Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Το Κουτσοβλαχικό Ζήτημα - Μέρος Β'



Ρουμανίζοντες Βλάχοι κομιτατζήδες
Η ίδρυση του 
Μακεδονορουμανικού Κομιτάτου

Το 1860 ιδρύθηκε στο Βουκουρέστι το Μακεδονορουμανικό Κομιτάτο, το ο­ποίο είχε ως αποστολή να διαφωτίσει τους ευρισκόμενους στη Βαλκανική Κουτσόβλάχους για τη φυλετική τους καταγωγή. Μία από τις ενέργειες του Κομπάτου ήταν η διανο­μή προκήρυξης στους βλαχόφωνους κα­τοίκους της Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσ­σαλίας και Αλβανίας, η οποία τους προέ­τρεπε να επιδιώξουν την ίδρυση ρουμανι­κών σχολείων, εφαρμόζοντας στην εκ­παίδευση το πρόγραμμα που είχε εκπο­νήσει το Υπουργείο Δημοσίας Εκπαιδεύ­σεως της Ρουμανίας και να εισάγουν τη ρουμανική γλώσσα σης εκκλησίες.
Την περίοδο αυτή το Κομπάτο κάλεσε στο Βουκουρέστι τον Απόστολο Μαργα­ρίτη (συγχωριανό του Αβέρκιου), ο οποί­ος υπηρετούσε ως δάσκαλος στο ελληνι­κό σχολείο της Κλεισούρας Καστοριάς. Αφού ο Μαργαρίτης μυήθηκε στα θέματα της προπαγάνδας διορίστηκε από το Κομπάτο ως αντιπρόσωπος αυτού στη Μα­κεδονία και την Ήπειρο και του ανατέθη­κε η αποστολή δημιουργίας πυρήνων ρουμανιζόντων και ίδρυσης ρουμανικών σχολείων στα βλαχόφωνα χωριά των πε­ριοχών αυτών.

Το 1862 επέστρεψε ο Μαργαρίτης στην Ελλάδα, και περιόδευσε στα βλαχό­φωνα χωριά του Μοναστηρίου, της Βέ­ροιας, των Γρεβενών και της Ηπείρου και προσπάθησε να τα προσελκύσει στο ρουμανισμό, ρίχνοντας την ιδέα για ίδρυση ρουμανικών σχολείων. Χρησιμοποίησε ως έδρα το Μοναστήρι, απ' όπου κατηύ­θυνε και οργάνωνε τις δρ αστήρ ιότητές του. Όλα τα χρήματα που είχε στη διάθεσή της η προπαγάνδα, αποστέλλονταν α­πό το Βουκουρέστι στον πρόξενο της Ρουμανίας στη Θεσσαλονίκη, με συναλ­λαγματικές διαφόρων τραπεζών, τις ο­ποίες αυτός, κάθε τρίμηνο, διαβίβαζε στα Βιτώλια (Μοναστήρι), στο όνομα του Μαργαρίτη.
Αρκετή βοήθεια προσέφερε στο Μαρ­γαρίτη ο ηγούμενος (αβάς) της Καθολικής Μονής του Τάγματος των Ααζαριστών στο Μοναστήρι Βέλγος Faverial (Φαβεριάλ). Ο Μαργαρίτης υποσχέθηκε στους Λαζαριστές ότι θα δημιουργούσε τις ανάλογες προϋποθέσεις για τον προσηλυτισμό στην Ουνία των Κουτσόβλαχων.


Οι Λαζαριστές, από την πλευρά τους, συνεργαζόμενοι με τις τουρκικές Αρχές βοήθησαν αρκετά στην έκδοση των απαραίτητων αδειών για την ίδρυ­ση ρουμανικών σχολείων και Γυμνασίου στο Μοναστήρι Επίσης διέθεσαν αίθουσες της Μονής για τη λεπουργία ρουμανικού σχολείου. Το 1888 ο Μαργαρίτης, με τη συ­νεργασία του Φαβεριάλ, συνέταξε προκή­ρυξη, το περιεχόμενό της οποίας απέβλεπε να διεγείρει το μίσος και τη δυσπιστία των Κουτσόβλαχων εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ελλάδας.
Το 1865 αρχίζει η επίσημη υποστήρι­ξη του ρουμανικού κράτους προς τους Κουτσόβλάχους. Τότε καταχωρίστηκε το πρώτο χρηματικό ποσό στο ρουμανικό κρατικό προϋπολογισμό για την ενίσχυση της προπαγάνδας.

Το 1881 η Πύλη υποχρεώθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις να παραχωρήσει στην Ελλάδα την Αρτα και τη Θεσσαλία (πλην της επαρχίας Ελασσόνας). Για την ενσω­μάτωση αυτή η Ρουμανία διαμαρτυρήθη­κε έντονα, με την αιτιολογία ότι οι περιο­χές αυτές δεν ήταν ελληνικές γιατί κατοικούνταν από αρκετές χιλιάδες άτομα ρουμανικής εθνικότητας. Η πραγματικό­τητα είναι ότι με την παραχώρηση αυτή δημιουργούνταν σοβαρές δυσκολίες σης δραστηριότητες της προπαγάνδας, διότι η πλειοψηφία των κατοίκων των βλαχόφωνων χωριών της Πίνδου μετακινούνταν το χειμώνα από το οθωμανικό έδαφος στα βοσκοτόπια της θεσσαλικής πεδιάδας, ό­που οι ρουμανίζοντες δάσκαλοι και τα όργανα της προπαγάνδας δεν ήταν εύκο­λο να τους ακολουθήσουν και να δρά­σουν, διότι στη Θεσσαλία εφαρμόζονταν οι νόμοι του ελληνικού Κράτους και τα παιδιά των ρουμανιζόντων ήταν υποχρε­ωμένα να φοπούν σε ελληνικά σχολεία.
Δεν υπήρχε μέσο θεμιτό και αθέμπο που να μην χρησιμοποίησε η προπαγάνδα για να πετύχει το σκοπό της. Οι πρώτες ε­πιτυχίες που σημείωσε οφείλονταν και στη διάθεση άφθονου χρήματος για την εξαγορά συνειδήσε­ων μεταξύ των Τούρκων υ­παλλήλων όλων των βαθμί­δων. Μαζί με τα φιλοδωρήματα απονέμο­νταν στους Τούρκους ρουμανικά παράση­μα, καθώς και διάφορα δώρα, όπως χρυ­σά ρολόγια, δαχτυλίδια, ασημένιες ταμπακέρες και άλλα τιμαλφή. Ένας από τους αξιωματούχους Οθωμανούς που τιμήθηκε από τους Ρουμάνους ήταν ο διοικητής της ταξιαρχίας των ελληνοτουρκικών συνό­ρων Θεσσαλίας - Μακεδονίας Νεσάτ πα­σάς, στον οποίο σας αρχές του 1900 απονεμήθηκε ο μεγαλόσταυρος της Ρουμα­νίας για τη βοήθεια που προσέφερε στη ρουμανική προπαγάνδα στα χωριά που βρίσκονταν κοντά στην ελληνοτουρκική μεθόριο.

Μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897 οι ρουμανίζοντες με υπόδειξη της Ρουμα­νίας, ζήτησαν με αναφορές και δημοσι­εύματα να μη δοθεί πίσω στην Ελλάδα η Θεσσαλία κατά τη διαρρύθμιση τω συνό­ρων, αλλά να προσαρτηθεί στην Τουρκία, για να μπορούν ανενόχλητοι να δρουν στα μέρη που κατοικούσαν μόνιμα ή προσωρινά (ως διαχειμάζοντες) οι Κου­τσόβλαχοι, όπως ήταν οι νομοί Λάρισας, Τρικάλων και Μαγνησίας.

Προσπάθεια για την ίδρυση ρουμανικής Εξαρχίας

Η Ρουμανία έχοντας υπόψη ότι η Βουλγαρία είχε πετύχει την ίδρυση ανε­ξάρτητης Εξαρχίας (1870) θέλησε να τη μιμηθεί. Το 1896 ζήτησε από την Πύλη την ίδρυση ρουμανικής Εξαρχίας με έδρα την Κωνστανανούπολη. Ο Μαργαρίτης έ­πεισε τότε τον Έλληνα αρχιεπίσκοπο της Μεσημβρίας (της Ανατολικής Ρωμυλίας) Ανθιμο Γκέτση, Κουτσόβλαχο από το Βεράτι της Αλβανίας, να αποστατήσει από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να πα­ραστεί ως υποψήφιος Ρουμάνος Έξαρχος στην Κωνστανανούπολη, αντιπρόσω­πος των υποαθέμενων ομοεθνών του στη Μακεδονία και την 'Ηπειρο. Ο Άνθιμος, αφού παρέμεινε για κάποιο χρονικό διά­στημα στην Κωνστανανούπολη εν αναμο­νή του διορισμού του, όταν διαπίστωσε ό­τι η Πύλη δεν ήταν διατεθειμένη να υιοθε­τήσει τη ρουμανική αξίωση, απελπισμέ­νος δήλωσε μετάνοια και προσήλθε πάλι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Η πρώτη διακοπή των Ελληνορουμανικών σχέσεων

Το Κουτσοβλαχικό Ζήτημα υπήρξε α­φορμή συνεχών προστριβών Ρουμάνων και Ελλήνων, με αποτέλεσμα ο Ελληνι­σμός της Ρουμανίας να εξοντωθεί κυριο­λεκτικά. Η ρουμανική κυβέρνηση εχθρι­κά διακείμενη ένανα της Ελλάδας εξαι­τίας του θέματος των Βλάχων προσπα­θούσε να δημιουργήσει προβλήματα εις βάρος της. Η πρώτη φορά που διακόπη­καν οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χω­ρών ήταν τον Οκτώβριο του 1892, όταν η Ρουμανία ισχυρίστηκε όα η διαθήκη του Ευαγγέλου Ζάππα με την οποία άφηνε την περιουσία του στην Ελλάδα ήταν άκυ­ρη και όσα σύμφωνα με τους ισχύοντας α­ναδρομικά ρουμανικούς νόμους έπρεπε αυτή να περιέλθει στο ρουμανικό κράτος. Ο ισχυρισμός όμως αυτός ήταν αβάσι­μος, διόα μετά το θάνατο του επικαρπωτή δεν κανονίζεται εκ νέου η κληρονομιά του διαθέτη με μεταγενέστερους νόμους. Εξάλλου η διένεξη αυτή αφορούσε δύο κράτη (Ελλάδα και Ρουμανία), οπότε υ­παγόταν το διεθνές δίκαιο και δεν ήταν της αρμοδιότητας των ρουμανικών δικα­στηρίων. Οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Ρουμανία αποκαταστάθηκαν μετά τέσσε­ρα έτη, τον Ιούνιο του 1896. Η ρουμανική προπαγάνδα δεν απέ­δωσε τους αναμενόμενους καρπούς και η προσέλκυση οπαδών ήταν ελάχιστη σε σχέση με το χρήμα και τα μέσα που διέθε­σε. Το 1901 ο Λάζαρος Λεκάντα, υπό την ιδιότητα του επιθεωρητή των ρουμανικών σχολείων της Μακεδονίας και Ηπείρου, σε υπόμνημά του προς τον υπουργό Παι­δείας Χάρετ, έγραφε ότι ελάχιστοι Κουτσοβλάχοι ανταποκρίθηκαν στα κελεύ­σματα της προπαγάνδας και όα επί σειρά ετών γίνεται κατασπατάληση του δημοσί­ου χρήματος της Ρουμανίας σας κουτσοβλάχικες κοινότητες χωρίς κανένα όφε­λος. Επειδή τόλμησε να εκφράσει δημόσια τη γνώμη αυτή οι σωβινιστές Ρουμά­νοι τον δολοφόνησαν σε καφενείο του Βουκουρεστίου τον Ιούλιο του 1904.
Ο υπουργός Παιδείας της Ρουμανίας Χάρετ σε έκθεση που υπέβαλε το βασιλιά Κάρολο σας 15 Νοεμβρίου 1901 ανέφερε για τα σχολεία που είχαν ιδρυθεί στα βλαχόφωνα χωριά : "Είναι δυστυχώς αλη­θές,  μετά τόσων ετών αγώνας και δαπάνας, τα επιτευχθέντα αποτελέσματα δεν είναι ανάλογα των θυσιών ημών και ματαιοπονούμεν τιρος βλάβην μας, θέλοντας να εκρουμανίσωμεν τους Έλληνας". 

Η αναγνώριση των κουτσόβλαχων ως ρουμανική μειονότητα 

Οι ρουμανίζοντες επιδίωκαν επί σει­ρά ετών να αναγνωριστούν ως ξεχωριστή εθνότητα. Αυτό το πέτυχαν, με την υπο­στήριξη της Αυστρίας και Γερμανίας, σας 10 Μαίου 1905, όταν ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ εξέδωσε αυτοκρατορικό διάταγμα (ιραδέ) με το οποίο οι Βλάχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αναγνω­ρίζονταν ως ρουμανική μειονότητα. Σύμ­φωνα με την αναγνώριση αυτή είχαν το δικαίωμα να έχουν δική τους γλώσσα, δι­κές τους εκκλησίες και ιερείς, δικά τους ανεξάρτητα εκπαιδευτικά ιδρύματα με ρουμάνους δασκάλους και επιθεωρητές και να εκλέγουν δικούς τους προέδρους κοινοτήτων (μουχτάρηδες) σας περιοχές που είχαν την πλειοψηφία.
Μετά από την επιτυχία αυτή η ρουμανι­κή κυβέρνηση αξίωσε από το Οικουμενι­κό Πατριαρχείο να αναγνωρίσει ας ρου­μανικές κοινότητες της Μακεδονίας και της Ηπείρου, να εισαγάγει τη ρουμανική γλώσσα στους Κουτσό βλάχους της Βαλ­κανικής Χερσονήσου, να χειροτονεί ρουμανίζοντες ιερείς και να δίνει άδειες ανοικοδομήσεως αποκλειστικά ρουμανικών εκκλησιών. Το Πατριαρχείο όμως αρνή­θηκε να υιοθετήσει ας αξιώσεις αυτές, γιατί αντέβαιναν στους ιερούς κανόνες της Ανατολικής Εκκλησίας και γιατί η συ­ντριπτική πλειοψηφία των Κουτσόβλαχων ήταν αντίθετη με τέτοιου είδους καινοτο­μίες που έθιγαν τα εθνικά τους αισθήματα και την πίστη τους στον Ελληνισμό.
Το σουλτανικό Διάταγμα (ιραδές), που προέβαινε σας ανωτέρω παραχωρή­σεις ήταν αντίθετο προς τους οθωμανι­κούς νόμους και τα προνόμια του Οϋκουμενικού Πατριαρχείου. Και αυτό γιατί ο τουρκικός νόμος, που αναφερόταν στις χρισαανικές Κοινότητες της Τουρκίας, ας αναγνώριζε αποκλειστικά και μόνο ως εκκλησιαστικές και όχι ως εθνικές, οπότε η ύπαρξη και τα δικαιώματα απέρρεαν α­πό τις ανεξάρτητες εκκλησίες που βρί­σκονταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επειδή όμως δεν υπήρχε στην Τουρκία α­νεξάρτητη ρουμανική εκκλησία, η παρα­χώρηση που έγινε προς τους ρουμανίζο­ντες να ιδρύσουν εντός της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου ρουμα­νικές κοινότητες ήταν παράνομη. Έτσι, Ο Πατριάρχης διαμαρτυρήθηκε έντονα στην οθωμανική Πύλη, γεγονός που εξερέθισε τη ρουμανική κυβέρνηση.

Η συνεργασία των ρουμανιζόντων με Βουλγάρους και Τούρκους

Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα οι ρουμανίζονιες ήταν πάντοτε σύμ­μαχοι των Βουλγάρων και των Τούρκων και σε αρκετές περιπτώσεις έδωσαν πλη­ροφορίες στον τουρκικό στρατό για ας κι­νήσεις και ας θέσεις των ελληνομακεδονικών σωμάτων. 
Αναφέρουμε μερικές χαρα­κτηριστικές περιπτώσεις προδοσίας: 
(α) Σας 7 Νοεμβρίου 1905 το σώμα του ανθυπολοχαγού Μαρίνου Δυμπερόπουλου (Κράμπα) πολιορκήθηκε από τον τουρκικό στρατό στο χωριό Πεταλίνα του Μοριχόβου, κατόπιν προδοσίας των ρουμανιζόντων, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο αρχηγός του σώματος και οι περισσότεροι άνδρες του. (β) Σας 17 Μαίου 1905 ελληνομακεδονικό σώμα με αρχηγό τον Μπούα (Σπυρομήλιο) λημέριασε βόρεια της λίμνης Βεγορίαδος, κοντά στο βλαχόφωνο χωριό Πατστσίν (Πάτημα) Έδεσσας. Ρουμανίζοντες ποιμένες ενημέρωσαν για την παρουσία του ας βουλγάρικες συμμορίες της περιοχής. Έτσι το σώμα βρέθηκε περικυκλωμένο από 150 κομιτατζήδες. Στη συμπλοκή που επακολούθησε τραυματίστηκε σοβαρά ο Μπούας (Σπυρομήλιος) και το σώμα διαλύθηκε, λόγω απουσίας αρχηγού, (γ) Μικτή ρουμανική και βουλγαρική συμμορία έσφαξε τον Απρίλιο του 1906 δώδεκα Έλληνες φιλήσυχους χωρικούς και δύο παιδιά δέκα ετών που μετέβαιναν από την Κατράνπσα (Πύργους) Εορδαίας στη Νάουσα. (δ) Το Μάιο του 1906 ρουμανίζοντες και Τούρκοι συγκρότησαν στην περιφέ­ρεια Γρεβενών τρεις τουρκορουμανικές συμμορίες, για να εκδικηθούν τους Έλληνες. Από τη δράση των συμμοριών αυτών σκοτώθηκαν σαράντα (40) χωρικοί και ένας ιερέας, (ε) Ρουμάνοβουλγαρικό σώμα 60 αν­δρών, προσέβαλε στις 5η Ιουνίου 1906  τους κατασκηνωμένους στην περιοχή Κουρμπινόβου (βόρεια Με­γάλης Πρέσπας) Σαρακατσαναίους, επειδή συνεργάζονταν με τα ελληνικά ανταρτικά σώματα. Οι Σαρακατσαναίοι ανταπάντησαν στα πυρά. Από τη συ­μπλοκή αυτή φονεύθηκαν από τους Σαρακατσαναίους δύο άνδρες και μία γυναίκα και τραυματίστηκαν πέντε (3 άνδρες και 2 γυναίκες) (στ) Ρουμανίζοντες κατηγόρησαν στους Τούρκους τους μητροπολίτες Γρεβενών Αγαθάγγελο Κωνστανανίδη (φθι­νόπωρο 1905) και Πελαγονίας (Μοναστηρίου) Ιωακείμ Φορόπουλο (καλοκαίρι 1906) όσα έρχονταν σε συνεννόηση με τα ελληνομακεδονικά σώματα, με αποτέ­λεσμα να απομακρυνθούν από την έδρα τους. Επίσης συνέπραξαν με ληστοσυμμορίες Τουρκαλβανών, προκειμένου να δολοφονηθούν οι μητροπολίτες Κορυτσάς Φώτιος Καλπίδης (9 Σεπτεμβρίου 1906) και Γρεβενών Αιμιλιανός Δαζαρίδης (1 Οκτωβρίου 1911). (ζ) Ρουμανίζοντες συνεργάστηκαν με τους Βουλγάρους για την αιχμαλωσία και τον απαγχονισμό του καπετάν Τέλλου Αγρα (ανθυπολοχαγού Σαράντου Αγάπηνού), σας 7 Ιουνίου 1907, στο χωριό Βλάδοβο (Αγρας) της Έδεσσας.
          
του Χρήστου Δ. Βήττου
Υποστράτηγου ε.α.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα
ΠΥΡΟΒΟΛΗΤΗΣ ΑΠΡ-ΙΟΥΝ 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.