Στο ρομαντικό βιεννέζικο δάσος, σε μια μαγευτική κοιλάδα δυτικά της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας βρίσκεται η πολίχνη Rappoltenkirchen. Στο κέντρο της, πίσω από τον Ναό του Αγ. Γεωργίου υψώνεται πελώρια η πύλη του πάρκου που περιβάλλει τον πύργο. Μπαίνοντας μέσα ακούμε θόρυβο από μηχανήματα: στο πλάτωμα κάτω από τη λοφοπλαγιά, στο όχι ιδιαίτερα μεγάλο τετράγωνο κτίριο με τις καλοζυγισμένες αναλογίες που επικοινωνεί από ένα διάδρομο με τον κομψό πύργο, γίνονται εργασίες ανακαίνισης, με τους εργάτες να μπαινοβγαίνουν από πόρτες και παράθυρα. Η περίτεχνη κατασκευή της σκάλας, τα τεχνουργήματα από χυτοσίδηρο που φαντάζουν υπέροχα και κάτω από τους ρύπους, τα υπολείμματα του γύψινου διάκοσμου και τα ίχνη τοιχογραφιών παραπέμπουν σε αλλοτινά μεγαλεία. Ο εργολάβος, στα πρώτα πενήντα του, που κάνει την ανακαίνιση για λογαριασμό μιας εταιρίας ανάπτυξης ακινήτων, διαχειρίζεται την κληρονομιά μεγάλων προδρόμων. Στα χρόνια του μπαρόκ ο πολύς Jakob Prandtauer – ο καλλιτέχνης του αββαείου του Melk – επιμελήθηκε τη διαμόρφωση του παλαιού μεγάρου, ενώ στη δεκαετία 1870 ο μάγος του ρυθμού της βιεννέζικης Ringstrasse Θεόφιλος Hansen του έδωσε τη σημερινή νεοαναγεννησιακή μορφή. Μετά τον πόλεμο χρησιμοποιήθηκε για πολλά χρόνια από τους Σοβιετικούς, εξηγεί ο εργολάβος, εδώ στεγάστηκε ένα από τα επιτελεία των στρατευμάτων κατοχής. Αλλά οι Σοβιετικοί έφυγαν, το κτίριο έμεινε άδειο και η κωμόπολη δεν ήξερε τι να το κάνει. Τώρα θα το πουλήσουν, μόλις τελειώσουν τα έργα. Όσο για τον τελευταίο ιδιοκτήτη του αρχοντικού, από τους ντόπιους κατοίκους και εργάτες κανένας δεν ξέρει ποιος ήταν. «Να ανεβείτε πάνω στο παρεκκλήσι» – δείχνει ψηλά ο άντρας – «Εκεί στους τάφους θα βρείτε ονόματα.»
Ο χωματόδρομος ανηφορίζει όλο στροφές μέσα από το νεαρό υψηλό δάσος και στο ξέφωτο της κορυφής ένα μικρό ορθόδοξο ναΐδριο χωρίς κωδωνοστάσιο περιμένει τους επισκέπτες. Το εσωτερικό του είναι νεκρικό παρεκκλήσι, αν κλείσουν τα παραπετάσματα που υποκαθιστούν το τέμπλο, μπορεί να γίνει εκεί μέσα θεία λειτουργία. Απέξω τάφοι με σταυρούς ακουμπούν στον τοίχο, στην προμετωπίδα τους φέρουν καλλιγραφημένες ελληνικές επιγραφές. Περίεργο να αντικρύζει κανείς εδώ το πριγκιπικό όνομα των Υψηλάντηδων και εξίσου περίεργο είναι και το πεπρωμένο, τις επιταγές του οποίου ακολούθησαν οι Φαναριώτες υπήκοοι του σουλτάνου για να αναδειχθούν σε ήρωες του ελληνικού Αγώνα στα μακρινά Βαλκάνια και να κοιμούνται κατόπιν τον αιώνιο ύπνο σ’ αυτή τη γαλήνια και άγνωστη γωνιά του γοητευτικού βιεννέζικου δάσους.
Η συνάντηση Αυστριακών και Ελλήνων στο δάσος του Rappoltenkirchen οφείλεται σ’ ένα εκλεκτό μέλος της ουγγρικής αριστοκρατίας, τον Γεώργιο Σίνα, βαρόνο του Hodos και Kizdia. Ο πολυτάλαντος τραπεζίτης ελληνικής καταγωγής έλαβε τίτλο ευγενείας και ουγγρική ιθαγένεια από τον Φραγκίσκο Α΄ το 1818 και ανήκε στους επιχειρηματίες της αστικής τάξης οι οποίοι, σε σύμπραξη με την ηγεσία της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, δημιούργησαν το βιομηχανικό, εμπορικό και τραπεζικό δίκτυό τους την εποχή των ναπολεόντειων πολέμων. Την εποχή εκείνη, ο εκσυγχρονισμός της Αυτοκρατορίας – οι ιθύνοντες του οποίου επιφύλασσαν στην Ουγγαρία ρόλο όχι ισότιμο, αλλά υποδεέστερο και υποτελή – είχε μεγάλη ανάγκη από τις υπηρεσίες της ομάδας αυτής. Μολονότι είχε τεράστια κτήματα τόσο στην Ουγγαρία, όσο και στις επαρχίες της Βοημίας και Μοραβίας, ο βαρώνος Σίνας επέλεξε για θέρετρο της οικογένειας τον πύργο του γραφικού Rappoltenkirchen, 22 χιλιόμετρα έξω από τη Βιέννη. Από τις τέσσερις εγγονές του η Ελένη έμεινε σ’ αυτό το κτήμα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, αφού είχε παντρευτεί τον Γεώργιο Υψηλάντη. Το μαρμάρινο και σιδερένιο κιγκλίδωμα περικλείει τους τάφους της ίδιας και των απογόνων της δίπλα στον τοίχο του παρεκκλησιού.
Ποιος δεν θυμάται μια δυνατή σκηνή στο αριστουργηματικό μυθιστόρημα Ο Χρυσός Άνθρωπος του Jókai, όπου μια φεγγαρόλουστη νύχτα ο φυγάς Αλή Τσορμπατζής στο κρεβάτι του θανάτου εμπιστεύεται την κόρη και τους θησαυρούς του στον «χρυσό άνθρωπο», τον Mihály Tímár. Οι μελετητές του έργου του Jókai θεωρούν ότι ο μεγάλος Ούγγρος ρομαντικός εμπνεύστηκε την περίεργη αυτή ιστορία από τις πολύ γνωστές την εποχή εκείνη περιπέτειες του γενάρχη της οικογένειας Σίνα. Ο Γεώργιος Σίνας από τη Μακεδονία προμήθευε στο τελευταίο τρίτο του 18ου αι. βαμβάκι στα ευρισκόμενα τότε στην πρώιμη ακμή τους κλωστοϋφαντουργεία της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας της Αυστρίας, με συνέταιρο τον Τούρκο πασά, κυβερνήτη της επαρχίας, ο οποίος τον τροφοδοτούσε με την πρώτη ύλη. Ο Τούρκος είχε εμπιστοσύνη στον Έλληνα – αφηγείται ο παντογνώστης της εποχής Ferenc Pulszky – υπολογίζοντας ότι όταν θα ερχόταν σε απρόοπτο χρόνο το μετάξινο κορδόνι από τον σουλτάνο με τη διαταγή του στραγγαλισμού, ο έντιμος συνέταιρός του θα φρόντιζε να παραδώσει την περιουσία του που αυγάταινε στη Βιέννη στη χήρα και στον γιο του για να έχουν μια αξιοπρεπή διαβίωση. Όμως η τύχη τα ’φερε αλλιώς – συνεχίζει ο Pulszky – επειδή «ήρθε τελικά το μετάξινο κορδόνι από την Πόλη, πλην όμως όχι μόνο για τον πασά, αλλά και για τον γιο του: στραγγαλίστηκε όλη η οικογένεια και ο Σίνας, ως νόμιμος κληρονόμος του συνεταίρου του, κράτησε για λογαριασμό του τη σεβαστή περιουσία». Να προσθέσουμε ότι η τουρκική κυβέρνηση προσπάθησε μεν να πάρει πίσω τα χρήματα, αλλά χωρίς επιτυχία. «Χάρη στις συμβουλές και τη βοήθεια ενός Γάλλου αξιωματικού που πριν από την Επανάσταση ήταν έμπορος και που νοσηλευόταν στο σπίτι του Σίνα μετά τον τραυματισμό του στο Wagram» – συνεχίζει το χρονικό του πλουτισμού ο Pulszky – ο νεαρός Σίνας (ο οποίος αργότερα θα αγοράσει τον πύργο στο Rappoltenkirchen) «μετέτρεψε όλα τα βιβλία του σε άργυρο και μετέφρασε σε ασήμι όλα τα γραμμάτια και κεφάλαιά του, με αποτέλεσμα να αποφύγει τις ζημιές από την Πατέντα του 1811, η οποία συγκλόνισε όλους τους άλλους οίκους της Βιέννης». Με την καταστρατήγηση των μέτρων υποτίμησης που αποσκοπούσαν στο να αποτρέψουν την κήρυξη της χώρας σε πτώχευση, ο Οίκος Σίνα ως το τέλος της ναπολεόντειας εποχής είχε συσσωρεύσει και εκμεταλλευόταν με όλο και μεγαλύτερη επιτυχία μια περιουσία η οποία πλησίαζε εκείνη των Rothschild. Τα χρόνια εκείνα γνωρίστηκε στα σαλόνια της Βιέννης ο βαρώνος με τον κόμη – ο Γεώργιος Σίνας με τον István Széchenyi.
Στις αρχές της δεκαετίας 1830 ο Széchenyi έμενε στα Λουτρά Diana, σ’ αυτό τον ναό της φροντίδας του σώματος, τον οποίο έχτισε ο Ignác Pfeffer για τους αστούς της Πέστης. Στη θέση του ανηγέρθη στις αρχές του 20ού αιώνα το μέγαρο της Ουγγρικής Εμπορικής Τράπεζας της Πέστης που σήμερα στεγάζει το υπουργείο Εσωτερικών και Δημοσίας Τάξεως στην πλατεία Roosevelt. Η όχθη του Δούναβη εκείνη την εποχή δεν προσφερόταν ως χώρος περιπάτου για τη χρυσή νεολαία της πόλης. Ένας «γαλαντόμος του παλιού καιρού», ο βαρώνος Frigyes Podmaniczky – που άφησε τις χειρότερες των αναμνήσεων ως πολιτικός και τις καλύτερες ως δημοτικός άρχων – αφηγείται ότι κάποτε «την ώρα που έλειπε ο καροτσέρης, τα δύο εγγλέζικα άλογα του κόμη István Széchenyi ξεχύθηκαν έξω από τα Λουτρά Diana (όπου στον πρώτο όροφο έμενε ο κόμης) και σέρνοντας πίσω τους την άμαξα όρμησαν κατά τον ποταμό, όπου πέρασαν πάνω από το χαμηλό στηθαίο, για να πέσουν... κυριολεκτικά στα μαλακά, μέσα σε σωρούς από σκουπίδια που γέμιζαν την ακροποταμιά, με μόνη ζημιά το λέρωμά τους». Όπως ήταν επόμενο, ο κόμης ενοχλείτο έντονα από την κατάσταση της προκυμαίας και απορροφημένος καθώς ήταν από υποθέσεις όπως εκείνες της Λέσχης, της Εταιρίας Λογίων, της Εταιρίας Εκτροφής Ζώων και του ουγγρικού θεάτρου, συχνά στεκόταν στο παράθυρο, απολαμβάνοντας τη θέα του αντικρυνού Λόφου του Κάστρου και σίγουρα τον απασχολούσε η ιδέα να φέρει πιο κοντά την αντίπερα όχθη.
Γεώργιος Σίνας: ο Έλληνας που ένωσε τις Βούδα και Πέστη |
Πιο κοντά...., μάλιστα, πιο κοντά τους δύο δήμους. Τη λύση την είχε βρει, βέβαια, από καιρό. Το 1820, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μια ολόκληρη εβδομάδα έμεινε κλεισμένος στο σπίτι του φίλου του, κόμη József Brudern, διότι δεν μπορούσε να περάσει απέναντι τον Δούναβη που κατέβαζε πάγους. «Σήμερα είπα στον Brudern» – έγραφε στο ημερολόγιό του – «ότι θα διαθέσω τα εισοδήματά μου ενός έτους για την κατασκευή μιας γέφυρας μεταξύ Βούδας και Πέστης, χωρίς να ζητήσω έστω και ένα κρόυτσερ τόκο και πόσο μάλλον την αποπληρωμή του ποσού, μολονότι μάλλον δεν θα κατοικήσω ποτέ [!] στην Πέστη. Η σκέψη ότι θα προσφέρω μια μεγάλη υπηρεσία στην πατρίδα μου θα με ανταμείψει με το παραπάνω». Εκείνη την εποχή λεμβόζευκτες γέφυρες εκτός από την Πέστη και τη Βούδα υπήρχαν μόνο στο Komárom και στο Novi Sad (Újvidék), ενώ στο Πρεσβούργο (Bratislava) και στο Esztergom η επικοινωνία πραγματοποιούνταν με περάματα-σχεδίες περασμένα από ένα συρματόσχοινο οδηγό που ήταν τεντωμένο ανάμεσα στις δύο όχθες. Είχαν βέβαια διατυπωθεί κατά καιρούς ιδέες για μια μόνιμη γέφυρα (το 1786, 1820 και 1828), αλλά η επιθυμία για τη διευκόλυνση της συγκοινωνίας μόνη της δεν στάθηκε αρκετή ώστε να εξασφαλίσει τον δυναμισμό που απαιτούσε η υλοποίησή τους. Η πρόταση για μια «μόνιμη γέφυρα» είχε συμπεριληφθεί και στα υπομνήματα που άρχισαν να συντάσσονται για τα καθήκοντα της μεταρρύθμισης από τις επιτροπές τις οποίες όρισε η Δίαιτα του 1790/91 και που αναθεωρούνταν ακριβώς τώρα, στις αρχές της δεκαετίας του 1830. Για να ευοδωθεί όμως το υπεράνθρωπο αυτό έργο, έπρεπε να βρεθεί κάποιος με όραμα, κάποιος που να βλέπει τη γέφυρα σαν σύμβολο – σύμβολο της άνδρωσης ενός νεαρού έθνους, της ανόρθωσης μιας καθυστερημένης χώρας – και να εντάξει τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που απαιτούσε η υλοποίηση σ’ ένα ενιαίο πρόγραμμα δράσης, αποδυόμενος στον αγώνα για την πραγμάτωσή του.
Η κεντρική ιδέα για την υλοποίηση ήταν η ίδια με εκείνη που διέπει όλα τα πρακτικής φύσεως έργα του Széchenyi. Οι υποκείμενες έννοιες κλειδιά του Hitel («Πίστη»), του μεγάλου προγραμματικού έργου του – «εθνική ιδέα», «γενική μόρφωση» και το βασικό μέσο επίτευξής τους, η «συγκέντρωση» – επανέρχονται σαν επωδός στα έργα που έγραψε την εποχή αυτή, με πρώτο και κυριότερο το Világ («Οικουμένη»). «Μεταφορά εις τα καθ’ ημάς μέσω της ανάδειξης παραδειγμάτων και συνένωση μέσω τεχνικών έργων: νά σε τι συνίστατο η κεντρική πρόθεση και προσπάθειά μας» – εξηγεί, διότι – «γέφυρες, δρόμοι, διώρυγες κά. ποτέ δεν θα πλάσουν άνθρωπο, η ανθρώπινη ψυχή όμως, όταν θα φθάσει στην τελείωση και στη συνένωση, θα φέρει σε πέρας όχι μόνο τα ασήμαντα αυτά έργα, αλλά και άλλα, πολύ μεγαλύτερα». Συνεχίζοντας την προσπάθεια που ξεκίνησε με την Εθνική Λέσχη και τον Ιππόδρομο, χώρους συγκέντρωσης της καλής κοινωνίας, καθώς και την Ακαδημία και το Εθνικό Θέατρο, θεσμούς για την καλλιέργεια της εθνικής κουλτούρας και γλώσσας, ο Széchenyi ξεκίνησε ολοκληρωμένα προγράμματα τα οποία αποτελούνταν από έναν ιδιόμορφο συνδυασμό εθνικού συμβολισμού και οικονομικού κέρδους, προσανατολισμού του πολιτικού γίγνεσθαι εντός και εκτός συνόρων και προαγωγής της κοινωνίας των πολιτών. Σ’ αυτά ανήκουν η διευθέτηση της κοίτης του Δούναβη στις Σιδηρές Πύλες (προσπάθεια μετακίνησης ανατολικότερα του κέντρου βάρους της αυτοκρατορίας), η κατοπινή ρύθμιση της ροής του Τίσα (διπλασιασμός της έκτασης των καλλιεργούμενων εκτάσεων χάρη στις αποστραγγίσεις), καθώς επίσης η ζεύξη με μόνιμη γέφυρα, σημαντική προϋπόθεση για τη δημιουργία της οικονομικής και πολιτικής πρωτεύουσας της Ουγγαρίας. Η προστασία του προσώπου και της περιουσίας κάθε πολίτη πρέπει να εξασφαλίζεται, εξηγεί στις σελίδες του Világ, για τον πρόσθετο λόγο ότι αποτελεί απαραίτητο όρο για τη συσσώρευση των οικονομικών εφοδίων που απαιτεί η υλοποίηση παρόμοιων πολυσύνθετων έργων.
~ Τα ονόματα όσων συντέλεσαν στην κατασκευή της Γέφυρας των Αλυσίδων είναι χαραγμένα στην πέτρινη κουπαστή από την πλευρά της Βούδας.
Τελικά, τον Φεβρουάριο 1832 ζάπλουτοι αριστοκράτες και κεφαλαιούχοι αστοί της Πέστης ιδρύουν τον Σύλλογο για τη Γέφυρα. Φρόντισαν να «αποτυπωθεί λιθογραφικά το όλο υδραυλικό έργο σ’ ένα υδρογράφημα» και κερδίζοντας τη συμπαράσταση του παλατίνου Ιωσήφ και της κομητείας της Πέστης αποτάθηκαν για στήριξη στη Δίαιτα, υποστηρίζοντας «με κάθε βεβαιότητα ότι η ανέγερση μιας μόνιμης γέφυρας για τη ζεύξη Πέστης και Βούδας δεν είναι πλέον κάτι το ανέφικτο. Ο Széchenyi κάλεσε τον πολιτογραφηθέντα βαρόνο Eduard von Stainlein Saalenstein από τη Βαυαρία, με πολύ καλό όνομα στη Βιέννη, να αναλάβει πρόεδρος του Συλλόγου και ο βαρώνος τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς έλαβε σε μια κομψή λακαριστή ξύλινη κασετίνα το εγκεκριμένο συστατικό έγγραφο του ελπιδοφόρου αυτού εγχειρήματος κολλημένο σε υπόστρωμα από γαλάζιο μεταξωτό ταφτά και τυλιγμένο σ’ ένα ξύλινο κύλινδρο. Τα μέλη του Συλλόγου σίγουρα δεν αντιλαμβάνονταν όλα με τον ίδιο τρόπο και δεν συμφωνούσαν όλα στον ίδιο βαθμό με τα ενθουσιώδη λόγια του Széchenyi, αλλά γνώριζαν πολύ καλά από την αρχή ότι η γέφυρα είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό συγκοινωνιακό έργο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κατέχει μόνο στον πατριωτικό συμβολισμό κυρίαρχη θέση. Ο κόμης προς το παρόν επεσήμαινε δύο πράγματα. Από τη μία, επιτακτική ήταν η ανάγκη για διευθέτηση της κοίτης του Δούναβη στις όχθες των δίδυμων πόλεων, επειδή οι περισσότερες γνωματεύσεις των μηχανικών της εποχής συνέκλιναν στο ότι χωρίς κάτι τέτοιο παραμένει τεχνικά άλυτη η προστασία των βάθρων της γέφυρας (π.χ. από τους πάγους που κατεβάζει ο ποταμός). Από την άλλη, όπως τόνιζε ήδη στο Világ, αναφερόμενος στη γέφυρα, «είναι γελοίο και αξιολύπητο να συζητούμε επισταμένα την κατασκευή ενός κολοσσιαίου έργου τη στιγμή που δεν έχουμε ξεκαθαρίσει τα κριτήρια επιβολής των διοδίων». Οι σύγχρονοί του δεν άργησαν να συνειδητοποιήσουν την ιστορική σημασία της ιδέας αυτής. Ο Széchenyi είχε αντιληφθεί ότι η φαινομενικά αθώα και εποικοδομητική ιδέα της γέφυρας μπορεί να επιφέρει ρήγμα στο πιο άδικο φεουδαρχικό προνόμιο, τη φορολογική ατέλεια των ευγενών.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1832 πολλές λύπες, ζημιές και ατυχίες ήρθαν να στενοχωρήσουν τον Széchenyi, τον αποζημίωσε όμως το γεγονός ότι έλαβε και πάλι διαβατήριο για την Αγγλία. Το ατμόπλοιο The Superb έριξε άγκυρα έξω από τον Πύργο του Λονδίνου. Τρεις μέρες μετά την άφιξή του πήγε να δει τη γέφυρα Hammersmith και μίλησε με τον μελετητή του, τον William Tierney Clark. «Συνολικό άνοιγμα 65 οργιές [περί τα 123 μέτρα] – έγραφε στο ημερολόγιό του – και επιπλέον δύο υδατοθραύστες μέσα στο νερό, συνολικά 80 με 90 οργιές. Έτσι όπως είναι φτιαγμένη, στοιχίζει λιγότερο από 44 χιλιάδες λίρες στερλίνες. Έγινε η καρδιά μου περιβόλι – καιρό έχω να νιώσω αυτή τη γλυκόπικρη αίσθηση! Θα ήταν πανεύκολο: θα κόστιζε το πολύ πολύ ένα εκατομμύριο μεταλλικά φιορίνια – πάνω στην έξαρσή της η αριστοκρατία θα μπορούσε και μόνη της να καλύψει τις δαπάνες – και ποιος μας πιάνει μετά.» Και στρώνεται στη δουλειά όπως μόνο αυτός ήξερε: στερεώνοντας το οικοδόμημα της μεγαλόπνοης σκέψης του με χίλιες μικρολεπτομέρειες. Τον μαγεύει η ιδέα ότι εννέα γέφυρες διασχίζουν τον Τάμεση.
Η γέφυρα Hammersmith σώζεται και σήμερα, αλλά έχει αλλάξει η κατασκευή της. Τα υλικά και η τεχνολογία κατασκευής άντεξαν ως τα τέλη του 19ου αι. τον κυκλοφοριακό φόρτο που όλο αυξανόταν. Σύμφωνα με μια μαρτυρία που σώζει ο Lajos Kropf, κάποιος βοηθός του William Tierney Clark με το όνομα Ordish αφηγείτο ότι κάποτε, όταν μετά τη λεμβοδρομία των κολεγίων Οξφόρδης–Κέιμπριτζ άφησαν τον κόσμο να ανεβεί στη γέφυρα, «τα σιδερόπλεχτα καλώδια της γέφυρας τεντώνονταν σαν λάστιχο και του σηκώθηκε η τρίχα του ηλικιωμένου κυρίου.» Είναι όντως κρίμα που μετά την ανακατασκευή της, η γέφυρα ελάχιστα μοιάζει με τη δίδυμη αδελφή της στη Βουδαπέστη, διότι είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι, πέρα από τους όποιους τεχνικούς ελέγχους, η εμπειρία της γέφυρας αυτής υπήρξε καταλυτική για την επιλογή του μελετητή και της κατασκευαστικής λύσης. Ήταν κυριολεκτικά κεραυνοβόλος έρωτας. Πάντως δεν παρέλειψε να δει και τις γέφυρες που ο Clark σχεδίασε για τον δούκα του Norfolk στο Shoreham και στο Marlow, και επισκέφθηκε και την κρεμαστή γέφυρα του Tellford στο Menai, όπου τον τρόμαξαν οι ταλαντώσεις που προκάλεσαν τα ρυθμικά ποδοβολητά έξι καβαλάρηδων που περνούσαν εκείνη την ώρα. Αλλά οι απαντήσεις που έλαβε στα ερωτήματά του έλυσαν τις περισσότερες απορίες του. Εξάλλου, από τις προαναφερόμενες γέφυρες σώζεται βορειοδυτικά του Λονδίνου, κοντά στην εθνική οδό της Οξφόρδης, η γέφυρα του Marlow, στο βάθρο της με την αναμνηστική πινακίδα που παραπέμπει στη μεγάλη αδελφή της στη Βουδαπέστη.
Ο αρχιδούκας Ιωσήφ, επικεφαλής της δημόσιας διοίκησης της Ουγγαρίας είδε από την πρώτη στιγμή με καλό μάτι την ιδέα της γέφυρας που θα πρόσθετε αίγλη στην «πρωτεύουσά» του. Η υποστήριξή του συνέβαλε στο να βγει στη Δίαιτα του Πρεσβούργου στις 24 Ιανουαρίου 1835 το ιστορικό αποτέλεσμα: μετά την Κάτω Βουλή δέχτηκε και η Βουλή των Αρχιερέων και Μαγνάτων να πληρώνουν όλοι, ακόμα και οι ευγενείς, διόδια στη γέφυρα. Τη σημασία της απόφασης τη συναισθάνθηκαν και οι συντηρητικοί που υπερασπίζονταν τα προνόμιά τους. Ο ανώτατος βασιλικός δικαστής, κόμης Antal Cziráky, γνώστης «εξ επαγγέλματος» της διαπλοκής των φεουδαρχικών δικαιωμάτων αποκάλεσε την ψήφιση της γενικής υποχρέωσης καταβολής διοδίων ημέρα ταφής του φεουδαρχικού πολιτεύματος.
Περίεργη αντίφαση: τους υποτιθέμενους πρωτεργάτες της πολυπόθητης αστικής ανόδου, τους δημοτικούς άρχοντες δεν τους ενθουσίαζε η εθνική τιμή, κυρίως επειδή οι εισπράξεις από τη σχεδιαζόμενη γέφυρα θα πήγαιναν όχι στον δημοτικό, αλλά στον δημόσιο κορβανά. Ο Széchenyi ήρθε στην Πέστη ως μέλος μιας αποστολής που έστειλε η Δίαιτα για διαπραγματεύσεις. Αιρετός δημότης (wahlbürger, μέλος του ευρύτερου δημοτικού συμβουλίου) καθώς ήταν, προσπάθησε να ασκήσει την επιρροή του για την επίτευξη μιας συμβιβαστικής λύσης. Παρ’ όλο που ήταν εκλεκτό μέλος του δήμου, λοχαγός της πολιτοφυλακής κά., δεν μπόρεσε να κάμψει την επίμονη αντίσταση μερικών δημοτικών συμβούλων που υπερασπίζονταν τα στενά συντεχνιακά συμφέροντά τους χωρίς να υποχωρούν μπροστά στο όφελος του συνόλου. «Προχθές κάποιος έριξε την ιδέα» – έγραφε στον κόμη για τον μεγαλύτερο πολέμιο της γέφυρας ο Aurél Dessewffy, κατοπινός αρχηγός των νεαρών συντηρητικών – «να ρίξουμε τον Kolb στον Δούναβη. Προσωπικά υποστηρίζω κάθε παρόμοια πρόταση.»
Παρόμοια αισθήματα θα πρέπει να έτρεφε και ο Széchenyi, πολύ περισσότερο που στις αρχές του 1835 σημειώθηκε μια σαφής τροπή στο μείζον θέμα που ήταν η χρηματοδότηση του έργου. Αν και στην αρχή σκόπευαν να καλύψουν τις δαπάνες από το ποσό που ψήφισε η Δίαιτα, τελικά ο κόμης πείστηκε από την πολιτική πείρα του και τις επαφές που είχε στη Βιέννη ότι προτιμότερο είναι να αναθέσει την υλοποίηση στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Όταν θα έχουν αποσβεσθεί οι επενδύσεις της εταιρίας, το έθνος θα εξαγοράσει τη γέφυρα και θα καταργήσει τα διόδια. Για τον λόγο αυτό τον Φεβρουάριο του 1835 απευθύνθηκε με άλλα μέλη του Συλλόγου για τη Γέφυρα στον Γεώργιο Σίνα, τραπεζίτη της Βιέννης, προτείνοντάς του να αναλάβει την οικονομική διοίκηση του έργου. Η πρόταση αυτή ήρθε ως συνέπεια της γνωριμίας τους και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και ο Έλληνας επιχειρηματίας κατάλαβε και συνειδητοποίησε αμέσως ότι επρόκειτο για κάτι που σήμαινε πολύ περισσότερα από μια απλή οικονομική δραστηριότητα.
Η γέφυρα αποτελούσε μόνιμο θέμα στις μεγάλες συζητήσεις της εποχής γύρω από την οικονομική και συγκοινωνιακή πολιτική. Πριν κατακτήσει η τεχνολογία τις διαβάσεις των Άλπεων (κάτι που έγινε πραγματικότητα την επόμενη δεκαετία), υπήρχαν βάσιμες ελπίδες να περάσει από ουγγρικό έδαφος η καίριας σημασίας σιδηροδρομική γραμμή κορμού Βιέννης–Τεργέστης προς τη θάλασσα. Τα αντικρουόμενα συμφέροντα προοιώνιζαν μεγάλα κέρδη και πυροδοτούσαν έντονο ανταγωνισμό. Στις 17 Φεβρουαρίου 1837 ο Σίνας ζήτησε άδεια για τη γραμμή Βιέννης – Wiener Neustadt – Ödenburg (Sopron) – Raab (Győr) (και στη συνέχεια: Βούδας και Τεργέστης) και δεν πέρασαν τρεις (!) ημέρες και υπέβαλε αίτηση για την κατασκευή της γραμμής Βιέννης – Πρεσβούργου – Πέστης – Debrecen ο Όμιλος Rothschild (σε συνεργασία με τις εταιρίες Wodianer και Ullmann της Πέστης), ο οποίος είχε εξασφαλίσει την πολύτιμη υποστήριξη του καγκελάριου Metternich. Αυτό έκανε τον Σίνα να διστάσει γιατί η Δίαιτα του 1839–40 που συζητούσε το θέμα των αδειών εκτέλεσης πρόδρομων εργασιών φαινόταν να δείχνει προτίμηση για τη διέλευση της σιδηροδρομικής γραμμής στην αριστερή όχθη, οπότε δεν θα χρειαζόταν γέφυρα για να φθάσει κανείς από τη Βιέννη στην Πέστη. Μόλις το συνειδητοποίησε, ο Széchenyi στράφηκε με όλη τη δύναμή του εναντίον του σχεδίου της αριστερής όχθης και τελικά κατάφερε να καθησυχάσει τον διστακτικό βαρόνο. Μια επιπρόσθετη δυσκολία ήταν ότι η κοινοπραξία Wodianer–Ullmann – μετά από παρότρυνση φίλων τους από τη Βιέννη – υπέβαλε επίσης αίτηση χορήγησης άδειας για την κατασκευή της γέφυρας. Για την έκδοση της απόφασης οι δύο κοινοπραξίες έπρεπε να υποβάλουν εμπεριστατωμένα σχέδια και αναλυτικό προϋπολογισμό. Στην κατάρτιση του φακέλου του Σίνα βοήθησε ο William Tierney Clark που ήρθε στην Πέστη. Η Wodianer και Σία όμως δεν το ’βαλαν κάτω: για την εκπόνηση της αντιπροσφοράς τους κέρδισαν τη συνεργασία του πολύ George Rennie, τον οποίο ο Széchenyi είχε γνωρίσει στο Λονδίνο.
Η «Μάχη γύρω από τη Γέφυρα των Αλυσίδων» έχει πολλές ενδιαφέρουσες πτυχές, αλλά ο χρόνος δεν μας αφήνει να επεκταθούμε. Λίγα μόνο λόγια για τα κυριότερα γεγονότα. Η φοβερή πλημμύρα που μεσολάβησε δεν καθυστέρησε το έργο. Οι δύο ανταγωνιζόμενοι όμιλοι – Σίνας και Wodianer – κατέληξαν σε συμφωνία, η Εθνική Επιτροπή Γέφυρας δέχτηκε την προσφορά του Σίνα και η διοίκηση του έργου ανατέθηκε στον Adam Clark. Και άρχισαν να συρρέουν τα οικοδομικά υλικά: η αμμόπετρα από το Vác και Sóskút, ο γρανίτης από το Mauthausen (ο Σίνας νοίκιαζε το λατομείο της μικρής αυτής αυστριακής πόλης απ’ όπου προμήθευε υλικό και για τα καλντερίμια της Βιέννης), η άργιλος για τον υδραυλικό ασβέστη από το Beočin του Σιρμίου, τα τούβλα από τα εργοστάσια της Πέστης και της Βούδας, οι εφτά χιλιάδες δρύϊνοι πάσσαλοι από τα δάση της Σλαβονίας, το τσιμέντο από το εργοτάξιο της γέφυρας στη Βούδα, τα χυτοσιδηρά μέρη από το εργοστάσιο των Andrássy στο Dernő, τη βιομηχανία Ganz και ακόμη και από το σιδηρουργείο του Metternich και τα σφυρήλατα κομμάτια από την εταιρία Howard and Ravenhill. Τα τελευταία έφθασαν στην ουγγρική πρωτεύουσα με τις φορτηγίδες της εταιρίας Dresler και Kayser απευθείας από τη συνοικία Rotherhith του Λονδίνου μέσω μιας Ευρώπης που ζούσε στον πυρετό της επανάστασης την άνοιξη του 1848.
Στη συνδετική ύλη του πνεύματος που από τις μυριάδες στοιχείων έδεσε και δένει μέχρι σήμερα τη γέφυρα, οι γνώσεις, η επιχειρηματικότητα και η φιλοτιμία του Έλληνα επιχειρηματία αξίζουν την παντοτινή εκτίμησή μας.
Μετάφραση: András Mohay
Πηγή: εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.