Ν. Εγγονόπουλος Μέγας Αλέξανδρος και Παύλος Μελάς, 1977 |
Βρίσκονταν σχεδόν μέσα στο νερό και δροσιά καμιά. Έλιωνε κορμιά η ζέστη αν και ο Αύγουστος ήταν στα τελειώματά του. «Καπετάνιε, φώναξε ο Κρητικός, πού θα ήσουν τώρα επαέ αν δεν πολέμαγες στη Νεγοβάνη;» «Σήμερα Κρητικέ είναι Κυριακή, θα ήμουν με τη γυναίκα μου και θα διάβαζα ιστορίες στα παιδιά μου». «Είναι μεγάλο το σπίτι σου Καπετάνιε;» «Όχι, δεν είναι πολύ μεγάλο, αλλά είναι πνιγμένο στα λουλούδια, σε μια περιοχή της Αθήνας που τη λένε Κηφισιά». «Μα τότε είσαι διπλά και τριπλά γενναίος, τα άφησες όλα αυτά και ήρθες στη Μακεδονική γη να πολεμήσεις; » «Εσύ Κρητικέ τι άφησες, για να έρθεις σε αυτά τα μέρη; » «Άφησα κατσίκες και λιόδεντρα, ωραία βουνά και να με, στα λασποτόπια της Μακεδονίας, για την Ελλάδα μας!". «Για αυτήν μωρέ, για την πατρίδα, προσπάθησε να ψελλίσει ο Ζέζας, μα στο νου του έφερε τα δυο παιδιά του και σαν να λύγισε λίγο». Ακούστηκε ένα σύνθημα, πλησίαζαν κάποιοι να ήταν Τούρκοι ή Βούλγαροι;
«Τούρκοι είναι, Γιουρούκοι χωρικοί, φτωχοί άνθρωποι», είπε κάποιος από την ομάδα.
«Αφήστε τους να φύγουν και πάμε». Πρόσταξε ο καπετάνιος, «σήμερα δεν βρήκαμε συμμορίτες».
Ξεκίνησαν για την επιστροφή. Προσπέρασαν μια σάπια, παλιά βαρκούλα που λικνιζόταν σαν να περίμενε να ξανοιχτεί πάλι για ψάρεμα. Η δική τους βάρκα, σιγά και αθόρυβα, πέρασε το ποτάμι. Μέσα από την πυκνή βλάστηση που σκέπαζε όλη την περιοχή, ξεπρόβαλε η καινούρια τους καλύβα. Προχειροφτιαγμένη σκόπιμα, έστεκε καλά κρυμμένη σ’ ένα παραπόταμο του Αλιάκμονα, μοιάζοντας περισσότερο για στέκι ψαράδων. Πλάι της, δέσποζε μια μουριά που εκμεταλλεύτηκε ένα μικρό κομμάτι χέρσας γης και όρθωσε τον γιγάντιο κορμό της. Τα υπόλοιπα δέντρα, όσα δεν είχαν ξεραθεί κάτω από τη σκιά της, ήταν εντελώς καχεκτικά και καλυμμένα από τα θεόρατα ψιθυριστά καλάμια. Εδώ περνούσαν ώρες ατελείωτες, καταστρώνοντας σχέδια, χαμένοι στη ζούγκλα του ποταμιού και περιμένοντας την κατάλληλη συγκυρία να πάνε προς τα χωριά όπου ο ελληνισμός ήταν τρομοκρατημένος.
«Καπετάνιε», φώναξε ο Γκίσιος, «Βάλε λάσπη παντού να ξεραθεί καλά πάνω σου, γιατί τα αγριοκούνουπα, πίνουν αίμα ελληνικό, τούρκικο, βουλγάρικο, δεν ξεχωρίζουν. Γέλασε ο Ζέζας με τον Γκίσιο. Με κάθε του κουβέντα έφερνε την ευθυμία στην ομάδα, αλλά ήταν και ο μόνος ντόπιος οδηγός που είχαν. Καταγόταν από ένα όμορφο χωριό της Καστοριάς, το Κωσταράζι. Συχνά, έχανε τον προσανατολισμό του, η ομάδα όμως πάντα τον συγχωρούσε και ας του φώναζαν οι Κρητικοί με τις αγριοφωνάρες τους λίγο παραπάνω. Έμαθε να μιλά ελληνικά στα δεκατρία του και πάντα απευθυνόταν δυνατά σ’ όλους: «Έλληνες γεννηθήκαμε και οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας ας μιλάμε σλαβόφωνα, η καρδιά μας ήταν και θα είναι πάντα ελληνική. Την Ελλάδα μας δεν την έχουμε στα χείλη, αλλά στη ψυχή μας». Μπροστά στα έντρομα παιδικά του μάτια, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες, σκότωσαν τον πατέρα του φωνάζοντας κοροϊδευτικά. «Λέλε –Μάικο (αχ μανούλα μου τι έπαθα). Αφού ελληνικά δεν ξέρεις, γιατί δεν παραδέχεσαι ότι είσαι Βούλγαρος να γλυτώσεις τη ζωή σου;» Του φώναζαν.
Γνώριζε ο Ζέζας πως πολλοί ξενόφωνοι κάτοικοι της Μακεδονίας, δοκιμάστηκαν σκληρά και όλα τα υπόμεναν. Το μόνο που δεν άντεχαν, ήταν να αμφιβάλει κανείς για την ελληνική τους συνείδηση. Η βουλγαρική τρομοκρατία πάντα ήτανε πιο σκληρή σε αυτούς, παρά στους ελληνόφωνους ομόφυλούς τους.
Έφυγε άλλη μια νύχτα σιωπηλά. Ξεκίνησαν πολύ πρωί, μόλις ο ουρανός άρχιζε να φωτίζει. Είχαν πληροφορίες για μια καινούρια φουρνιά συμμοριτών. Μόνο ο άνεμος ακουγόταν και το θρόισμα των καλαμιών. Κοπάδια βουβαλιών έβοσκαν αμέριμνα, αλλά ακόμη και αυτή η αθώα εικόνα, μπορούσε να κρύβει παγίδες, καθώς οι Βούλγαροι προσποιούμενοι τους βοσκούς, έκρυβαν όπλα κάτω από τις κάπες τους και επιτίθονταν ύπουλα. Αλλά ούτε και αυτήν την ημέρα συνάντησαν τίποτα. Βράδιασε και άρχισαν χαμηλόφωνα τις Μαντινάδες οι Κρητικοί, τα αστεία δίνανε και παίρνανε. Την άλλη μέρα θα έφευγαν για αλλού, τα βουλγαρικά κομιτάτα οργίαζαν και έπρεπε να φύγουν από την κρυψώνα τους. Θα πήγαιναν να συναντηθούν με άλλους αγωνιστές. Τακτοποιήθηκαν και οι τελευταίες εκκρεμότητες για την αναχώρησή τους.
Οκτώβριος του 1904, η μέρα ήταν καλή, άστραφταν τα ποταμίσια καλάμια στον ήλιο. Ατένιζε ο καπετάνιος τον ουρανό, όταν από πάνω πέρασε ένας αετομάχος με ανοιχτές φτερούγες και τον κοίταξε στα μάτια με το αγέρωχο βλέμμα του. Για μια στιγμή μόνο, ενώθηκαν οι ματιές τους και μετά συνέχισε την αετίσια πορεία του.
Με το πέρασμα του καιρού, ο Παύλος Μελάς (ψευδώνυμο Ζέζας) ένιωθε τον Μακεδονικό αγώνα να ρουφάει την ύπαρξή του. Έβλεπε σιγά-σιγά τον σπόρο του να φέρνει καρπούς. Δεν φανταζόταν ποτέ του όμως, ότι το παράδειγμά του θα συγκλόνιζε το πανελλήνιο και ότι οι Μακεδόνες θα είχαν πια έναν ήρωα. Δεν φανταζόταν πως η θυσία του θα ήταν αυτή που θα άλλαζε καταλυτικά το όλο σκηνικό και θα ενέπνεε τον ελληνισμό.
Δεν θα διάβαζε ποτέ του το εξαίσιο «Σε κλαίει λαός» του Παλαμά, ούτε θα έβλεπε τον Εγγονόπουλο να τον ζωγραφίζει αδιάκοπα σε διάφορες παραλλαγές.
Κοίταξε ξανά ψηλά τον ήλιο, μέχρι που τα μάτια του θάμπωσαν. Δεν ήξερε πως κοιτούσε για τελευταία φορά τον ήλιο.
(13 Οκτωβρίου 1904 Ημερομηνία θανάτου, Παύλου Μελά).
Ευστάθιος Γαϊτανίδης (τακτικό μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος)
Πηγή: Ελευθερία Λάρισας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.