Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Γυναίκες στον Μακεδονικό Αγώνα - Η Φιλόπτωχος Αδελφότης Ελληνίδων Κυριών Μοναστηρίου (1902)


ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ
Ηρωίδες και συνεργάτιδες των Μακεδονομάχων

Το Μοναστήρι, κτισμένο κοντά στην αρχαία Ηράκλεια, με έντονη την ελληνορωμαϊκή και βυζαντινή του παράδοση, αν και επί τουρκοκρατίας ήταν έδρα του Ρούμελη Βαλεσή, του γενικού δηλαδή Διοικητού της ευρωπαϊκής Τουρκίας, υπήρξε ο τόπος απ’ όπου εκπορεύτηκε η  πρώτη οργάνωση «Μακεδονική Άμυνα», που με τα τμήματά της, το οικονομικό, το δικαστικό και το εκτελεστικό, μετέτρεψε τον αγώνα από αμυντικό σ’ επιθετικό.

Και πραγματικά στο Μοναστήρι έγιναν εκδικητές των βουλγαρικών εγκλημάτων όχι μόνο άντρες, μα και γυναίκες. Κατά πληροφορία του Μόδη, όταν αποφασίζονταν να γίνει φόνος σ’ ένα δρόμο, ειδοποιούνταν οι νοικοκυρές να αγρυπνούν, να έχουν την πόρτα ανοιχτή και να κλείνουν αμέσως μόλις έμπαινε ο εκτελεστής, που από σπίτι σε σπίτι έφευγε μακριά, αφού είχε επιτελέσει την αποστολή του.

Τα λαμπρά του εκπαιδευτήρια ήταν η  παλλόμενη καρδιά του βορείου Ελληνισμού κι οι ογδόντα Ελληνίδες δασκάλες του γαλβάνιζαν την εθνική συνείδηση των μικρών παιδιών με τέτοια τραγούδια:

«Του βουλγαρισμού η  ψώρα Μακεδόνες δεν μολύνει...»


Μοναστηριώτισσα ήταν κι η  ηρωική δασκάλα Πολυξένη, την θυσία της οποίας σαν έμαθε ο Παύλος Μελάς, είπε: «Έχουν δίκαιο αυτοί που ζητούν εκδίκηση...».


Ο Μόδης πληροφορεί επίσης  ότι τον ’Ιούλιο του 1907 μια γριά με την εγγονή της επισκέφτηκαν βουλγαρικό γαλακτοπωλείο, έριξαν δηλητήριο στο ταλατόρι που έφαγε ο Κομιτατζής Τόντας Πεσκάς με άλλους πέντε ρουμανίζοντες και Βουλγάρους αξιωματικούς και τους σκότωσαν.

Όλες οι γυναίκες συνέδραμαν στον αγώνα, όπως μπορούσε η  κάθε μιά.

Η Δομνίκη Νικολαΐδου με την αδελφή της μετέβαλαν το σπίτι τους σε οπλοστάσιο, ενώ  η  Σάντα Θεοδώρου Βαφέα με τις μεγαλύτερες κόρες της Βίτα, Μαρίτσα και ’Ασπασία έραβαν στολές Μακεδονομάχων και φρόντιζαν πληγωμένους.


Η Ζαχαρία Μακρή, έζησε το δράμα της δουλείας, τις συγκινήσεις και τους κινδύνους του Μακεδονικού Άγώνος προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες, εγκαταστάθηκε αργότερα στη Φλώρινα κι ευτύχησε να δει το σύζυγό της Νομάρχη και τον υιό της Υπουργό.

Η Παρασκευή Μόδη, σύζυγος του πρωτομάρτυρα Θεοδώρου Μόδη, στάθηκε δίπλα του γενναία και δεν υπέστειλε τη σημαία του χρέους, ούτε και μετά τη δολοφονία του.

Μία άλλη μοναστηριώτισσα, η  χήρα μάνα του Άνδρέα Κύμη, είχε δραματικό κι ηρωικό τέλος.

Τη μέρα που ο υιός της ξεψυχούσε στο Μορίχοβο πολεμώντας με τον Ιερό Λόχο, η  ίδια έπεφτε νεκρή μέσα στο σπίτι της, αφού πρώτα είχε αναχαιτίσει για πολλές ώρες λυσσαλέα επίθεση των Βουλγάρων.

’Ανάμεσα σ' ιστορία και θρύλο αχνοδιαγράφεται κι η μορφή της μοναστηριώτισσας καπετάνισσας Ελένης, που ντυμένη τη στολή του Μακεδονομάχου, με το τουφέκι στο χέρι πολέμησε γενναία.

’Αλλά και μέσα από οργανώσεις οι μοναστηριώτισσες έδωσαν τα χρόνια έκείνα δυναμικό παρόν.

Η «Φιλόπτωχος ’Αδελφότης Έλληνίδων Κυρίων Μοναστηριού», που άτυπα λειτουργούσε από τα μέσα του προηγουμένου αιώνος  το 1902 απέκτησε εγκεκριμένο καταστατικό και κατά τον Μ.Α. κυριαρχούσε σε κάθε φιλανθρωπική και πολιτική δράση ανακουφίζοντας απόρους και ασθενείς, παραχωρώντας βοηθήματα και βιβλία σε μαθητές και καταπολεμώντας τις ξένες προπαγάνδες.


Τότε ίδρυσε και το εργαστήριο άπορων κοριτσιών «Η Έργάνη Άθηνά», όπου 80-100 κορίτσια διδάσκονταν κοπτική και ραπτική.
Οι κυρίες μέλη εργάζονταν με πρωτοφανή ζήλο, ιδίως στον τομέα συμπαραστάσεως και αρωγής των φυλακισμένων, που προέρχονταν απ’ όλη σχεδόν τη Μακεδονία.
Σαν φιλόστοργες μητέρες τους επισκέπτονταν, τους έφερναν γλυκά και πίτες, τους έπλεναν τα ρούχα κι έστελναν μηνύματα στους δικούς τους, ενώ η  προσφορά τους κορυφώθηκε στις 3 ’Ιουνίου του 1906, οπότε στις φυλακές διαδραματίστηκαν αιματηρά γεγονότα.


Τη μέρα εκείνη Τούρκοι κρατούμενοι σχημάτισαν στους τοίχους της τουαλέτας του θαλάμου 6 με ακαθαρσίες μεγάλο σταυρό, πράγμα πού πλήγωσε τη φιλοτιμία των Ελλήνων συγκρατουμένων κι έτσι άρχισαν οι φονικές συμπλοκές, που είχαν σαν επίλογο από ελληνικής πλευράς επτά νεκρούς, εβδομήντα τραυματίες κι άλλα πέντε θύματα που υπέκυψαν στα τραύματά τους μετά από λίγες μέρες.


Τότε χιλιάδες μοναστηριώτισσες χωρίστηκαν σ’ ομάδες για να παρασταθούν και να θρηνήσουν τα παλληκάρια, ενώ  κατά την ταφή μαυροφορεμένες τους συνόδευσαν ως το κοιμητήρι, ίδιες ζωντανεμένες φιγούρες απ’ αρχαία τραγωδία.

Ο Γ. Μόδης αφηγείται σχετικά:
«Το νοσοκομείο, όπου μεταφέρθηκαν οι νεκροί κι οι τραυματίες, γέμισε οχλοβοή.
Είχε πλημμυρίσει από αγριεμένο και έξαλλο κόσμο που έκλαιε, έβριζε ή  έκανε το σταυρό του.
Πλούσιες κυρίες, φτωχές γυναικούλες, πόρνες, μαυροφορεμένες χαροκαμένες γριές, κορίτσια, που δεν έβγαιναν εύκολα από το σπίτι τους, ξέπλεναν, έντυναν, έκλαιαν και μοιρολογούσαν τους νεκρούς σαν να ήταν σπιτικοί τους. 
Τα ρούχα βρέθηκαν γρήγορα και περίσσεψαν(...) (...) 
Η κηδεία έγινε νωρίς. 
Επειδή, η  αστυνομία είχε απαγορέψει τα στεφάνια και τη μουσική, ένα παιδάκι βάδιζε μπροστά μ’ ένα σταυρό στο χέρι από κόκκινα τριαντάφυλλα σαν το αίμα των παλικαριών που πέθαναν για το σταυρό. 
Τα επτά φέρετρα τα κρατούσαν πολλοί νέοι, ψηλά στους ώμους, για να φαίνονται καλύτερα.
 Όλη η  πόλη ακολουθούσε βουβή. 
Για πρώτη φορά είχαν βγάλει τα φεσάκια και τα κρατούσαν στα χέρια...».

Στο ίδιο βιβλίο ο Μόδης πληροφορεί, ότι μια κοπέλα που την έλεγαν Δόμνα,είχε δώσει μυστικό αρραβώνα με ένα από τα θύματα, τον κρητικό Παύλο Μαρκάκη, γιαυτό και μετά τα γεγονότα έπεσε σε κατάθλιψη και σύντομα πέθανε από ψυχικό μαρασμό.

Για τη λευτεριά της Μακεδονίας όλες οι γυναίκες πρόσφεραν τότε τις πολύτιμες υπηρεσίες τους. 

Ακόμα κι όσες έφεραν το στίγμα της «παστρικιάς», της «κοινής» όπως θα λέγαμε σήμερα.
Ίσως γιατί ήθελαν να εξαγνιστούν απέναντι στη συνείδησή τους, ίσως γιατί αποζητούσαν να βρούνε ένα ιδανικό στην ερημιά της αμαρτωλής και ταπεινωμένης ζωής τους, πολλές φορές έκαναν τόσο μεγαλειώδεις πράξεις, που δίκαια θα μπορούσαν να τις καταξιώσουν σε εθνικές ηρωίδες.

Μια τέτοια γυναίκα ήταν η  περιβόητη Κία —ή Βασιλική— από το Μοναστήρι, που μαζί με την αδερφή της διατηρούσε «οίκο» στα τέλη του περασμένου αιώνα.
Η Κία ήταν πολύ όμορφη:
Αφράτη, καλλίγραμμη, ροδόλευκη, με ευγενικά χαρακτηριστικά προσώπου και λαμπερά μαλλιά, ίδια η  ενσάρκωση της καλλονής κατά τα ιδεώδη της εποχής της.
Μα διέθετε και πνεύμα σπινθηροβόλο  που την έκανε περισσότερο ελκυστική.
Και τη σαγήνη των φυσικών της προσόντων φρόντιζε να επαυξάνει με μεθυστικά αρώματα, μακιγιάζ, πανάκριβα κοσμήματα, φανταχτερές καπελίνες και ολομέταξα ευρωπαϊκά φορέματα.
Γιαυτό κι οι δουλειές της πήγαιναν περίφημα και την έκαναν εξαιρετικά εκλεκτική.
Δεν μπορούσε ο τυχόντας να δρασκελίσει το κατώφλι του «οίκου» της. Έπρεπε να είναι ο «Κάποιος», με τίτλους και αξιώματα και με πορτοφόλι, που να αντέχει στις παράλογες απαιτήσεις των εκλεπτυσμένων της γούστων.
Σωστή «εταίρα» των καιρών της η Κία δημιούργησε γύρω της έναν κύκλο υψηλών αφοσιωμένων θαυμαστών, ενδύθηκε ακτινοβολία και διασημότητα κι απέκτησε μια μυθική συλλογή από κοσμήματα κι άλλα πανάκριβα δώρα.
Όμως με την κήρυξη του Μακεδονικού Άγώνος μέσα της έγινε σεισμός.
Ο φανταχτερός κόσμος της πρόσχαρης πεταλουδίτσας του πληρωμένου έρωτα κομματιάστηκε κι απ’ τα συντρίμμια του εξαγνισμένη αναδύθηκε η  αυστηρή δωρίδα πατριώτισσα, που απαρνούμενη τη χλιδή και τις εφήμερες απολαύσεις αφιερώθηκε σύψυχη στην υπηρεσία του υψηλοϋ ιδανικού, το οποίο ήρθε τότε να δώσει πρωτόγνωρο, βαθύ περιεχόμενο στη ζωή της.
Σαν «ελευθερώτρια» πέρασε στα χρονικά του αγώνος, αφού ως κύρια αποστολή της ανέλαβε την απελευθέρωση των παλληκαριών απ’ τις φυλακές Μοναστηριού.
Γνωρίζοντας πρόσωπα και πράγματα, εκμεταλλευόμενη φιλίες και συμπάθειες και χρησιμοποιώντας την ακαταμάχητη γοητεία της κατόρθωνε να επηρεάζει τις αποφάσεις των δικαστών ή και να εξαφανίζει δικογραφίες, ενώ  προσφέροντας με απλοχεριά «μπαχτσίσι» στους δεσμοφύλακες μπαινόβγαινε στις φυλακές, έφερνε ρούχα καθαρά, πίτες και  γλυκά στους φυλακισμένους, τους εμψύχωνε κι οργάνωνε επιτυχημένες αποδράσεις.
Σ’ αυτήν οφείλεται η  απόδραση κι η  σωτηρία των έξι συντρόφων του Παύλου Μελά,  του Βολάνη, του Καλομενόπουλου και των άλλων, που πιάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο αμέσως μετά την μοιραία μάχη στη Στάτιστα στίς 13 ’Οκτωβρίου του 1904.

Για τη σωτήρια του καπετάν-Κώττα η  Κία κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες.
Μήνες και μήνες έτρεχε από γραφείο σε γραφείο, μα οι γνωστοί της στο Μοναστήρι δίσταζαν να την βοηθήσουν.
Τέλος πήγε στη Θεσσαλονίκη να παρακαλέσει κάποιον παλιό της φίλο, αξιωματούχο με μεγάλη θέση στη διοίκηση, κι αφού απέσπασε την υπόσχεση του, γύριζε αισιόδοξη πώς μετά από αγώνα δεκάξι μηνών τούτη τη φορά χτύπησε τη σωστή πόρτα.
Ήταν 28 Σεπτεμβρίου του 1905. Ήταν όμως τόσο αργά...
Βρήκε τον ήρωα νεκρό στη Μητρόπολη, όπου άλλες Έλληνίδες τον είχαν ξενυχτήσει με σπαραγμό μετά τον απαγχονισμό του την προηγούμενη μέρα.
Η Κία παρά την απέραντη θλίψη συνέχισε τον αγώνα ακατάβλητη. Άπό το πρωί ώς το βράδυ, χειμώνα καλοκαίρι, με βροχή ή ήλιο έτρεχε φορτωμένη πίτες, ψωμί, γλυκά, ρούχα και μηνύματα για τα «παιδιά» της, όπως έλεγε τους φυλακισμένους, ή  κάτω από τις βαριές της στόφες μετέφερε πιστόλια, σφαίρες και γραμμένες οδηγίες για τα άλλα «παιδιά» της, του εκτελεστικού .
Έτρεχε και στα χωριά.
Όπου υπήρχε επείγουσα ανάγκη και κίνδυνος, πρώτη αυτή. Χρόνια ολόκληρα.
Το ταμείο της μέρα με τη μέρα άδειαζε.
Ένα-ένα πούλησε και τα ακριβά της κοσμήματα.
Η σκέπη της ξεθώριασε και κολλούσε στο κεφάλι απ’ τις βροχές ή  τον ιδρώτα.
Τα ρούχα της ξέφτισαν. Άρχισε και να βήχει... να βήχει... Η ομορφιά της μαράθηκε. Οι δυνάμεις την εγκατέλειπαν κι η  φυματίωση ύπουλα κατέσκαβε τα σωθικά της. Έγινε η  σκιά του εαυτού της, μα παρέμενε ολόρθη στις επάλξεις του χρέους, μέχρι το 1908, οπότε οι Νεότουρκοι έθεσαν τέρμα στον αγώνα.
Τότε ξανάνοιξε τον «οίκο» της, όχι βέβαια για να εξασκήσει την παλιά τέχνη, μα για να αισθάνεται λιγότερη μοναξιά και να γλυκαίνει τον πόνο της αρρώστειας της η παρήγορη παρουσία αγαπημένων φίλων.
Πέθανε όμως σύντομα, νέα και πικραμένη.

Εξαιρετική πατριωτική διαγωγή έδειξαν κι άλλες κοινές γυναίκες τα χρόνια εκείνα.

Ο Γ. Μόδης στις «Μακεδονικές 'Ιστορίες», μνημονεύει συχνά την ιερόδουλο Δόμνα, που έγινε σπουδαίο μέλος της «Εσωτερικής Όργανώσεως» και σαν την Κία εκμεταλλευόμενη γνωριμίες και διαθέτοντας σπάταλα τον προσωπικό της πλούτο μπαινόβγαινε ελεύθερα στις φυλακές και με κάθε τρόπο συνέδραμε τον αγώνα στο Μοναστήρι.

Όμως και από την γύρω περιοχή οι γυναίκες έδειξαν έμπρακτα τον πατριωτισμό τους.

Η Νάτσαινα από τη Γραδένιτσα του Κάμπου τον Δεκέμβριο του 1906 φιλοξενούσε τρεις τραυματίες του σώματος Γερογιάννη: Τον Φίλιππο από το Μπούκοβο, τον Νίδα από το Μοναστήρι και τον ’Αγησίλαο ή  Σίλα από τη Λαμία.
Ο Τόντας Πεσκάς τους πρόδωσε κι όταν οι Τούρκοι κατέφθασαν, πρόλαβε, τους έκρυψε κι ύστερα με τους άλλους χωρικούς κίνησε για το ξωκλήσι, όπου τους μάντρωσαν οι αβτζή ταμπούρ για να ψάξουν ανενόχλητοι τα σπίτια.
Η κρυψώνα της όμως είχε πάρει νερό κι έμοιαζε με υγρό τάφο, ενώ  τα χτυπήματα των Τούρκων από πάνω πολλαπλασίαζαν την αγωνία και το μαρτύριο των κρυμμένων Μακεδονομάχων.
Δυό μερόνυχτα έμειναν εκεί κι όταν τους έβγαλαν, ήταν κι οι τρεις σ’ αφασία.
Η Νάτσαινα με μητρική στοργή και περιποιήσεις κατόρθωσε να τους συνεφέρει.
Μα ο Σίλας ήταν ολότελα τρελλός πιά... Φώναζε, καταριόταν τους Τούρκους κι έγινε δημόσιος κίνδυνος.
Τότε οι χωρικοί έβγαλαν την απόφαση, πως έπρεπε να τον σκοτώσουν για να τον λυτρώσουν, μια και δεν μπορούσαν πια να του προσφέρουν κάτι καλύτερο.
Πετάχτηκε τότε ανάμεσά τους η  Νάτσαινα και κλαίοντας, απειλώντας ή παρακαλώντας, τους θύμισε ότι το παλληκάρι ήρθε να πολεμήσει για τη δική τους λευτεριά και ότι είχαν χρέος να το στείλουν στη μανούλα του, που θα το καρτερούσε.
Η ίδια φρόντισε να φτάσει σώος στο Μοναστήρι της Παναγίας στον Τίρναβο, που ήταν για τους τρελλούς, απ’ όπου το Κομιτάτο τον έστειλε σπίτι του.

Μιά άλλη γυναίκα, η χήρα Βάσω από το Μπόκοβο το 1906 παρουσιάστηκε στον καπετάν Γιάννη Πούλακα και εξ ονόματος όλων των γυναικών του ζήτησε να μιλήσει στους άντρες του, να μην τις απαγορεύουν να κεντούν τις φορεσιές τους με το πρόσχημα ότι τάχα χασομερούν.
Επειδή δε εκείνος δεν ήθελε να επέμβει  του είπε σε έντονο ύφος:
«Ξεχνάς καπετάν Γιάννη, πως για σένα τρεις μέρες και τρεις νύχτες βασανίστηκα από τους Τούρκους να φανερώσω που κρυβόσουν και που υπήρχε οπλισμός, μα εγώ απαντούσα:  «Σκοτώστε με αν θέλετε. Έγώ δεν ξέρω τίποτα απ’ αυτά που με ρωτάτε».

Μια άλλη γυναίκα από το Λεσκοβίκι τροφοδοτούσε το σώμα του καπετάν Μακρή, ενώ οι Σαρακατσάνισσες της φάρας Σουλτογιάννη τροφοδοτούσαν τον Βολάνη με τους άντρες του.

Στή Γρούνιτσα Μοριχόβου τον Νοέμβριο του 1907 η  χωρική Νικολίτσα φιλοξενούσε μέρες τον πληγωμένο αντάρτη Θεμιστοκλή.
Τότε όμως συνέπεσε να κάνουν έφοδο στο χωριό κι οι Τούρκοι «αβτζή ταμπούρ» ψάχνοντας για κρυμμένους αντάρτες. Κρυψώνα το σπίτι δεν διέθετε.
Τι να κάνει η  Νικολίτσα;
Ντύνει τον Θεμιστοκλή σαν ετοιμόγεννη που κοιλοπονά και με τη βοήθεια των πεθερικών της σφάζουν και κρεμούν σε δέντρο της αυλής τον οικόσιτο χοίρο.
Μόλις οι Τούρκοι δρασκέλισαν το κατώφλι της εξώπορτας με αποτροπιασμό οπισθοχώρισαν κραυγάζοντας μεταξύ τους.
— Ντέρι πέρ ντέρ (γουρούνας γουρούνια) κι έτσι η  πανέξυπνη Νικολίτσα έσωσε την κατάσταση.

Μάρτυρες Περιοχής Μοναστηριού


Με τον ερχομό του καπετάν Ρέμπελου στο Μορίχοβο, άνοιξε φριχτός λογαριασμός αίματος μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, οι οποίοι εκτόνωναν την οργή τους για τις πολεμικές τους ήττες κατασφάζοντας τους αμάχους.

Στίς 8-9-1904 στην Πεταλίνα βασανίστηκε και θανατώθηκε η σαρακατσάνα Παναγιώτα Ί. Γκόγκου.

Στίς 9-10-1904 οι Βούλγαροι στο Μπρόντ κατέσφαξαν σε ώρα λειτουργίας τον παπά, την παπαδιά και δυό προκρίτους του χωρίου, ενώ στο ’Ίβεν στις αρχές Μαϊου έθαψαν ζωντανές τη μάννα και την αδελφή του Χρήστου και Θανάση Σγουράκη, γιατί δε στάθηκαν οι ίδιοι να τους συλλάβουν και να τους θανατώσουν.

Παρόμοιο φριχτό έγκλημα διαπράχτηκε στο ίδιο χωριό και ένα χρόνο αργότερα.

Στις 14 Μαΐου του 1905, επειδή ο Πέτρος Σουγκαράκης κατόρθωσε να αποφύγει την δολοφονική ενέδρα τους, έκαναν έφοδο στο σπίτι του, βασάνισαν κατά τον πιό απάνθρωπο τρόπο την μητέρα κι αδερφή του κι αφοϋ τις εξώρυξαν τους οφθαλμούς, τυφλές και αιμόφυρτες τις έθαψαν ζωντανές στους αγρούς.

Στις 22-7-1905 η  συμμορία του Μήτρου Βλάχου στην Όστιμα δολοφόνησε τη Χρήσταινα Δέλιου και τη Βασιλική Ράμου, ενώ  την ίδια μέρα στο Κουμανίτσοβο την ογδοντάχρονη Φιλιώ Γρηγορίου και τη Σουλτάνα Νικολάου..

Στίς 8-8-1905 στο Μπράτιπολ δολοφονήθηκε η  ’Αγγελική Στέκου με τον άντρα της, στις 11-8-1905 στο Αιάκοβο η  Καλλίνα Μπόικου και η  Βόσνα Νάιδου, στις 28-11-1905 στο Σκότσιβιρ η  ’Ιωάννα Γεωργίου και στις 19-5-1906 στο Τγκρι κατακρεουργήθηκε η  χήρα Στόινα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.