Στην περιοχή της Άνω Πρέσπας, βορειοδυτικά του Μοναστηρίου, βρίσκεται η Ρέσνα [σημ. Resen]. Σήμερα ίσως οι περισσότεροι να αγνοούν αυτή την κωμόπολη, όμως σε παλαιότερες εποχές η Ρέσνα υπήρξε επικοινωνιακός κόμβος σπουδαίας στρατιωτικής και εμπορικής σημασίας, καθώς συνέδεε την πρωτεύουσα της Πελαγονίας, το Μοναστήρι, με τις περιοχές της κεντρικής Αλβανίας και του Κοσσόβου, στα ίχνη της Εγνατίας οδού. Ο Hammond ταυτίζει τη Ρέσνα με την αρχαία πόλη Αντανία.
Το 1670, βρέθηκε στη Ρέσνα ο Τούρκος περιηγητής Εβγιλιά Τσελεμπή, ο οποίος τη χαρακτήρισε ως μια εύπορη κωμόπολη με σημαντική οικονομική κίνηση, η οποία οφειλόταν στην εξαγωγή ριζών βαφής. Ακόμη, ο Τούρκος περιηγητής αναφέρει πως η κωμόπολη τότε είχε 180 σπίτια, δύο τεμένη, έναν μεντρεσέ, έναν τεκέ δερβίσηδων, ένα πανδοχείο και 20 καταστήματα. Ο μουσουλμανικός πάλι πληθυσμός της κωμόπολης ήταν ισάριθμος με τον χριστιανικό πληθυσμό.
Με το πέρασμα των χρόνων, η Ρέσνα διέθετε τηλεγραφείο, ταχυδρομικό γραφείο, ναό και τρία σχολεία χριστιανών και ο αριθμός των καταστημάτων, των εργαστηρίων και των πανδοχείων πολλαπλασιάστηκε έως τις αρχές του 20ου αιώνα.
Οι Έλληνες στη Ρέσνα
Σύμφωνα με τουρκικούς καταλόγους, στις αρχές του 20ου αιώνα κατοικούσαν στη Ρέσνα γύρω στους 1.000 Έλληνες. Μολονότι δεν αναγράφεται ο ακριβής αριθμός των Ελλήνων κατοίκων της κωμόπολης, υπολογίζεται πως υπήρχαν 220 Έλληνες άρρενες κάτοικοι και 150 σπίτια ελληνικών οικογενειών. Επίσης, στη Ρέσνα ιδρύθηκε το 1871 ελληνική εξατάξια σχολή αρρένων και τετρατάξιο παρθεναγωγείο, με τη συνδρομή του «Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων». Το σύνολο των Ελλήνων μαθητών σ’ αυτά τα δύο σχολεία ανερχόταν στους 120, στα οποία προσέφεραν τις υπηρεσίες τους 6 εκπαιδευτικοί. Εκτός από αυτά τα σχολεία, αισθητή ήταν η παρουσία στην κωμόπολη του ελληνικού συλλόγου «Αναγέννησις».
Όπως γενικότερα στην περιοχή της Πελαγονίας, έτσι και στη Ρέσνα οι περισσότεροι Έλληνες ήταν βλαχόφωνοι. Το μεγαλύτερο ποσοστό των βλαχόφωνων προέρχονταν από το παλαιότερο χωριό Πλάκι, από το Γκόπεσι, από τη Μηλοβίστα, από το Πισοδέρι, από το χωριό Νώτια, και περίπου 100 οικογένειες ήρθαν από τη Μοσχόπολη.