Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Η Βλαχόφωνη Ρωμιοσύνη


Η ομιλία του Νικολάου Mέρτζου, Προέδρου της Eταιρείας Mακεδονικών Σπουδών, στην ημερίδα του 29ου Πανελλήνιου Aνταμώματος Bλάχων.

Η ονομασία Βλάχοι αποτελεί ετεροπροσδιορισμό. Έτσι ονομάζουν όλοι οι Άλλοι όλους όσοι αυτόχθονες Έλληνες λατινοφώνησαν στην προφορική αποκλειστικά λαλιά επειδή επί αιώνες υπηρέτησαν ως στρατιώτες και αξιωματούχοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ελλάδα και στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής.Ανέκαθεν εμείς αυτοπροσδιοριζόμαστε ως Αρμάνοι, δηλαδή Ρωμαίοι πολίτες της καθ’ ημάς Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αρμν. Αρειμάνιος στην ελληνική σημαίνει αγέρωχος πολεμιστής. 
Η επωνυμία Ρωμαίος ήταν πολιτικός τίτλος τιμής: δικαίωμα ισονομίας και ίσης συμμετοχής στην Αυτοκρατορία. Ουδέποτε, επί χίλια εξακόσια χρόνια, προσδιόριζε εθνική καταγωγή. Γι’ αυτό στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μέχρι την Άλωση, όλοι οι Έλληνες αυτοπροσδιορίζονταν ως Ρωμαίοι. Επί 1.200 χρόνια κάθε Αυτοκράτορας αυτοπροσδιοριζόταν ως Πιστός εν Χριστώ τω Θεώ Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων. Ρωμανία ονομαζόταν η πατρώα μας Αυτοκρατορία. Ρουμ, Ρωμαίους, μας ονόμασαν και οι Οθωμανοί. 
Μέχρι σήμερα ακόμη, Πατριαρχείο των Ρουμ το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ρωμέϊκο το ελληνικό, Ρωμιοί όλοι ανεξαιρέτως οι Έλληνες, Ρωμιοσύνη το Γένος μας. 
Για την καταγωγή μας διατυπώθηκαν τα τελευταία χίλια χρόνια διάφορες θεωρίες −καθεμιά τους διαμετρικά αντίθετη προς όλες τις άλλες. Σύμφωνα με τις κυριότερες, οι Βλάχοι είναι Δάκες ή Θράκες ή Ιλλυριοί ή Κέλτες ή απόγονοι αρχαίων Ρωμαίων ή λατινοφωνήσαντες αυτόχθονες πληθυσμοί. Από τα μέσα του 19ου αι. η πολιτική σκοπιμότητα προσέθεσε άλλες τρεις θεωρίες, εξ ίσου διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους: οι Βλάχοι είναι Ρουμάνοι, όχι• είναι Ιταλοί, όχι• είναι χωριστό Έθνος Βλάχων! 

Με εξαίρεση την λατινοφώνηση των αυτοχθόνων Ελλήνων, οι οκτώ από αυτές τις εννέα θεωρίες δεν στηρίζονται στις προηγούμενες ιστορικές πηγές. Και δεν εξηγούν τα εξής επτά αυταπόδεικτα γεγονότα: 
1. Γλώσσα, παρόμοια με τα βλάχικα, αναγνωρισμένη επίσημα μάλιστα στην Ελβετία, ομιλούν και γράφουν μέχρι σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες ορεσίβιοι Ελβετοί. 
2. Όλοι οι Βλάχοι κατανοούν πολύ περισσότερο την ελβετική ραιτορωμανική, την πορτογαλική, την ισπανική και την ιταλική παρά τη ρουμανική. 
3. Οι Γερμανοί και εν συνεχεία όλοι οι Σλάβοι, ονόμαζαν Βλάχους όλους τους λατινόφωνους Λαούς ανεξάρτητα από την εθνική καταγωγή αυτών. 
4. Η Πολωνία μέχρι σήμερα ονομάζει Wloshy, δηλαδή Βλαχία, την Ιταλία. 
5. Οι Βλάχοι της πατρώας μας Αυτοκρατορίας και, αργότερα, του χώρου της ουδέποτε έγραψαν στην προφορική τους γλώσσα. Έγραψαν μόνον στην ελληνική −και μάλιστα περισπούδαστα έργα της νεότερης Ελληνικής Γραμματείας. 
6. Βλάχος ήταν ο Εθναπόστολος και Εθνομάρτυρας Ρήγας ο Βελεστινλής 
7. Βλάχοι στην Ελλάδα ήσαν οι περισσότεροι και μεγαλύτεροι Εθνικοί Ευεργέτες και Αρματολοί, καθώς επίσης ξακουστοί Μεγάλοι Διδάσκαλοι του Γένους, ήρωες της Εθνεγερσίας, Πρωθυπουργοί και εκατοντάδες άλλες εξέχουσες προσωπικότητες της ελληνικής Ιστορίας έως και σήμερα. 

Ωστόσο στον πολύπλοκο αυτό Λαβύρινθο των αντιφατικών θεωριών η Ιστορία ξετυλίγει τον μίτο της Αριάδνης και μας οδηγεί στο φως της μέρας. Τον μίτο της Ιστορίας ξετυλίγουν σε χρόνο ανύποπτο οι εγκυρότεροι αυτόπτες μάρτυρες, που αυταποδείκτως δεν υπηρετούσαν καμιά σκοπιμότητα ούτε τους έλειπε η βαθειά παιδεία. Όλοι μαρτυρούν διαδοχικά, από πηγή σε πηγή κι από εποχή σε εποχή επί μακρούς αιώνες, ότι από τον 2ο μ.Χ. αι. οι γηγενείς πληθυσμοί στον ευρύτερο ελληνικό χώρο λατινοφώνησαν λόγω της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Όλοι μάλιστα οι ιστορικοί μαρτυρούν, στον καιρό του ο καθένας, ότι οι γηγενείς ελληνικοί πληθυσμοί χρησιμοποιούσαν την λατινική μονάχα στην προφορική τους λαλιά: φθέγγεσθαι, λόγω Ρωμαίων χρώνται, εκφωνείσθαι ρήμασι ρωμαϊκοίς κ.ά. 
Ο αδιαμφισβήτητος ο ιστορικός Πλούταρχος πέθανε το 120 μ.Χ. σε απόσταση εκατό μόλις ετών από την επικράτηση των Ρωμαίων στον ελληνικό χώρο και στα Βαλκάνια. Είδε με τα μάτια του την πραγματική κατάσταση και πληροφορήθηκε ζωντανά την παλαιότερη που την παρέδωσαν αυθεντικά από πατέρα σε γιο οι μόλις τρεις προηγούμενες γενεές. Μελέτησε, συνέκρινε και έγραψε τη ζωή και το έργο μεγάλων αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων ανδρών στο βιβλίο του Βίοι παράλληλοι. Καταθέτει, λοιπόν, ότι στον καιρό του, «όλοι οι άνθρωποι στον προφορικό τους λόγο χρησιμοποιούσαν τη λαλιά των Ρωμαίων». Γράφει: 
Ως δοκεί μοι περί Ρωμαίων λέγειν, ων μεν λόγω νυν ομού τι πάντες άνθρωποι χρώνται 
Ήταν φυσικό. 
Είχε επικρατήσει η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και όσοι τουλάχιστον υπήκοοί της συναλλάσσονταν με τη ρωμαϊκή εξουσία ή την υπηρετούσαν ή απλώς έπρεπε να καταλαβαίνουν τις διαταγές της, τους νόμους της, τις δικαστικές και διοικητικές αποφάσεις, αναγκάσθηκαν να κατανοούν και να μιλούν τη λατινική γλώσσα της. 
Ο Ρωμαίος ιστορικός Δίων Κάσσιος (163-235 μ.Χ.) αναφέρει στα Ρωμαϊκά του  ότι τον 2o μ.Χ αιώνα ο Αυτοκράτωρ Αντωνίνος ο Ευσεβής, που εβασίλευσε από το 138 έως το 161 μ.Χ., συγκρότησε επί τόπου τρεις Λεγεώνες από γηγενείς Μακεδόνες, Ηπειρώτες και Αιτωλούς: την 5η, 7η, και 6η. Στα βλάχικα η 5η ονομάζεται «τσίντσι» και, γι’ αυτό, οι Σέρβοι ονόμασαν «Τσίντσαρ» τους Βλάχους. Κάθε Λεγεώνα αποτελούσαν 16.000 άνδρες −βαριά οπλισμένοι− οι οποίοι υπηρετούσαν επί 25 συνεχή χρόνια ακολουθούμενοι στο στρατόπεδο, ακόμη και στις εκστρατείες, από τις οικογένειές τους. Αυτοί όλοι, ένας συνολικός πληθυσμός 60.000 περίπου ενόπλων και πολυπληθών οικογενειών τους, λατινοφώνησαν φυσικά. 
Αμέσως μετά τη συγκρότηση των παραπάνω Λεγεώνων με αυτόχθονες ΄Ελληνες, ο Αυτοκράτωρ Καρακάλλας, το 212 μ.Χ., απένειμε σ’ όλους τους υπηκόους του το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη. 
Τον 5o μ.Χ. αι. ο Πρίσκος, πρεσβευτής του Αυτοκράτορος Αρκαδίου, αναφέρει ότι στα Βαλκάνια, όλος ο πληθυσμός είχε λατινοφωνήσει και μόνον στις ακτές μιλούσαν ελληνικά. 
Τον επόμενο, 6o μ.Χ. αιώνα, ο ιστορικός Ιωάννης Λυδός, συνεργάτης του Αυτοκράτορος Ιουστινιανού, στο έργο του Περί των αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας  γράφει: : 
Νόμος ην αρχαίος πάντα μεν τα οπωσούν πραττόμενα παρά τοις Επάρχοις (…) τοις των Ιταλών εκφωνείσθαι ρήμασι (…) τα δε περί την Ευρώπην πραττόμενα πάντα διεφύλαξεν εξ ανάγκης δια το της αυτής οικήτορας, καίπερ Έλληνας εκ του πλείονος όντας, τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή και μάλιστα τους δημοσιεύοντας. 
Δηλαδή «υπήρχε αρχαίος νόμος να εκφωνούνται λατινικά όσα έπρατταν οι ΄Επαρχοι (…) και η ανάγκη διεφύλαξε τον νόμο να μιλούν λατινικά όσοι έπρατταν στα Βαλκάνια, και μάλιστα οι δημόσιοι αξιωματούχοι, παρ’ όλο που στην πλειοψηφία τους ήσαν ΄Ελληνες». ΄Εως τότε, επί 600 χρόνια, αποκλειστική επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας ήταν η λατινική σε όλες τις κρατικές υποθέσεις, τις υπηρεσίες και τους νόμους. Μόνον τότε ο Ιουστινιανός καθιέρωσε την ελληνική γλώσσα στη νέα νομοθεσία με τις περίφημες Νεαρές του –με τα νέα, δηλαδή, αυτοκρατορικά διατάγματά του. 
Στον καιρό του Ιουστινιανού, λοιπόν, τα αυτόχθονα αυτοκρατορικά στρατεύματα λατινοφωνούσαν. Ο ιστορικός της εποχής Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, περιγράφοντας την εκστρατεία κατά των Αβάρων στη Θράκη το 579-582, σημειώνει αποκαλυπτικά ότι η λατινική λαλιά ήταν η πατρώα φωνή των πολεμιστών. Το ίδιο επαναλαμβάνει ο Θεοφάνης: 
Ο δε ακολουθών εταίρος εφώνει τη πατρώα φωνή «τόρνα, φράτερ, τόρνα» και ο μεν κύριος του ημιόνου την φωνήν ουκ ήσθετο οι δε λαοί, ακούσαντες και τους πολεμίους επιστήναι αυτοίς υπονοήσαντες, εις φυγήν ετράπησαν «τόρνα, τόρνα» μεγίσταις φωναίς ανακράζοντες 
Δηλαδή: Ο σύντροφος του ημιονηγού τού φώναζε στην πατρώα φωνή «τόρνα, φράτερ, τόρνα», δηλαδή  «γέρνει, αδερφέ, γέρνει» το σαμάρι. Ο ημιονηγός δεν άκουσε τη φωνή. Την άκουσαν όμως τα πλήθη των στρατιωτών και νομίζοντας πως έπεσαν σε ενέδρα, ετράπησαν σε φυγή κράζοντας με δυνατές φωνές «τόρνα, τόρνα» -τε-, δηλαδή «γύρνα, γύρνα» πίσω. 
Ο σύγχρονος του Ιουστινιανού ιστορικός Προκόπιος στο έργο του Περί κτισμάτων καταγράφει το 553-555 με ελληνική γραφή βλάχικα τοπωνύμια, που στα ελληνικά δεν σημαίνουν τίποτε: Σαπτεκάζας είναι Επτά Σπίτια, Λουποφοντάνα Λυκόβρυση, Μπουργκουάλτου Ψηλό Κάστρο,  Γκεμελλομούντες Δίδυμο βουνό κ.λ.π. 

Παρ’ όλα αυτά, μέχρι τον 10ο αι. πολεμιστές και πληθυσμοί με το όνομα Βλάχοι δεν αναφέρονται. Μήπως δεν υπήρχαν έως τότε; Μήπως μόνον τότε κατήλθαν από τον Δούναβη όπως ισχυρίζονται μετά από χίλια χρόνια οι Ρουμάνοι; Η απάντηση της Ιστορίας είναι απλή: οι λατινόφωνοι αρειμάνιοι προϋπήρχαν ανέκαθεν και, όπως αναφέρθηκε, μνημονεύονται συνεχώς. Αλλά απλούστατα το όνομα Βλάχος δεν υπήρχε. Το όνομα ήλθε, όχι οι Βλάχοι! Πώς; 
Οι Γερμανοί επονόμαζαν αρχικά Volcae, δηλαδή Λαούς −της Λατινικής− όλους τους λατινόφωνους,  και μετά τους είπαν Welsch. Aπ’ αυτό προήλθαν οι ονομασίες Βαλλόνοι και Ουαλλοί, που ήσαν Κέλτες. Οι Σλάβοι, διερχόμενοι τα γερμανικά εδάφη, πήραν αυτό το γερμανικό όνομα παραφθαρμένο σε Wlaschi. 
Γι’ αυτό η σλαβική Πολωνία ονομάζει μέχρι σήμερα Wloshy, δηλαδή Βλαχία, την Ιταλία. Το όνομα Wlaschi έδωσαν στους λατινόφωνους γηγενείς που βρήκαν στα Βαλκάνια οι Σλάβοι, όταν άρχισαν να εγκαθίστανται σταδιακά ως φόρου υποτελείς. Έτσι προέκυψαν μετά στα ελληνικά χρονικά οι Βλάχοι. Οι Ρωμαίοι άρχισαν να ονομάζουν πολύ αργότερα και αυτοί Βλάχους τους λατινόφωνους πολεμιστές τους και τις οικογένειές τους, όταν πλέον είχε επικρατήσει η ελληνική γλώσσα. 
Γι’ αυτό «ξαφνικά» εμφανίσθηκαν στα Χρονικά της ελληνικής γλώσσας  Βλάχοι από το πουθενά: τότε έφεραν πρώτοι το όνομα Βλάχος  οι Σλάβοι. Δεν ήλθαν οι Αρμάνοι. ΄Ηλθε το όνομά τους. 
Οι Βλάχοι συνέχισαν, φυσικά, να υπηρετούν την Αυτοκρατορία. ΄Ησαν οι επίλεκτοι ορεσίβιοι πολεμιστές της εγκατεστημένοι με τα αναρίθμητα κοπάδια τους στα βουνά, όπου φύλαγαν μέχρι τέλους τις κλεισούρες και τις βασιλικές οδούς. Γι’ αυτό και αναφέρονται ως Βλάχοι Οδίται −φύλακες των οδών. Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου, τέλη του 10ου αι., το Χρονικό του Κεδρηνού μας πληροφορεί ότι: 
Άρχειν αυτών (Βουλγάρων) προχειρίζονται τέσσαρες αδελφοί, Δαβίδ, Μωυσής, Ααρών και Σαμουήλ. Δαβίδ δε αναιρεθείς μέσου Καστορίας και Πρέσπας εις τας λεγομένας Καλάς Δρυς παρά τινων Βλάχων Οδιτών 
Οι συγκεκριμένοι Βλάχοι Οδίται φύλαγαν το στενό πέρασμα, περί το βλαχόφωνο Πισοδέρι. Λίγο αργότερα η Άννα η Κομνηνή (1083-1148) στο βιβλίο της Αλεξιάς διηγείται ότι τους Κομάνους οδήγησαν οι Βλάχοι γιατί γνώριζαν τις κλεισούρες και τις φύλαγαν αλλά αποστάτησαν επειδή ο πατέρας της, Αυτοκράτωρ Αλέξιος Κομνηνός, παρέβη τις συμφωνίες και τους φορολόγησε βαρειά. Τότε, τον 12ο αιώνα, οι Βλάχοι έχουν γίνει τόσο ισχυροί ώστε εκείνη την εποχή η Θεσσαλία ονομάζεται Μεγάλη Βλαχία και η Αιτωλοακαρνανία Μικρή Βλαχία. Αυτήν την ονομασία βρήκαν τον 15ο αι. οι Οθωμανοί και τη μετέφρασαν στα τούρκικα Κιουτσούκ Ουλάχ. ΄Ετσι βγήκε στα ελληνικά το χαζό προσωνύμιο Κουτσόβλαχοι. 
Το 1159, ο ραβίνος Βενιαμίν ο εκ Τουδέλας έρχεται από την Ισπανία και βρίσκει ανυπότακτους, τους Βλάχους μέχρι έξω από τη Λαμία −τότε Ζητούνι. Αφηγείται: 
Εδώ βρίσκονται τα σύνορα της Βλαχίας που οι κάτοικοί της ονομάζονται Βλάχοι. Μήτε εις Θεόν μήτε εις Βασιλέα πιστεύουν. Είναι αλαφροί και γρήγοροι σαν ζαρκάδια και κατεβαίνουν από τα βουνά τους στους ελληνικούς κάμπους και τους ληστεύουν. Κανείς δεν ριψοκινδυνεύει πόλεμο μαζί τους ούτε μπορεί να τους υποτάξει. 

Η διαδρομή τους είναι συναρπαστική σε κάθε εποχή και η παρουσία τους στην Ιστορία του Γένους συνεχής. Είναι οι Ακρίτες. Την αξεπέραστη ανδρεία τους διασώζει αυθεντικά η συλλογική μνήμη του Γένους στα δημώδη τραγούδια του Ακριτικού Κύκλου, όταν ακόμη η πατρώα Αυτοκρατορία ήταν ακμαία. Ψάλλει ο Λαός: 

Ώσε να στρώσει ο Κωνσταντής 
κι Αλέξης να σελώσει 
ευρέθη το Βλαχόπουλο 
στον μαύρο καβαλάρης 
Στο έμπα μπήκε σαν αϊτός 
Στο ξέβγα σαν πετρίτης 
Στο έμπα χίλιους έκοψε 
Στο ξέβγα δυο χιλιάδες 
Και στο καλό το γύρισμα 
Κανέναν δεν αφήνει 

Υπερασπίσθηκαν την Αυτοκρατορία μέχρι τέλους. Πριν ακόμη στεφθεί Τελευταίος Αυτοκράτωρ, ο Δεσπότης του Μυστρά Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εξορμά από τον Μοριά, καταλαμβάνει τη Θήβα, παίρνει τη Βοιωτία και αναμετριέται με τους Οθωμανούς στη Θεσσαλία. Στο πλευρό του πολεμούν οι Βλάχοι. Ο ιστορικός W. Miller γράφει: 
Τότε οι Βλάχοι της Πίνδου ρίχτηκαν από ψηλά κατά των Τούρκων στον μεγάλο θεσσαλικό κάμπο. 
Ήσαν οι τελευταίες αναλαμπές, όμως. Όταν οι Οθωμανοί επιδρομείς επεκράτησαν και η Πόλη έπεσε, οι Βλάχοι δεν υποτάχθηκαν. Προκειμένου να διαφυλάξει την ειρήνη και την παραγωγή στα εύφορα νέα τιμάριά του ο νικητής Σουλτάνος αναγνώρισε  ευθύς αμέσως το υφιστάμενο προαιώνιο προνόμιό τους να φέρουν όπλα, να αυτοδιοικούνται και να πληρώνουν μειωμένους φόρους υπαγόμενοι απευθείας στην εκάστοτε Βασιλομήτορα −τη Βαληντέ Σουλτάνα. 
Αμέσως μετά ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής (1520-1566)  αναθέτει στους Βλάχους την αποστολή που ανέκαθεν εκτελούσαν στην Αυτοκρατορία: τη φύλαξη των βασιλικών οδών, των κλεισωρειών και των αμάχων αγροτών. Με επίκεντρο τα βλαχοχώρια ιδρύει τα πρώτα δεκαπέντε αρματολίκια: Καστανιάς, Σερβίων, Γρεβενών, Ασπροποτάμου, Μαλακασίου και Γαρδικίου-Λιδωρικίου στην Πίνδο, Μηλιάς, Τεμπών και Ελασσόνος στον Όλυμπο, Ανασελίτσας, Αγράφων, Βάλτου και Ξηρομέρου, Πατρατζικίου σε Βελούχι-Θερμοπύλες, Μαυροβουνίου και Κάρλελι. 
Η προσωνυμία αρματολός είναι λατινόφωνη βλάχικη: armatul ο οπλισμένος και armatuli οι οπλισμένοι. Στα ελληνικά δεν εξηγείται σοβαρά. 
Χρειάζονται ώρες για να συνοψισθεί απλώς η πρωταγωνιστική συμμετοχή των Βλάχων στη Νεότερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Δεν έχει σημασία, άλλωστε, να ευλογούμε εμείς τα γένεια μας ούτε να ξανακούμε όσα μέσες-άκρες όλοι ξέρουμε. Κορυφαία σημασία σήμερα έχει να σωθεί η εμπερίστατη Πατρίδα μας. Τι χρειάζεται για να σωθεί; 
Οι προπάτορές μας, ακόμη και οι πατέρες των γερόντων, έκαναν όσα μας πρέπουν −και μας λείπουν− τώρα. Καθένας πιάνονταν από τον εαυτό του και χέρι-χέρι με τους άλλους. Πίστευαν στη δύναμή τους και δεν γνώρισαν ποτέ τον φόβο. Μέσ’ στις θύελλες και στις χωσιές τραβούσαν μόνον μπρος. Σαν να τους ακούω τώρα καλή ώρα: 

Να ν’πάτρουλε σι ντι ντιντέτσ’ πι κάλιι 
Καλπασμός στα τέσσερα και βαράτε τ’ άλογα.

Είναι ο καιρός −και δεν υπάρχει άλλη ώρα− να βγούμε όλοι μαζί οι Έλληνες από την απελπισία και από την φοβία, την υστερία και την κηδεμονία. Να ξαναβρούμε τον χαμένο εαυτό μας και να ξαναγίνουμε Ρωμιοσύνη −πλατειά, ευρύχωρη, ανοιχτή στην Οικουμένη.  Εμείς είμαστε η Βλαχόφωνη Ρωμιοσύνη. Και είμαστε εδώ. Δεν κάνουμε βήμα πίσω. Πάντα μπροστά και μονάχα μπροστά. 
Εδώ μιλάμε μόνον για τους Βλάχους. Τούτο δεν σημαίνει, προς Θεού, ότι υποτιμούμε τους άλλους Έλληνες αδελφούς μας, ούτε επιχειρούμε να συγκριθούμε, ούτε μονοπωλούμε κάτι. Σημαίνει αυταπόδεικτα, όμως, ότι, παρά την Άλωση και παρ’ ότι οι πιο ολιγάριθμοι όλων, εμείς οι Βλάχοι αξιοποιήσαμε όλες τις αυτοφυείς αρετές του Ελληνισμού, τις μετατρέψαμε σε ισχυρά στρατηγικά πλεονεκτήματα και κάτω από δεινή ξένη δεσποτεία επικρατήσαμε. Ανοιχτήκαμε στον Κόσμο και τον κερδίσαμε. Παραμένοντας βαθύτατα Έλληνες −και επειδή παραμείναμε ΄Ελληνες− γίναμε πολίτες της Ευρώπης, τραπεζίτες της και βαρόνοι της. 
Ποια ήσαν τότε τα μέσα μας; Όλα όσα έχουμε αλλά τα παράχωσε η μιζέρια μας. 
Μέσα ήσαν τότε και είναι εν δυνάμει σήμερα: 
1.  Η γηγενής παραγωγή και η κάθετη οργάνωσή της. 
2.  Τα δίκτυα των μεταφορών, του εμπορίου και των πιστώσεων. 
3.  Η ασφάλεια  των δικτύων  και η αλληλεγγύη όλων των μελών. 
4.  Η ελληνική παιδεία και ο πολιτισμός. 
5.  Η απόλυτη εξωστρέφεια και αυτοπεποίθηση. 
6.  Η Ευρώπη: ο χώρος της και τα φώτα της −τότε ο Διαφωτισμός, τώρα η τεχνογνωσία. 
7.  Η ειλικρινής διεθνής συνεργασία με σεβασμό και ισοτιμία. 
8.  Η ανταπόδοση του πλούτου στην κοινωνία, στη γενέτειρα και στο Γένος. 

Όλα αυτά ακούγονται, ιδιαίτερα στους χαμηλούς χαλεπούς καιρούς μας, ρητορικά. Όμως, η Βλαχόφωνη Ρωμιοσύνη τα έκανε πραγματικά όταν οι καιροί ήσαν απείρως δυσκολότεροι. 
Ας ακολουθήσουμε επιτροχάδην τους άξονες αυτούς όπως τους χάραξαν οι προπάτορές μας και μας τους παρέδωσε η ακίβδηλη Ιστορία. 

Οικονομία: Εγκατέστησαν, έθεσαν υπό τον έλεγχό τους και τροφοδότησαν ένα απέραντο δίκτυο οικονομίας που, από την αυγή του 17ου αι., μέχρι την αυγή του 20ού αι. απλωνόταν από την Οδησσό μέχρι τη Βιέννη και τη Λειψία και από τον Δούναβη μέχρι τον Νείλο. Στα κοπάδια τους παρήγαγαν την πρώτη ύλη (γάλα, μαλλί και δέρματα) που οι άοκνες γυναίκες τους επεξεργάζονταν επί τόπου διασφαλίζοντας την προστιθεμένη αξία (τυροκομικά, υφαντά, σκουτιά, κάπες, τσόχες, προβιές, μαλακά δέρματα). Στα κοπάδια τους παρήγαγαν, επίσης, χιλιάδες γερά άλογα και μουλάρια που σχημάτισαν τα επιβλητικά καραβάνια τα οποία μετέφεραν την παραγωγή τους. 
Την ασφαλή πορεία των καραβανιών στις  βασιλικές οδούς και στα περάσματα φύλαγαν οι Βλάχοι αρματολοί. Ακολουθούσαν την αρχαία Εγνατία Οδό μέχρι το Δυρράχιο και, μετά, μέχρι την αυτόνομη λατινόφωνη Δημοκρατία της Ραγούζας, το Ντουμπρόβνικ που ήταν το μοναδικό ελεύθερο λιμάνι της Ανατολής προς τη Βενετία. Σ’ αυτόν τον κόμβο ανέπτυξαν, κοντά στην Κορυτσά, την ονομαστή Μοσχόπολη με 60.000 έως, κατ’ άλλους, 80.000 κατοίκους. Η μητρόπολη των Βλάχων είχε αναπτύξει την οικονομία της σε διεθνή κλίμακα και σε κάθετη οργάνωση. Διέθετε εκατοντάδες χιλιάδες γιδοπρόβατα, προηγμένες βιοτεχνίες, ακόμη και εμπορικό στόλο. Εκεί κατέληγαν αρχικά τα περισσότερα  καραβάνια από τα άλλα αδελφά βλαχοχώρια. 
Έτσι, οι Βλάχοι, με κέντρο τη Μοσχόπολη, αναδείχθηκαν οι σημαντικότεροι στεριανοί διαμεσολαβητές της οθωμανικής οικονομίας με τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας και την Αυτοκρατορία των Αψβούργων, με τις οποίες η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε διαρκή εμπόλεμη κατάσταση. 
Ο Μοσχοπολίτης Μητροπολίτης Ιωακείμ Μαρτιανός και ο επίσης Βλάχος επιφανής ερευνητής Κωνσταντίνος Μέρτζιος δημοσίευσαν  δεκάδες επίσημα έγγραφα από τα  Αρχεία της Βενετίας. Αποδεικνύουν ότι με τη Βενετία και ευρύτερα την Ευρώπη συναλλάσσονταν δεκάδες Βλάχοι  από τη Μοσχόπολη, τη Σίπισχα, τη Νικολίτσα, την Καβάγια, τη Λάγγα, την Αχρίδα, τη Μηλόβιστα, τη Σιάτιστα, την Κοζάνη, την Καστοριά,  τα Γιάννενα  και τους Καλαρρύτες.  
Βλάχοι, προερχόμενοι αποκλειστικά από τον ελληνικό χώρο, επισημαίνονται από τον 17ο αι. κιόλας στα Βαλκάνια και στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων στην οποία ανήκαν και πολλές βαλκανικές περιφέρειες όπως η Κροατία, η Σλοβενία, η βόρεια Σερβία, η Τρανσυλβανία. Σ’ αυτές −και προς αυτές- τις περιοχές οι Βλάχοι από τον 17ο αι. ήδη ασκούσαν επικερδές εμπόριο, επιστήμες και τέχνες −ιδίως την ασημουργία και τη χαλκουργία. Διατηρούσαν τα πλείστα χάνια κατά μήκος των βασιλικών οδών από την Κωνσταντινούπολη έως τη Βιέννη. Έστρωναν δρόμους, έχτιζαν περίτεχνα γεφύρια, οικοδομούσαν ελληνικές εκκλησιές, ανέπτυσσαν τις πόλεις. 

Κρατικά έγγραφα και τεκμήρια δημοσιευμένα στο Βελιγράδι δίνουν την εξής εικόνα: 
Το 1720 στη Βούδα ζούσαν σε δικό τους σπίτι 20 ελληνικές-βλάχικες οικογένειες που το 1741 αυξήθηκαν σε 40-50. Το 1725 αναφέρονται Βλάχοι χρυσικοί στα περίχωρα της Όρσιαβα και το 1733 και 1742 στην περιφέρεια της Νόβα Παλάνκα.  
To 1770 είχαν συμπήξει με άλλους τη συντεχνία των ασημουργών στο Νόβι Σαντ με σφραγίδα γραμμένη στα ελληνικά και στα σλαβικά.  Κρατούσαν την ασημουργία στη Νις και στο Βιδίνι. 
Το 1723 η διοίκηση του Μπανάτ επέτρεψε σε Βλάχους να ασκούν το απαγορευμένο πλανόδιο εμπόριο. To 1751 πλούσιοι διεθνείς έμποροι Βλάχοι έλαβαν άδεια να εξαγάγουν, από την Αυστρία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, χρηματαποστολές τους σε χρυσά νομίσματα με δασμό 25%. Το 1739 απογράφονται στην Τιμισιοάρα της (ρουμανικής σήμερα) Τρανσυλβανίας 12 έμποροι από τη Μοσχόπολη και ακόμη 14 «Αλβανοί», εκ των οποίων οι 10 ήσαν Μοσχοπολιάνοι, δηλαδή επίσης Βλάχοι. 
Αρχαία ελληνική αρετή είναι η προσαρμογή −και την διαθέτουν ορμέμφυτα οι Βλάχοι. Προσαρμόζονται παντού όπου εγκαθίστανται. Και πάντοτε αποδεικνύονται εξαιρετικά ευέλικτοι. Οσμίζονται τον καιρό που συνεχώς αλλάζει.  Έτσι, όταν το 1754  με τη Συνθήκη του Πασάροβιτς (Ποζάρεβατς στα σέρβικα) αποχωρούν οι Οθωμανοί από τη νότιο Ουγγαρία, το Σεμλίνο στην όχθη του πλωτού ποταμού Σάβου γίνεται πια το σύνορο των δύο Αυτοκρατοριών, Αψβούργων και Οθωμανών, και  αναδεικνύεται σε κομβικό σημείο του εμπορίου Ανατολής-Δύσης. Εκεί έσπευσαν αμέσως οι Βλάχοι. 
Και θησαύρισαν. Σε λίγα μόλις χρόνια ίδρυσαν ελληνική κοινότητα με τον χαρακτηριστικό τίτλο Κοινότης των Ρωμαίων Μακεδονοβλάχων. Χρηματοδότης της ο βαρώνος Γεώργιος φον Σπίρτας, από την Κλεισούρα. Ήλεγχαν όλη την μεθοριακή περιοχή, γνωστή ως Πόλεις του Σρεμ, όπου το 1770 απογράφονται  29 οικογένειες από τη Μοσχόπολη, 20 από την Κατράνιτσα, 11 από το Μπλάτσι, 5 από τη Βέροια, 1 από την Καστοριά και 1 από τη Νάουσα  . 
Ο Ντούσαν Πόποβιτς, καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου, από το Κρούσοβο,  διαπιστώνει το 1937 στο εμβληματικό έργο του Ο’ Τσιντσάριμα: 
Το Σεμλίνο, χάρη στους Τσιντσάρους κυρίως, κατέστη ένας από τους πιο ξεχωριστούς παράγοντες στον κόσμο του εμπορίου. 
Από το 1754 οι Έλληνες και οι Τσίντσαροι κρατούσαν στα χέρια τους κατά το μεγαλύτερο μέρος το εμπόριο και τις τέχνες (…) Αυτοί πλήρωναν του περισσότερους φόρους. Στο δικαστήριο του Σεμλίνου είχαν καταθέσει πάνω από 250.000 φιορίνια για ευεργεσίες και το εισόδημα πολλών ευαγών ιδρυμάτων τους ξεπερνούσε τα 300.000 φιορίνια.(...) Μεγάλες ποσότητες βάμβακος έφθαναν (μέσω Σεμλίνου) στην Κεντρική Ευρώπη από τις εκτεταμένες βαμβακοκαλλιέργειες της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Ένα από τα σημαντικότερα κέντρα βάμβακος στα Βαλκάνια ήταν οι Σέρρες. Στο διάστημα 1741-1811 αυξήθηκε κατακόρυφα η παραγωγή βάμβακος στη Μακεδονία. 
Οι ερευνητές Κάνιτς και Σβάρτνερ εξακριβώνουν ότι: 
Οι Τσίντσαροι, αμέσως μετά την ειρήνη του Ποζάρεβατς, κρατούσαν στα χέρια τους ολόκληρο σχεδόν το εμπόριο Εγγύς Ανατολής-Κεντρικής Ευρώπης. Πολλοί τσιντσαρικοί οίκοι είχαν απευθείας συνεργασία με τα κυριώτερα λιμάνια και τις βιομηχανικές πόλεις της Ευρώπης. Το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου και των χρημάτων της Ουγγαρίας ήταν στα χέρια τους. ΄Ηλεγχαν το εμπόριο από την Αθήνα ώς την Πέστη και τη Βιέννη. 
Στην Πέστη οι Έλληνες ανεγείρουν, και το 1770 εγκαινιάζουν, μεγαλοπρεπή ελληνικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Την αίτηση για την άδεια υπογράφουν 300 ελληνικές οικογένειες: 177 οικογένειες κατάγονται από τη Μοσχόπολη. 
Ο έρανος για τον ναό απέδωσε 32.454 χρυσά φλωριά. Τα 26.000 έδωσαν Μοσχοπολίτες: 40.000 φράγκα ο Αλέξανδρος Λέπωρος, 2.000 χρυσά φλωριά ο Ναούμ Μέσκα και ο Γεώργιος Χριστοδούλου.   Σημειωτέον ότι τη Μοσχόπολη εγκατέλειψαν υπό την πίεση των Τουρκαλβανών οι πρώτοι κάτοικοί της μόνον από το 1768. Οργανωμένοι κατά χιλιάδες σε καραβάνια, οι περισσότεροι κατευθύνθηκαν στις βορειότερες βαλκανικές επαρχίες των Οθωμανών και στις χώρες των Αψβούργων επειδή ακριβώς εκεί προϋπήρχαν ισχυρά εμπορικά κέντρα και αστικά δίκτυα Βλάχων, ιδιαίτερα συμπατριωτών τους. 
Έτσι άρχισε ένα νέο έπος. Δεν είναι του παρόντος. Στα μετέπειτα Κράτη της Γιουγκοσλαβίας, της Αυστρίας και της Ουγγαρίας οι Βλάχοι απέκτησαν μυθικές περιουσίες, τεράστια κτήματα, ισχυρότατες τράπεζες, περίλαμπρα μέγαρα και τίτλους ευγενείας στον αυτοκρατορικό οίκο των Αψβούργων. Αφού είχαν ανθίσει στη Βενετία, επικρατούσαν στη Ριέκα και στην Τεργέστη. Κυριάρχησαν στη Βούδα, την Πέστη και τη Βιέννη. Στη μυθική πρωτεύουσα των Αψβούργων έκτισαν μνημειώδεις ελληνικούς Ναούς και θεόρατα καραβάν σαράι, ανέπτυξαν ισχυρότατες επιχειρήσεις, έγιναν τραπεζίτες, βαρόνοι και μυστικοσύμβουλοι του Αυτοκράτορος. 
Ελληνική Παιδεία: Ο ελληνικός πολιτισμός υπήρξε το γόνιμο έδαφος στο οποίο αναπτύχθηκε το έπος των Βλάχων υπό ξένη δεσποτεία. Στη Μοσχόπολη λειτουργεί η Νέα Ακαδημία  και το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο μετά εκείνο του Πατριαρχείου. Γράφονται και κυκλοφορούν περίλαμπρα έργα της Ελληνικής Γραμματείας. 
Την ίδια εποχή στη σερβική πόλη Στάμπατς οι Ρωμαίοι Μακεδονόβλαχοι συντηρούν τέσσερα ελληνικά σχολεία: αρρεναγωγείο, παρθεναγωγείο, γυμνάσιο και επαγγελματική σχολή. 

Βλάχοι συνέβαλαν καθοριστικά στην εθνική παιδεία, στη διάδοση του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και στην αφύπνιση του Γένους επί τέσσερις συνεχείς αιώνες. Μεγάλοι Διδάσκαλοι του Γένους αναφέρονται ενδεικτικά οι εξής: 
Ο Ιωάννης Κωττούνιος (Βέροια 1572 - Πάδοβα 1657) ίδρυσε στην Πάδοβα το Κωττουνιανόν Κολλέγιον όπου δίδαξε ελληνική φιλοσοφία, ιδιαίτερα τον Αριστοτέλη. Το επώνυμό του στα βλάχικα είναι το βυζαντινό Κυδώνης - γκουτούνιου. 
Ο Νεόφυτος Δούκας (1760-1845) από τα Άνω Σουδενά διηύθυνε την Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους, δίδαξε στην Πατριαρχική Ακαδημία και διηύθυνε τη Βιβλιοθήκη της Ιερουσαλήμ. 
Ο Γρηγόριος Ζαλύκης ή Ζαλύκογλου, από τη Θεσσαλονίκη, ίδρυσε προεπαναστατικά στο Παρίσι το Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον. 
Ο Δημήτριος Δάρβαρις (1751-1823) από την Κλεισούρα κατέλιπε στη Βιέννη μεγάλα έργα της Ελληνικής Γραμματείας. 
Μοσχοπολιάνοι ήσαν οι αμέσως επόμενοι Μεγάλοι Διδάσκαλοι του Γένους. 
Ο Αθανάσιος Καβαλλιώτης και ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης δίδαξαν στη Νέα Ακαδημία. ΄Εγραψαν σπουδαία έργα και Λεξικό. 
Ο Ιωάννης Χαλκεύς υπήρξε ειδήμων της ελληνικής, της λατινικής και της ιταλικής, μελετητής του Αριστοτέλη, θεολόγος και Σχολάρχης στο περιλάλητο Φλαγγιανόν Φροντιστήριον της Βενετίας μεταξύ 1694-1703 και 1710-1718. 
Ο Νεκτάριος Τέρπος, θεολόγος και ιερομόναχος, κυκλοφόρησε στη Βενετία τα έργα του Πίστις το 1750 και Θεολογικά Ζητήματα το 1779. 
Ο Αμβρόσιος Παμπέρης, θεολόγος και ιερομόναχος, υπηρέτησε ως εφημέριος της ελληνορθόδοξης εκκλησίας της Λειψίας. Στη Χάλλη της Γερμανίας εξεδόθησαν τα έργα του Διδαχαί και Περί Επιστολών Τύπον το 1768  και στη Βιέννη Ποίημα καρκινικόν το 1802. 
Ο Δημήτριος Παμπέρης, φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και στην Ιατρική Σχολή της Πάδοβας. Δάσκαλος του Κωνσταντίνου Μαυροκορδάτου, γιου του Ηγεμόνος Βλαχίας και ιατρός της ηγεμονικής αυλής στο Βουκουρέστι. Το 1706 εξέδωσε στο Αμβούργο το έργο του Απαρίθμησις λογίων Γραικών μεταφρασμένο στη λατινική. 
Ο Διονύσιος Μαντούκας (1648-1741) υπήρξε είκοσι χρόνια Μητροπολίτης Καστοριάς. Διαπραγματεύθηκε την ελληνική και λατινική φιλοσοφίας, τη θεολογία και  τη ρητορική. 
Ο Κωνσταντίνος Ζουπάν υπήρξε ιατροφιλόσοφος από τους σημαντικότερους του 18ου αι. Το 1760 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής της Χάλλης. Έδρασε στο Μαγδεμβούργο της Σαξονίας. 
Βλάχοι εθνικοί ευεργέτες χάρισαν στον Ελληνισμό περίλαμπρα σχολεία, Ανώτατα Ιδρύματα, τις στρατιωτικές σχολές, γεωργικές σχολές, σπάνιες συλλογές και Βιβλιοθήκες. 
Οι Γεώργιος Αβέρωφ, Μιχαήλ Τοσίτσας και Νικόλαος Στουρνάρας χαρίζουν το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο το οποίο ανεγείρει ο επίσης Βλάχος αρχιτέκτων Λύσανδρος Καυταντζόγλου. Ενισχύουν το Εθνικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και η χήρα του Μ. Τοσίτσα δωρίζει το οικόπεδο όπου ανεγείρεται το Αρχαιολογικό Μουσείο. 
Οι βαρόνοι Σίμων και Γεώργιος Σίνας δωρίζουν στην Αθήνα την Ακαδημία Αθηνών, τον Μητροπολιτικό Ναό και το Εθνικό Αστεροσκοπείο. 
Ο Γεώργιος Αβέρωφ χαρίζει τη Σχολή των Ευελπίδων, τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, το Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο, το Εφηβείον, μετέπειτα φυλακές Αβέρωφ, το ένδοξο θωρηκτό «Αβέρωφ» και  Γεωργικές Σχολές στη Λάρισα και στην Εύβοια. 
Οι εξάδελφοι Ευαγγέλης και Κωνσταντίνος Ζάππας ιδρύουν τα Ζάππεια Παρθεναγωγεία στην Κωνσταντινούπολη, στην Αδριανούπολη  και στην Αθήνα και το Ζάππειο Μέγαρο. 
Ο Απόστολος Αρσάκης τα περίφημα Αρσάκεια Σχολεία και ο Μιχαήλ Τοσίτσας τα Τοσίτσεια Σχολεία. 
Ο βαρόνος Κωνσταντίνος Μπέλλιος χαρίζει τη βιβλιοθήκη του στην Εθνική Βιβλιοθήκη και χρηματοδοτεί την ίδρυση της Αρχαιολογικής Εταιρείας. 
Ο Ιωάννης Μπάγκας χαρίζει το ξενοδοχείο του «Μέγας Αλέξανδρος» της Αθήνας και με τις προσόδους του το Μπάγκειον Ίδρυμα χρηματοδοτεί σχολεία στις υπόδουλες ακόμη ελληνικές χώρες και μοιράζει βιβλία. 
Ο Χρηστάκης Ζωγράφος, βαθύπλουτος τραπεζίτης στην Πόλη, ιδρύει τα Ζωγράφεια Σχολεία, αγαθοεργά ιδρύματα και βιβλιοθήκη. 
Οι αδελφοί Λάμπρου καταθέτουν τον πυρήνα συλλογής του Εθνικού Νομισματικού Μουσείου. Παράλληλα ιδρύουν την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία και τον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός. Βλάχοι δωρίζουν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών τη ζωφόρο του και  τους ανδριάντες των προπυλαίων του. 
Η ελληνική παιδεία συνδέεται άρρηκτα με την Ορθοδοξία και την τηρούν ευλαβικά στις ξένες χώρες οι Βλάχοι. Σε ελάχιστα χρόνια χτίζουν στην καθολική Ουγγαρία πέντε ορθόδοξες εκκλησιές: το 1786 στο Μπάλασια-Γκιάρματι, το 1788 στο Κέτσκεμετα, το 1789 στο Βατς, στο Κράκοβο και στο Λάδοβο.  Τέλη του 18ου αι. στην Ουγγαρία λειτουργούσαν 23 ελληνικά σχολεία. Το 1718 υπήρχε ελληνικό σχολείο στο Βελιγράδι και το 1848 δεύτερο σχολείο, αυτό ιδιωτικό. 
Στα βλαχοχώρια του ελληνικού χώρου οι κοσμοπολίτες ξενιτεμένοι Βλάχοι ιδρύουν ελληνικά σχολεία και κομίζουν από την Ευρώπη υψηλό πολιτισμό. Στο βιβλίο του Ταξίδια στην Ελλάδα, που εξέδωσε το 1815 στο Παρίσι ο Francois Pouqueville, Γάλλος Πρόξενος της Γαλλίας στην Αυλή του Αλή πασά, αφηγείται: 
Όσοι Βλάχοι συναλλάσσονται με το εξωτερικό και ταξιδεύουν, ομιλούν ο καθένας τους περισσότερες από μια ευρωπαϊκές γλώσσες και έχουν στα σπίτια τους αξιόλογες βιβλιοθήκες με γαλλικές και ιταλικές εκδόσεις και άριστες εκδόσεις κλασικών συγγραφέων. Αυτοί κι οι συχωριανοί τους ζουν τέτοια ζωή ώστε εκπλήσσεται ο επισκέπτης. 

Ευεργεσία: Οι Βλάχοι εκδηλώνουν έμπρακτα βαθειά αλληλεγγύη προς τους δικούς τους, προς το Γένος και προς τον ξένο, αλλά οικείο πια, τόπο που τους τρέφει. Επιστρέφουν με ευγνωμοσύνη πολλά από τα κέρδη τους. Και οι ξένοι νιώθουν ότι οι Βλάχοι είναι κέρδος. 
Το 1783 ο Αψβούργος Αυτοκράτωρ Φραγκίσκος Ιωσήφ Β΄ με Διάταγμά του διατάσσει τις τοπικές αρχές της Βούδας: 
Τους Τσιντσάρους και τους Ορθοδόξους Έλληνες εμπόρους στην περιοχή σας, ειδικότερα στην Πέστη, στη Βούδα, στη Γιέγκρα και στον Άγιο Ανδρέα, οφείλετε να προστατεύετε από την κακομεταχείριση με τον καλύτερο τρόπο διότι αυτοί προωθούν πράγματι τις συναλλαγές προς όφελος του Κράτους. 
Στο σύγγραμμά του O’ Cincarima (Περί των Βλάχων) ο καθηγητής Ντούσαν Πόποβιτς συμπεραίνει: 
Από όλους τους βαλκανικούς λαούς οι Τσίντσαροι ήσαν οι πιο Βαλκάνιοι (...) Από τις δικές τους οικογένειες ξεπήδησε η πρώτη καλλιεργημένη ομάδα ανθρώπων όχι μόνον σε εμάς (τη Γιουγκοσλαβία) αλλά και στους Βουλγάρους, τους Ρουμάνους και τους Αρβανίτες (...) Δεν υπάρχει ούτε μια εθνική ομάδα στα Βαλκάνια που να μη την ευεργέτησαν και μάλιστα πολύ. Δίνοντας πολλά σε όλους σπαταλήθηκαν οι ίδιοι. Υπήρχαν και υπάρχουν σήμερα παντού (…) 
Οι Τσίντσαροι ήταν οι κύριοι αρχιτέκτονες της βαλκανικής κουλτούρας: της υλικής, της πνευματικής και της ηθικής. 
Στον ελληνικό χώρο, φυσικά, δεν υπάρχει βλαχοχώρι χωρίς τους ευεργέτες του ούτε  νοείται  ελληνική παιδεία και Αθήνα χωρίς τους Βλάχους ευεργέτες της. Αναφέρθηκαν ήδη οι κορυφαίοι. Υπάρχουν και οι ανώνυμοι. Αμέσως μόλις ιδρύθηκε το πρώτο ελεύθερο Κράτος των Ελλήνων και ανέλαβε Κυβερνήτης ο Ι. Καποδίστριας, οι Βλάχοι της Βιέννης του αποστέλλουν την πλουσιοπάροχη βοήθειά τους για τα ορφανά του Αγώνα. Είναι η πρώτη συνεισφορά Ελλήνων στο νέο Κράτος. Στις 16 Μαΐου 1830 ο Κυβερνήτης έγραφε στον Γεώργιο Σ. Σίνα: 
Εδέχθημεν μετά πολλής ευγνωμοσύνης την ποσότητα των 2.007/100 διστήλων τα οποία μετά των εν Βιέννη συμπολιτών σας Γραικο-Βλάχων προσεφέρετε δωρεάν (...) Είθε το ιδικόν σας παράδειγμα να εγείρη και άλλους ομογενείς (...) Εκφράζομεν προς σε, Κύριε, και προς τους συμπολίτας σου Γραικο-Βλάχους πολλήν ευγνωμοσύνην εκ μέρους των ορφανών και, παρ’ ημών, την εξαίρετον υπόληψιν.  Ο Κυβερνήτης Ι. Α. Καποδίστριας. 
Το πάμπτωχο και κατεστραμμένο μικρό Κράτος δεν είχε Τράπεζα. Ο Γεώργιος Σταύρου ιδρύει την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Είναι η πρώτη. Και παραμένει η ατμομηχανή. 
Εμπροσθοφυλακή του Ελληνισμού: Πρώτοι στ’ άρματα και στα τάματα, στα γρόσια και στα γράμματα οι Βλάχοι αποτελούν ανέκαθεν την εμπροσθοφυλακή του Ελληνισμού. Κατά τη Νεότερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους πρωταγωνιστούν σε όλους τους εθνικούς αγώνες πριν, κατά και μετά την Εθνεγερσία του 1821. 
Τα Παιδιά της Σαμαρίνας είναι λερωμένα γιατί βγαίνουν μπαρουτοκαπνισμένα και ματωμένα στην Ιερή Έξοδο του Μεσολογγίου. Αφήνουν πίσω τους νεκρούς δικούς τους. Και ο ετοιμοθάνατος σύντροφός τους τα παρακαλεί: Σαν πάτε πίσω στα βουνά, ψηλά στη Σαμαρίνα, ωρέ παιδιά καημένα κι ας είστε λερωμένα,/ τουφέκια να μη ρίξετε, τραγούδια να μη πείτε/ Και, αν σας ρωτήσει η μάνα μου, η δόλια αδελφή μου,/ Μη πείτε πως σκοτώθηκα, ωρέ παιδιά καημένα κι ας είστε λερωμένα/ Μόν’ πείτε πως παντρεύτηκα στα έρημα τα ξένα. 
Στους καιρούς μας οι βλαχόφωνοι Έλληνες συγκεντρώνουμε το ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον Ξένων Κέντρων που εργάζονται δραστήρια να αναγνωρισθούμε διεθνώς σαν  ένα δήθεν ξεχωριστό διαπεριφερειακό Βλάχικο τάχα έθνος των Βαλκανίων. 
Ο σκοπός τους προφανής: να αλώσουν τους αδελφούς μας Βλάχους που αποτελούν την προκεχωρημένη εθνική εφεδρεία του Γένους στα Βαλκάνια, ιδιαίτερα στα Σκόπια και στην Αλβανία, και να μετατρέψουν στην Ελλάδα το Ελληνικό Έθνος σε μια κινουμένη άμμο αλληλοϋποβλεπομένων λαϊκών ομάδων. 
Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στον καιρό του Μακεδονικού Αγώνα όταν Βούλγαροι, Ρουμάνοι και Οθωμανοί όλοι μαζί χύμηξαν πάνω στους Βλάχους. Είχαν δίκαιο οι εχθροί. Οι Βλάχοι −και τότε− ήμασταν η Εμπροσθοφυλακή του Ελληνισμού. Στις 4 Δεκεμβρίου 1903 ο εθναπόστολος Ίων Δραγούμης αναφέρει από τις Σέρρες στον Υπουργό των Εξωτερικών: 
Η απώλεια των Βλάχων εν Μακεδονία είναι η πλήρης καταστροφή του Ελληνισμού της Μακεδονίας, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι προς βορράν της γραμμής ήτις συνδέει την Καστορίαν, Νιάουσταν, Θεσσαλονίκην, Σέρρας και Δράμαν, ουδεμία υπάρχει, πλην του Μελενίκου, ελληνόφωνος κοινότης, αι δε βλαχόφωνοι ευρίσκονται εν μεγίστω κινδύνω εκρουμανισμού (…) Είναι αξία παντός θαυμασμού η εθνική αντοχή και τα άλλα των Βλάχων προτερήματα (…) Απορώ πώς, έχοντες εν Μακεδονία τοιούτον στοιχείον, τοιούτον γένος ορεινόν, νοήμον, υπερήφανον και φιλοπόλεμον, ου μόνον δεν μετεχειρίσθημεν αυτό προς περιφρούρησιν των δικαίων ημών αλλά και αφήκομεν αυτό να αποδεκατισθή εκ των επιθέσεων των ενόπλων Βουλγάρων. 
Κατά την εξέγερση του ΄Ηλιντεν το 1903 οι Βούλγαροι έθεσαν πρώτο στρατηγικό στόχο τους τα τρία βλαχόφωνα ακροπύργια του Ελληνισμού στην Άνω Μακεδονία: το Κρούσοβο, τη Νέβεσκα και την Κλεισούρα. Εκεί εισέβαλαν με ισχυρές δυνάμεις ώστε να επισύρουν τα τρομερά αντίποινα του οθωμανικού στρατού. Το σχέδιό τους ήταν απλό όσο και πονηρό. Αν, υπό το φάσμα των αντιποίνων, οι Βλάχοι έβγαιναν στο κλαρί, η εξέγερση πετύχαινε. Αν δεν έβγαιναν, ο οθωμανικός στρατός θα τους αφάνιζε μαζί με τα χωριά τους και, συνεπώς, οι Βούλγαροι δεν θα συναντούσαν την αντίσταση των πλουσιοτέρων και πιο πολεμικών γηγενών Μακεδόνων −των Βλάχων. 
Το Κρούσοβο, πολιορκούμενο από τους Οθωμανούς, αντιστάθηκε για να επιζήσει. Και έγινε ολοκαύτωμα. Ο οθωμανικός στρατός το πυρπόλησε και σφαγίασε άμαχο πληθυσμό. Πυρπολήθηκαν εξακόσια λιθόκτιστα σπίτια, αριστουργήματα της μακεδονικής αρχιτεκτονικής φορτωμένα πλούτο και πολιτισμό, η Μητρόπολη, το ελληνικό αρρεναγωγείο και το ελληνικό παρθεναγωγείο. Λεηλατήθηκαν όλα τα καταστήματα. Όλα τα κτίσματα, τα καταστήματα και τα εκατοντάδες θύματα ανήκαν αποκλειστικά στους Βλάχους. Η μικρή ταπεινή συνοικία των Βουλγάρων παρέμεινε άθικτη! Η Νέβεσκα και η Κλεισούρα σώθηκαν χάρη στα μυθώδη λύτρα και στην προσωπική παρέμβαση του Πρωθυπουργού και Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδος Δημητρίου Ράλλη προς την Υψηλή Πύλη. 
Το ψευδώνυμο Κράτος των Σκοπίων τιμά τώρα ονομαστικά αυτά τα τρία βλαχοχώρια με χρυσά μετάλλια, με μνημεία και με παραμύθια σαν δήθεν «κοιτίδα», «αφετηρία» και «θυσιαστήρια» του ψευδωνύμου «μακεδονικού έθνους»!.. 

Σύμμαχος των Σλάβων, ακόμη μια φορά τώρα, η Ρουμανία μας ανακήρυξε δια νόμου πρόσφατα «Απόδημους Ρουμάνους». Δεν μας ρώτησε βέβαια. Ούτε διάβασε ότι οι επιφανείς Ρουμάνοι γλωσσολόγοι και ιστορικοί I. Coteuanu, Cusu Papakosta, Goga Dumutru, A. D. Xenopol, V. Parvan, Radu Vulpe και Al. Graur  απέρριψαν ευθύς εξ αρχής απερίφραστα την γελοία προπαγάνδα της ότι τάχα εμείς οι Βλάχοι είμαστε Ρουμάνοι.  Ούτε διάβασε ότι o   γενικός επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο Lazarescu Lekanta ανέφερε το 1903 στην κυβέρνηση της Ρουμανίας: Δαπανούμε περισσότερα από 70.000 χρυσά φράγκα τον χρόνο για σχολεία χωρίς μαθητές, ρουμανίζουν μόνον όσοι ανταμείβονται και, όπου σταματά να ρέει το χρήμα μας, παύει να υφίσταται ρουμανικό έθνος. 

Η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Αλλά επαναλαμβάνεται σαν φάρσα πια. Εμπρός, λοιπόν, εμείς είμαστε εδώ. Αλλά δεν γελάμε. Οι γελωτοποιοί είναι αλλού. Και είναι βαθειά νυχτωμένοι. 
Η Βλαχόφωνη Ρωμιοσύνη είναι εδώ. Ήταν και θα είναι πάντα εδώ. 

Νικόλαος Ι. Μέρτζος 
Πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, δημοσιογράφος και συγγραφέας, Νιβεστιάνος.

Το διαβάσαμε: Βλάχοι (HELLAS)


Η ομιλία του κ. Ν. Μέρτζου στα πλαίσια των εκδηλώσεων του 
29ου Πανελλήνιου Ανταμώματος Βλάχων στην Κατερίνη (29/6/2013):



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.