Το 1860 ιδρύθηκε στο Βουκουρέστι το Μακεδονορουμανικό Κομιτάτο, το οποίο είχε ως αποστολή να διαφωτίσει τους ευρισκόμενους στη Βαλκανική Κουτσόβλάχους για τη φυλετική τους καταγωγή. Μία από τις ενέργειες του Κομπάτου ήταν η διανομή προκήρυξης στους βλαχόφωνους κατοίκους της Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσσαλίας και Αλβανίας, η οποία τους προέτρεπε να επιδιώξουν την ίδρυση ρουμανικών σχολείων, εφαρμόζοντας στην εκπαίδευση το πρόγραμμα που είχε εκπονήσει το Υπουργείο Δημοσίας Εκπαιδεύσεως της Ρουμανίας και να εισάγουν τη ρουμανική γλώσσα σης εκκλησίες.
Την περίοδο αυτή το Κομπάτο κάλεσε στο Βουκουρέστι τον Απόστολο Μαργαρίτη (συγχωριανό του Αβέρκιου), ο οποίος υπηρετούσε ως δάσκαλος στο ελληνικό σχολείο της Κλεισούρας Καστοριάς. Αφού ο Μαργαρίτης μυήθηκε στα θέματα της προπαγάνδας διορίστηκε από το Κομπάτο ως αντιπρόσωπος αυτού στη Μακεδονία και την Ήπειρο και του ανατέθηκε η αποστολή δημιουργίας πυρήνων ρουμανιζόντων και ίδρυσης ρουμανικών σχολείων στα βλαχόφωνα χωριά των περιοχών αυτών.
Το 1862 επέστρεψε ο Μαργαρίτης στην Ελλάδα, και περιόδευσε στα βλαχόφωνα χωριά του Μοναστηρίου, της Βέροιας, των Γρεβενών και της Ηπείρου και προσπάθησε να τα προσελκύσει στο ρουμανισμό, ρίχνοντας την ιδέα για ίδρυση ρουμανικών σχολείων. Χρησιμοποίησε ως έδρα το Μοναστήρι, απ' όπου κατηύθυνε και οργάνωνε τις δρ αστήρ ιότητές του. Όλα τα χρήματα που είχε στη διάθεσή της η προπαγάνδα, αποστέλλονταν από το Βουκουρέστι στον πρόξενο της Ρουμανίας στη Θεσσαλονίκη, με συναλλαγματικές διαφόρων τραπεζών, τις οποίες αυτός, κάθε τρίμηνο, διαβίβαζε στα Βιτώλια (Μοναστήρι), στο όνομα του Μαργαρίτη.
Αρκετή βοήθεια προσέφερε στο Μαργαρίτη ο ηγούμενος (αβάς) της Καθολικής Μονής του Τάγματος των Ααζαριστών στο Μοναστήρι Βέλγος Faverial (Φαβεριάλ). Ο Μαργαρίτης υποσχέθηκε στους Λαζαριστές ότι θα δημιουργούσε τις ανάλογες προϋποθέσεις για τον προσηλυτισμό στην Ουνία των Κουτσόβλαχων.
Οι Λαζαριστές, από την πλευρά τους, συνεργαζόμενοι με τις τουρκικές Αρχές βοήθησαν αρκετά στην έκδοση των απαραίτητων αδειών για την ίδρυση ρουμανικών σχολείων και Γυμνασίου στο Μοναστήρι Επίσης διέθεσαν αίθουσες της Μονής για τη λεπουργία ρουμανικού σχολείου. Το 1888 ο Μαργαρίτης, με τη συνεργασία του Φαβεριάλ, συνέταξε προκήρυξη, το περιεχόμενό της οποίας απέβλεπε να διεγείρει το μίσος και τη δυσπιστία των Κουτσόβλαχων εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ελλάδας.
Το 1865 αρχίζει η επίσημη υποστήριξη του ρουμανικού κράτους προς τους Κουτσόβλάχους. Τότε καταχωρίστηκε το πρώτο χρηματικό ποσό στο ρουμανικό κρατικό προϋπολογισμό για την ενίσχυση της προπαγάνδας.
Το 1881 η Πύλη υποχρεώθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις να παραχωρήσει στην Ελλάδα την Αρτα και τη Θεσσαλία (πλην της επαρχίας Ελασσόνας). Για την ενσωμάτωση αυτή η Ρουμανία διαμαρτυρήθηκε έντονα, με την αιτιολογία ότι οι περιοχές αυτές δεν ήταν ελληνικές γιατί κατοικούνταν από αρκετές χιλιάδες άτομα ρουμανικής εθνικότητας. Η πραγματικότητα είναι ότι με την παραχώρηση αυτή δημιουργούνταν σοβαρές δυσκολίες σης δραστηριότητες της προπαγάνδας, διότι η πλειοψηφία των κατοίκων των βλαχόφωνων χωριών της Πίνδου μετακινούνταν το χειμώνα από το οθωμανικό έδαφος στα βοσκοτόπια της θεσσαλικής πεδιάδας, όπου οι ρουμανίζοντες δάσκαλοι και τα όργανα της προπαγάνδας δεν ήταν εύκολο να τους ακολουθήσουν και να δράσουν, διότι στη Θεσσαλία εφαρμόζονταν οι νόμοι του ελληνικού Κράτους και τα παιδιά των ρουμανιζόντων ήταν υποχρεωμένα να φοπούν σε ελληνικά σχολεία.
Δεν υπήρχε μέσο θεμιτό και αθέμπο που να μην χρησιμοποίησε η προπαγάνδα για να πετύχει το σκοπό της. Οι πρώτες επιτυχίες που σημείωσε οφείλονταν και στη διάθεση άφθονου χρήματος για την εξαγορά συνειδήσεων μεταξύ των Τούρκων υπαλλήλων όλων των βαθμίδων. Μαζί με τα φιλοδωρήματα απονέμονταν στους Τούρκους ρουμανικά παράσημα, καθώς και διάφορα δώρα, όπως χρυσά ρολόγια, δαχτυλίδια, ασημένιες ταμπακέρες και άλλα τιμαλφή. Ένας από τους αξιωματούχους Οθωμανούς που τιμήθηκε από τους Ρουμάνους ήταν ο διοικητής της ταξιαρχίας των ελληνοτουρκικών συνόρων Θεσσαλίας - Μακεδονίας Νεσάτ πασάς, στον οποίο σας αρχές του 1900 απονεμήθηκε ο μεγαλόσταυρος της Ρουμανίας για τη βοήθεια που προσέφερε στη ρουμανική προπαγάνδα στα χωριά που βρίσκονταν κοντά στην ελληνοτουρκική μεθόριο.
Μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897 οι ρουμανίζοντες με υπόδειξη της Ρουμανίας, ζήτησαν με αναφορές και δημοσιεύματα να μη δοθεί πίσω στην Ελλάδα η Θεσσαλία κατά τη διαρρύθμιση τω συνόρων, αλλά να προσαρτηθεί στην Τουρκία, για να μπορούν ανενόχλητοι να δρουν στα μέρη που κατοικούσαν μόνιμα ή προσωρινά (ως διαχειμάζοντες) οι Κουτσόβλαχοι, όπως ήταν οι νομοί Λάρισας, Τρικάλων και Μαγνησίας.
Προσπάθεια για την ίδρυση ρουμανικής Εξαρχίας
Η Ρουμανία έχοντας υπόψη ότι η Βουλγαρία είχε πετύχει την ίδρυση ανεξάρτητης Εξαρχίας (1870) θέλησε να τη μιμηθεί. Το 1896 ζήτησε από την Πύλη την ίδρυση ρουμανικής Εξαρχίας με έδρα την Κωνστανανούπολη. Ο Μαργαρίτης έπεισε τότε τον Έλληνα αρχιεπίσκοπο της Μεσημβρίας (της Ανατολικής Ρωμυλίας) Ανθιμο Γκέτση, Κουτσόβλαχο από το Βεράτι της Αλβανίας, να αποστατήσει από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να παραστεί ως υποψήφιος Ρουμάνος Έξαρχος στην Κωνστανανούπολη, αντιπρόσωπος των υποαθέμενων ομοεθνών του στη Μακεδονία και την 'Ηπειρο. Ο Άνθιμος, αφού παρέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα στην Κωνστανανούπολη εν αναμονή του διορισμού του, όταν διαπίστωσε ότι η Πύλη δεν ήταν διατεθειμένη να υιοθετήσει τη ρουμανική αξίωση, απελπισμένος δήλωσε μετάνοια και προσήλθε πάλι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η πρώτη διακοπή των Ελληνορουμανικών σχέσεων
Το Κουτσοβλαχικό Ζήτημα υπήρξε αφορμή συνεχών προστριβών Ρουμάνων και Ελλήνων, με αποτέλεσμα ο Ελληνισμός της Ρουμανίας να εξοντωθεί κυριολεκτικά. Η ρουμανική κυβέρνηση εχθρικά διακείμενη ένανα της Ελλάδας εξαιτίας του θέματος των Βλάχων προσπαθούσε να δημιουργήσει προβλήματα εις βάρος της. Η πρώτη φορά που διακόπηκαν οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών ήταν τον Οκτώβριο του 1892, όταν η Ρουμανία ισχυρίστηκε όα η διαθήκη του Ευαγγέλου Ζάππα με την οποία άφηνε την περιουσία του στην Ελλάδα ήταν άκυρη και όσα σύμφωνα με τους ισχύοντας αναδρομικά ρουμανικούς νόμους έπρεπε αυτή να περιέλθει στο ρουμανικό κράτος. Ο ισχυρισμός όμως αυτός ήταν αβάσιμος, διόα μετά το θάνατο του επικαρπωτή δεν κανονίζεται εκ νέου η κληρονομιά του διαθέτη με μεταγενέστερους νόμους. Εξάλλου η διένεξη αυτή αφορούσε δύο κράτη (Ελλάδα και Ρουμανία), οπότε υπαγόταν το διεθνές δίκαιο και δεν ήταν της αρμοδιότητας των ρουμανικών δικαστηρίων. Οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Ρουμανία αποκαταστάθηκαν μετά τέσσερα έτη, τον Ιούνιο του 1896. Η ρουμανική προπαγάνδα δεν απέδωσε τους αναμενόμενους καρπούς και η προσέλκυση οπαδών ήταν ελάχιστη σε σχέση με το χρήμα και τα μέσα που διέθεσε. Το 1901 ο Λάζαρος Λεκάντα, υπό την ιδιότητα του επιθεωρητή των ρουμανικών σχολείων της Μακεδονίας και Ηπείρου, σε υπόμνημά του προς τον υπουργό Παιδείας Χάρετ, έγραφε ότι ελάχιστοι Κουτσοβλάχοι ανταποκρίθηκαν στα κελεύσματα της προπαγάνδας και όα επί σειρά ετών γίνεται κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος της Ρουμανίας σας κουτσοβλάχικες κοινότητες χωρίς κανένα όφελος. Επειδή τόλμησε να εκφράσει δημόσια τη γνώμη αυτή οι σωβινιστές Ρουμάνοι τον δολοφόνησαν σε καφενείο του Βουκουρεστίου τον Ιούλιο του 1904.
Ο υπουργός Παιδείας της Ρουμανίας Χάρετ σε έκθεση που υπέβαλε το βασιλιά Κάρολο σας 15 Νοεμβρίου 1901 ανέφερε για τα σχολεία που είχαν ιδρυθεί στα βλαχόφωνα χωριά : "Είναι δυστυχώς αληθές, μετά τόσων ετών αγώνας και δαπάνας, τα επιτευχθέντα αποτελέσματα δεν είναι ανάλογα των θυσιών ημών και ματαιοπονούμεν τιρος βλάβην μας, θέλοντας να εκρουμανίσωμεν τους Έλληνας".
Η αναγνώριση των κουτσόβλαχων ως ρουμανική μειονότητα
Οι ρουμανίζοντες επιδίωκαν επί σειρά ετών να αναγνωριστούν ως ξεχωριστή εθνότητα. Αυτό το πέτυχαν, με την υποστήριξη της Αυστρίας και Γερμανίας, σας 10 Μαίου 1905, όταν ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ εξέδωσε αυτοκρατορικό διάταγμα (ιραδέ) με το οποίο οι Βλάχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αναγνωρίζονταν ως ρουμανική μειονότητα. Σύμφωνα με την αναγνώριση αυτή είχαν το δικαίωμα να έχουν δική τους γλώσσα, δικές τους εκκλησίες και ιερείς, δικά τους ανεξάρτητα εκπαιδευτικά ιδρύματα με ρουμάνους δασκάλους και επιθεωρητές και να εκλέγουν δικούς τους προέδρους κοινοτήτων (μουχτάρηδες) σας περιοχές που είχαν την πλειοψηφία.
Μετά από την επιτυχία αυτή η ρουμανική κυβέρνηση αξίωσε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να αναγνωρίσει ας ρουμανικές κοινότητες της Μακεδονίας και της Ηπείρου, να εισαγάγει τη ρουμανική γλώσσα στους Κουτσό βλάχους της Βαλκανικής Χερσονήσου, να χειροτονεί ρουμανίζοντες ιερείς και να δίνει άδειες ανοικοδομήσεως αποκλειστικά ρουμανικών εκκλησιών. Το Πατριαρχείο όμως αρνήθηκε να υιοθετήσει ας αξιώσεις αυτές, γιατί αντέβαιναν στους ιερούς κανόνες της Ανατολικής Εκκλησίας και γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των Κουτσόβλαχων ήταν αντίθετη με τέτοιου είδους καινοτομίες που έθιγαν τα εθνικά τους αισθήματα και την πίστη τους στον Ελληνισμό.
Το σουλτανικό Διάταγμα (ιραδές), που προέβαινε σας ανωτέρω παραχωρήσεις ήταν αντίθετο προς τους οθωμανικούς νόμους και τα προνόμια του Οϋκουμενικού Πατριαρχείου. Και αυτό γιατί ο τουρκικός νόμος, που αναφερόταν στις χρισαανικές Κοινότητες της Τουρκίας, ας αναγνώριζε αποκλειστικά και μόνο ως εκκλησιαστικές και όχι ως εθνικές, οπότε η ύπαρξη και τα δικαιώματα απέρρεαν από τις ανεξάρτητες εκκλησίες που βρίσκονταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επειδή όμως δεν υπήρχε στην Τουρκία ανεξάρτητη ρουμανική εκκλησία, η παραχώρηση που έγινε προς τους ρουμανίζοντες να ιδρύσουν εντός της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου ρουμανικές κοινότητες ήταν παράνομη. Έτσι, Ο Πατριάρχης διαμαρτυρήθηκε έντονα στην οθωμανική Πύλη, γεγονός που εξερέθισε τη ρουμανική κυβέρνηση.
Η συνεργασία των ρουμανιζόντων με Βουλγάρους και Τούρκους
Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα οι ρουμανίζονιες ήταν πάντοτε σύμμαχοι των Βουλγάρων και των Τούρκων και σε αρκετές περιπτώσεις έδωσαν πληροφορίες στον τουρκικό στρατό για ας κινήσεις και ας θέσεις των ελληνομακεδονικών σωμάτων.
Αναφέρουμε μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις προδοσίας:
Αναφέρουμε μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις προδοσίας:
(α) Σας 7 Νοεμβρίου 1905 το σώμα του ανθυπολοχαγού Μαρίνου Δυμπερόπουλου (Κράμπα) πολιορκήθηκε από τον τουρκικό στρατό στο χωριό Πεταλίνα του Μοριχόβου, κατόπιν προδοσίας των ρουμανιζόντων, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο αρχηγός του σώματος και οι περισσότεροι άνδρες του. (β) Σας 17 Μαίου 1905 ελληνομακεδονικό σώμα με αρχηγό τον Μπούα (Σπυρομήλιο) λημέριασε βόρεια της λίμνης Βεγορίαδος, κοντά στο βλαχόφωνο χωριό Πατστσίν (Πάτημα) Έδεσσας. Ρουμανίζοντες ποιμένες ενημέρωσαν για την παρουσία του ας βουλγάρικες συμμορίες της περιοχής. Έτσι το σώμα βρέθηκε περικυκλωμένο από 150 κομιτατζήδες. Στη συμπλοκή που επακολούθησε τραυματίστηκε σοβαρά ο Μπούας (Σπυρομήλιος) και το σώμα διαλύθηκε, λόγω απουσίας αρχηγού, (γ) Μικτή ρουμανική και βουλγαρική συμμορία έσφαξε τον Απρίλιο του 1906 δώδεκα Έλληνες φιλήσυχους χωρικούς και δύο παιδιά δέκα ετών που μετέβαιναν από την Κατράνπσα (Πύργους) Εορδαίας στη Νάουσα. (δ) Το Μάιο του 1906 ρουμανίζοντες και Τούρκοι συγκρότησαν στην περιφέρεια Γρεβενών τρεις τουρκορουμανικές συμμορίες, για να εκδικηθούν τους Έλληνες. Από τη δράση των συμμοριών αυτών σκοτώθηκαν σαράντα (40) χωρικοί και ένας ιερέας, (ε) Ρουμάνοβουλγαρικό σώμα 60 ανδρών, προσέβαλε στις 5η Ιουνίου 1906 τους κατασκηνωμένους στην περιοχή Κουρμπινόβου (βόρεια Μεγάλης Πρέσπας) Σαρακατσαναίους, επειδή συνεργάζονταν με τα ελληνικά ανταρτικά σώματα. Οι Σαρακατσαναίοι ανταπάντησαν στα πυρά. Από τη συμπλοκή αυτή φονεύθηκαν από τους Σαρακατσαναίους δύο άνδρες και μία γυναίκα και τραυματίστηκαν πέντε (3 άνδρες και 2 γυναίκες) (στ) Ρουμανίζοντες κατηγόρησαν στους Τούρκους τους μητροπολίτες Γρεβενών Αγαθάγγελο Κωνστανανίδη (φθινόπωρο 1905) και Πελαγονίας (Μοναστηρίου) Ιωακείμ Φορόπουλο (καλοκαίρι 1906) όσα έρχονταν σε συνεννόηση με τα ελληνομακεδονικά σώματα, με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν από την έδρα τους. Επίσης συνέπραξαν με ληστοσυμμορίες Τουρκαλβανών, προκειμένου να δολοφονηθούν οι μητροπολίτες Κορυτσάς Φώτιος Καλπίδης (9 Σεπτεμβρίου 1906) και Γρεβενών Αιμιλιανός Δαζαρίδης (1 Οκτωβρίου 1911). (ζ) Ρουμανίζοντες συνεργάστηκαν με τους Βουλγάρους για την αιχμαλωσία και τον απαγχονισμό του καπετάν Τέλλου Αγρα (ανθυπολοχαγού Σαράντου Αγάπηνού), σας 7 Ιουνίου 1907, στο χωριό Βλάδοβο (Αγρας) της Έδεσσας.
του Χρήστου Δ. Βήττου
Υποστράτηγου ε.α.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα
ΠΥΡΟΒΟΛΗΤΗΣ ΑΠΡ-ΙΟΥΝ 2010
Υποστράτηγου ε.α.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα
ΠΥΡΟΒΟΛΗΤΗΣ ΑΠΡ-ΙΟΥΝ 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.