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, του Imprerium Romanum, που δηλώνεται με τον όρο Ρωμανία. «Ότι ο λαός – γράφει ο καθηγητής Κουρούσης – της λεγομένης Ρωμανίας δεν είναι Ρωμαίοι την φυλήν, αλλά Ελληνες φαίνεται ότι ήτο κοινή συνείδησις και κατά τους προ της επί Μακεδόνων βασιλέων αναγεννήσεως των Γραμμάτων. ως προκύπτει και εκ των ανωτέρω μαρτυριών και εκ του εξής χωρίου λαϊκωτέρου κειμένου, της Αποκαλύψε- ως του ψευδο-Μεθοδίου Πατάρων (7ος αι.), όπου περί των αναμενομένων άλλως εσχάτων της Κωνσταντινουπόλεως λέγεται: «… επαναστατήσεται επ’ αυτούς (sc. τους Ισμαηλίτας κατά την άλωσιν της πόλεως) βασιλεύς Ελλήνων, ήτοι Ρωμαίων, μετά μεγάλου θυμού…».
Πέραν του λογίου τύπου Ρωμανία κυκλοφορούνται και δημώδεις με αξιόλογες φωνητικές μεταβολές. Στο Χρονικόν του Γαλαξειδίου σημειώνεται: «ούλη την Ελλάδα, που την ελέγασι Ρουμανία»! Αυτής συνέχεια είναι η Ρούμελη των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Αλλά απ’ άλλες πηγές ο διάσημος βυζαντινολόγος Βασίλιεφ αρύεται τύπον εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Συγκεκριμένα αποκαλύπτει ότι οι Ελληνες ονομάζουν τη χώρα τους Armania: «… Les Grecs appellent leur pays Armania (Romania)…». Η ανυπολόγιστη πράγματι αξία της περικοπής έγκειται στη σύμπτωση, κατά την οποία οι Κουτσόβλαχοι των βαλκανικών χωρών αυτοαποκαλούνται Αρμάνοι, οπότε σημαίνει ότι είναι οι Ελληνες της Αρμονίας. Η δε καίρια σπουδαι- ότητά της συνάγεται και από την απόλυτη παρασιώπη- σή της από τους Ρουμάνους, οι οποίοι αποκλείεται να μην έχουν διαβάσει το σχετικό δημοσίευμα του Ρώσου συγγραφέα ή, τουλάχιστον, την επαναδημοσίευση από τον Ελληνα ακαδημαϊκό και καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Διονύσιο Ζακυθηνό.
ΕΚΛΑΤΙΝΙΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ
Οσοι τυχόν διατηρούν ακόμα κάποια επιφύλαξη για εκλατίνιση Ελλήνων μπορούν να ενημερωθούν εγκυρότατα από αυτόπτη μάρτυρα και άριστο γνώστη των συμβαινόντων στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος, αξιωματούχο, πολιτικό και συγγραφέα (5ου-6ου αι.), τον χρονογράφο Ιωάννη Λυδό. Μάλιστα, επειδή αναφέρεται στη Βαλκανική. η οποία τότε φέρει το παλαιότατο πραγματικό όνομα Ευρώπη, πέραν της μαρτυρίας για ύπαρξη Ελλήνων χρηστών της ιταλικής (προφ. λατινικής) γλώσσας φωτίζει και δημογραφικά την κατάσταση του Ελληνισμού στον ευαίσθητο βαλκανικό χώρο: «Νόμος αρχαίος ήν πάντα μεν τα οπωσούν πραττόμενα παρά τοις επάρχοις. τάχα δε και ταις άλλαις των αρχών, τοις Ιταλών εκφωνείσθαι ρήμασιν… τα δε περί την Ευρώπην (δηλαδή Βαλκανική, Χερσόνησο του Αίμου) πραττόμενα πάντα την αρχαιότητα διεφύλαξεν εξ ανάγκης, διό το τους αυτής οικήτορας καίπερ Έλληνας εκ του πλείονος όντας, τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή και μάλιστα τους δημοσιεύοντας». Σαφέστατα ο Βυζαντινός συγγραφέας ομιλεί για Ελληνες, που χρησιμοποιούν τη γλώσσα των Ιταλών, τη λατινική, δηλαδή για Ελληνοβλάχους, αφού το δεύτερο συνθετικό σημαίνει λατινόφωνος. και προσθέτει ότι οι εκλατινισμένοι Ελληνες, οι Βλάχοι, οι Αρμάνοι. υπερτερουν κιόλας στη Βαλκανική, «διά το τους αυτής οικήτορας καίπερ Ελληνας εκ του πλείονος όντας, τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή»».
Η ύπαρξη Ελλήνων – εκτός των ιστορικών συνόρων του συμπαγούς ελληνικού κόσμου – εγκατεστημένων μόνιμο ή κατά χρονικά διαστήματα εμπορευομένων διάσπαρτα σε ολόκληρη τη Ν.Α. Ευρώπη πιστοποιείται από το άφθονο και πολύτιμο επιγραφικό υλικό. Αρκεί επιγραμματική αναφορά στην εμπεριστατωμένη μελέτη των ευρημάτων στο χώρο της σημερινής Βουλγαρίας από τον ακαδημαϊκό και καθηγητή του πανεπιστημίου της Σόφιας G. Mihailov, ο οποίος δεν περιορίζεται στην αρχαιολογική αποτίμηση, αλλά προχωρεί και στη γλωσσολογική κατάταξη και αξιολόγηση. Ομολογουμένως δε πολυσχιδέστερο είναι το έργο Ρουμάνων ιστορικών, αρχαιολόγων και γλωσσολόγων, των οποίων ενδεικτικά μνημονεύονται τα ονόματα Parvan, Lambrino, Pippidi, Berciu, Stati. Χαρακτηριστικά ο πρώτος σε δημοσίευμα για την ελληνική και ελληνιστική διείσδυση στην κοιλάδα του Δουνάβεως αποκαλεί τον μεγάλο ποταμό «ελληνικό» λόγω του πλήθους Ελλήνων, που κινούνται στην υδάτινη λεωφόρο ασκώντας διαμετακομιστικό εμπόριο, συνάμα δε διαδίδοντας τον ελληνικό πολιτισμό. Η κίνηση Ελλήνων στον Δούναβη τονώνεται κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, προ και μετά την κατάκτηση της Δακίας από τους Ρωμαίους. Εκτός της εμπορικής, ναυτιλιακής, οικονομικής, καλλιτεχνικής, πνευματικής, επιστημονικής δραστηριότητας οι Ελληνες διακρίνονται και στη διοίκηση, δημόσιες σχέσεις, διπλωματία, δεξιότητες, τις οποίες επιζητούν τόσο οι ηγέτες των Δάκων όσο και οι Ρωμαίοι. Εύγλωττο παράδειγμα για την πρώτη περίπτωση αποτελεί ο Ακορνίων από τη Διονυσόπολη (σημ. Balcic της Βουλγαρίας), ο οποίος ως ««υπουργός Εξωτερικών»» της Δακίας επί Βυρεβίστα διαπραγματεύεται συνεργασία του βασιλιά των Δακών με τον Πομπήιο, η δε συνάντηση ορίζεται στην Ηράκλεια Λυγκηστίδα της Μακεδονίας! Ρωμαίοι πολίτες ελληνικής καταγωγής, γνώστες της λατινικής, κατ* ακολουθίαν δε Ελληνόβλαχοι. υπάρχουν στον Δούναβη έναν αιώνα και μισό προ της ρωμαϊκής κατακτήσεως της Δακίας. Μάλιστα σταδιοδρομούν σε όλους τους τομείς, όπως άλλοτε ενωρίτερα, ενδεχομένως δε και καλύτερα σε κλάδους εξειδικευμένους. Για τον ιδιάζοντα εκρωμαϊσμό τους ο ακαδημαϊκός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου D.M. Pippidi με βάση τις επιγραφικές πηγές μας πληροφορεί ότι στα ηγετικά στρώματα συντελείται κατά το πλείστον απότομα και ανεπαίσθητα ως προς τον τρόπο ζωής και τις ελληνικές παραδόσεις.
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΡΟΥΜΑΝΟΥΣ, ΑΛΒΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΥΣ
Χαρακτηριστική είναι η σκιαγράφηση των Βλάχων της Αλβανίας, συγκεκριμένα του Ελβασάν. από τον καθηγητή του πανεπιστημίου της Σορβόννης Victor Berard, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα: «..Η βλάχικη συνοικία του Ελβασάν. όπως και η άλλη του Πεκίνι, σημειώνει και αυτή έναν σταθμό στο μεγάλο εμπορικό δρόμο των Βλάχων από την Πίνδο στο Δυρράχιο. Οι Βλάχοι αυτοί έχουν τη δική τους εκκλησία, τη δική τους γλώσσα και τα δικά τους σχολεία… Και στα δυο τους σχολεία, αρρένων και θηλέων, η διδασκαλία γίνεται στα Ελληνικά… Ελληνικός ο κλήρος τους. ελληνική και η λειτουργία. Οι ίδιοι μιλάνε Βλάχικα στη συνοικία τους και Ελληνικά στο παζάρι… Και αυτοί επίσης στέλνουν σπουδαστές στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Κοντολογίς έχουν ελληνική συνείδηση και δηλώνουν Ελληνες…».
Θαυμαστότερη και τολμηρότερη αντίσταση στις πιέσεις Ρουμάνων – Αλβανών – Τούρκων για απάρνηση του εθνισμού τους. του Ελληνισμού, από εκείνη των Βλάχων των Τιράνων σπανίζει. Σύμψωνα με τα πορίσματα αρχειακών ερευνών της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ελευθερίας Νικολαϊδου, το 1905. παραμονές της διαβόητης Απογραφής, «Οι βλαχόφωνοι των Τιράνων, πιστοί στην ελληνική ιδέα. με σθένος απάντησαν ότι τίποτε το κοινό δεν συνέδεε τη Ρουμανία μ’ αυτούς, οίτινες στερρώς εχόμενοι των πατρώων. δεν θα επιτρέψωσι σκάνδαλα και ζιζάνια και ότι σι υποσχέσεις αυτού (του Ρουμάνου Μπουριλεάνου) περι ιδρύσεως σχολής με πολλάς γλώσσας, και Εκκλησίας μεγαλοπρεπούς και προστασίας ισχυρός υπό την αιγίδα της Ρουμανίας, σκοπούσης, ως είπε, να συστήση και Προξενείον εν Δυρραχίω. δεν δύνανται να μειώσωσι την απεριόριστον αγάπην των προς την Ελλάδα. Πρόσθεσαν επίσης πως κόθε απόπειρα δελεασμού τους με χρήματα ή άλλα μέσα θα ναυαγούσε, όπως είχε γίνει στο παρελθόν. Ακόμη και αυτή η βία αν χρησιμοποιόταν από τους Βέηδες της περιοχής, όπως είχε γίνει πριν πέντε χρόνια, ύστερα από συμφωνία των βέηδων με τη ρουμανική κυβέρνηση, δεν θα απέδιδε»».
Αντίθετα θέμα συνδέσεως ή οποιασδήποτε μορφής σχέσεως με την Ελλάδα δεν τίθεται. Διότι απλούστατα οι Βλάχοι της Αλβανίας αποτελούν τμήμα ελληνικό, αδιάσπαστο, αδιαίρετο, αδιάκριτο σε τέτοιο Βαθμό, ώστε ο Γάλλος ιστορικός και δημοσιογράφος, πολεμικός ανταποκριτής της παρισινής εφημερίδας «Χρόνος» (Temps) κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων, Rene Ruaux, διασχίζοντας την ενιαία τότε Ήπειρο από Βορρά προς νότο με συνοδό μάλιστα Βλάχο, μόλις στο Μέτσοβο, όπως ο ίδιος αφηγείται, αισθάνεται την ύπαρξη Βλάχων: «Η πόλη προσέφερε στην περιέργειά μου πρόσθετο ενδιαφέρον. Εδώ θα συναντούσα επιτέλους τους ονομαστούς Κουτσοβλάχους, των οποίων είχα αναζητήσει τα ίχνη σε όλη την ηπειρώτικη ακτη. όπου δεν ξέρω ποιος με είχε διαβεβαιώσει για την παρουσία τους. Ο πρώτος ΚουτσόΒλαχος. που συνάντησα, δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον Κώστα, το Λεβέντη, ο οποίος κατά το πέρασμά μας από το Βουτονόσι, επειδή οι χωρικοί στην απέναντι μεριά πυροβολούσαν προς τιμήν μας, δανείσθηκε το όπλο του συνοδού χωροφύλακα και άδειασε στον αέρα όλα τα φυσέκια του καταστήματος φωνάζοντας «ζήτω η Ελλάδα»». Με εξαίρεση το ελληνο- Βλαχικό ιδίωμά του, δεν θα μπορούσα να πω ότι ήταν διαφορετικός από τους άλλους Ηπειρώτες συντρόφους του»>. Παραθέτει δε και την επιγραμματική φράση: ««Πραγματικά, δεν μπορούσα να διακρίνω Ελληνες και Κουτσοβλάχους».
Εξίσου Έλληνες εκλαμβάνουν τους Βλάχους της Αλβανίας και Ιταλοί διάσημοι δημοσιογράφοι, οι οποίοι υποτάσσονται στα σκόπιμα κελεύσματα των εκάστοτε ιθυνόντων την ιταλική εξωτερική πολιτική. Αναμφίβολα ο Canini γράφοντας για την υπεροχή του Ελληνισμού και στις βορειότερες περιοχές, περί το Δυρράχιο. το 1879, δεν διακρίνει τους Βλάχους, τους οποίους ο Berard με τα ειδικά εθνολογικά ενδιαφέροντά του, μία σχεδόν δεκαετία μετέπειτα, επισημαίνει, αλλά συνάμα σκιαγραφεί ως Ελληνες. Τρεις δε δεκαετίες περίπου μετα τον Canini ο άλλος άξιος εκπρόσωπος της τετάρτης εξουσίας, του Τύπου, στην Ιταλία, ο Luc. Magrini δεν καταχωρίζει στα δημοσιεύματα απόψεις για διαφορετικό λαό, Βλάχικο, παρά μόνον ελληνικό, του οποίου μέρος είναι οι Βλάχοι. Ομως με σπάνια ευτολμία και ελευθεροφροσύνη καταγγέλλει την πολιτική ηγεσία της πατρίδας του, επειδή κατά παράβαση κάθε έννοιας δικαίου μηχανεύεται τον διαμελισμό της Ηπείρου και την παραχώρηση του βορείου τμήματος σε κράτος πραξικοπηματικά ιδρυόμενο και εσπευσμένα αναγνωριζόμενο μολονότι το 1913 ο Ελληνισμός έχει θυσιάσει αληθινά προπύργιά του, Μοναστήρι, Κρούσοβο κ.ά., όπου οι Βλάχοι σύμφωνα με την Απογραφή του 1948 ανέρχονται σε 102.947!
Οι Βλάχοι της Αλβανίας αριθμητικά κυμαίνονται μεταξύ 10.000 και 300.000. Οι στατιστικές διακυμάνσεις σημειώνονται. όπως και στην περίπτωση εξακριβώσεως του συνολικού αριθμού των Βλάχων της Βαλκανικής. Ενδεικτικά ερανίσματα με αφετηρία το ελάχιστο προς το μέγιστο επιτρέπουν σύλληψη μιας γενικής ιδέας του προβλήματος:
10.000 Απογραφή 1961
51.000 Πανδώρα 1868
60.000 Α. Tamas 1938
65.000 C.Tagliavini 1964
100.000 Α. Wirt 1926
100.000 C. Papanace 1968
200.000 I. Caragiani 1868
200.000 Al. Rubin 1913
200.000 Εστία 1992
250.000 Μιχ. Τρίτος 1992
300.000 Αλ. Καλέσης 1992
Οπωσδήποτε περιπλέκονται οι εκτιμήσεις, εφ’ όσον, σύμφωνα με μνεία του Rubin, μόνον οι Φρασεριώτες υπολογίζονται ήδη από τον Caragiani, στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, σε 200.000! Αρα, ο γενικός αριθμός των Βλάχων της Αλβανίας κατ’ ανάγκη επαυξάνεται πράγματι σημαντικά.
Για τις εγκαταστάσεις των Βλάχων στην Αλβανία ο πληρέστερος κατάλογος ανήκει στον Rubin, κατά τον οποίο οι Βλάχοι Αλβανίας είναι πολυάριθμοι. Κατέχουν τα παράλια της Αδριατικής από την Αυλώνα έως το Σκούταρι, στο δε εσωτερικό έως το Βεράτι και το Ελβασάν και στο νότο έως την Πρεμετή. Κατονομάζει τις πολυανθρωπότερες πόλεις, στις οποίες κατοικούν και Βλάχοι: Βεράτι με αριθμό Βλάχων 120.000. Τίρανα 5.000. ΚαΒάγια 2.000, Αυλώνα 1.200. Δυρράχιο 1.500. Φοέρι ή Φέρικα 4.000. Προσθέτει συνάμα ότι ο αριθμός των Βλαχοχωριών της Αλβανίας ανέρχεται σε 200 και περισσότερα.
*Ρωμανιστής–Βαλκανολόγος, Δρ Ex-Charge de cours a la Sorbonne (Paris IV), τ. επιστημονικός συνεργάτης της Ακαδημίας Αθηνών.
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από την μελέτη του Συγγραφέως με τίτλο “Καταγωγή και Επίτιμη Ιστορία των Βλάχων της Αλβανίας” και δημοσιεύτηκε στις 13 Φεβρ. 1997 από τον Οικ. Ταχυδρόμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.