Α' Κοιμητήριο της Ελληνικής Κοινότητος Αλεξάνδρειας |
Ο Μωχάμεντ Άλι ''είχε παραχωρήσει εις τους ορθόδοξους Έλληνας μικρόν νεκροταφείον, το οποίον μέχρι του 1853 ελειτούργη ελλιπώς, και ευρίσκετο εντελώς παρημελημένον. Το 1853 παρελήφθη υπό της Κοινότητος, ήτις το επεξέτεινε διά προσθήκης γής 12.200 πήχεων''.
Ορισμένα επιτύμβια επιγράμματα του Α’ κοιμητηρίου της ελληνικής κοινότητος Αλεξάνδρειας:
1. Άριστε Μιχαήλε Ομηρόλη, το σώμα σου είναι φυλακισμένο σ’ ένα ζοφερό τάφο. Η ψυχή σου πέταξε στον ουρανό, το όνομα σου όμως ζει σ’ όλόκληρη την ξακουσμένη χώρα που την αρδεύει ο Νείλος. Εκεί απέκτησες πλούτο ασκώντας με σύνεση το εμπόριο. Η πατρίδα σου, το Ανδρονίκιο, ο δήμος της Καππαδοκίας με τα ωραία οικοδομήματα, δε θα σε ξεχάσει ποτέ.
2. Αυτός ο τάφος εκάλυψε τον Αβράμιο τον πολύκλαυστο. Όχι τον άρχοντα της σοφίας και το καύχημα της Χάλκης. Αλλά τον ανιψιό του, τον καλό, που ήταν όμοιος μ’ εκείνον στα προσόντα, πάνω στον ανθό της νιότης, στην ηλικία των είκοσι έξι ετών.
3. Εδώ η γή δέχθηκε νεκρό το τρυφερό βλαστάρι της ξακουσμένης γης των Καππαδόκων, τον Αναστάσιο, το γλυκό αγόρι του Μιχαήλ Ομηρόλη, που πάνω στον ανθό της νιότης του χάθηκε ξαφνικά από φριχτή αρρώστια, αφήνοντας αιώνιο πένθος στους αγαπημένους του γονείς, που με σπαραξικάρδιο οδύνη ήγειραν τούτο το μνημείο για το παιδί που χάθηκε.
4. -Γυναίκα του Αυγερινού, γιατί είσαι εδώ βυθισμένη; Εσύ δεν ήσουν η αγαπημένη του Σπυρίδωνα στη ζωή; Ποιό είναι το όνομα σου και ποιά η πατρίδα σου;
-Είμαι θλιβερό θύμα του χάρου που εξαφανίζει τα πάντα. Ακούω η δύστυχη στο όνομα Αναστασία. Είμαι η αγαπημένη κόρη του Ευσταθίου του Γκιούλκα. Οι ρίζες μου από την Ιωνία. Πατρίδα μου η Ζάκυνθος. Είμαι τριάντα εννέα περίπου ετών. Έζησα με τον άνδρα μου δέκα οκτώ χρόνια. Εκτός από ένα άφησα επτά κορίτσια.
Αλλ’ ώ ύψιστε Άρχοντα, βασιλιά των βασιλιάδων, κατάταξε τη δούλη σου στη γη των Μακάρων.
Εν έτει 1839 Ιουνίου 27
5. -Εσύ, η ωραία λαξευμένη ταφόπετρα, ποιόν πάλι κρύβεις;
-Ξένε, ο πατέρας της, ο Μαλαχίας, της έδωσε το όνομα Φωτεινή. Κι όταν αυτή είδε τη δέκατη έβδομη άνοιξη της ζωής της την πάνδρεψε με τον Κανδιόγλου. Αλλά ο Άδης ο αδάμαστος εφθόνησε τη σωφροσύνη της και την άρπαξε στα εικοσιδύο της χρόνια.
6. Τον Κωνσταντίνο Αβέρωφ του Νικολάου μακριά από την πατρίδα του τον δέχτηκε νεκρό (ξένη) γη. Χωρίς ακόμα να έχει συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ζωής του. Ήταν χαρά για τους γονείς του και στολίδι για το Μέτσοβο. Όμως ο Άδης δε λυπήθηκε τη νιότη του. Όλα αποδείχθηκαν μάταια∙ και η αγαπητή Θέμις και οι ελπίδες οι γοργοφτέρουδες. Γι αυτό νεκρό τον κλαίνε χύνοντας μαύρα δάκρυα η πατρίδα του και οι γονείς του.