Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016

Ο Ναός του Αγίου Δημητρίου στο Μοναστήρι - Αρχιμ. Ειρηναίος Χατζηεφραιμίδης


1. ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΙΔΡΥΣΗΣ 

Ο υφιστάμενος σήμερα ναός του Αγίου Δημητρίου στο Μοναστήρι κτίσθηκε το 1830. Αυτή η χρονολογία με μαύρα γράμματα υπήρχε προ ετών στη νότια είσοδο του ναού και σήμερα διαβάζεται στην εξωτερική πλευρά του αγίου Βήματος. 
Μαρτυρίες περί του ναού έχουμε ολίγες. Πηγή πολύτιμη αποτελεί το βιβλίο που εξέδωσε -για την εορτή της 100ετηρίδος του ναού- το 1930 ο Велимир T. Арсиђ (Velimir T. Arsits) με τίτλο “Црква св. Великомученика Димитрија у Битољу” (Ο ναός του Αγίου μεγαλομάρτυρα Δημητρίου στα Βιτώλια)[1]. Πέραν των ιστορικών στοιχείων και των λαϊκών παραδόσεων, περιέχει οικονομικά στοιχεία, πατριαρχικά έγγραφα, βεράτια και φιρμάνια σχετικά με την ίδρυση του ναού, καταχωρισμένα στο αρχείο της εκκλησίας. Γι’ αυτό η αξία του βιβλίου είναι ανεκτίμητη. 
Ο ναός κτίσθηκε, όπως προαναφέραμε, το 1830 στην θέση παλαιοτέρου παρεκκλησίου, τιμωμένου επ’ ονόματι του Αγίου Δημητρίου. Οι λειτουργικές ανάγκες των Χριστιανών του Μοναστηρίου εξυπηρετούνταν τότε από την εκκλησία της Αγίας Κυριακής, από το παρεκκλήσι στο νεκροταφείο του Δοβλετζίκ και από αυτό το παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου, διαστάσεων όχι μεγαλυτέρων των 8-9 μ. Η χρονολογία ίδρυσης του παρεκκλησίου είναι άγνωστη. ΄Ηδη από το 1805 διέθετε δικό του κηροπλαστείο, με διαρκώς αυξανόμενα έξοδα και έσοδα. ΄Ετσι, ενώ το 1808 η δαπάνη για τον κηροπλάστη και για το κερί ήταν 653 γρόσια και 15 παράδες, το 1825 τα έξοδα ανήλθαν σε 7.237 γρόσια, τα δε έσοδα ήσαν 10.601 γρόσια[2]. Η αύξηση των εσόδων και εξόδων του παρεκκλησίου δηλώνει ότι ο αριθμός των Χριστιανών ολοένα και αυξανόταν. Κατά μία εκδοχή, το παρεκκλήσι καταστράφηκε το 1830 από πυρκαϊά, όπως και τμήμα του Μοναστηρίου[3]. Κατ’ άλλη εκδοχή, όπως θα δούμε στην συνέχεια, στην αρχή ζητήθηκε η έγκριση της επισκευής και επέκτασης του παρεκκλησίου, το οποίο ήταν μικρό, οι δε τοίχοι του είχαν καταρρεύσει· στη συνέχεια όμως, λόγω του μεγάλου αριθμού των Χριστιανών, άρχισε η ανέγερση νέου ναού[4]. 

Γεγονός καθοριστικό για την ίδρυση του ναού αποτέλεσε η ενθρόνιση του Γρηγορίου, μεγάλου πρωτοσυγκέλλου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, ως μητροπολίτη Πελαγονίας το 1825[5]. Τον νέο μητροπολίτη Πελαγονίας συνιστούσε το πατριαρχικό και συνοδικό έγγραφο της 14.10.1825 ως «άνδρα θεοσεβούμενο, δίκαιο και μετριόφρονα, καλό γνώστη των εκκλησιαστικών θεμάτων και αντάξιο της διοικήσεως της καλυτέρας επαρχίας». Το δε σουλτανικό βεράτι καθόριζε ότι «κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρεί από τους Χριστιανούς τις εκκλησίες και τα μοναστήρια, τα οποία από τα παλαιά χρόνια βρίσκονται στα χέρια τους. Επίσης χωρίς άδεια δεν μπορούν να ελέγχονται από κανένα»[6]. 

Το 1830 ζητήθηκε η άδεια των τουρκικών αρχών για την επισκευή και επέκταση του παρεκκλησίου του Αγίου Δημητρίου. Στην έγκριση του βεζίρη διαλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, ότι «επιτρέπεται να αρχίσουν οι εργασίες για την επέκταση και επισκευή της εκκλησίας, εφιστάται δε η προσοχή όλων, ώστε κανείς να μη αναμιχθεί σε αυτή την υπόθεση». ΄Ομως οι Χριστιανοί του Μοναστηρίου, έχοντας αυτήν την άδεια, άρχισαν την οικοδόμηση νέας εκκλησίας. Αυτό εξόργισε τους Τούρκους του Μοναστηρίου, οι οποίοι απείλησαν ακόμη και την κατάσχεση της εκκλησίας. Για την κατοχύρωση, λοιπόν, των εργασιών χρειαζόταν και φιρμάνι του σουλτάνου[7]. 
Σχετικός με τις συνθήκες, υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια της Υψηλής Πύλης, είναι ο ρόλος του μεγάλου βεζίρη Μεχμέτ Ρεσίτ πασά[8]. O Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς βρέθηκε στο Μοναστήρι κατά τα έτη 1830-18319 , για να καταπολεμήσει τους Αλβανούς ατάκτους. Στα μέσα του 1825 εμφανίσθηκαν Αλβανοί ληστές στις περιοχές Ανασελίτσας, ΄Αργους Ορεστικού, Φλώρινας, Κορυτσάς, Περλεπέ και Αχρίδος[10]. 

Κατά τον Απ. Βακαλόπουλο, ύστερα από την άδοξη για τους Τούρκους λήξη του ρωσοτουρκικού πολέμου[11], ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς εσπευσμένα κατέβηκε στο Μοναστήρι «για να αντιμετωπίση την κρίσιμη κατάσταση». Οι ΄Ελληνες έμποροι του Μοναστηρίου, μολονότι ήσαν εξαντλημένοι από τις αλλεπάλληλες επιβαρύνσεις και καταπιέσεις των τουρκικών αρχών αλλά και αναστατωμένοι από τις επιδρομές των Αλβανών ατάκτων, οικονομικά ενίσχυσαν πολύ τον Κιουταχή, ευρισκόμενο σε δύσκολη θέση, λόγω της έλλειψης χρημάτων και πολεμικών εφοδίων. Του δάνεισαν μεγάλο χρηματικό ποσό «για τις πρώτες του ανάγκες». ΄Ετσι ενισχυμένος ηθικά και οικονομικά από τους ΄Ελληνες, κατορθώνει κατά τα μέσα του 1830 με δόλο να αποδεκατίσει τους αρχηγούς των Αλβανών Ασλάν μπέη, Καπλάν μπέη και Βελίκο Γιάτζο. Εδρεύει πλέον στο Μοναστήρι, το οποίο του παρέχει την δυνατότητα να επιτηρεί τους Αλβανούς και ιδίως τον Μουσταφά πασά της Σκόδρας, τον οποίο κατατροπώνει το επόμενο έτος 1831[12]. 
Κατά τον V. Arsits, οι μεταρρυθμίσεις του Μαχμούτ Β΄, με τις οποίες ο τακτικός στρατός αντικαθιστούσε την «παλαιά χωροφυλακή» και διαλύονταν το σώμα των γενιτσάρων (1826), προκάλεσε την αντίδραση των πανίσχυρων κληρονομικών πασάδων. Οι αποφάσεις του σουλτάνου προκάλεσαν δυσαρέσκεια στην Βοσνία και στην Αλβανία. Ο Μουσταφά πασάς της Σκόδρας ήταν αντίθετος προς τους νέους νόμους που εφήρμοζε η Πύλη και στον αγώνα της κατά των κληρονομικών πασάδων. Κατά τον πόλεμο που κήρυξε η Ρωσία στις 14 Απριλίου 1828 εναντίον της Τουρκίας, λόγω της μη τήρησης της συνθήκης του ΄Ακκερμαν, ο σουλτάνος ζήτησε από τους Αλβανούς και τους Βόσνιους να πολεμήσουν κατά των Ρώσων. Οι μεν Βόσνιοι απερίφραστα αρνήθηκαν να υπακούσουν στην εντολή του σουλτάνου. Ο δε Μουσταφά πασάς καθυστέρησε την είσοδό του στον πόλεμο και έφθασε στα πεδία των μαχών, όταν ο ρωσοτουρκικός πόλεμος έληξε σε βάρος της Τουρκίας. ΄Υστερα από την υπογραφή της συνθήκης της Αδριανούπολης, ο Μαχμούτ Β΄ αποφάσισε να ξεκαθαρίσει το τοπίο με τους κληρονομικούς πασάδες και να λύσει τους ανοικτούς λογαριασμούς του με τους Αλβανούς και τους Βόσνιους. 
Ενθαρρύνθηκε σε αυτή την απόφαση από το γεγονός ότι κατά την διάρκεια των ετών 1829-1830 επαναστάτησαν οι αλβανικές φατρίες του νότου των Τόσκα και Γκόγκα. Τότε κατέφθασε στο Μοναστήρι ο Ρεσίτ πασάς, δεξί χέρι του σουλτάνου για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Περί τα τέλη του 1831 ο τουρκικός στρατός κατατρόπωσε τον Μουσταφά πασά, ο οποίος είχε προσεγγίσει στο Μοναστήρι και κατέλαβε την οροσειρά του Περλεπέ. Αναγκάσθηκε ο Μουσταφά να επιστρέψει στη Σκόδρα, η οποία, ύστερα από μακρά πολιορκία, παραδόθηκε στον Κιουταχή. 
Κατόπιν ο μεγάλος βεζίρης καταπολέμησε τους Βόσνιους επαναστάτες υπό τον Χουσεΐν Γραδάσεβιτς, τους οποίους εξόντωσε. Ο Γραδάσεβιτς παραδόθηκε στον σουλτάνο και εξορίσθηκε στην Τραπεζούντα. Ο Ρεσίτ πασάς ενισχύθηκε στον πόλεμο κατά των Βοσνίων από τον σέρβο πρίγκηπα Μίλος Ομπρένοβιτς[13]. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι και οι δύο ιστορικές πληροφορίες ματυρούν την παρουσία του Ρεσίτ πασά στο Μοναστήρι κατά το επίμαχο έτος 1830. 

Πέραν δε αυτών η λαϊκή παράδοση, που έχει και αυτή την αξία της, συνέδεσε την παρέμβαση του αγίου Δημητρίου για την άρση των εμποδίων της ανέγερσης του ναού. Κατά τον V. Arsits, περί αυτού υπάρχουν δύο εκδοχές της λαϊκής παράδοσης, την πρώτη των οποίων αντλεί από τον δρ. Γιόβαν Χατζηβασιλίεβιτς. Είναι ελαφρώς παρηλλαγμένες η μία από την άλλη. Αμφότερες τονίζουν τον θείο παράγοντα, την εμφάνιση του Αγίου Δημητρίου στο όνειρο του Κιουταχή[14]. 
Η πρώτη εκδοχή διαλαμβάνει ότι, πριν ακόμη ο Ρεσίτ πασάς ξεκινήσει τις επιχειρήσεις κατά των Αλβανών, οι οποίοι είχαν φθάσει στην εκκλησία της Αγίας Κυριακής και απειλούσαν το Μοναστήρι, ο Άγιος Δημήτριος εμφανίσθηκε στο όνειρό του. Τον διαβεβαίωσε ότι θα ηττηθούν με την δική του βοήθεια. Την επομένη ο Κιουταχής διηγήθηκε το όνειρο στον μητροπολίτη Γρηγόριο και υποσχέθηκε ότι, εάν νικήσει τους Αλβανούς, ο ίδιος με το δικό του χέρι θα θέσει τα θεμέλια της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου. Αυτό και έπραξε μετά από τη νίκη του κατά των Αλβανών, εκπληρώνοντας την υπόσχεσή του. 
Σύμφωνα με την δεύτερη εκδοχή, όταν ο μεγάλος βεζίρης διηγήθηκε το όνειρό του στον μητροπολίτη Γρηγόριο, «συγχρόνως τον παρακάλεσε να ε- πισκεφθεί το μέτωπο για να ευλογήσει τα όπλα» κατά των Αλβανών, «ο ίδιος δε ο μητροπολίτης να πυροδοτήσει το πρώτο βλήμα». Από την τήρηση αυτών των όρων «εξαρτώνταν και η έγκριση για την ίδρυση της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου»[15]. 
Ως επικρατέστερη δέχεται ο V. Arsits την δεύτερη εκδοχή, περισσότερο ανταποκρινόμενη στην κατάσταση του τουρκικού στρατού υπό τον Ρεσίτ πασά, μετά από την συνθήκη της Αδριανούπολης. Ο ίδιος γνώριζε ότι δεν έπρεπε να περιφρονήσει και την παραμικρή έστω βοήθεια. Κατά τον V. Arsits, «η ευλογία των τουρκικών όπλων από ένα ορθόδοξο μητροπολίτη και η ανοικτή αυτή παραχώρηση, να πυροδοτήσει το όπλο κατά των αντιπάλων του σουλτάνου, ήταν για τον Ρεσίτ πασά όχι μόνον άμεση ηθική, αλλά επίσης και έμμεση υλική υποστήριξη. Αυτή η χειρονομία του μητροπολίτη Γρηγορίου θα υποχρέωνε τους Χριστιανούς της επαρχίας του, αν όχι να ενταχθούν ενεργά στον αγώνα κατά των επαναστατημένων Αλβανών, τουλάχιστον να είναι ευμενώς διατεθειμένοι προς τους κόπους του μεγάλου βεζίρη για την υποταγή των επαναστατών στην εξουσία του σουλτάνου».
Θεωρεί, όμως, τελικά άγνωστο ο V. Arsits το κατά πόσον η έγκριση για την ανέγερση της εκκλησίας, ύστερα από την ευλογία των όπλων και την πυροδότηση του πρώτου βλήματος, ήταν αποτέλεσμα του ονείρου του Ρεσίτ πασά ή το πώς πρέπει να αλληλοσυνδεθούν τα γεγονότα[16]. 

Σε κάθε περίπτωση –ακόμη και αν δεχθούμε την λαϊκή παράδοση που δεν πρέπει να παραθεωρείται, διότι ο αρχικός της πυρήνας κινείται στην αλήθεια–, γεγονός είναι ότι ο Ρεσίτ πασάς βρήκε στους Χριστιανούς του Μοναστηρίου ηθική και υλική υποστήριξη, την οποία οπωσδήποτε χρειαζόταν και οπωσδήποτε δεν θα την άφηνε χωρίς αντίκρυσμα. Ούτε μπορούμε να αρνηθούμε το ενδεχόμενο να ζήτησαν οι ΄Ελληνες του Μοναστηρίου και δη ο μητροπολίτης Γρηγόριος αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που προσέφεραν. ΄Ενα τέτοιο αντάλλαγμα θα μπορούσε να ήταν η άρση των κωλυμάτων που παρουσιάσθηκαν για την ανέγερση της νέας εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου με την έκδοση σουλτανικού φιρμανίου.
Πράγματι εκδόθηκε σουλτανικό φιρμάνι, το οποίο μέχρι προ πολλών ετών υπήρχε στο αρχείο του ναού, ο δε γράφων μπόρεσε προ ετών να φωτογραφίσει μόνο το κυτίο όπου φυλασσόταν. Το φιρμάνι, κατά μετάφραση του Κόστα Στεργίεβιτς, διελάμβανε τα εξής: 
«Συ, ο καδής του Μοναστηρίου, μόλις πάρεις την διαταγή μου αυτή, θα εφαρμόσεις τις παρακάτω οδηγίες. Στην αίτηση που μου υπέβαλε ο ΄Ελληνας Πατριάρχης με έδρα την Κωνσταντινούπολη, όπως και σε εκείνη εκ μέρους των Κοινοτικών Μητροπολιτών, αναφέρονται οι όροι, οι οποίοι προβλέπονται στο έγγραφο, στο βεράτι, το οποίο επιδόθηκε στον Γρηγόριο, μητροπολίτη Μοναστηρίου και της περιοχής του. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τους αφαιρέσει τις εκκλησίες και τα μοναστήρια, τα οποία από παλαιά βρίσκονταν στα χέρια τους και, χωρίς άδεια, από καμία πλευρά δεν μπορεί να ελέγχονται. Παρ’ όλη αυτή την κατάσταση, μερικοί υπάλληλοι και κάποιοι από τους κατοίκους, οδηγούμενοι από το προσωπικό τους συμφέρον, ήλεγχαν και ερευνούσαν την κατάσταση της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου στο Μοναστήρι. 
Αυτό είναι αντίθετο προς τους κανόνες που υφίστανται, αλλά και προς τις οδηγίες που περιείχε η αυτοκρατορική άδεια, από την οποία σαφώς φαίνεται ότι χωρίς άδεια του αυτοκράτορα κανείς δεν μπορεί να αφαιρεί τις εκκλησίες και τα μοναστήρια που ήσαν υπό την διοίκηση του μητροπολίτη· ούτε πάλι διάφορα πρόσωπα για το προσωπικό τους συμφέρον μπορούν να αναμιχθούν στις υποθέσεις τους ή να τις ελέγχουν. 
Διά ταύτα διατάσσω, σύμφωνα με την απόφασή μου που βρίσκεται στα χέρια του μητροπολίτη, επίσης σύμφωνα με τις διατάξεις και τους όρους που βρίσκονται στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο, ότι σε κανένα δεν επιτρέπεται να ενεργεί έλεγχο και να θέτει εμπόδια»[17]. ΄

Εχοντας, λοιπόν, την άδεια του σουλτάνου, ο μητροπολίτης Γρηγόριος προσπάθησε το ταχύτερο να ανεγείρει την εκκλησία. Η σπουδή με την οποία ανεγείρονταν τότε οι εκκλησίες ήταν χαρακτηριστική. Τα πράγματα μπορούσαν να μεταβληθούν από ημέρας σε ημέρα. Πάντοτε υπήρχε το ενδεχόμενο να ανακληθούν οι άδειες ανέγερσης εκκλησιών. 
Ελήφθησαν όμως υπόψη και οι ιδιαίτερες συνθήκες της εποχής που δεν επέτρεπαν την ανέγερση υψηλών εκκλησιών. Γι’ αυτό τον λόγο ο εργολάβος Παύλος Αλεγρίας από το Βογατσικό[18] ή κατ’ άλλη πληροφορία κάποιος Παύλος Ζαγορίσιος[19] μείωσε το εξωτερικό ύψος της εκκλησίας. Το δάπεδο της εκκλησίας είναι κατά 1 μ. χαμηλότερο από την επιφάνεια του εδάφους και η εξωτερική της όψη είναι λιτή, ώστε να μη προκαλεί τους Τούρκους. Επ’ αυτού ο V. Arsits παραδίδει λαϊκή παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Ρεσίτ πασάς συμβούλευσε τον Μητροπολίτη Γρηγόριο: «Κτίσε όπως θέλεις και κάνε όπως ξέρεις. Αλλά να υπολογίζεις εκείνους τους δικούς μας βαρβάρους». Ως βαρβάρους, κατά τον V. Arsits, υπονοούσε τους εκτουρκισμένους Αλβανούς του Μοναστηρίου, δηλαδή τους Τουρκαλβανούς, οι οποίοι πλούτισαν ή ως δημόσιοι υπάλληλοι ή ως κτηματίες. Δεν αποκλείεται όμως η πιθανότητα να υπονοούσε και όλους τους Τούρκους, οι οποίοι ήσαν κατά των μεταρρυθμίσεων[20]. 

2. ΔΑΠΑΝΕΣ-ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ 

Το οικόπεδο, στο οποίο βρισκόταν το παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου, ήταν μικρό και ανεπαρκές για να κτισθεί εκεί η νέα εκκλησία. Γι’ αυτό ο μητροπολίτης Γρηγόριος μαζί με τους επιτρόπους έπρεπε να ανεύρουν έκταση ικανή να χωράει ένα νέο μεγάλο ναό. Πράγματι αγοράσθηκαν ιδιωτικά οικόπεδα αντί του ποσού των 9.901 γροσίων. 
Δεν έφθανε όμως αυτό. Μέχρι την τελευταία στιγμή οι Τούρκοι του Μοναστηρίου έφερναν κωλύματα στην έναρξη των εργασιών. Η υπέρβασή τους έγινε με μεγάλα μπαξίς. Ο V. Arsits μάς παραδίδει, βασισμένος στο βιβλίο των μπαξίς που υπήρχε στο αρχείο της εκκλησίας, ότι τέσσερις ημέρες πριν από την κατάθεση του θεμελίου λίθου, δηλαδή στις 2 Αυγούστου, πληρώθηκαν ως μπαξίς 16.309 γρόσια. Το μεγαλύτερο μπαξίς, 7.500 γρόσια, πληρώθηκε σε κάποιον Τατάρ αγά, διότι «έφερε την έγκριση για την συνέχιση της ανέγερσης». 
Πέραν της αγοράς των οικοπέδων και των μπαξίς δαπανήθηκαν 76.564 γρόσια για την αγορά υλικών και την κατασκευή του ξυλόγλυπτου τέμπλου. Συνολικά, για την ανέγερση της εκκλησίας, δαπανήθηκαν 184.622 γρόσια και 23 παράδες[21]. Τα έξοδα καλύφθηκαν με τις προαιρετικές εισφορές των Χριστιανών, με τα ενοίκια των οικιών και καταστημάτων που κατείχε η εκκλησία και με τα δάνεια. Ο δανεισμός έγινε όχι μόνο από Χριστιανούς, αλλά και από Τούρκους, μεταξύ των οποίων ο αγάς καϊμακάμης Χατζή Ιμπραΐμ και ο αγάς Χατζή Αλή. Τα δάνεια από τους Τούρκους έγιναν –έστω και με μεγαλύτερο τόκο– για να εξασφαλισθεί η ανοχή και καλή διάθεσή τους έναντι της ανέγερσης[22]. 

Αξιοσημείωτες τυγχάνουν και οι εισφορές των συντεχνιών του Μοναστηρίου για την ανέγερση του ναού. Συνεισέφεραν όλες οι συντεχνίες, με πρώτη ως προς το ποσόν εκείνη των εμπόρων (8.814 γρόσια)[23] και τελευταία την των λευκοσιδηρουργών (130 γρόσια). ΄Εδωσαν εισφορές οι έμποροι, οι ράπτες χονδρών και ανδρικών ενδυμάτων, οι μπακάληδες, οι εστιάτορες, οι υποδηματοποιοί, οι αργυροχόοι, οι γουναράδες, οι κουρείς, οι σαμαράδες, οι λευκοσιδηρουργοί, οι παπλωματάδες, οι κηροποιοί, οι λαχανοπώλες, οι κουδουνοποιοί, οι υφαντουργοί, οι κουλουράδες, οι καρφοποιοί, οι καζανοποιοί, οι χαλκουργοί, οι αρτοποιοί, οι κρεοπώλες, οι λαναράδες, οι μπογιατζήδες, οι ασχολούμενοι με τα λινά, οι μεταπωλητές. Συνολικά οι συντεχνίες έδωσαν για την εκκλησία 40.631 γρόσια. ΄Οπως παρατηρεί ο V. Arsits, «έδωσαν εισφορές όλοι οι ορθόδοξοι Χριστιανοί του Μοναστηρίου, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους. Τη νέα εκκλησία του Αγίου Δημητρίου την θεωρούσαν ως κοινό ιερό τόπο»[24]. 

Αυτό βέβαια δεν αναιρεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε η ελληνική κοινότητα για την ανέγερση της εκκλησίας, κτισμένης άλλωστε στα κύρια όρια της ελληνικής κοινότητος. Πλησίον του ναού κτίσθηκε και το ελληνικό προξενείο το 1903. 
Ο θεμέλιος λίθος του ναού τέθηκε στις 6 Αυγούστου 1830 και, ύστερα από εντατικές εργασίες τεσσάρων μηνών, ο ναός ήταν έτοιμος στις 12 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους. Επιβλέποντες την κατασκευή το 1830 και το 1831 ήσαν οι ΄Ελληνες Ναούμ Νικαρούσης και Δημήτριος Νέδου, εργασθέντες με ζήλο και ασχοληθέντες περισσότερο όλων. 

3. ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΡΟ 

Είναι γνωστό ότι κατά την οθωμανοκρατία απαγορευόταν η χρήση καμπάνας. Χρησιμοποιούνταν σήμαντρο. Φαίνεται όμως ότι και η χρήση του σημάντρου ενοχλούσε τους Τούρκους του Μοναστηρίου, οι οποίοι την θεωρούσαν ως προσβολή του θρησκεύματός τους. Γι’ αυτό, κατόπιν διαμαρτυρίας του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως προς τον σουλτάνο το 1839, επί του Μητροπολίτη Πελαγονίας Γερασίμου (1833-1841), εκδόθηκε διαταγή προς τον καδή Μοναστηρίου. Σε αυτήν γίνεται λόγος για «ορισμένους ανθρώπους και φύλακες της δημόσιας τάξης» που προβάλλουν προσκόμματα στην χρήση του σημάντρου. Μνημονεύεται το βεράτι του σουλτάνου, το οποίο δόθηκε στον Μητροπολίτη Γεράσιμο και με το οποίο επιτρεπόταν κάθετι που αφορά στην χριστιανική θρησκεία. Δίνεται εντολή να εφαρμοσθεί το πνεύμα του βερατίου, ο δε καδής του Μοναστηρίου να ενεργεί σύμφωνα με αυτό και να μη δίνει «αφορμή για παράπονα του λαού και πρόκληση δυσαρέσκειας»[25]. 

Το 1901 χρειάσθηκε να ανεγερθεί νέο καμπαναριό για το σανιδένιο σήμαντρο, στην θέση του παλαιού που κτίσθηκε μαζί με την εκκλησία και κατέρρεε. Πράγματι το νέο καμπαναριό τελειοποιήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1901 επί Μητροπολίτη Πελαγονίας Αμβροσίου (1899-1903). Για την ανέγερσή του εκδόθηκε διαταγή του σουλτάνου προς τον βαλή του Μοναστηρίου και τον διοικητή της μεραρχίας στρατηγό Ριζά πασά. Η άδεια δινόταν υπό τον όρο ότι όλα τα έξοδα του νέου καμπαναριού θα βαρύνουν το ταμείο της εκκλησίας. Γινόταν δε σύσταση προς τον βαλή και τα μέλη του συμβουλίου του βιλαετίου να μη παρεμβάλλουν κανένα εμπόδιο στις εργασίες, να μη λαμβάνουν χρήματα διά της βίας από κανένα και να μη ασκούν πίεση σε κανένα. Μόλις το 1908, μετά από το κίνημα των Νεοτούρκων, στήθηκε καμπάνα, η οποία παρουσίασε ρωγμή και αντικαταστάθηκε με καινούργια το 1924, επί του σέρβου Μητροπολίτη Πελαγονίας Ιωσήφ[26]. 

Το υπάρχον σήμερα καλαίσθητο καμπαναριό του Αγίου Δημητρίου εντυπωσιάζει με την επιβλητικότητα και την αριστοτεχνία του. Ξέχωρο δείγμα τεχνικής είναι η τοποθέτηση των πελεκητών λίθων σε σχήμα σταυρού και από τις τέσσερις όψεις του καμπαναριού. 

4. ΤΟ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ 

Ως φιλόστοργη μητέρα η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου μεριμνούσε για τους ασθενείς, τους πτωχούς και τα σχολεία. ΄Ηδη το 1808 το παρεκκλήσι δαπάνησε 116 γρόσια και 18 παράδες για την επισκευή του νοσοκομείου. Το 1830 χρειάσθηκε να γίνει επέκταση του νοσοκομείου. Γι’ αυτό τον σκοπό ο Αδάμ Νικαρούσης[27] δώρισε το μεγάλο οικόπεδό του μαζί με τα υπάρχοντα σε αυτό κτίσματα. Αυτό το νοσοκομείο συντηρούσε η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου με αξιόλογα ποσά, που ολοένα αυξάνονταν. ΄Ετσι, ενώ το 1846 δαπάνησε 700 γρόσια και το 1848 990 γρόσια, το 1854 δαπάνησε 10.213. Από το 1848 έως το 1854 η εκκλησία συνολικά δαπάνησε για το νοσοκομείο 36.760 γρόσια. 
Στην θέση αυτού του νοσοκομείου κτίσθηκε το 1896 νέο νοσοκομείο, με έξοδα του Μοναστηριώτη Ιωάννη Πινίκα ή Δημητρίου[28], δραστηριοποιούμενου στην Αίγυπτο ως εμπόρου καπνού[29]. Με την διαθήκη του κατέλιπε 3.000 λίρες στερλίνες για την ανέγερση του νοσοκομείου και 10.000 για την συντήρησή του. 

Εκτός από τη φροντίδα του νοσοκομείου, η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου μεριμνούσε για τους πτωχούς, τους φυλακισμένους και τα άπορα παιδιά. Κατά τα έτη 1845-1854 δαπάνησε: Για τους πτωχούς 66.504 γρόσια, για τους φυλακισμένους 10.524 γρόσια και για την διατροφή απόρων παιδιών 5.925 γρόσια. Συνολικά 82.953 γρόσια. 

Ακόμη μεγαλύτερα ποσά δαπανούσε η εκκλησία για την ίδρυση και συντήρηση των σχολείων. Ενδεικτικά πάλι κατά τα ίδια έτη 1845-1854 διέθεσε για τα σχολεία συνολικά 168.398 γρόσια[30].
Σε σύνολο, η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου δαπάνησε, για το νοσοκομείο, τους πτωχούς και τα σχολεία, 291.828 γρόσια κατά την δεκαετία 1845- 1854[31]. ΄Ομως τα έξοδα καλύπτονταν από τα έσοδα. 

Τα έσοδα του ναού προέρχονταν και από «τραπεζιτικές δουλειές», όπως γράφει ο Γ. Μόδης. Η εκκλησία δεχόταν καταθέσεις και δάνειζε σε ΄Ελληνες εμπόρους με τόκο. «Δεν χάθηκε ποτέ ούτε ένα γρόσι. Είχεν επίσης το μοναδικό προνόμιο σ’ όλη την Τουρκία να εκδίδη χαρτονόμισμα. Κυκλοφορούσε “καϋμέδες” των πέντε παράδων που τους έπαιρναν και Τούρκοι, Εβραίοι, Βούλγαροι. ΄Ηταν μικρά, πράσινα ορθογώνια από χοντρό χαρτί τρυπημένο με ειδικό μηχανισμό. Μ’ ένα “καϋμέ” μπορούσες ν’ αγοράσης ψωμί και σχεδόν να χορτάσης»[32]. 

5. ΤΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ 

Ο ναός του Αγίου Δημητρίου είναι ρυθμού τρίκλιτης βασιλικής. Το κεντρικό κλίτος, που είναι και το μεγαλύτερο, χωρίζεται με κίονες, έξι σε κάθε σειρά. Η οροφή του κεντρικού κλίτους είναι θολωτή, ενώ των πλευρικών επίπεδη. Από την οροφή κρέμονταν παλαιότερα 32 μεγάλοι πολυέλαιοι, κάποιοι δε από αυτούς ήσαν από κρύσταλλο Βενετίας. Σήμερα υπάρχουν στο ναό 13 πολυέλαιοι. ΄
Οπως προαναφέραμε, το δάπεδο του ναού είναι κατά 1 μ. χαμηλότερο από την επιφάνεια του εδάφους. ΄Ετσι ελαττώθηκε εν μέρει η δυσαναλογία των τριών διαστάσεων του ναού. Για να εισέλθουμε στο ναό κατεβαίνουμε από σκαλοπάτια. Υπάρχουν δε πέντε είσοδοι. Το οικοδόμημα έχει[33] 36 μ. μήκος, 34 μ. πλάτος και το ύψος δεν υπερβαίνει τα 10 μ.

6. ΟΙ ΕΙΚΟΝΕΣ 

Το εικονοστάσι είναι ξυλόγλυπτο και επιχρυσωμένο. Θεωρήθηκε δε ότι ως προς την τεχνική του είναι όμοιο με το τέμπλο του Αγίου Σάββα στο Μπίγκορ[34]. Οι εικόνες του είναι άριστα καθαρισμένες και συντηρημένες. 
Οι πρώτες εικόνες, πιθανώς λόγω έλλειψης χρημάτων, ήσαν χάρτινες και τις προμηθεύθηκαν το 1831 από την Θεσσαλονίκη αντί 592 γροσίων[35]. Οι υπάρχουσες σήμερα εικόνες του τέμπλου έχουν καλλιτεχνική αξία, με ρεαλισμό στα εικονιζόμενα πρόσωπα, προφανώς επηρεασμένες από την «ζωγραφική του τρισδιάστατου χώρου, της λογικής διάρθρωσης, της προοπτικής και της ψευδαίσθησης του όγκου»[36] που επικρατεί στα μέσα του 19ου αι. στην Βαλκανική. Εκτός από δύο εικόνες, οι υπόλοιπες χρονολογούνται στα έτη 1845-1846, δαπανήθηκαν δε γι’ αυτές 8.443 γρόσια το 1845 και 3.866 γρόσια το 1846[37]. Είναι έργα του εκ Σελίτσης (Εράτυρας) Γεωργίου Ζωγράφου και του υιού αυτού Εμμανουήλ. Διαβάζουμε στην εικόνα της Σύναξης των Ταξιαρχών την εξής επιγραφή: «Της εκκλησίας Bετολίων άπασαι αι Εικόνες Δεσποτικαί τε και εορτολογικαί, Σταυρώσεις και τέμπλου Χρύσωμα, και όσα εις κόσμον αυτής θεωρείτε ω φίλοι Χριστιανοί. Ιστορήθησαν διά χειρός Γεωργίου του Ζωγράφου και υιού αυτού Εμμανουήλ εκ Σελίτσης, της επαρχίας Σισανίου. Εκτός δε της εικόνος των ιβ΄ Αποστόλων, και προφήτας εις τους 1846 Σεπτεμβρίου 20». 

Στο δεξιό τμήμα του τέμπλου εικονίζεται ο Χριστός. Το ένδυμά του φέρει πλούσιες πτυχές και έντονα χρώματα, όπως άλλωστε όλες οι εικόνες, οι οποίες θυμίζουν έργα μπαρόκ. Ευλογεί με το δεξιό χέρι, στο δε αριστερό κρατεί ανοικτό κώδικα του Ευαγγελίου που γράφει: «Ἐγώ φῶς εἰς τόν κόσμον ἐλήλυθα, ἵνα πᾱς ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ ἐν τῇ σκοτίᾳ μή μείνῃ. Καί ἐάν τίς μου ἀκούσῃ τῶν ρημάτων καί μή πιστεύσῃ, ἐγώ οὐ κρίνω αὐτόν» (Ιω 12, 46-47). Πέριξ αυτού άγγελοι σεβίζοντες. 
Ακολουθεί ο Ιωάννης ο Πρόδρομος ως ο «άγγελος» του Κυρίου, κατά το Μλχ 3, 1. Ευλογεί με το δεξιό χέρι και στο αριστερό κρατεί την κάρα του «επί πίνακι» και ειλητάριο με το ρητό «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Στο κάτω δεξιά άκρο της εικόνος γράφεται: «Η παρούσα εικών ιστορήθη δι’ εξώδων ρουφετίου[38] των (γραφή δυσανάγνωστη) εις μνημόσυνον αυτών». ΄
Επεται η εικόνα της Σύναξης των Ταξιαρχών. Είναι χαρακτηριστικές οι κινήσεις των σωμάτων. ΄Εμπροσθεν εικονίζονται με δόρατα οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ, όπισθεν αυτών άλλοι άγγελοι, στο δε κέντρο ο Χριστός σε μετάλλιο ευλογεί και στο αριστερό χέρι κρατεί κλειστό κώδικα του Ευαγγελίου. Στο αριστερό κάτω σημείο της εικόνος υπάρχει η προμνημονευθείσα επιγραφή περί των αγιογράφων και στο δεξιό η επιγραφή: «Αύτη η εικών εξιστορήθη, Δαπάνη των εντιμωτάτων ομοτέχνων (γραφή δυσανάγνωστη), Εις μνημόσυνον αυτών τε και των Γονέων». 
Κατόπιν εικονίζεται ο Άγιος Γεώργιος, με το απελευθερωμένο παιδί που κάθεται στο άλογο μαζί με τον άγιο, εικόνα που εισήλθε στην αγιογραφία από τον 14ο αι. Στην αναθηματική επιγραφή διαβάζουμε: «Η εικών αύτη εξιστορήθη δι’ εξώδων του τιμιωτάτου κυρίου Γεωργίου Δημητρίου ντουκμετζή[39], εις μνημόσυνόν του». 
Ακολουθούν οι Τρεις Ιεράρχες, οι οποίοι εικονίζονται να πατούν επάνω σε υποπόδιο που δίνει προοπτική στην εικόνα, και να φέρουν άμφια της εποχής τους. Η αναθηματική επιγραφή γράφει: «Η εικών αύτη εξιστορήθη δι’ εξώδων των τιμιωτάτων ομοτέχνων της μπακαλικής εμπορίας, Εις μνημόσυνόν των»
Ακολουθεί ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Η Θεοτόκος εικονίζεται καθήμενη «εἰς οἶκον». Σε τραπέζι αναγράφεται το ρητό «΄Ιδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου». Ο αρχάγγελος Γαβριήλ επί νεφελών κρατεί στο αριστερό χέρι κρίνα. Στο άνω αριστερό άκρο ο Πατήρ, με την ευδοκία του Οποίου το Άγιο Πνεύμα, εν μέσω ακτίνων, επέρχεται στην Θεοτόκο. Δεξιά κάτω η αναθηματική επιγραφή γράφει: «Δι’ εξώδων των τιμιωτάτων τζιαμτζήδων[40], Εις μνημόσυνον αυτών και των Γονέων». 

Στο αριστερό τμήμα του τέμπλου εικονίζεται η Παναγία στον τύπο της Οδηγήτριας, με τον Ιησού να ευλογεί με το δεξιό χέρι και στο αριστερό να κρατεί την σφαίρα του σύμπαντος κόσμου, εκατέρωθεν δε άγγελοι σεβίζοντες. 
Ακολουθεί η εικόνα του έφιππου Αγίου Δημητρίου να φονεύει με το δόρυ τον εχθρό[41]. Στο βάθος μία περιτειχισμένη πόλη και πλοία. Η αναθηματική επιγραφή γράφει: «Δαπάνη Αθανασίου Χαλκιά εις μνημόσυνόν του». ΄
Επεται η Σύναξη των Δώδεκα Αποστόλων με δύο σκηνές από την Σταύρωση και την Ταφή του Χριστού και δώδεκα σκηνές από τον βίο των Αποστόλων. Οι Απόστολοι κρατούν την Εκκλησία, ο δε Απόστολος Πέτρος τα κλειδιά της βασιλείας του Θεού και ο Απόστολος Παύλος τόμο. ΄Ανωθεν η Αγία Τριάς και άγγελοι επί νεφελών. Η αναθηματική επιγραφή γράφει αριστερά: «Διεξόδων Δούλη κυρίου συνάφη και των Γονέον τους. Ιστορήθη εν έτει, αωμΓ» και δεξιά: «τζοατζήδων[42] αιωνία η μνήμη αυτών Και διά χειρός Ιωάννου». 
Ο Άγιος Σπυρίδων εικονίζεται με τον ποιμενικό σκούφο εν μέσω αγγέλων, σύμφωνα με το απολυτίκιό του. Φέρει αρχιερατική στολή και εγκόλπιο. Στην αναθηματική επιγραφή γράφεται: «Ιστορίθη δι’ εξόδων η εικών αύτη, παρά ρουφετίου των παπουτζίδων εις μνημόσυνον αυτών τε και των Γονέων». ΄Επεται ο Άγιος Νικόλαος εν μέσω του Χριστού και της Παναγίας, σύμφωνα με το Συναξάρι του. Φέρει Σταυρό αντί αρχιερατικού εγκολπίου. Στην συνέχεια εικονίζεται ο Μέγας Αθανάσιος με την αναθηματική επιγραφή: «Δι’ εξώδων των τιμιοτάτων Μπαρμπεράδων[43] εις μνημόσυνον αυτών και των Γονέων». ΄
Ανωθεν της Ωραίας Πύλης εικονίζεται η Αγία Τριάς, κατά τον τύπο που καθιέρωσαν τα Κρητικά εργαστήρια από τον 15ο αι., στηρίζεται δε στο όραμα του «παλαιού των ημερών» (Δαν 7, 9.13)[44]. 

Επάνω από την εικόνα της Αγίας Τριάδος εικονίζονται το Άγιο Μανδήλιο, αριστερά δε αυτού η Πεντηκοστή και δεξιά η Σταύρωση. 
Κάτω από τα “λυπηρά” (δεξιά του Εσταυρωμένου η Θεοτόκος και ο ήλιος, αριστερά ο ευαγγελιστής Ιωάννης και η σελήνη), υπάρχουν ωραιότατες φορητές εικόνες που έχουν θέματα από το Δωδεκάορτο, τις Κυριακές του Πεντηκοσταρίου και τον βίο του Χριστού, ταξινομημένες ισόποσα. 
Kοιτώντας από δεξιά, βλέπουμε τις εξής 17 εικόνες: Η Ανάληψις, Η Μεταμόρφωσις, Η Κοίμησις της Θεοτόκου, Η Υπαπαντή, Η Φυγή στην Αίγυπτο, Η Ψηλάφησις του Θωμά, Η Βαϊοφόρος, Ο Μυστικός Δείπνος, Ο εν Κανά γάμος, Η Δευτέρα Παρουσία, Η Προσκύνησις των μάγων, Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, Ο Χριστός ιώμενος την αιμορροούσαν, Η Γέννησις του Χριστού, Η Αποκαθήλωσις, Η Βάπτισις, Ο Χριστός προσκαλούμενος τον Ζακχαίον. 
Αριστερά υπάρχουν άλλες 17 εικόνες: Η ΄Εγερσις του Λαζάρου, Εωθινό Ι΄, Κυριακή του παραλύτου, Ο Χριστός ανιστών τον υιόν της χήρας, Κυριακή των ΤΙΗ΄ Θεοφόρων Πατέρων (έμπροσθεν το Σύμβολο της Πίστεως), Η Γέννησις της Θεοτόκου, Η Γέννησις του Προδρόμου, Ο Χριστός ιώμενος την θυγατέρα της Χαναναίας, Η Κυριακή του τυφλού, Η Περιτομή του Χριστού, Εωθινόν Η΄, Τα Εισόδια της Θεοτόκου, Η Μεσοπεντηκοστή, Ο λιθοβολισμός του Στεφάνου, Κυριακή των Μυροφόρων, Κυριακή της Σαμαρείτιδος, Η Ανάστασις του Χριστού. 
Στα Βημόθυρα εικονίζονται: Αριστερά άνω ο προφήτης Ησαΐας, ο Σολομών και στο κέντρο ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου˙ κάτω ο πρωτομάρτυς Στέφανος, ο Μ. Αθανάσιος και ο Μ. Βασίλειος. Δεξιά ο προφητάναξ Δαυίδ και ο προφήτης Μιχαίας· κάτω ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ρωμανός ο Μελωδός. 
Ανάμεσα στις Δεσποτικές εικόνες και στα θωράκια υπάρχουν εκφραστικότατες ανάγλυφες ανθρώπινες παραστάσεις. 
Τα θωράκια έχουν διακόσμηση με την άμπελο και τον δικέφαλο αετό. 

Στο προσκυνητάρι δεξιά εικονίζονται η πυρφόρος ανάληψη του προφήτη Ηλία και σκηνές από τον βίο του. Η αναθηματική επιγραφή γράφει: «Η παρούσα αφιερώθη παρά κυρίων ρουφετίων γουναράδων διά αιώνιον μνημώσυνον. 1837 Μαΐου 28». 
Αριστερά το προσκυνητάρι έχει έφιππους τον Άγιο Θεόδωρο τον στρατηλάτη και τον Άγιο Δημήτριο, με την αναθηματική επιγραφή: «Δι’ εξόδων ιστορήθη η παρούσα, Παρά ρουφετίου των Σεϊζάδων[45] Εις μνημόσυνον αυτών». 

Στον τοίχο του βορείου κλίτους υπάρχει φορητή εικόνα του ευαγγελιστή Λουκά, η οποία έχει την αναθηματική επιγραφή: «Η παρούσα Ιστορίθη δι’ εξώδων παρά ρουφετίου των Κυρίων Οργαντζίδων[46] εις μνημόσυνόν των 1846 Οκτωβρίου 17».
Σε φορητή εικόνα της Υπαπαντής, που βρίσκεται στον τοίχο του νοτίου κλίτους, γράφεται: «Η παρούσα εικών αφιερώθη παρά ρουφετίου μπαχτσεβαντζήδων[47] εις τον Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου εις μνημόσυνον αιώνιον. 1851 Δεκεμβρίου 10 και τον δούλον σου Νέτζω[48]». 
Στον ίδιο τοίχο υπάρχει άλλη φορητή εικόνα με τον προφητάνακτα Δαυίδ, στην οποία διαβάζουμε δεξιά την επιγραφή: «Διά της φιλοθέου συνδρομής του ευλογημένου ισναφίου[49] των (γραφή δυσανάγνωστη)» και αριστερά: «Εν έτει 1857, Ιανουαρίου 10». 
Η φορητή εικόνα, στον τοίχο του βορείου κλίτους, με την ΄Υψωση του Τιμίου Σταυρού έχει την επιγραφή: «Διά της φιλοθέου συνδρομής του ισναφίου των Χαντζίδων[50]. 1877 Φεβρουαρίου 25». 

Στο υπέρθυρο της νοτίας εισόδου του ναού υπάρχει ελληνική επιγραφή, όπου αναγράφονται τα εξής: «Μ’ ευλάβειαν και σέβας και πόθον αρετής, Χριστιανέ, στολίσου. Και έπειτα ευθύς δύνασαι να εισέλθης εις τόνδε τον Ναόν και μέτοχος να γενής των θείων Δωρεών. Η τράπεζα του Γάμου είναι πολυτελής, αλλά πρέπει να έχη και ένδυμα καθείς κατάλληλον και πρέπον, ίνα γευθή αυτών των θείων και ουρανίων ενταύθα φαγητών». 
Επάνω από το υπέρθυρο υπάρχει η εικόνα του Αγίου Δημητρίου με την αναθηματική επιγραφή: «1845 Μαΐου 30. Δέησις των Δούλων σου Αθανασίου Ιερέως, και Μαρίας πρεσβυτέρας εκ Βυθκούκη[51]». 
Άνωθεν και πέριξ της δυτικής εισόδου, η τοιχογραφία έχει το σύνηθες θέμα της μέλλουσας κρίσης. 
Στο ναό υπάρχουν δύο θρόνοι: ο ξυλόγλυπτος δεσποτικός θρόνος και ο ξυλόγλυπτος βασιλικός θρόνος, ο οποίος τοποθετήθηκε το 1929, κατασκευάσθηκε δε επί του σέρβου Μητροπολίτη Ιωσήφ από τον Νέστορ ΄Αλεξιτς αντί 45.000 δηναρίων[52]. 

Παλαιότερα, μπροστά από την εικόνα της Θεοτόκου του τέμπλου, υπήρχε σε λειψανοθήκη η κάρα του νεομάρτυρα Αγαθαγγέλου[53], ο οποίος γεννήθηκε στην Φλώρινα και πολύ μικρός έφυγε[54] οικογενειακώς στο Μοναστήρι, όπου και μαρτύρησε. Στην μικρή αργυρή επιγραφή γράφονταν στην ελληνική τα εξής: «Αυτή η ιερή κάρα είναι του μεγαλομάρτυρα Αγαθαγγέλου, ο οποίος το 1727[55] πέθανε μαρτυρικά. Οι Αγαρηνοί συνήθιζαν κατά την διάρκεια του Μπαϊραμιού (επί τρεις ημέρες) να εκτουρκίζουν διά της βίας τους Χριστιανούς και εκείνος που δεν δεχόταν, εκτελούνταν. Επειδή ο Αγαθάγγελος δεν μπορούσε να το υποφέρει αυτό, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και πέτυχε με την βοήθεια του Θεού να αποσπάσει φιρμάνι από τον σουλτάνο, για να σταματήσει αυτή η συνήθεια. 
Επειδή οι Τούρκοι μετά από αυτό δεν μπορούσαν να βλέπουν τον Αγαθάγγελο, τον σκότωσαν. 
Η κάρα αυτή τοποθετήθηκε σε λειψανοθήκη από τον Μητροπολίτη Πελαγονίας Γρηγόριο και τους τότε εφημερίους, σακελλάριο Γεώργιο, σακελλίωνα Γεώργιο, τους ιερείς Τραϊανό, Ναούμ, ΄Αγγελο, Βασίλειο, Γεώργιο, Χρήστο. 
 27 Φεβρουαρίου 1827»[56]. 

Στον γυναικωνίτη υπήρχαν εικόνες, οι περισσότερες των οποίων μεταφέρθηκαν από το παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου. Κατά τις πληροφορίες του V. Arsits, ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν το προσκυνητάρι της Μεταμόρφωσης, η εικόνα του Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, η εικόνα με την Βαϊοφόρο, οι εικόνες της Κοίμησης της Θεοτόκου, του Ιησού Χριστού, του αποστόλου Πέτρου και του Μυστικού Δείπνου (του έτους 1776). Από δε τις διαστάσεις του υφιστάμενου εικονοστασίου, μεταφερμένου επίσης από το παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου, φαινόταν ότι αυτό το παρεκκλήσι δεν ήταν ευρύτερο από 8-9 μ. Κατά τον V. Arsits, επικαλούμενο απόψεις ειδικών, οι εικόνες στον γυναικωνίτη αποτελούν τον μεγαλύτερο θησαυρό του ναού. Ειδικά για την εικόνα με την Βαϊοφόρο, σύμφωνα με τον Λιτσενόσκι, λέγει ότι «ως προς την σύνθεση και την τεχνοτροπία των προσώπων, τις φόρμες και τα χρώματα είναι η ομορφότερη εικόνα της ορθόδοξης Εκκλησίας»[57]. 
Από τις εικόνες του παλαιού παρεκκλησίου υφίστανται σήμερα στο δεξιό παρεκκλήσι του γυναικωνίτη οι εικόνες του Προδρόμου, της Θεοτόκου και της Μεταμόρφωσης. Οι εικόνες στο αριστερό παρεκκλήσι του γυναικωνίτη δεν προέρχονται από το παλαιό παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου. 

Στις 6 Νοεμβρίου 1912 ο σερβικός στρατός κατέλαβε το Μοναστήρι. Η δοξολογία τελέσθηκε, παρόντος του διαδόχου του σερβικού θρόνου Αλεξάνδρου. Ύστερα από δύο-τρεις ημέρες έφθασε στο Μοναστήρι ο διάδοχος του ελληνικού θρόνου Κωνσταντίνος. Γράφει ο Γ. Μόδης: «Αποθεωτική ήταν η υποδοχή. Η μεγάλη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου όπου έγινε η δοξολογία, είχεν ασφυκτικά γεμίσει. Πολλοί έκλαιαν. Θα πικράθηκε και θα αγανάκτησε σίγουρα ο Σέρβος Διάδοχος Αλέξανδρος»[58]. 

Μέχρι το έτος 1918 οι Μητροπολίτες Πελαγονίας ήσαν ΄Ελληνες[59]. Τότε η Μητρόπολη Πελαγονίας υπήχθη στο Πατριαρχείο Σερβίας. Ο τελευταίος ΄Ελληνας μητροπολίτης ήταν ο Χρυσόστομος Καβουρίδης (1912-1918)[60]. Ο πρώτος Σέρβος μητροπολίτης ήταν ο Βαρνάβας, μετέπειτα Πατριάρχης Σερβίας, άτομο «με ιδιαίτερες πνευματικές και διοικητικές ικανότητες». Η τοποθέτησή του καταδεικνύει την σημασία που έδιδε η σερβική κυβέρνηση στην περιοχή Μοναστηρίου και στην διά της εκκλησίας αφομοίωση του ελληνικού στοιχείου[61]. Επί της ποιμαντορίας του, από το Σεπτέμβριο του 1920, η θεία Λειτουργία στο ναό του Αγίου Δημητρίου άρχισε να τελείται στην σλαβική. 
Ο Γ. Μόδης, που έζησε την απελευθέρωση του Μοναστηρίου, γράφει επί λέξει: «Οι Σέρβοι αξιωματικοί μάς έλεγαν τότε ότι πολέμησαν για λογαριασμό της Ελλάδας που τής ανήκε το Μοναστήρι. Κυκλοφορούσε και μια παληά μεσαιωνική παράδοσις, που έλεγε ότι τα Ελληνικά σύνορα βρίσκονται στο “Mπακιρένιο αλώνι” κάπου κοντά στον Περλεπέ. Δεν άργησε όμως να ανοίξη και να μεγαλώση η όρεξίς τους»[62]. 

Η τακτική εκσερβισμού των Ελλήνων του Μοναστηρίου είχε αρχίσει πολύ νωρίς. Ήδη το 1913 η ελληνική κοινότητα Μοναστηρίου παρακαλούσε τον μονάρχη των Σέρβων Πέτρο να αναστείλει την εφαρμογή «των ειδικώς εκπονηθέντων κανονισμών» σχετικά με το εκπαιδευτικό καθεστώς και να διατάξει την προσθήκη ειδικού άρθρου, με το οποίο να χορηγείται «η ελευθέρα μόρφωσις» των ελληνοπαίδων σε όλους τους βαθμούς εκπαίδευσης των ελληνικών εκπαιδευτηρίων[63]. Η στέρηση του παιδευτικού αγαθού, το οποίο αποτελούσε κυρίαρχο στοιχείο του εθνικού τους αυτοπροσδιορισμού, πιθανότατα θα οδηγούσε στον εκσερβισμό τους[64]. 
Οι Σέρβοι ακολουθούσαν, ενσυνείδητα και συντονισμένα, επιθετική πολιτική ομογενοποίησης των πληθυσμών, οι δε ΄Ελληνες του Μοναστηρίου και της πέριξ περιοχής παρέμεναν λησμονημένοι από τις ελληνικές κυβερνήσεις. Η ίδια κατάσταση συνεχίσθηκε και από τον μεγαλοϊδεατισμό του Τίτο και τον εθνικισμό των Σκοπίων. 

Αυτά λέγει η ιστορία, η οποία ούτε χαϊδεύει ούτε χαϊδεύεται, ούτε χαρίζει ούτε χαρίζεται· δεν επιτρέπει την λήθη, αλλά αποτρέπει τα λάθη. Τα ιστορικά στοιχεία γίνονται στοιχειά για το νιρβάνα, την ενδοτικότητα, την αποχαύνωση, την ηττοπάθεια, την εθελοτύφλωση, την ασυνέπεια, κοντολογίς την αβελτηρία μας. Εμείς οι Μακεδόνες, όποιες κι αν είναι οι ρίζες μας, δεν σπουδάζουμε στην σχολή Νενέκου. Διαμένουμε στην Μακεδονία που, όπως έλεγε ο Ίων Δραγούμης, «είναι σχολείο ελευθερίας, σχολείο που φτιάχνει άνδρες ελεύθερους».
Στην σημερινή συγκυρία της πνευματικής κρίσης που οδήγησε στην οικονομική κρίση, του μιθριδατισμού που καταλήγει στον αβδηριτισμό, του εθνικισμού και του αλυτρωτισμού, η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο Μοναστήρι, κοινή πολιτισμική κληρονομιά, εκπέμπει μήνυμα ενότητας. Τα ρήγματα των ψυχών που δημιούργησαν οι εθνικισμοί μόνο η Εκκλησία μπορεί να αποκαταστήσει. 
Η Εκκλησία του πένητος Ιησού συμπαθεί τα πτωχά κρατίδια και εύχεται για την ειρήνευσή τους. Αλλά καταδικάζει τον εθνοφυλετισμό ως αίρεση, όπως το έπραξε και στο παρελθόν. Δεν κοινωνεί, αλλά αποκηρύσσει ως σχισματικές τις εκκλησίες που διακονούν πολιτικές ή αλυτρωτικές σκοπιμότητες. 
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως οικουμενική και υπερεθνική, αποτελεί στις ημέρες μας σταθεροποιητικό παράγοντα γεωπολιτικής στα Βαλκάνια. ΄Εχουμε την κοινή ορθόδοξη πίστη, που αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της πολιτισμικής μας ταυτότητος· τους ίδιους αγίους που ευλαβούμαστε παρομοίως· τα κοινά λατρευτικά έθιμα, την κοινή κληρονομιά των φωτιστών των Σλάβων Κυρίλλου και Μεθοδίου. ΄Εχουμε τόσα που μας ενώνουν. ΄Ενα από αυτά είναι και η περίπυστη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο Μοναστήρι. 
Αυτά που μας χωρίζουν είναι βέβαια σοβαρά, αλλά μπορούμε να τα υπερβούμε, χωρίς να απεμπολήσουμε τίποτε. Αρκεί να υπάρχει σταθερότητα, εντιμότητα και ειλικρίνεια στον διάλογο. Ένας διάλογος μπορεί να οδηγήσει σε συμβιβασμό. Αλλά οι συμβιβασμοί, όπως έλεγε ο Ludwich Erhart, «προϋποθέτουν την ικανότητα να κόβουμε μια τούρτα έτσι, ώστε ο καθένας να πιστέψει πως πήρε το μεγαλύτερο κομμάτι». Η παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην περιοχή μας –ανέγγιχτης από κρατικούς σφιχταγκαλιασμούς– εγγυάται την ηρεμία και την ειρήνη σε αυτόν τον τόσο ευαίσθητο και ταλαιπωρημένο χώρο μας.


Παραπομπές
[1] Велимир T. Арсиђ, Црква Св. Великомученика Димитрија У Битољу, Књижара И Штампарија “Победа”, Битољ 1930. ΄Εκδοση στην ελληνική: Ο ναός του Αγίου μεγαλομάρτυρα Δημητρίου στα Βιτώλια, επιμ. Ειρηναίος Χατζηεφραιμίδης, Θεσσαλονίκη 2007.
[2] V. Αrsits, ό.π. [ελληνική έκδοση], σ. 19. 
[3] Α. Ανδρέου (2001), Ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Δημητρίου, Η Καθημερινή-Επτά Ημέρες, τ. 16-12-2001, σ. 4. 
[4] V. Arsits, ό.π., σ. 22-23. 
[5] Διαδέχθηκε στο θρόνο τον μητροπολίτη Ιωσήφ (1823-1825), ο οποίος μετατέθηκε στην Μητρόπολη Νικαίας. Ο Γρηγόριος ποίμανε τη Μητρόπολη Πελαγονίας έως το έτος 1833, οπότε μετατέθηκε στις Σέρρες. Μετέπειτα εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης με τον τίτλο Γρηγόριος ο ΣΤ΄. 
[6] V. Arsits, ό.π., σ. 21-22.
[7] V. Arsits, ό.π., σ. 22-23. 
[8] Πρόκειται για τον γνωστό μας Κιουταχή (1780-1839). Υιός ορθόδοξου ιερέα από την Γεωργία, οδηγήθηκε δούλος στην Κωνσταντινούπολη σε εφηβική ηλικία. Το προσωνύμιο “Κιουταχής” του αποδόθηκε λόγω της πολυετούς διοικήσεως στην Κιουτάχεια της Μ. Ασίας. Το 1824 διορίσθηκε από τον σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ Ρούμελη βαλεσής και το 1828 μεγάλος βεζίρης. Με αυτήν την ιδιότητα κατέστειλε την επανάσταση των Αλβανών ατάκτων. Το Δεκέμβριο του 1832, στην μάχη του Ικονίου εναντίον του επαναστάτη Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου, αιχμαλωτίσθηκε, απελευθερώθηκε δε με την μεσολάβηση της Ρωσίας. Διεδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο κατά τις διαπραγματεύσεις για την ψήφιση του πρώτου σερβικού συντάγματος. Πέθανε στην Σεβάστεια το 1839. 
[9] Στις αρχές του 19ου αι. ο Ρούμελη βαλεσής συνήθως έδρευε στο Μοναστήρι, το οποίο στα 1820 γίνεται η οριστική έδρα του, μεταφερθείσα από τη Σόφια. Βλ. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 445. 
[10] Απ. Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 617. 
[11] Ο πόλεμος έληξε σε βάρος της Τουρκίας, η οποία υποχρεώθηκε να υπογράψει την συνθήκη της Αδριανούπολης στις 14 Σεπτεμβρίου 1829. Το άρθρο 10 της συνθήκης προέβλεπε την ενσωμάτωση της Στερεάς Ελλάδος και της Εύβοιας στην Ελλάδα.
[12] Απ. Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 623-624. Πρβλ. Κ. Βακαλόπουλος, Νεότερη Ιστορία της Μακεδονίας (1830-1912), Θεσσαλονίκη 1999, σ. 20. 
[13] V. Arsits, ό.π., σ. 27-32.
[14] Τέτοιες παραδόσεις περί εμφανίσεως αγίων σε όνειρα Τούρκων αξιωματούχων υπάρχουν πολλές. Ενδεικτικά αναφέρουμε την εμφάνιση του Αγίου Μηνά στο όνειρο του μουτασερίφη της Κιουτάχειας Φουάτ πασά, όπως το διηγούνταν ο ίδιος ο μουτασερίφης. Εμφανίσθηκε ο ΄Αγιος και τον διέταξε να φροντίσει για τον βράχο, κάτω από τον οποίο μαρτύρησε, κινδύνευε δε να κατολισθήσει στην παρακείμενη χαράδρα λόγω της διάβρωσης του εδάφους από τις βροχές. Με δικά του έξοδα ο Φουάτ πασάς έκτισε προστατευτικό τείχισμα και έκανε επιχωματώσεις. Αυτές οι ενέργειες ενός Τούρκου αξιωματούχου αποσόβησαν τον κίνδυνο κατάρρευσης του ιερού βράχου. Σ. Εφραιμίδης, Ιστορία-Λαογραφία του Κοτυαίου (Κιουταχείας), Θεσσαλονίκη 1960, σ. 224. 
[15] V. Arsits, ό.π., σ. 23-25.
[16] V. Arsits, ό.π., σ. 25, 33-34. Θεωρούμε όμως λίγο υπερβολική την εκδοχή της παραχώρησης στον μητροπολίτη Γρηγόριο να πυροδοτήσει το πρώτο βλήμα.
[17] V. Arsits, ό.π., σ. 38-39. 
[18] V. Arsits, ό.π., σ. 38. 
[19] Α. Ανδρέου, ό.π., σ. 5.
[20] V. Arsits, ό.π., σ. 35-38. 
[21] V. Arsits, ό.π., σ. 39-42. 
[22] V. Arsits, ό.π., σ. 43-44. 
[23] Κατ’ αυτή την εποχή το Μοναστήρι έχει μεταβληθεί σε αξιόλογο εμπορικό κέντρο και σε σημαντική πόλη, όπου οι ΄Ελληνες και η ελληνική γλώσσα συνεχώς κερδίζουν έδαφος. Απ. Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 445. Στο Μοναστήρι κατά τα μέσα του 19ου αι. μνημονεύονται 116 ΄Ελληνες έμποροι, οι οποίοι είχαν τεράστια κέρδη και συνεργάζονταν με την Κωνσταντινούπολη, τα ευρωπαϊκά κέντρα, τις παραδουνάβιες ηγεμονίες και ορισμένες πόλεις της Ασίας. Από δε τις συντεχνίες του Μοναστηρίου σπουδαιότερη ήταν η των ραπτών με 186 περίπου εργαστήρια, 1.000 περίπου απασχολούμενους και πολύ μεγάλο μέγεθος και κύκλο εργασιών. Κ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του βόρειου Ελληνισμού-Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 326-327. Ο μεγαλέμπορος του Μοναστηρίου Αναστάσιος Τσάλλης έλαβε φιρμάνι από τον σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ τον Φεβρουάριο του 1829, με το οποίο είχε το προνόμιο να ασκεί το εμπόριο στην Ευρώπη, στην Περσία και στις Ινδίες. Βλ. Α. Κολτσίδας, Ιστορία του Μοναστηρίου, Θεσσαλονίκη 1960, σ. 322-323.. 
[24] V. Arsits, ό.π., σ. 42-43.
[25] V. Arsits, ό.π., σ. 44-45. 
[26] V. Arsits, ό.π., σ. 46-47. O Γ. Μόδης γράφει ότι οι Τούρκοι «είχαν απαγορεύσει τις καμπάνες ίσα με το 1912», το δε «σήμανδρο» ήταν ξύλινο σανίδι που το χτυπούσε ένας ειδικευμένος. Βλ. Γ. Μόδης, Αναμνήσεις, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 41.
[27] Σε προσκυνητάρι του Αγίου Δημητρίου υπάρχει η εξής αναθηματική επιγραφή με χρονολογία ΑΩΜΒ (1842): «Δι’ εξόδων του εντιμοτάτου κυρίου κυρίου Αδάμ Νικαρούσι. Εις μνημόσυνον αυτού και των Γονέων». 
[28] Η αδελφή του Ελένη Δημητρίου δώρισε τρεις χιλιάδες λίρες Αγγλίας, με τις οποίες αποπερατώθηκε το νοσοκομείο Φλώρινας το 1939. 
[29] Κατά τον Γ. Μόδη, το νοσοκομείο της ελληνικής κοινότητος “Ευαγγελισμός” «πρωτοϊδρύθηκε το 1828 και ανεγέρθηκε καινούργιο, μεγάλο, επιβλητικό το 1900» με τις δωρεές των αδελφών Δημητρίου ή Πινίκα. Γ. Μόδης, ό.π., σ. 77. 
[30] Το πρώτο ελληνικό σχολείο στο Μοναστήρι αναφέρεται στα 1830, με πέντε τάξεις του Δημοτικού και τρεις της Αστικής Σχολής. Στις πηγές αναφέρεται ως δάσκαλος ο Βαρνάβας. Το 1881 στο Μοναστήρι μνημονεύονται 11 ελληνικά σχολεία, 5 βουλγαρικά και 3 ρουμανικά. Εκτός από τα Δημοτικά σχολεία λειτουργούσαν το Προκαταρτικό ή Ελληνικό Σχολείο και το Γυμνάσιο. Λειτουργούσε επίσης Παρθεναγωγείο. Σημαντικό γεγονός ήταν και η ίδρυση της Ιερατικής Σχολής. Στα τέλη της Τουρκοκρατίας η ελληνική κοινότητα συντηρούσε 17 εκπαιδευτικά ιδρύματα με 55 δασκάλους και καθηγητές και 2. 500 περίπου μαθητές. Κ. Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 362-365. Του αυτού, Μακεδονία και Τουρκία 1830-1878, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 249. Κατά την περίοδο 1911-1913 το Μοναστήρι έχει 4τάξιο Σχολαρχείο και 4τάξιο Γυμνάσιο.
Η πρωτοτυπία του Μοναστηρίου σε όλο τον μακεδονικό χώρο είναι το 8τάξιο Γυμνάσιο με την προαπαιτούμενη ευέλικτη Αστική Σχολή. ΄Ομως κατά την περίοδο 1912-1913 οι εγγραφέντες στο Σχολαρχείο και στο Γυμνάσιο είναι μόλις 93 μαθητές. Αυτή η μείωση «προοιωνίζει την αποχώρηση των Ελλήνων από την περιοχή». Σ. Ηλιάδου-Τάχου, Ο Ελληνισμός του Μοναστηρίου Πελαγονίας, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 65, 166. 
[31] V. Arsits, ό.π., σ. 48-50. 
[32] Γ. Μόδης, αυτόθι. Ο ίδιος αλλού λέγει ότι το 1907 δεν υπήρχαν χάρτινες τουρκικές λίρες. «Σ’ όλη την Τουρκία μονάχα η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου του Μοναστηρίου είχε βάλει σε κυκλοφορία χαρτονόμισμα, τους “καϋμέδες” των πέντε παράδων». Γ. Μόδης, ό.π., σ. 119. 
[33] Α. Ανδρέου, ό.π., σ. 5.
[34] V. Arsits, ό.π., σ. 54. 
[35] V. Arsits, ό.π., σ. 44. 
[36] Ν. Ζίας (2000), “Εισαγωγή στην τέχνη της Ορθοδοξίας”, Ο Θησαυρός της Ορθοδοξίας, 2000 χρόνια, τ. 1, σ. 353, Εκδοτική Αθηνών: Αθήνα. 
[37] V. Arsits, αυτόθι.
[38] < τουρκ. rüfeka, σύντροφοι, συνεταίροι, συνεργάτες. 
[39] < τουρκ. dökmeci, μεταλλοχύτης, εργαζόμενος σε χυτήριο. 
[40] < τουρκ. camci, ασχολούμενος με τζάμια.
[41] Στα παλαιότερα συναξάρια των αγίων Γεωργίου και Δημητρίου δεν υπάρχει καμία αναφορά σε στρατιωτικά πεπραγμένα τους. Βλ. Ε. Χατζηεφραιμίδης, Ορθοδοξία και πολιτισμός, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 51. 
[42] ΄Ισως <τουρκ.> çohaci, κατασκευαστής ή πωλητής τσόχας, υφασματέμπορος. 
[43] Κουρέων. 
[44] Ε. Χατζηεφραιμίδης, ό.π., σ. 57
[45] Στον ενικό σεΐζης < τουρκ. seyis, υπηρέτης Τούρκου αξιωματικού, ιπποκόμος, σταβλίτης. 
[46] < τουρκ. urganci, κατασκευαστής, πωλητής χοντρού σχοινιού, σχοινάς.
[47] Κηπουρών < τουρκ. bahçe, κήπος. 
[48] Πιθανότατα ταυτίζεται με τον Δημήτριο Νέδου, ο οποίος μαζί με τον Ναούμ Νικαρούση επέβλεπε την κατασκευή του ναού. 
[49] < τουρκ. esnaf, συντεχνία, τεχνίτης, επιτηδευματίας. 
[50] < τουρκ. hanci, ιδιοκτήτης χανιού. 
[51] Το Βυθκούκι, χωριό της νοτίου Αλβανίας. 
[52] V. Arsits, ό.π., σ. 53-56. 
[53] Στο Μοναστήρι τιμάται ως άγιος Angel Bitolski. Η κάρα του αγίου δεν ευρίσκεται σήμερα στο ναό του Αγίου Δημητρίου. ΄Εχει κλαπεί και –κατά πληροφορίες– ευρίσκεται στο μοναστήρι του αγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου στην Κύπρο. Εάν, μάλιστα, αληθεύουν τα όσα διαθρυλούνται για τις συνθήκες κλοπής της κάρας, πρόκειται για γεγονότα απαράδεκτα και ανεπίτρεπτα. 
[54] Μετά από την ελληνική επανάσταση του 1770 παρατηρείται συνεχής κίνηση αλβανικών στρατιωτικών σωμάτων και ληστρικών ομάδων που λυμαίνονται χωριά και μικρά αστικά κέντρα. Γι’ αυτό οι κάτοικοι πολλών χωριών μετακινούνται σε μεγαλύτερα και ασφαλέστερα αστικά κέντρα, ιδίως στο Μοναστήρι που είναι και σημαντικό στρατιωτικό κέντρο. Κατά τα τέλη του 18ου αι. και στις αρχές του 19ου αι. συνεχίσθηκε η συρροή κατοίκων προς το Μοναστήρι, ιδιαίτερα από την περιοχή της Φλώρινας. Απ. Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 444. Πρβλ. Κ. Βακαλόπουλος, Σύγχρονα εθνολογικά όρια του Ελληνισμού στα Βαλκάνια, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 127-128. 
[55] Πριν από το μαρτύριό του ο άγιος Αγαθάγγελος απολογήθηκε ευθαρσώς για την πίστη του. Μαρτυρείται και το 1750 ως έτος του μαρτυρίου. Ο Παΐσιος Χιλανδαρινός μνημονεύει θαύμα που έγινε με το λείψανο του αγίου Αγαθαγγέλου. 
[56] V. Arsits, ό.π., σ. 57-58.
[57] V. Arsits, ό.π., σ. 56-57. 
[58] Γ. Μόδης, ό.π., σ. 156. 
[59] Από το 1825 έως το 1918 δεκαπέντε Μητροπολίτες ποίμαναν την Μητρόπολη Πελαγονίας. Από αυτούς τρεις έγιναν Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως: ο Γρηγόριος (1825- 1833), ο Νεόφυτος (1891-1894) και ο Αιμιλιανός (1905-1908). V. Arsits, ό.π., σ. 51. ΄Αξιος μνείας για την εθνική του δράση είναι ο Ιωακείμ Φορόπουλος (1903-1908). Αντίθετα ολέθριος για τα ελληνικά συμφέροντα υπήρξε ο Βενέδικτος (1854-1869). Φέρθηκε βάναυσα έναντι του ποιμνίου του και άσκησε αργυρολογική πολιτική. Με την όλη πολιτεία του διευκόλυνε την ραγδαία εξέλιξη των γεγονότων σε βάρος του Ελληνισμού και σε όφελος των Βουλγάρων. Βλ. Κ. Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 147. 
[60] Διετέλεσε μητροπολίτης Φλωρίνης από το 1926 έως το 1932, οπότε παραιτήθηκε και ηγήθηκε των παλαιοημερολογιτών. Κατά τα πρώτα έτη της σερβικής διοίκησης υποστήριξε σθεναρά τα δίκαια των ελληνικών εκπαιδευτηρίων.
[61] Ν. Βασιλειάδης, Η ελληνική παρουσία στη νότια Σερβία από τους βαλκανικούς πολέμους έως το μεσοπόλεμο, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 174. 
[62] Γ. Μόδης, αυτόθι. 
[63] Κ. Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 202-203. 
[64] Ν. Βασιλειάδης, ό.π., σ. 119.


SUMMARY This article presents the founding chronicle (1830) of the church of St. Demetrius at Monastery (Bitola) during the period of episcopate of bishop Gregory of Pelaghonia. There presented both the costs - contributions for the construction of the church and the social contribution particularly for the education, the architecture and the images of the temple of the church. It also highlights the value of the church of St. Demetrius as a common cultural heritage for the local population and the role of the Orthodox Church as a factor of unity between the different ethnic groups of that region.

Πηγή: ΚΟΣΜΟΣ/COSMOS 1 / 2012

~ Σχετικές αναρτήσεις:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.