Κρυστάλλη ο ποιητής
δεν ζει στου σκλάβου τη φοβέρα
Γι’ αυτό απ΄τη γη
που πάτησες παιδί
του Τούρκου η μπόρα
σ΄ερριξε στης ελεύθερης
πατρίδας τον αέρα.
Μα εκεί, σου εστάθη πιο σκληρή!
(Κωστής Παλαμάς)
Ο Κώστας Κρυστάλλης γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου, το 1868. Μετά το θάνατο της μητέρας του, εγκαταστάθηκε στα Γιάννενα και φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή. Το 1882 ξαναπαντρεύεται ο πατέρας του και τότε γράφει το πρώτο του ποίημα “αι οδύναι μου”. Το 1885 κυκλοφορεί την πρώτη ποιητική συλλογή του “αι σκιαί του Άδου”, το επαναστατικό περιεχόμενο της οποίας τον αναγκάζει να καταφύγει στην Αθήνα το 1889, ενώ το τουρκικό στρατοδικείο τον καταδίκασε σε εικοσιπεντάχρονη εξορία.
Στην Αθήνα εργάστηκε ως τυπογράφος για δυο χρόνια, δημοσίευσε τον “καλόγηρο της Κλεισούρας του Μεσολογγίου”, κι έγραψε την ποιητική συλλογή “χελιδόνες” και την ηθογραφία “παρά την πηγήν”. Συμμετείχε στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό με τη συλλογή “αγροτικά” κι ετιμήθηκε με έπαινο. Έγραφε ποιήματα και αφηγήσεις σε διάφορα έντυπα της εποχής και προσελήφθη στο περιοδικό Εβδομάς, όπου από το 1892 δημοσίευε σε συνέχειες το λαογραφικό έργο του “οι Βλάχοι της Πίνδου”.
Παράλληλα δεν σταμάτησε ν’ αγωνίζεται για την ελευθερία της πατρίδας του, ως συνεργάτης στην εφημερίδα Φωνή της Ηπείρου. Συνέταξε επίσης λήμματα για την Ήπειρο στο Εγκυκλοπαιδικό λεξικό των Μπαρτ και Μπεκ. Το 1892 τιμήθηκε ξανά με έπαινο στο Φιλαδέλφειο διαγωνισμό για τη συλλογή του “ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης”.
Στο τέλος του 1893 κέρδισε 2.500 δραχμές σε λαχείο και έτσι μπόρεσε το 1894 να δημοσιεύσει τα “πεζογραφήματα”. Την περίοδο εκείνη ο Κρυστάλλης εργαζόταν στη εταιρεία σιδηροδρόμων Πελοποννήσου και παρά τη δύσκολη κατάσταση της υγείας του ολοκλήρωσε το ποιήμα “ο ψωμοπάτης”.
Η επιδείνωση της υγείας του υπήρξε ραγδαία, έφυγε για την Κέρκυρα και κατόπιν για την ΄Αρτα στο σπίτι της αδερφής του, όπου πέθανε, από φυματίωση σε ηλικία εικοσιέξι μόλις χρονών.
Οι πρώτες ποιητικές συλλογές του Κρυστάλλη εντάσσονται στο ρομαντισμό της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής κι είναι γραμμένες στην καθαρεύουσα λόγω του επηρεσμού του και της επαφής του με το πνεύμα του Αθηναϊκού ρομαντισμού. Το 1890 με τα Αγροτικά του πέρασε στον κύκλο της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, καθώς εστράφη προς τη δημοτική γλώσσα, και το δημοτικό τραγούδι. Στην πεζογραφία του γράφει επηρεασμένος από την λαϊκή παράδοση και ανήκει στους πρωτοπόρους στην χρήση της δημοτικής γλώσσας.
Ο Κώστας Κρυστάλλης συγκαταλέγεται στις πιο ζωντανές μορφές της νεώτερης λογοτεχνίας μας. Αν δεν τον προλάβαινε ο θάνατος, σίγουρα θα ήταν ανάμεσα στους μεγάλους. Αγνοήθηκε κι αμφισβητήθηκε ζωντανός, αλλά επεβλήθη και δοξάστηκε νεκρός. Είναι Βλάχος κι Έλληνας και καμαρώνει γι αυτό !!
Στα γραπτά του ζωντανεύει ο κόσμος του χωριού και της στάνης, του βουνού και του κάμπου, η ομορφιά της Εθνικής μας παράδοσης! Γράφει για την ξενιτιά, τον θάνατο, την ζωή, την Ελλάδα, υμνεί και εξυψώνει την λαϊκή μας παράδοση, με περίσια χάρη κι επική μεγαλοπρέπεια. Μέσα στην ποίησή του είναι διάχυτη η νοσταλγία κι ο πόνος του, για το χωριό, το βουνό, τον κάμπο και τις ρεματιές, όντας εξόριστος, αλλά και το σκοτεινό προαίσθημα, πως λόγω της αρρώστιας που τον κατέτρωγε, θα έφευγε νωρίς από την ζωή. Μόνο κι άρρωστο, χωρίς βοήθεια, αλλά με πίστη και ζήλο, το νεαρό κι άπραγο χωριατόπουλο, έφερε στην μεγάλη Αθήνα τις ποιμενικές του αναμνήσεις και το γάργαρο δροσερό νερό της πηγής του χωριού του, ξυπνώντας την πατριωτική φλόγα και ζωντανεύοντας την ομορφιά της ζωής στην Ελληνική ύπαιθρο μέσα από τα γραφόμενά του, πετυχαίνει να κερδίσει με την πένα του μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας.
Δείγματα της ποίησης του Κώστα Κρυστάλλη:
Tο τραγούδι της ξενιτιάς
Αναθεμά σε, ξενιτιά, με τα φαρμάκια πόχεις!..
Θα πάρω έναν ανήφορο να βγω σε κορφοβούνι,
να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι,
να βρω και μια κρυόβρυση, να ξαπλωθώ στον ίσκιο,
να πιω νερό να δροσισθώ να πάρω λίγη ανάσα,
ν’ αρχίσω να συλλογισθώ της ξενιτιάς τα πάθη,
να ειπώ τα μαύρα ντέρτια μου και τα παράπονά μου.
‘Ανοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένο αχείλι,
βγάλε κάνα χαμόγελο και πες κάνα τραγούδι.
-Τραγούδια αν εχ’ η μαύρη γη, κι ο τάφος χαμογέλια,
έχει και του παιδιού η καρδιά που περπατεί τα ξένα.
Τα ξένα έχουν καημούς πολλούς και καταφρόνια πλήθος!
Στα ξένα δεν ανθίζουνε την ‘Ανοιξη τα δέντρα,
και δεν λαλούνε τα πουλιά, ζεστός δε λάμπει ο ήλιος,
δε φυλλουριάζουν τα βουνά, δεν πρασινίζει ο κάμπος,
και δε δροσίζει το νερό, και το ψωμί πικραίνει!
Στα ξένα, ποιος θα σε χαρεί και ποιος θα σε γελάσει;
Πούν’ της μανούλας τα φιλιά, τα χάδια του πατέρα;
Πούναι τα γέλια τ’ αδερφού κ’ η συντροφιά του φίλου;
Πούν’ της αγάπης οι ματιές και τα γλυκά τα λόγια;
Αν αρρωστήσεις, ποιος θαρθεί στην ξενιτιά σιμά σου,
να σε ρωτά τον πόνο σου, τα γιατρικά να δίνει;
στο έρμο σου προσκέφαλο να ξενυχτάει μαζί σου;
Κι αν έρθει μερ’ αγλύκαντη στα ξένα να πεθάνεις,
ποιος θα βρεθεί στο πλάι σου τα μάτια να σου κλείσει;
Ποιος θα σου λούσει το κορμί, ποιος θα σε σαβανώσει;
Στο λειψανό σου ποιος θαρθεί λουλουδια να σε ράνει;
Και ποιος με πόνο θα ριχτεί στο νεκροκρεββατό σου
για να σε κλάψει; Ποιος θα ειπεί για σένα μοιρολόγι;
Αχ! πως τους θάφτουν, νάξερες, και πως τους παν τους ξένους!..
Χωρίς λιβάνι και κηρί, χωρίς παπά και ψάλτη!
Ανάθεμά σε, ξενιτιά, με τα φαρμάκια πόχεις!..
Πού να τον πω τον πόνο μου, πού να τον απορίξω;
Να τον ειπώ στα τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,
να τον αφήσω στα κλαριά, τον παίρνουν τ’ αγριοπούλια!..
Κι αν κλάψω, τα φαρμακερά τα δάκρια πού να πέσουν;
Αν πέσουνε στη μαύρη γη, χορτάρι δεν φυτρώνει,
αν πέσουνε στον ποταμό, ο ποταμός θα στύψει,
αν πέσουνε στη θάλασσα, πνίγουνται τα καράβια,
κι αν τα βαστάξω στην καρδιά, με καίν’ με φαρμακώνουν!
Ανάθεμά σε ξενιτια, με τα φαρμάκια πόχεις!..
Στο σταυραητό
Aπό μικρό κι απ’ άφαντο πουλάκι σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμί με τον καιρό, και δύναμη κι αγέρα,
κι απλώνεις πήχες τα φτερά και σπιθαμές τα νύχια,
και μες στα σύγνεφα πετάς, μες στα βουνά ανεμίζεις!
Φωλιάζεις μες στα κράκουρα, συχνομιλάς με τ’ άστρα,
με τη βροντή ερωτεύεσαι κι απιδρομάς και παίζεις
με τ ΄γρια τ’ αστροπέλεκα και βασιλιάν σε κράζουν
του κάμπου τα πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες.
Έτσι εγεννήθηκε μικρός κι ο πόθος μου στα στήθη,
κι απ’ άφαντο κι απ’ άπλερο πουλάκι, σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια,
και μου ματώνει την καρδιά, τα σωθικά μου σκίζει,
κ’ έγινε τώρα ο πόθος μου αητός, στοιχιό και δράκος,
κ’ εφώλιασε βαθιά – βαθιά μες στ’ άσαρκο κορμί μου,
και τρώει κρυφά τα σπλάχνα μου, κρυφοβοσκάει τη νιότη.
Μπεζέρισα να περπατώ στου κάμπου τα λιοβόρια.
Θέλω τ΄αψήλου ν’ ανεβώ, ν’ αράξω θέλω, αητέ μου,
μες στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου,
θέλω ν’ αράξω στα βουνά, θέλω να ζάω με σένα.
Θέλω τ’ ανήμερο καπρί, τ’ αρκούδι, το πλατόνι,
καθημερνή μου κι ακριβή να τάχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ’ αγέρι
νάρχεται από τη λαγκαδιά, σα μάνα, σαν αδέρφι,
να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και τ’ ανοιχτά μου στήθη.
Θέλω η βρυσούλα, η ρεματιά -παλιές γλυκές μου αγάπες-
να μου προσφέρνουν γιατρικό τ’ αθάνατα νερά τους.
Θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαηδισμό τους
να με κοιμίζουν το βραδί, να με ξυπνούν το τάχι.
Και θέλω νάχω στρώμα μου, νάχω και σκεπασμά μου
το καλοκαίρι τα κλαδιά και το χειμώ τα χιόνια.
Κλωνάρια απ’ αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια
θέλω να στρώνω στοιβανιές κι απάνω να πλαγιάζω,
ν’ ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι.
Από ημερόδενδρον, αητέ, θέλω να τρώω βελάνια,
θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ’ άγριο γίδι.
Θέλω ν’ ακούω τρυγύρω μου πεύκα κι οξιές να σκούζουν,
θέλω να περπατώ γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά – ζερβά να βλέπω.
Θέλω ν’ ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς στα βράχια,
ν’ ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω.
θέλω.., μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια,
και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβιέμαι νύχτα – μέρα.
Παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο,
και δόσμου τες φτερούγες σου, και πάρε με μαζί σου,
πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος!
Το τραγούδι του τρυγητού
Το λέει ο πετροκότσυφας στο δροσερό τ’ αυλάκι,
το λεν στα πλάια οι πέρδικες, στην ποταμιά τ’ αηδόνια,
το λεν στ’ αμπέλια οι λυγερές, το λεν με χίλια γέλια,
το λέει κ’ η Γκόλφω η όμορφη, το λέει με το τραγούδι
-Αμπέλι μου, πλατύφυλλο και καλοκλαδεμένο,
δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω,
να κάμω αθάνατο κρασί, μοσκοβολιά γιομάτο.
Μες στα κατώγια τα βαθιά σαν μόσχο να το κρύψω,
να το φυλάξω ολάκαιρες χρονιές, ακέριους μήνες,
ώσπου να ρθεί μιαν άνοιξη, νάρθει ένα καλοκαίρι,
να γύρει από τη μακρινή την ξενιτιά ο καλός μου.
Να κατεβώ μες στην αυλή, να πιάκω τ’ αλογό του,
να τον φιλήσω αγκαλιαστά στα μάτια και στο στόμα,
να τον κεράσω, αμπέλι μου, τ’ αθάνατο κρασί σου,
της ξενιτιάς τα βάσανα να παν, να τα ξεχάσει.
Πηγή: εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.