Για
να μπορέσουμε να «δούμε» ποιοι είναι οι Βλάχοι πρέπει να μεταφερθούμε
στα πρώτα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ελλάδα, πρέπει να
πλησιάσουμε στη συνύπαρξη της Ελληνικής και Λατινικής γλώσσας.
Μετά
την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους, όλες σχεδόν οι περιοχές
των βορείων συνόρων είχαν ν’' αντιμετωπίσουν διάφορες εθνότητες
εχθρικές που δημιουργούσαν προβλήματα στον ντόπιο πληθυσμό με τις
λεηλατικές διαθέσεις τους.
Οι Ρωμαίοι για να μη δημιουργήσουν και άλλες εστίες πολέμου, τοποθετούν φρουρές στρατιωτών (οροφύλακες) σε όλες τις διόδους για κάθε ενδεχόμενο.
Συνέχισαν δηλαδή οι Ρωμαίοι ένα πανάρχαιο θεσμό που ίσχυε στην Μακεδονία επι Φιλίππου Β΄ και των διαδόχων του όπου Μακεδόνες φρουροί αγρυπνούσαν στα παραμεθόρια και στις καίριες οδικές διαβάσεις.
Αρχικά οι στρατιώτες των οροφυλακών ήταν Ρωμαίοι αργότερα όμως με την κυριαρχία του Αυγούστου, οι Ρωμαίοι άρχισαν να επανδρώνουν τις φρουρές με Έλληνες.
Αρχίζει λοιπόν μια αισθητή μείωση των Ρωμαϊκών δυνάμεων στις Επαρχίες του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους και κυρίως στην Επαρχία της Μακεδονίας (Το 148 π.χ. η Μακεδονία μαζί με την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Ν. Ιλλυρία αποτελούν Ρωμαϊκή επαρχία με το γενικό όνομα επαρχία της Μακεδονίας) και από την εποχή του Αδριανού στις οροφυλακές Ρωμαίοι ήταν μόνο οι Αξιωματικοί ενώ οι στρατιώτες ήταν ντόπιοι στρατολογημένοι Έλληνες οι οποίοι μπορούσαν να ζήσουν σ’ εκείνες τις δύσκολες ορεινές συνθήκες.
Ο Λατινικός λοιπόν χαρακτήρας και η Ρωμαϊκή συνείδηση σιγά-σιγά πεθαίνει και αυτοί ακόμη οι Αξιωματικοί τείνουν να αφομοιωθούν από τους ντόπιους στρατιώτες.
Κοινό όργανο συνεννόησης ήταν η Λατινική γλώσσα φυσικά άγνωστη και ξένη προς την ελληνική.
Έπρεπε επομένως να βρεθεί ένα κοινό γλωσσικό μέτρο κατανοητό σε όλους αφού όλη η στρατιωτική εκπαίδευση και όλα τα παραγγέλματα δίνονταν μέχρι την εποχή του Μαυρίκιου στην Λατινική γλώσσα γιατί αυτή ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους.
Όλοι οι υπήκοοι στρατιώτες αλλά και οι οικογένειές τους που ζούσαν σε αυτές τις διαβάσεις έπρεπε να προσαρμοστούν γλωσσικά.
Έτσι στις οροφυλακές της Ρωμαϊκής (Μακεδονικής επαρχίας), άρχισε να αφομοιώνει η ελληνική γλώσσα την λατινική και η λατινική την ελληνική και με την συνένωση αυτή των δύο γλωσσικών μορφών έχουμε την γέννηση μιας λατινογενούς προφορικής γλώσσας της λεγόμενης βλάχικης.
Στη βλάχικη γλώσσα, γλωσσικά στοιχεία παθαίνουν πλήρη αφομοίωση και σύγχυση που δεν προδίδουν την ταυτότητα της ελληνικής ή λατινικής γλώσσας με μία πρόχειρη εξέταση ( μόνο ένας ειδικός μπορεί να μας ενημερώσει για ποια λέξη της βλάχικης προέρχεται από τη μία ή την άλλη γλώσσα).
Στο λεξιλόγιο της βλάχικης υπερισχύουν οι ελληνικοί γλωσσικοί τύποι.
Συγκεκριμένα όπως μας πληροφορεί ο Νικολαϊδης από τις 6657 λέξεις που αναφέρει το λεξικό του οι 2605 είναι λατινικής προέλευσης, ενώ οι 3460 ελληνικής.
Οι κάτοικοι λοιπόν των οροφυλακών πλάι στη γραπτή μητρική τους γλώσσα την ελληνική απέκτησαν και την βλάχικη, αποκαλούνται δε από τους συντοπίτες «Βλάχοι», οι ίδιοι όμως εξακολουθούν να αποκαλούν τον εαυτό τους «Αρμάνοι», δηλαδή Ρωμιοί όπως άλλωστε αποκαλούνται στα ελληνικά όλοι οι Έλληνες.
«Οι Βλάχοι» γράφανε, μελετούσαν και πρώτευαν μονάχα στα ελληνικά στην εθνική γραφή.
Τα βλάχικα τα κρατούν σε ανάμνηση της ρωμιοσύνης.
Σβήνει αυτή σβήνουν κι αυτά.
Όμοια με τη βλάχικη με βάση διάφορες άλλες γλώσσες δημιουργήθηκαν ( με την επέκταση των Ρωμαίων) και άλλες λατινογενείς γλώσσες όπως η γαλλική, η πορτογαλική, η ρουμανική που όλες έχουν γλωσσική συγγένεια αφού φυσικά σε όλες μεσολάβησε αφομοιωτικά η λατινική γλώσσα χωρίς όμως να έχουν απολύτως κανένα άλλο συγγενικό δεσμό και το σπουδαιότερο κανένα απολύτως φυλετικό κοινό γνώρισμα.
Όλες αυτές οι γλώσσες σήμερα σαν μακρινοί απόγονοι μιας λατινικής επίδρασης έχουν κοινές λέξεις που όμως προσαρμόζονται στους γλωσσικούς τύπους κάθε ντόπιας επίδρασης.
Οι Ρωμαίοι για να μη δημιουργήσουν και άλλες εστίες πολέμου, τοποθετούν φρουρές στρατιωτών (οροφύλακες) σε όλες τις διόδους για κάθε ενδεχόμενο.
Συνέχισαν δηλαδή οι Ρωμαίοι ένα πανάρχαιο θεσμό που ίσχυε στην Μακεδονία επι Φιλίππου Β΄ και των διαδόχων του όπου Μακεδόνες φρουροί αγρυπνούσαν στα παραμεθόρια και στις καίριες οδικές διαβάσεις.
Αρχικά οι στρατιώτες των οροφυλακών ήταν Ρωμαίοι αργότερα όμως με την κυριαρχία του Αυγούστου, οι Ρωμαίοι άρχισαν να επανδρώνουν τις φρουρές με Έλληνες.
Αρχίζει λοιπόν μια αισθητή μείωση των Ρωμαϊκών δυνάμεων στις Επαρχίες του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους και κυρίως στην Επαρχία της Μακεδονίας (Το 148 π.χ. η Μακεδονία μαζί με την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Ν. Ιλλυρία αποτελούν Ρωμαϊκή επαρχία με το γενικό όνομα επαρχία της Μακεδονίας) και από την εποχή του Αδριανού στις οροφυλακές Ρωμαίοι ήταν μόνο οι Αξιωματικοί ενώ οι στρατιώτες ήταν ντόπιοι στρατολογημένοι Έλληνες οι οποίοι μπορούσαν να ζήσουν σ’ εκείνες τις δύσκολες ορεινές συνθήκες.
Ο Λατινικός λοιπόν χαρακτήρας και η Ρωμαϊκή συνείδηση σιγά-σιγά πεθαίνει και αυτοί ακόμη οι Αξιωματικοί τείνουν να αφομοιωθούν από τους ντόπιους στρατιώτες.
Κοινό όργανο συνεννόησης ήταν η Λατινική γλώσσα φυσικά άγνωστη και ξένη προς την ελληνική.
Έπρεπε επομένως να βρεθεί ένα κοινό γλωσσικό μέτρο κατανοητό σε όλους αφού όλη η στρατιωτική εκπαίδευση και όλα τα παραγγέλματα δίνονταν μέχρι την εποχή του Μαυρίκιου στην Λατινική γλώσσα γιατί αυτή ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους.
Όλοι οι υπήκοοι στρατιώτες αλλά και οι οικογένειές τους που ζούσαν σε αυτές τις διαβάσεις έπρεπε να προσαρμοστούν γλωσσικά.
Έτσι στις οροφυλακές της Ρωμαϊκής (Μακεδονικής επαρχίας), άρχισε να αφομοιώνει η ελληνική γλώσσα την λατινική και η λατινική την ελληνική και με την συνένωση αυτή των δύο γλωσσικών μορφών έχουμε την γέννηση μιας λατινογενούς προφορικής γλώσσας της λεγόμενης βλάχικης.
Στη βλάχικη γλώσσα, γλωσσικά στοιχεία παθαίνουν πλήρη αφομοίωση και σύγχυση που δεν προδίδουν την ταυτότητα της ελληνικής ή λατινικής γλώσσας με μία πρόχειρη εξέταση ( μόνο ένας ειδικός μπορεί να μας ενημερώσει για ποια λέξη της βλάχικης προέρχεται από τη μία ή την άλλη γλώσσα).
Στο λεξιλόγιο της βλάχικης υπερισχύουν οι ελληνικοί γλωσσικοί τύποι.
Συγκεκριμένα όπως μας πληροφορεί ο Νικολαϊδης από τις 6657 λέξεις που αναφέρει το λεξικό του οι 2605 είναι λατινικής προέλευσης, ενώ οι 3460 ελληνικής.
Οι κάτοικοι λοιπόν των οροφυλακών πλάι στη γραπτή μητρική τους γλώσσα την ελληνική απέκτησαν και την βλάχικη, αποκαλούνται δε από τους συντοπίτες «Βλάχοι», οι ίδιοι όμως εξακολουθούν να αποκαλούν τον εαυτό τους «Αρμάνοι», δηλαδή Ρωμιοί όπως άλλωστε αποκαλούνται στα ελληνικά όλοι οι Έλληνες.
«Οι Βλάχοι» γράφανε, μελετούσαν και πρώτευαν μονάχα στα ελληνικά στην εθνική γραφή.
Τα βλάχικα τα κρατούν σε ανάμνηση της ρωμιοσύνης.
Σβήνει αυτή σβήνουν κι αυτά.
Όμοια με τη βλάχικη με βάση διάφορες άλλες γλώσσες δημιουργήθηκαν ( με την επέκταση των Ρωμαίων) και άλλες λατινογενείς γλώσσες όπως η γαλλική, η πορτογαλική, η ρουμανική που όλες έχουν γλωσσική συγγένεια αφού φυσικά σε όλες μεσολάβησε αφομοιωτικά η λατινική γλώσσα χωρίς όμως να έχουν απολύτως κανένα άλλο συγγενικό δεσμό και το σπουδαιότερο κανένα απολύτως φυλετικό κοινό γνώρισμα.
Όλες αυτές οι γλώσσες σήμερα σαν μακρινοί απόγονοι μιας λατινικής επίδρασης έχουν κοινές λέξεις που όμως προσαρμόζονται στους γλωσσικούς τύπους κάθε ντόπιας επίδρασης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.