Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

Περί Λεξικών της Κουτσοβλαχικής - Αντώνη Μ. Κολτσίδα


4. Τα μοναδικά λεξικά της κουτσοβλαχικής γλώσσας στην ελληνική βιβλιο­γραφία —του Κωνσταντίνου Νικολαΐδη (1909) και του Αντώνη Μιχ. Κολτσίδα (1978, 1993)— παρουσιάζουν διαχρονικά το γλωσσικό θησαυρό-πλούτο της γλώσσας στον αιώνα μας.

Περιορίζομαι σ’ αυτά και δεν αναφέρομαι στην ξένη βιβλιογραφία για δυο λόγους: πρώτον, γιατί αυτή υπακούει συνή­θως στο στρατευμένο προπαγανδισμό της ρουμανικής ιστοριογραφίας, και δεύτερον, ειδικά για το λεξικό του T. Papahagi, γιατί —αναμφισβήτητα, πέρα από την επιστημονική του σπουδαιότητα— φωτογραφίζει ακαδημαϊκά την υποτιθέμενη «ιδεατή» και «ιδανική» μορφή του κουτσοβλαχικού γλωσσικού κώδικα και —πάντως— πέρα από την αμφισβητούμενη πρόθεση του συγγρα­φέα και των εκδοτών του, δεν δίνει παρά μια γνωστή εικόνα της γλώσσας μέχρι το 1963 ή έστω μέχρι το 1974 (β ' έκδοση). Μετά από κει δεν παρα­κολουθεί την πορεία της πτώσης της κουτσοβλαχικής γλώσσας, η οποία ρα­γδαία επήλθε στα χρόνια 1966-1996. 

Έτσι, από τα πράγματα, το μεν λεξικό του Κ. Νικολαΐδη εμφανίζει την πρώτη εικόνα της κουτσοβλαχικής γλώσσας στις αρχές του αιώνα μας (1909), ενώ του Αντ. Κολτσίδα την τελευταία του αιώνα (1993). 

Συγκρίνοντας τώρα αυτά τα λεξικά, διαπιστώνουμε το κοινό και βασικό τους γνώρισμα, ότι και στα δύο το μεγαλύτερο ποσοστό των λέξεων είναι ελ­ληνικής καταγωγής. 
Συγκεκριμένα ο Κ. Νικολαΐδης καταγράφει στο λεξικό του 6.657 λέξεις, από τις οποίες οι 3.460, δηλαδή το 52% του συνόλου, είναι ελληνικές (ελληνικής καταγωγής)[40]. 
Στο λεξικό τώρα του υπογράφοντος καταγράφονται γύρω στις 2.800 λέξεις —αλλά μόνο αυτές που ακούγονταν στα χρόνια της σχετικής έρευνας 1966-1996— από τις οποίες οι περισσότερες, σε ποσοστό περίπου 70%, είναι ελληνικής καταγωγής. Έτσι, τα δάνεια από τη λατινική —βασικά— και αντίστοιχα από άλλες γλώσσες, με το πέρασμα των χρόνων μπαίνουν σε αχρηστία και η κουτσοβλαχική προσαρμόζεται τόσο στο λεξικολογικό, όσο και στο γραμματικό σύστημα της Νεοελληνικής, από την οποία πλέον αφομοιώνεται στο μεγαλύτερο βαθμό, με αποτέλεσμα να χάνει καθημερινά την αυτοτέλειά της. 

Η χρησιμότητα, αλλά και η πρωτοτυπία του λεξικού μου, στην έκδοση του 1993 —πλην της «φωτογράφησης» των «υπαρκτών» και μόνο λέξεων, έτσι όπως επιζούσαν στα τελευταία χρόνια της κουτσοβλαχικής γλώσσας— έγκειται στην πληθώρα των παραδειγμάτων από τη ζωντανή κουτσοβλαχική γλωσσική παράδοση με σχετικές έννοιες, θυμοσοφίες, αινίγματα, παροιμίες κ.ά., που ακολουθούν σχεδόν κάθε λεξικογραφούμενη λέξη[41]. Έτσι, η εργα­σία αυτή καταγράφεται ανάμεσα στις τελευταίες γύρω από τη μελέτη της κουτσοβλαχικής γλώσσας και μπορεί να χαρακτηριστεί ως «προσφορά» στην επιστημονική «αποτύπωση» μιας γλώσσας που δεν μιλιέται πλέον σήμερα. 

5. Για την ιστορία του πράγματος σημειώνεται εδώ πως στο λεξικό του Τ. Papahagi ταξινομούνται συνολικά 9.236 λέξεις, από τις οποίες μόνο οι 2.534 είναι ελληνικές[42]. Πώς είναι δυνατό όμως να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Δηλαδή στο σύνολο του κουτσοβλαχικού λεξιλογίου μόνο το 27% να είναι ελληνικής καταγωγής, αφού, πρώτον, στην καταγραφή του Κ. Νικολαΐδη, στα 1909, το ποσοστό των ελληνικών λέξεων έφτανε στο 52%, και —κυρίως—δεύτερον, στα χρόνια της καταγραφής του λεξικού του Τ. Papahagi, και μέχρι την έκδο­σή του, ήδη είχε επέλθει η φθορά της κουτσοβλαχικής γλώσσας και οι ελληνι­κές λέξεις πλημμύρισαν την έκφρασή της; 

Ακόμη ως αδιάψευστος μάρτυρας αυτής της φθοράς εμφανίζεται η καταγραφή μου, όπου διαπιστώνεται ότι το 70% περίπου του κουτσοβλαχικού λεξιλογίου έχει πρωτογενή ή δευτερογενή ελληνική καταγωγή. Ακόμα ένα άλλο στοιχείο: πώς είναι δυνατό η ρουμανική γλώσσα να αριθμεί 685 λέξεις ελληνικής[43] τη στιγμή που διαμορφώθηκε σε ξένο για την ελληνική περιβάλλον και το λεξικό του Τ. Papahagi να περιέχει μόνο 2.534 λέξεις ελληνικής καταγωγής για μια γλώσσα —την κουτσοβλα­χική— που διαμορφώθηκε αποκλειστικά στο ελληνικό γλωσσικό περιβάλλον;
Και πώς είναι δυνατό ακόμα να έχουμε λιγότερες ελληνικής καταγωγής λέξεις στην κουτσοβλαχική (στο λεξικό του T. Papahagi) τη στιγμή που η κουτσοβλαχική γλώσσα αντιστάθηκε γλωσσικά πολύ περισσότερο στα λατινικά στοιχεία από ό,τι η δακορουμανική (ρουμανική), αφού στην κουτσοβλαχική μόνο οι 2.605 λέξεις είναι λατινικής καταγωγής, ενώ στη ρουμανική λατινι­κής καταγωγής είναι 3.562, δηλαδή πολύ περισσότερες; 

Έτσι διαπιστώνουμε ένα σχήμα «οξύμωρο», μια αντιεπιστημονική ερμη­νεία, όπου γλώσσα με μηχανισμούς ισχυρής γλωσσικής αντίστασης σε κατακτητή να μειονεκτεί στο εθνικό της (γηγενές) γλωσσικό μέσο έκφρασης έναντι άλλης, της ίδιας γενεσιουργού δυναμικής, με χαλαρότερη όμως γλωσσική αντίσταση. Πασιφανής λοιπόν η στρατευμένη λεξικογραφική εργασία του Τ. Papahagi, η οποία καλύπτεται αριστοτεχνικά κάτω από την επιστημονική της παρουσίαση. 

Και κάτι άλλο για να «κλείσει» μια για πάντα η εκμετάλλευση του θέμα­τος της κουτσοβλαχικής γλώσσας, και μέσω αυτής και του λεγομένου «κουτσοβλαχικού ζητήματος» από τους Ρουμάνους ιστορικούς και γλωσσολόγους: η ρουμανική (δακορουμανική) γλώσσα έχει 685 λέξεις ελληνικής καταγωγής —πολλές απ’ αυτές και κουτσοβλαχικής καταγωγής, αφού ήδη μέχρι την εμφάνιση του Τραϊανού το 107 μ.Χ. στη Δακία είχε διαμορφωθεί η κουτσο­βλαχική γλώσσα και μεταφέρθηκαν στοιχεία της από τους βλαχόφωνους, οι οποίοι στρατολογήθηκαν σ’ αυτή την εκστρατεία— ενώ η κουτσοβλαχική γλώσσα δεν έχει ούτε μια λέξη ρουμανικής καταγωγής!...

Πηγή: Αντώνη Μ. Κολτσίδα, Η σημερινή κατάσταση της κουτσοβλαχικής γλώσσας στον ελλαδικό χώρο, (απόσπασμα, σελ. 204-206), π.βλ. εδώ.

~ Λεζάντα εικόνας: Αντώνη Μ. Κολτσίδα, Κουτσόβλαχοι οι βλαχόφωνοι Έλληνες. Εθνολογική, λαογραφική και γλωσσολογική μελέτη: Γραμματική και λεξικό της κουτσοβλαχικής γλώσσας, εκδ. Αφοι Κυριακίδη, 1993. 

Ο Αντώνης Μιχ. Κολτσίδας γεννήθηκε το 1947 στο Παλαιό Σκυλίτσι της Βέροιας. Σπούδασε Μεσαιωνική και Νεοελληνική φιλολογία και ιστορία στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και από το 1972 είναι καθηγητής-φιλόλογος στη Δημόσια Εκπαίδευση. Το 1994 πήρε το πρώτο διδακτορικό του δίπλωμα από την Παιδαγωγική Σχολή του Α.Π.Θ. και αναγορεύτηκε αριστοβάθμιος διδάκτορας Παιδαγωγικών Επιστημών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (στη Νεότερη Ιστορία). Το 2001 πήρε το δεύτερο διδακτορικό του δίπλωμα από τη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. και αναγορεύτηκε αριστοβάθμιος διδάκτορας Θεολογίας στο Α.Π.Θ. (στην Παιδαγωγική - Ιστορία της Εκπαίδευσης). Πραγματοποίησε πολυάριθμες γλωσσολογικές και λαογραφικές έρευνες και καταγραφές στον ευρύτερο βόρειο ελλαδικό και στον όμορο βαλκανικό χώρο, ιστορικές έρευνες σε αρχειακές μονάδες του εσωτερικού και του εξωτερικού και έλαβε μέρος σε πανελλήνια και διεθνή (στο εσωτερικό και το εξωτερικό) συνέδρια και συμπόσια. Διδάσκει, από δεκαετίας, με ανάθεση εντεταλμένου επιστημονικού - καθηγητικού έργου στα ελληνικά και ξένα πανεπιστημιακά σεμινάρια, ιδρύματα και ινστιτούτα. Είναι διδάκτορας της Ιστορίας και διδάκτορας της Ιστορίας της Εκπαίδευσης, φιλόλογος, ιστορικός, μελετητής της νεότερης Μακεδονικής Ιστορίας, ειδικός ερευνητής του Βλαχόφωνου Ελληνισμού και εξειδικεύεται στην ιστορική απεικόνιση πόλεων και τόπων του βορειοελλαδικού και του βόρειου εθνολογικού ελληνικού χώρου. Τα ενδιαφέροντά του επεκτείνονται στην ψυχοκοινωνιολογία της αγωγής του εφήβου, στην παιδαγωγική, στη γλωσσολογία, στη λεξικογραφία, στην αρθρογραφία, στην κριτική, στη φιλολογία γενικότερα και στη λογοτεχνία. Είναι ο εκδότης του επιστημονικού περιοδικού "Αναζητήσεις", τακτικό μέλος σε επιστημονικές ενώσεις και εταιρείες, σε εγκυκλοπαίδειες και στον ημερήσιο τύπο και επιμελείται και παρουσιάζει τηλεοπτικά προγράμματα - εκπομπές με ιστορικά και φιλολογικά θέματα.
Εργογραφία: εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.