ΜΑΔΕΜΤΖΟΓΛΟΥ ΑΝΝΑ
Στα τέλη του Ι6ου αιώνα εγκαταστάθηκαν οι Βλάχοι στην περιοχή του Ν. Σερρών. Πρώτα εγκαθίστανται σε Τζουμαγιά, Άνω Πορρόια, και Ράμνα, όπου ενσωματώνονται με την ντόπια αστική τάξη. Ασχολούνται με το εμπόριο (ιδίως καπνού, βάμβακος και σιτηρών), αφού το έδαφος είναι κατάλληλο.
Στα τέλη του Ι6ου αιώνα εγκαταστάθηκαν οι Βλάχοι στην περιοχή του Ν. Σερρών. Πρώτα εγκαθίστανται σε Τζουμαγιά, Άνω Πορρόια, και Ράμνα, όπου ενσωματώνονται με την ντόπια αστική τάξη. Ασχολούνται με το εμπόριο (ιδίως καπνού, βάμβακος και σιτηρών), αφού το έδαφος είναι κατάλληλο.
Βλάχοι κτηνοτρόφοι με τα κοπάδια τους εγκαθίστανται στο Λαϊλιά, Μπόζνταγ, Πιρίν και Παγγαίο (Αραχωβίτσα, Χιονοχώρι, Καπνόφυτο, Μικρόπολη). Ιδρύουν θερινούς οικισμούς στα Καλύβια του Κάτω Λαϊλιά και στο Παπα-Τσαϊρ.
Σήμερα ζουν στις Σέρρες, Τζουμαγιά, Σιδηρόκαστρο, Λευκώνα, Χριστός, Μελενικίτσι, Οινούσα, Άγιο Πνεύμα, Αλιστράτη, Προσοτσάνη, Ροδολίβος και Πρώτη.
Οι φορεσιές βέβαια εξελίχτηκαν και προσαρμόστηκαν σύμφωνα με τις συνθήκες διαβίωσης.
Η ενδυμασία, εκτός από την πρωταρχική της σημασία, της περιένδυσης δηλαδή του σώματος, σε όλους τους πολιτισμούς αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό σύστημα συμβολικής επικοινωνίας, καθώς ενσωματώνει βασικές κοινωνικές αξίες. Αποτελεί θεμελιακό κριτήριο για να σχηματίσουμε εικόνα για αυτόν που τη φοράει(για τις κλιματολογικές συνθήκες, συνθήκες διαβίωσης, την κοινωνική κατάσταση, κλπ) Οι ενδυμασίες των βλάχων του Νομού Σερρών παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Η βλάχικη γυναικεία φορεσιά λέγεται ότι ήταν η φορεσιά της Γράμμουστας Καστοριάς, οι κάτοικοι της οποίας διασκορπίστηκαν στην Αν. Μακεδονία και Βουλγαρία, φέροντας μαζί τους μία χειροποίητη μάλλινη πανέμορφη φορεσιά η οποία λόγω της ομορφιάς της, υιοθετήθηκε από γυναίκες και των άλλων βλαχόφωνων της ευρύτερης περιοχής.
Η γυναικεία φορεσιά της Γραμμουστιάνας των Σερρών
Η βλάχα φορούσε ένα λευκό υφαντό πουκάμισο, φοριόταν κατάσαρκα, σαν πρώτο ρούχο. Αποτελούνταν από επτά κομμάτια υφάσματος. Τα μανίκια ήταν ραμμένα κάθετα στο κεντρικό κομμάτι του υφάσματος. Η λαιμουδιά ήταν απλή και κούμπωνε με κουμπιά ή είχε μεγάλο άνοιγμα. Το πουκάμισο έφτανε μέχρι κάτω από τα γόνατα. Το κεντούσαν στην λαιμουδιά, στον ποδόγυρο και στο τελείωμα των μανικιών.
Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν το σαγιά (μάλλινος, βαμβακερός ή μεταξωτός) με κεντημένα μανίκια που γύριζαν σαν καπάκια . Σιρίτια πλεγμένα στο χέρι είχε η «φούστα» στο κάτω μέρος κι ανάμεσα στις πτυχές, γύρω από το λαιμό και το στηθούρι. Ήταν ρούχο χειροποίητο. Ήταν λίγο πιο κοντό από το πουκάμισο και στα τελειώματα του πίσω μέρους της η φούστα (ή το φουστάνι) είχε σούρες.
Μεταγενέστερα, φοριόταν και το βελούδινο φόρεμα. Ήταν σε μπορντό χρώμα, σκούρο πράσινο ή μπλε, με σούρες πολλές πίσω.
Οι ποδιές που φορούσαν πάνω από το φόρεμα, ήταν υφαντές στον αργαλειό, με διάφορα χρώματα και σχέδια. Φούντες χρωματιστές τριγύρω στόλιζαν τις ποδιές, που έφταναν μέχρι κάτω από το γόνατο.
Αλλά ήταν και βελούδινες, με χρυσά σιρίτια γύρω γύρω, φτιαγμένα από τις κόρες ή αγορασμένα.
Πάνω από το πουκάμισο και μέχρι το στήθος φορούσαν μια σαλιάρα ή πετσέτα όπως λέγονταν, για να καλύπτουν το άνοιγμα της πουκαμίσας. Αυτό το κομμάτι της φορεσιάς, μπορούσε ευκολότερα να εναλλάσσεται, για λόγους καθαρά πρακτικούς.
Επιπλέον στα πόδια τους φορούσαν κάλτσες (πουρπότς). Οι κάλτσες αυτές ήταν σκούρες, πλεκτές με πέντε βελόνες. Φτάνουν ως το γόνατο και διακοσμούνται με οριζόντιες στενές ρίγες, που μεταξύ τους μεσολαβεί χρυσό νήμα.
Στα πόδια τους οι γυναίκες φορούσαν δερμάτινα παπούτσια. Τα πασούμια αυτού του είδους τα φορούσαν κυρίως σε γάμους.
Πάνω από το φόρεμα φορούσαν άλλοτε μάλλινο κι άλλοτε βελούδινο μεϊντάνι, με χρυσοκέντητα ή κόκκινα σιρίτια. Τα γαϊτάνια που στολίζουν τα ρούχα ήταν πλεκτά.
Ένα εντυπωσιακό κομμάτι της φορεσιάς τους ήταν και η σκουρτάκα.
Το γιλέκο των γυναικών, ήταν γεμισμένο όλο με χρυσά, κόκκινα και μπλε γαϊτάνια, και πολλές φορές είχε τελείωμα με γουνάκι τριγύρω.
Η σάρικα, βαρύ και πολύ ζεστό πανωφόρι, υφασμένο όπως οι βελέντζες, σκούρο με κόκκινα τελειώματα, ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακό. Φοριόταν πάνω απ’ όλα τα ρούχα.
Πάνω από το βελούδινο ή το μάλλινο φόρεμα φοριόταν το τσιπούνι. Έχει κόκκινο χρώμα για τις νέες και σκούρο για τις ηλικιωμένες. Με μανίκια ή χωρίς μανίκια και ανοιχτό μπροστά μέχρι κάτω, ενώ συγκρατείται από δύο κουμπιά χειροποίητα στη μέση. Στις νέες το τσιπούνι είχε πιέτες, κάτι που δεν είχαν οι ηλικιωμένες.
Υπήρχε και ο σαγιάς της νύφης, μεταξωτός και καπιτονέ, συνήθως με μπορντό και χρυσές ρίγες, ραμμένος όπως και το τσιπούνι.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της στολής της βλάχας των Σερρών είναι η κατσούλα, το καπέλο δηλαδή, το κάλυμμα της κεφαλής, με πλεκτά μαύρα, μπλε, μπορντό και χρυσά γαϊτάνια γύρω γύρω, που το στόλιζαν με λιάσες και φούντες από μαλλί ή χάντρες. Μια σειρά φλουριά ράβονταν κάθετα στη μέση της κατσούλας. Μια ντούμπλα, ραβόταν ακριβώς στη μέση της βάσης του καπέλου, κι εφάρμοζε στην αρχή της χωρίστρας. Στηριζόταν με το μαγούρι, πάντα πλεγμένο με χάντρες. Στην επάνω μεριά του καπέλου υπήρχε ένα ασημένο τάσι, όπου στηρίζονταν ή ράβονταν η βλάσκα. Πολλές φορές έριχναν τη βλάσκα στους ώμους και φορούσαν σκέτο το καπέλο.
Στη φωτογραφία αυτή, που είναι παρμένη από τη συλλογή του κυρίου Αστερίου Κουκούδη, διακρίνουμε το ασημένιο τάσι στο πάνω μέρος του καπέλου.
Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που έφτιαχναν στην κορυφή μία μύτη με τις πλεξίδες τους, και το ότι μπορεί να φορούσαν και δυο και τρία μαγούρια.
Οι βλάσκες ήταν μακριές μαντήλες διπλωμένες σε τρίγωνο, με ζωηρά χρώματα και σχέδια στο τελείωμά τους, με πλεκτά κρόσσια και πολλών λογιών σιρίτια.
Στερεώνονταν ή ράβονταν επάνω στο καπέλο και πιανόταν πάνω στο μαγούρι με μεγάλες καρφίτσες με χρωματιστό «κεφάλι».
Οι μεγαλύτερες γυναίκες φορούσαν ένα λευκό καπέλο, κι εκεί γύρω τύλιγαν μια μαντήλα-βλάσκα, λιγότερο φανταχτερή, δεμένη με απλούστερο τρόπο.
Γενικά οι μεγαλύτερες γυναίκες ντυνόταν περισσότερο απλά στην καθημερινή τους ζωή.
Με τον καιρό τα καπέλα αντικαταστάθηκαν με τις τσόμπρες, μικρότερες μαντήλες μονόχρωμες, που φοριόταν αρκετά πίσω, για να φαίνονται τα καλοχτενισμένα μαλλιά με τη χωρίστρα στη μέση.
Τα μικρά παιδιά ντυνόταν αναλόγως.
Στη μέση και πάνω από την ποδιά φορούσαν δερμάτινη ή χάντρινη ζώνη με πόρπη. Κάθε κόρη, έπλεκε με μαεστρία τη δική της χάντρινη ζώνη, που κατέληγε σε στρόγγυλο τοκά.
Τα σχέδια είναι είτε γεωμετρικά, είτε με λουλούδια, εξαιρετικής τεχνικής, πάντα με πολύ φαντασία και μεράκι.
Στο στήθος φορούσαν ντούμπλες, ραμμένες σε κορδέλες ή λωρίδες υφάσματος και αργότερα κρεμασμένες σε αλυσίδες.
Τα γιορντάνια, στόλιζαν το στήθος της κάθε νέας, μαρτυρώντας τη αξιοσύνη της, αλλά και την κοινωνική και οικονομική της κατάσταση.
Μια σειρά από πλεγμένο κορδόνι και μια ή δυο σειρές λιάσες από χάντρες, που περνιόταν σε κλωστή και πλέκονταν στο χάντρινο κορδόνι, ήταν τα συμπληρωματικά τους στολίδια.
Οι χάντρινες λιάσες, σε ζωηρά χρώματα, στόλιζαν το στηθούρι και την κατσούλα. Διάφορα άλλα πλεγμένα με χάντρα στολίδια, κοσμούσαν το καπέλο.
Τα «πουλάκια» είναι ένα ξεχωριστό στολίδι, που φοριόταν γύρω από το λαιμό, σχετικά σφιχτά, ήταν δύο κομμάτια ενωμένα μεταξύ τους, που έδεναν πίσω στον αυχένα με κορδόνια.
Βραχιόλια σαν κορδόνια από χάντρες σε διάφορα χρώματα και σχέδια, συνήθως γεωμετρικά, ήταν μια από τις ασχολίες των μικρών κοριτσιών.
Ανδρική φορεσιά
Η ανδρική φορεσιά περιελάμβανε το τσιπούνι, που ήταν μακρύ και μάλλινο αμάνικο, στολισμένο με πλεγμένα σιρίτια μπροστά στο στήθος και πολλές πιέτες στο πίσω μέρος.
Κάτω από το τσιπούνι, κατάσαρκα φορούσαν την καμεάσα, το μακρύ πουκάμισο, με φαρδιά μανίκια, που είχαν πάντα πλεγμένα σιρίτια με χάντρες στην άκρη τους.
Από πάνω φορούσαν το γιλέκο. Μάλλινο αμάνικο, σκούρου μπορντό χρώματος, που έκλεινε σταυρωτά και είχε χρυσά και μαύρα σιρίτια μπροστά, από το στέρνο ως το στήθος.
Στα πόδια φορούσαν κάλτσες ως το γόνατο, πλεγμένες με πέντε ψιλές βελόνες, άσπρου χρώματος, με πολλά χρυσά, μαύρα, κόκκινα και μπλε σιρίτια.
Στα χέρια φορούσαν τις ρακαβίτσες και στη μέση ζωνάρι, που ήταν μια φαρδιά λωρίδα μάλλινου μπορντό υφάσματος. Πάνω από ζωνάρι περνούσαν τη δερμάτινη ζώνη, για μεγαλύτερη σταθερότητα.
Στα πόδια τους φορούσαν τσαρούχια ή και παπούτσια.
Επίσης ξεχωριστό για τον κάθε νέο ήταν το «μάρτσο», που φοριόταν στο χέρι και ήταν πλεγμένες χάντρες σε κορδόνι, με φούντες χάντρινες, σε διάφορα σχέδια και χρώματα.
Πολλά ήταν τα στολίδια του άντρα, από θήκες για το ρολόι, μέχρι και τα, επίσης χάντρινα, «φιδάκια».
Στο γάμο, ο γαμπρός ξεχώριζε από τη χρυσή ρίγα στο καλπάκι και τη φούντα από βαμβάκι. Τα μπρατίμια, αδελφικοί φίλοι του γαμπρού, φορούσαν στο λαιμό το σιάλ, ένα είδος κασκόλ, με άσπρες και γαλάζιες ρίγες.
Οι φορεσιές των Βλάχων των Σερρών, φτιάχνονται με υλικά από την δική τους παραγωγή μαλλιού, ενώ η επεξεργασία, νηματοποίηση, ύφανση, κοπή και ραφή γίνεται είτε από τις Βλάχες, είτε από ειδικούς βλαχοράφτες.
Η βλάχικη ενδυμασία στην περιοχή της Ηράκλειας δεν διαφοροποιείται κατά πολύ από την φορεσιά του Λιβαδίου Ολύμπου, τόπο καταγωγής των περισσοτέρων. Στην περιοχή της Ράμνας και του Πετριτσίου ντύνονται όπως οι Μετσοβίτες βλάχοι.
Η γυναικεία φορεσιά
Στα τέλη του 19ου αιώνα αποδέχτηκαν τα «Γιαννιώτικου τύπου» φορέματα, που είχε αποδεχτεί και η Αμαλία.
Η γυναικεία φορεσιά αποτελείται από ένα μακρύ φόρεμα, που φοριόταν μέχρι τον αστράγαλο. Καθιέρωσαν μαυρο-μπλέ ή μαυρο-μώβ στόφες, διακοσμημένες με σχέδια της εποχής.
Το ύφασμα ήταν συνήθως από μεταξωτό ταφτά, με βελούδινα τελειώματα.
Πάνω από το φόρεμα φορούσαν λιμπαντέ. Είναι κατακόρυφα ανοιχτό μπροστά και στο άνοιγμα του λαιμού σχηματίζεται όρθιο γιακαδάκι πλούσια χρυσοκεντημένο. Ολόγυρα το ζακέτο είναι γαρνιρισμένο με κοτσίδα από πλεγμένο κορδονέτο. Τα μανίκια γαρνιρισμένα στο γύρο τους με χρυσοκέντητη μπορντούρα με πολύπλοκη σύνθεση. Στην πλάτη παρόμοιο διάκοσμο. Η τεχνική είναι όπως κεντούσαν τα άμφια.
Ιδιαίτερη σημασία δίνουν στην ποδιά. Η μεγάλη της επιφάνεια προσφέρεται για διακόσμηση.
Το φεσάκι τύπου Αμαλίας είναι σκούρου μπορντό χρώματος, βελούδινο και χρυσοκέντητο. Μία μεγάλη φούντα κρέμεται στα αριστερά.
Οι βλάχες της περιοχής γρήγορα καταλήγουν σε ένα φόρεμα ευρωπαϊκού ύφους και στις αρχές του 20ού αιώνα εγκαταλείπουν τελείως την παραδοσιακή τους φορεσιά.
Οι άντρες, ακόμα γρηγορότερα, γιατί είναι αστοί με έντονη εμπορική δραστηριότητα, που ξεπερνά τα σύνορα των Βαλκανίων. Φορούσαν σαλβάρια, πουτούρια, που όμως αντικαταστάθηκαν με τα ευρωπαϊκού τύπου κοστούμια.
Καμιά από αυτές τις φορεσιές δε φοριέται σήμερα στα χωριά. Στις παραστάσεις όμως των λαογραφικών συγκροτημάτων, οι φορεσιές που φορούσαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, ζωντανεύουν πάνω στα σώματα των χορευτών μας και γοητεύουν με τον πλούτο, την καλαισθησία και τα ιστορικά στοιχεία που περιέχουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.