Πάτυ Παυλή
Οινολόγος-Sommelier
Το χωριό μου το λένε Αμπελοχώρι και γεννήθηκα και μεγάλωσα στους Αμπελόκηπους. Πάντα υπήρχε αυτό το «κάτι» στο οποίο δεν είχα δώσει σημασία. Ένα στοιχείο οινικό στοιχείο να μου υποδεικνύει το δρόμο μου κι εγώ δεν το έβλεπα! Τον Σεπτέμβριο του 2000 πέρασα στη σχολή Οινολογίας και Τεχνολογίας Ποτών στην Αθήνα. Τυχαία. Κάτι άλλο ήθελα να κάνω και σίγουρα όχι αυτό. Περνάγανε τα χρόνια κι ακόμα έψαχνα να βρω την οινική μου ταυτότητα. Διαβάζοντας λοιπόν και έχοντας την τύχη να κάνω φίλους ανθρώπους σημαντικούς που με έπλασαν και με βοήθησαν να βρω τον δρόμο μου, ήθελα κι εγώ η καημένη από κάπου ν’ αρχίσω. Από πού αλλού λοιπόν; Από το Αμπελοχώρι!
Αμπελοχώρι ορεινής Καλαμπάκας, περίπου 1000 μέτρα υψόμετρο, χωμένο μέσα στην άγρια πεύκη, τη βελανιδιά, την οξιά, τον κέδρο και το έλατο. Φέρει μακρά ιστορία στην αμπελοκαλλιέργεια και στην οινοποίηση καθώς τα «παλιά τα χρόνια» (υπολογίζοντας από τις προφορικές μαρτυρίες κατά τον 19ο αιώνα μέχρι και πριν τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο) κατείχε την πρώτη θέση σε όλη την περιοχή. Το Αμπελοχώρι προμήθευε με κρασί το Μέτσοβο, σημαντικό και κομβικό σημείο των εποχών, καθώς και όλες τις γύρω περιοχές. Τα αμπελοτόπια έπνιγαν το ίδιο το δάσος. Η βασικότερη ποικιλία τους ήταν το «γαλλικό» (παρατηρώντας κάποια εναπομείναντα πρέμνα φαντάζομαι πως είναι Cabernet Franc), καθώς και ποικιλίες της περιοχής. Η οινοποίηση γινόταν μέσα σε τεράστια βαρέλια, που οι βαρελάδες έρχονταν και τα έφτιαχναν μέσα στο εκάστοτε υπόγειο.
Τα χρόνια όμως πέρασαν, ήρθαν οι πόλεμοι, οι ιστορίες μεταλλάχθηκαν από στόμα σε στόμα και η πιθανή γνώση της αμπελοκαλλιέργειας και της οινοποίησης χάθηκαν. Η ομιλούμενη γλώσσα είναι τα βλάχικα (η δημώδης λατινική επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) και γραπτός λόγος δεν υπάρχει. Οι απόγονοι όμως, περήφανοι για τους άξιους παλιούς οινοπαραγωγούς, θέλησαν μετά από χρόνια να αναβιώσουν την παράδοση. Έτσι απλά. Γιατί όπως λένε «εμάς οι παππούδες μας και οι παππούδες τους έφτιαχναν το καλύτερο κρασί!». Με αμπέλια λοιπόν άγρια, με μηδενικές γνώσεις οινοποίησης και βαρέλια από ξύλο «μ’ έκαψες», επιμένουν στην άριστη ποιότητα του παραγόμενου οίνου. Μετά από τρύγο ήταν λοιπόν όταν αντίκρυσα το θέαμα. Δύο – τρεις σόμπες μέσα στο δωμάτιο με τα βαρέλια με τον μούστο και θερμοκρασία γύρω στους 35 βαθμούς. Η απάντηση που πήρα στην ερώτηση «γιατί;» ήταν «γιατί πώς αλλιώς το κρασί θα βράσει;»
Πέρασαν χρόνια, τσακωμοί επί τσακωμών, πολλά «έμαθες να φτιάχνεις κι εσύ κρασί, Πάτυ!», πολλά κιλά μεταμπισουλφίτ, πολύς πονοκέφαλος, πολύς ξινιάς για να πειστούν πως το καημένο «βράζει» από μόνο του! Ευτυχώς γλιτώσαμε το νοσοκομείο, αν και όλοι οι παππούδες στο χωριό νομίζουν πως ο δικός μου αποτρελάθηκε, όταν μετά τον τρύγο αφήνει την πόρτα ανοιχτή και μπαίνει μέσα το κρύο.
Πηγή: Εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.