Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Η απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1912


Ομιλία του Α. Μπουσμπούκη ομότιμου καθηγητή γλωσσολογίας στο ΑΠΘ στο Ξηρολίβαδο στις 5-8-2012.  

Μετά το ένδοξο 1821, δεύτερο σημαντικό ιστορικό γεγονός, που παραμένει ορόσημο στην ψυχή και τη μνήμη του ελληνικού λαού, είναι το 1912. Κι ενώ το ’21 σημαδεύει  την απαρχή της ανεξαρτησίας και της κρατικής αποκατάστασης του έθνους των Ελλήνων, το ’12 σημαδεύει την εδαφική ολοκλήρωση του ελληνικού κράτους.
Το 1912 ήρθε σαν θετική και ζωογόνα αντίδραση των ελεύθερων πια νότιων Ελλήνων στην προτεινόμενη περίοδο χαλάρωσης και παρακμής, που κορυφώθηκε με τον ατυχή πόλεμο του 1897, όταν ο τουρκικός στρατός απείλησε αποφασιστικά την ύπαρξη του μικρού ελλαδικού κράτους.
Πριν, όμως, από την κατάρρευση του πολεμικού μετώπου, τέσσερα χρόνια πρωτύτερα, το 1893, είχαμε την οικονομική κατάρρευση, την πτώχευση του κράτους, που οδήγησε τη χώρα στον πάτο της παρακμής και του ξεπεσμού της.
Υγιής αντίδραση στην οικονομική και πολιτικο-στρατιωτική παρακμή στάθηκε η κατοπινή, μετά το 1897, ανάδρομη πορεία των Ελλήνων προς τα υψηλά ιδανικά, που ήρθε για να επαληθεύσει τους στίχους του βαθυστόχαστου και ξεχασμένου στις ημέρες μας Κωστή Παλαμά, που μας λέει πως όταν βρεθεί κανείς στο σκαλί το τελευταίο, αν του έχει απομείνει σπίθα για ζωή και προκοπή, θα ξαναδεί  να του φυτρώνουν και πάλι με χαρά «τα φτερά τα προτερά και τα μεγάλα».
Τι ενθαρρυντικό, αλήθεια, παράδειγμα προβάλλει το έπος του 1912 και οι έμμετρες σκέψεις των στίχων του μεγάλου μας ποιητή σήμερα, σε μια περίοδο κρίσης, όχι μόνο οικονομικής αλλά και παρακμής κάθε υγιούς αξίας…

Το πάθημα με τον ατυχή πόλεμο του 1897 στάθηκε το κέντρισμα, η αφορμή για την ανασυγκρότηση στρατού και διοίκησης κάτω από την εμπνευσμένη ηγεσία του Ελευθερίου Βενιζέλου σε αρμονική πάντα συνεργασία με τον τότε βασιλέα, τον Γεώργιο τον πρώτο.
Ύστερα ήρθε η σύμπραξη των ορθόδοξων χριστιανικών δυνάμεων της Χερσονήσου του Αίμου με την συμμετοχή Ελλήνων, Βουλγάρων, Σέρβων και Μαυροβουνίων για κοινή στρατιωτική δράση ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που κατείχε περιοχές της Βαλκανικής. Τα πολλαπλά και πολυμέτωπα χτυπήματα από τους στρατούς της Βαλκανικής Συμμαχίας κλόνισαν τη δύναμη του τουρκικού στρατού και περιόρισαν την οθωμανική κυριαρχία στο χώρο της ΝΑ Ευρώπης.
Ωστόσο, εμείς θα παρουσιάσουμε τα ιστορικά γεγονότα από τη μεριά του ελληνικού στρατού, γιατί αυτό μας αφορά άμεσα. Η εξιστόρησή τους είναι απαραίτητη σήμερα, καθώς η ιστορική μνήμη εξασθενεί καθημερινά με τη μη ανατροφοδότησή της ή ακόμα και με την εσκεμμένη, την σκόπιμη παραποίησή της, όπως τόσο εύκολα μπορεί να το διαπιστώσει κανείς.
Η αρχή του αγώνα γίνεται το απόγευμα στις 4 Οκτωβρίου του 1912, όταν επιδόθηκε τελεσίγραφο των συμμάχων προς την Πύλη, δηλ. τον Σουλτάνο, και την άλλη μέρα κηρύχθηκε ο πόλεμος.
Το ίδιο απόγευμα  ο Βασιλιάς και το υπουργικό συμβούλιο κατέβηκαν στο Φάληρο και ανέβηκαν στο θωρηκτό πλοίο, το θρυλικό ΑΒΕΡΩΦ, που στη συνέχεια θα γίνει ο αρχάγγελος της ελευθερίας για τα νησιά του Αιγαίου και η πανίσχυρη ασπίδα για την ασφαλή πορεία του ελληνικού στρατού προς τα βόρεια, καθώς τον προστάτευε από τυχόν αποβάσεις του τουρκικού στρατού για αντιπερισπασμό στην Κεντρική  ή τη Νότια Ελλάδα.
Πάνω στο θωρηκτό ΑΒΕΡΩΦ, ο Παύλος Κουντουριώτης ύψωσε το σήμα του «Ναυάρχου του στόλου του Αιγαίου». Και αμέσως μετά, κοντά στα σιωπηλά ακόμα τηλεβόλα μίλησαν προς τους ναύτες οι κεφαλές του έθνους, ενώ το σύνθημα του αγώνα, που τότε ακριβώς άρχιζε, το έδωσε ο Βενιζέλος, λέγοντας τους: «Η πατρίδα δεν σας ζητεί να πεθάνετε υπέρ αυτής. Οφείλετε να νικήσετε».
Στις 5 Οκτωβρίου το πρωί  άρχισε να μυρίζει στην περιοχή  του Τυρνάβου το μπαρούτι του πολέμου, καθώς ο στρατός καταλαμβάνει το Δαμάσι και ύστερα τα φυλάκια της Μελούνας, όπου οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν από την ταχύτατη προέλαση των Ελλήνων.
Στην Ελασσόνα, όμως, οι Τούρκοι προβάλλουν πεισματώδη αντίσταση. Αλλά κάμπτονται/λυγίζουν στο τέλος μπροστά στην ορμή του πολεμικού αέρα, που αναρριπίζει η κοντή φουστανέλα και το τσαρούχι του Έλληνα τσολιά, καθώς ο στρατός μας αγωνίζεται κάτω από τις διαταγές του πολέμαρχου Κων/νου, διαδόχου τότε του βασιλικού θρόνου. 

Οι Τούρκοι, τελικά, αποσύρονται και οχυρώνονται στο Σαραντάπορο, που θεωρούνταν και ήταν θέση απόρθητη, άπαρτη για όσους θα έκαναν υποχρεωτικά κι αναπόφευκτα εκεί την καταμέτωπο επίθεση, γιατί θα είχαν ν’αντιμετωπίσουν ακριβώς εκεί, στη νότια οχυρωμένη έξοδο των στενών του, τρεις δυσμενείς παράγοντες: Πρώτα τους 15.000 οχυρωμένους Τούρκους στρατιώτες με τα πολλά πυροβόλα κι άλλα τόσα μυδραλιοβόλα, που κυριολεκτικά θέριζαν ανθρώπινα κορμιά. Δεύτερος δυσμενής παράγοντας ήταν η ανηφόρα, που κόβει την επιθετική ορμή, και τρίτος παράγοντας, εδαφολογικός κι αυτός, ήταν η στενούρα του τόπου. Αυτό επέτρεπε στους αμυνόμενους Τούρκους να πυροβολούν στους πυκνούς σχηματισμούς των επιτιθέμενων Ελλήνων και να τους σωριάζουν, όπως το δρεπάνι σωριάζει τα στάχυα του αγρού.
Εντούτοις, η επίθεση των Ελλήνων ήταν λυσσαλέα, αλλά και η άμυνα των Τούρκων τόσο σθεναρή, τόσο δυνατή, που η μάχη κράτησε όσο κράτησε και το φως της ημέρας. Ύστερα ήρθε η σκοτεινή νύχτα που έφερε νεροποντή με αστραπές και αστροπελέκια.
Ο ουρανός στάθηκε βαρύς και ανέσπλαχνος πάνω από τα κεφάλια, κυρίως, των Ελλήνων στρατιωτικών, καθώς η βροχή μαστίγωνε αλύπητα πτώματα, τραυματίες, στρατιώτες, άλογα και δέντρα. Τη φρίκη της ημέρας, με τις εκατόμβες των νεκρών, διαδέχθηκε ο εφιάλτης του καιρού κατά τη νύχτα σαν όνειρο  τρόμου.
Και όταν χάραξε η αυγή, ο ήλιος βγήκε λαμπερός από την ανατολή, όταν όμως υψώθηκε, σταμάτησε λυπημένος πάνω από το σιωπηλό Σαραντάπορο, για να μετρήσει τους 1.500 νεκρούς και τραυματίες του ελληνικού στρατού.
Το τίμημα βαρύτατο, η θυσία στο βωμό της πατρίδας, αναπόφευκτη προσφορά στο θεό του πολέμου, ανταμείφθηκε, ωστόσο, με το στεφάνι της νίκης. Η μάχη του Σαρανταπόρου στάθηκε η καλή αρχή, το άνοιγμα της πύλης για την απελευθέρωση της μακεδονικής γης, που σηματοδοτεί -όχι συμπτωματικά- το τοπωνύμιο Στενά της Πόρτας, όπως ονομάζουν τη βόρεια έξοδο του Σαρανταπόρου προς τα Σέρβια.
Η θυσία των τέκνων του ελληνικού νότου ήταν η αποπληρωμή του χρέους των προς την πατρίδα των ένδοξων μαχητών της Μακεδονίας, που το 1822 κατέβηκαν στο μαχόμενο Μωριά και την αγωνιζόμενη Ρούμελη και με τους προσωπικούς των αγώνες και τις θυσίες τους συνέβαλαν μαζί με τους άλλους Έλληνες στη στερέωση της μεγάλης του γένους Επανάστασης.

Η θυσία των νοτίων Ελλήνων σε όλα τα πεδία  μάχης του 1912 ήταν ένα έμπρακτο ευχαριστώ στον Καρατάσο  και τον καπετάν Λιόλιο, παιδιά του Ξηρολιβάδου, στον Ζιάκα από τη  Σμίξη, στον καπετάν Ράμο Μάρτο από την Αβδέλλα, στον Γάτσο από την Έδεσσα, στον Εμμανουήλ Παπά από τις Σέρρες και στους άλλους, γνωστούς και άγνωστους, Μακεδόνες αγωνιστές.
Στην διάρκεια της νύχτας οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν την κυκλωτική κίνηση του ελληνικού στρατού, που διέταξε από το Χάνι Χατζηγώγου ο Κων/νος, και, φοβούμενοι την περικύκλωσή τους, άφησαν τις θέσεις στο Σαραντάπορο και τράβηξαν για τα Σέρβια, όπου, όμως, η 4η ελληνική μεραρχία πρόφτασε και συνέτριψε την οπισθοφυλακή τους.
Το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου ο Διάδοχος κατέλαβε τα πυρπολούμενα Σέρβια, ενώ οι στρατιώτες άρχισαν κιόλας να ψιθυρίζουν τη λέξη-σύνθημα «Θεσσαλονίκη !».
Την επόμενη μέρα από την κατάληψη των Σερβίων, στις 11 Οκτωβρίου, τμήμα ιππικού μπήκε στην Κοζάνη, χωρίς να συναντήσει αντίσταση.
Τμήμα ελληνικού στρατού καταλαμβάνει τα στενά της Πέτρας στον Όλυμπο, γιατί τουρκικές μονάδες από την Κατερίνη είχαν ξεκινήσει , για να πιάσουν τα στενά και να απειλήσουν τα νώτα του ελληνικού στρατού, που εν τω μεταξύ, ύστερα από τη νίκη στο Σαραντάπορο, είχε μετακινηθεί μαζικά από την Θεσσαλία προς τον Αλιάκμονα.
Δυο δρόμοι ανοίγονται τώρα για τον ελληνικό στρατό: ή  να συνεχίσει την προέλασή του με κατεύθυνση το Μοναστήρι μέχρι να έρθει σ’επαφή με τους Σέρβους -την κίνηση τούτη υποστήριζε ο Διάδοχος- ή να στραφεί προς τη Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και τον υπουργό Εξωτερικών Λάμπρο Κορομηλά.
Τελικά υπερίσχυσε η γραμμή Βενιζέλου-Κορομηλά. Γιαυτό, ο ελληνικός στρατός έπρεπε να κινηθεί το γρηγορότερο και να καταλάβει την πολυπόθητη Θεσσαλονίκη, που τη διεκδικούσε για δικό του λογαριασμό και άλλος τότε βαλκανικός σύμμαχος. Έτσι, στις 14 Οκτωβρίου τα τμήματα του ελληνικού στρατού άρχισαν να συγκλίνουν την πορεία τους προς τη Θεσσαλονίκη.

Η 4η μεραρχία διατάχθηκε στις 15 Οκτωβρίου από το Ντορταλί (σήμερα Τετράλοφος Κοζάνης) να προχωρήσει προς τη Βέροια μέσω Ξηρολιβάδου. Εδώ συνάντησε μικρή αντίσταση από την τοπική τουρκική φρουρά, που γρήγορα εγκατέλειψε τις θέσεις της. Σοβαρότερη αντίσταση συνάντησε η ελληνική μεραρχία στα υψώματα γύρω από το Βρωμοπήγαδο. Αλλά κι εδώ οι Τούρκοι υποχώρησαν μόλις νύχτωσε.
Αντίσταση πρόβαλαν οι Τούρκοι και στον Τριπόταμο, που  ανέκοψε την προέλαση της 2ης μεραρχίας. Ύστερα, όμως, από μονομαχία πυροβολικού η άμυνα των Τούρκων κατέρρευσε κατά το μεσημέρι, αφήνοντας ανοιχτό το δρόμο για τη Βέροια.
Το ίδιο βράδυ οι Σέρβοι είχαν καταλάβει το Ιστίπ της Β. Μακεδονίας και οι Βούλγαροι από το Νευροκόπι προχώρησαν προς τη Δράμα και τις Σέρρες.
Στις 16 Οκτωβρίου απελευθερώνονται η Κατερίνη και η Βέροια. Σας θυμίζω την οδό 16ης Οκτωβρίου που ανεβαίνει προς τον Στρατώνα και δείχνει την πορεία του ελληνικού στρατού στην πόλη μας. Δύο δρόμοι, δύο οδοί της Βέροιας, η οδός 16ης Οκτωβρίου, και η οδός Γιολά Γκελντί (σήμερα Αθανασίου Διάκου), που σημαίνει «Από εδώ ήρθαν», εννοείται οι Τούρκοι το 1436, σημαδεύουν  τα δύο σημαντικά γεγονότα-σταθμούς στην ιστορία της πόλης μας, το σκλάβωμα και την απελευθέρωσή της.
Στη συνέχεια θα αναφέρω την εξέλιξη των στρατιωτικών γεγονότων, αφήνοντας την περιγραφή της υποδοχής από τους Βεροιώτες του απελευθερωτικού στρατού για τις μεθεπόμενες παραγράφους.
Τη νύχτα της 16ης Οκτωβρίου οι μονάδες του στρατού που βάδιζαν για τη Θεσσαλονίκη, είχαν συγκεντρωθεί στη περιοχή της Βέροιας.
Το Γενικό επιτελείο, που από τη Βέροια μεταφέρθηκε στο Σιδηροδρομικό Σταθμό της Νάουσας, δεν είχε ακριβείς πληροφορίες για τη δύναμη και τις κινήσεις του εχθρού. Τίποτε δεν προοιώνιζε, δεν έδειχνε τη μεγάλη μάχη  που επρόκειτο να διεξαχθεί στα Γιαννιτσά, την επόμενη μέρα , στις 19 Οκτωβρίου.

Ο Τούρκος αρχιστράτηγος Χασάν Ταξίν πασάς, μετά την ήττα στο Σαραντάπορο, συγκέντρωσε περί τους 25.000 άνδρες και τους παρέταξε σε υψώματα, που έχουνε για πλάτη το όρος  Πάϊκο, με σκοπό να υπερασπιστεί την ιερή των Μουσουλμάνων πόλη, τα Γιαννιτσά, όπου ήταν ο τάφος του Εβρενός πασά, εξωμότη στρατηγού και κατακτητή της Μακεδονίας.
Η θέση του ελληνικού στρατού ήταν μειονεκτική, παρόμοια με κείνη στο Σαραντάπορο. Εδώ, αντί για ανηφόρα και στενωπό, είχε μπροστά του βαλτότοπους που έζωναν την παράταξη των Τούρκων προς δυσμάς, προς τη μεριά των Ελλήνων, ενώ προς τ’ανατολικά οι Τούρκοι είχαν ανεμπόδιστη δυνατότητα επικοινωνίας. Έτσι, οι Έλληνες δε μπορούσαν ούτε να περικυκλώσουν τον εχθρό τους ούτε και να τον αιφνιδιάσουν. Ωστόσο, ήρθε σύμμαχός τους το σκοτάδι της νύχτας και δύο μεραρχίες πέρασαν απέναντι, ενώ άλλες δύο μεραρχίες έπιασαν αντίστοιχες θέσεις, όπου ο κύριος όγκος του ελληνικού πυροβολικού παρέμεινε σε ακτίνα βολής, για να καλύπτει την επίθεση του πεζικού, που θα γινόταν το πρωί.
Στις 7, λοιπόν, το πρωί της 20ης Οκτωβρίου ολόκληρη η ελληνική παράταξη επιτίθεται  σαν ορμητικός άνεμος κάτω από  συνεχείς βολές του εχθρικού πυροβολικού. Το ελληνικό πεζικό άρχισε να καταλαμβάνει ακόμα και με τις λόγχες το ένα μετά το άλλο τα οχυρώματα των Τούρκων, που δεν τους έμεινε τίποτε παρά να υποχωρήσουν.
Στη μάχη των Γιαννιτσών οι απώλειες του ελληνικού στρατού ήταν 200 νεκροί και 800 τραυματίες.
Η νίκη των Γιαννιτσών άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Κ. Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης, όπου αποσύρεται ο εξαντλημένος στρατός των Τούρκων. Γιαυτό, οι Έλληνες έπρεπε να προλάβουν την κατάληψή της πριν ο στρατός του Ταξίν πασά  βρει το χρόνο για την ανασύνταξή του, και πριν τους προλάβει ο βουλγαρικός στρατός, που από το ΒΑ κινούνταν με ταχύτατη πορεία, καθώς δεν εννοούσε ν’αφήσει την πόλη του Αγίου Δημητρίου στα χέρια των Ελλήνων.
Έτσι, παρά την προγραμματισμένη ανάπαυση του στρατού μας για τρεις ημέρες στα Γιαννιτσά, ο κύριος όγκος του στράφηκε προς τη Θεσσαλονίκη. Οι Τούρκοι, όμως, είχαν καταστρέψει τις γέφυρες των ποταμών Λουδία, Αξιού και Γαλλικού και αυτό στάθηκε σοβαρό εμπόδιο για την προώθηση  του ελληνικού στρατού, καθώς και ο βροχερός φθινοπωρινός καιρός τους έκαμνε ακόμα πιο αδιάβατους.
Τελικά τα ποτάμια γεφυρώθηκαν πρόχειρα και το Γενικό Στρατηγείο εγκαταστάθηκε στην έπαυλη Τόψι, όπου σήμερα είναι το χωριό Γέφυρα. Εκεί οι απεσταλμένοι του Ταξίν πασά διαπραγματεύτηκαν την παράδοση της Θεσσαλονίκης στο βασιλικό γένος των Ρωμαίων, όπως αποκαλούσαν τους Έλληνες, γιατί, καθώς έλεγαν, από αυτούς την είχαν κάποτε παραλάβει.
Στις 26 Οκτωβρίου, ημέρα γιορτής του Αγίου Δημητρίου, η ελληνιστική, η ελληνο-ρωμαϊκή, η βυζαντινή, η κοσμοπολίτικη της οθωμανικής περιόδου Θεσσαλονίκη παραδίνεται  με πρωτόκολλο που υπογράφεται ανάμεσα στον Ταξίν πασά και δύο αξιωματικούς του Γενικού Στρατηγείου, τον Βασίλειο Δούσμανη και τον Ιωάννη Μεταξά.
Τις πρώτες πρωινές ώρες ο αρχιστράτηγος Κων/νος με όλο το επιτελείο του και με την 1η μεραρχία μπήκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου το μεσημέρι έγινε δοξολογία στο ναό του Αγίου Μηνά. Παρών στη δοξολογία και ο βεροιώτης Κων/νος Ρακτιβάν, υπουργός δικαιοσύνης τότε και ύστερα ο πρώτος γενικός διοικητής της Μακεδονίας.

Τα γεγονότα, που ακολούθησαν, με τους Βούλγαρους στο χώρο της Κ. Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης είναι πολλά, όπως πολλές είναι και οι πτυχές -και μάλιστα γεμάτες αίμα- στον αγώνα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. 
Εμείς, όμως, θα σταθούμε εφεξής στα γεγονότα που ξετυλίχτηκαν στη πόλη μας μέσα σε γιορταστική ατμόσφαιρα, μέσα στην τρελή χαρά της απελευθέρωσης.
Στη Βέροια ο ελληνικός στρατός γίνεται δεκτός μ’έξαλλο ενθουσιασμό από τον χριστιανικό της πληθυσμό, που αναφώνιζε από τη μια άκρη της πόλης ως την άλλη τα αναγγελτήριο: «Ηρθαν τ’αδέρφια μας!». Οι Μουσουλμάνοι, φοβισμένοι από την ανατροπή της κατάστασης, κρύφτηκαν όπου μπορούσε ο καθένας, χωρίς ωστόσο να κακοπάθουν και τίποτε από τους χριστιανούς, που άντεξαν την καταπιεστική κυριαρχία τους από το 1436.
Ο τότε μητροπολίτης Καλλίνικος με δάκρυα τα μάτια παραδίδει την πόλη στον πρώτο που μπαίνει στη Βέροια έφιππο λοχαγό πυροβολικού Μάνο. Ακολουθεί η θριαμβευτική είσοδος του Στρατού μας. Οι σκηνές με στρατιώτες και πολίτες, που αλληλοασπάζονται και αγκαλιάζονται μεταξύ τους είναι πολύ συγκινητικές. Ο ακράτητος ενθουσιασμός κορυφώνεται  με τα φέσια, σύμβολα της υποτέλεια στο κεφάλι των χριστιανών, που τώρα σκίζονται και ποδοπατιούνται.
Το «Χριστός Ανέστη!» αντικαθιστά το «Καλημέρα». Πολλοί Βεροιώτες, προχωρημένης ηλικίας, που εύχονταν προηγουμένως να ζήσουν μέχρι να ιδούν το ρωμαίικο, κλαίγοντας από χαρά και συγκίνηση έστρεφαν το βλέμμα τους προς τον ουρανό κι έλεγαν το βιβλικό: «Νυν απολύεις  τον δούλο σου, Δέσποτα, ότι είδον οι οφθαλμοί μου την σημαίαν του Σταυρού», δηλ. «Τώρα πια πάρε με, Κύριε, γιατί τα μάτια μου είδαν την ελληνική σημαία». Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η περίπτωση με τους Μπουρντενάδες, που βγήκαν μπροστά απ’όλους στην πλατεία Ωρολογίου και άρχισαν να προσφέρουν κρασί στους στρατιώτες. Ο επικεφαλής, όμως, αξιωματικός τους θύμισε πως οι άντρες του πεινούσαν και γιαυτό είχαν ανάγκη πρώτα από φαΐ και ύστερα από κρασί. Αμέσως τότε οι Βεροιωτάδες έφεραν βουβάλα, που την έσφαξαν, την έβρασαν και την μοίρασαν στους στρατιώτες.
Αλλά, ταυτόχρονα η βαθειά συγκίνηση και ο πατριωτικός  ενθουσιασμός κάνουν τα σπίτια των αρχόντων και τα χαμόσπιτα των φτωχών ν’ανοίξουν διάπλατα τις πόρτες στους στρατιώτες της ελευθερίας. Οι Βεργιώτισσες ανασκουμπώνονται και ζυμώνουν ψωμί και μαγειρεύουν συνεχώς. Οι φούρνοι της αγοράς και των σπιτιών φουρνίζουν και ξεφουρνίζουν, για να χορτάσει ο Στρατός. Την ώρα εκείνη ξεχώρισε η δραστήρια παρουσία της Φιλόπτωχης Αδελφότητας Βεροίας, τα μέλη της οποίας είχαν προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στον Μακεδονικό Αγώνα. 
Πάνω στον ενθουσιασμό και το γλέντι, από τους Βεροιώτες δεν διαφεύγει και η ανάγκη να βοηθήσουν την προώθηση του Στρατού. Γιαυτό μαζεύουν χιλιάδες άδεια βαρέλια και αρκετή ξυλεία,  για να στηθούν πρόχειρα γεφύρια στο Λουδία και τον Αξιό..
Σε λίγο καταφθάνει έφιππος με την ακολουθία του ο βασιλιάς Γεώργιος και καταλύει στο αρχοντικό του Καμπίτογλου. Ακολουθεί και ο διάδοχος Κων/νος, που καταλύει στο σπίτι του Γιάνκου Σακελλαρίδη
Τη ίδια μέρα στο κονάκι του τότε δήμαρχου Χαλίλ μπεη, ο Γεώργιος υπογράφει πρωτόκολλο παράδοσης της Βέροιας, που προέβλεπε τον σεβασμό στα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας. Το αρχοντικό σπίτι των υπογραφών σώζεται στην οδό Κανάρι 16, ανάμεσα από Τσερμένι και Γιολάγκελντί μαχαλά.
Μπορούμε, ωστόσο, να υποθέσουμε ότι ο δήμαρχος Χαλίλ μπεη έβαλε την υπογραφή του για την παράδοση της πόλης με κάποια κρυφή ικανοποίηση, καθόσον η Ελληνίδα μάνα του από την Ήπειρο τον ανέθρεψε με την αγάπη για τον Ελληνισμό και την ελληνική γλώσσα.
Ο στρατός μας, παρά τις εξαντλητικές πορείες και τις κακουχίες του πολέμου, είχε υψηλό φρόνημα και τραγουδούσε το επινίκιο άσμα, που παλιότερα το ακούγαμε και μεις από τους μεγαλύτερούς μας, και που έλεγε: 

Παν τα Σέρβια, παν τα Βέργια
παν τα Γιαννιτσά
και στην άλλη εκστρατεία
θα πάμε στην Αγια-Σοφιά

Αργότερα, όταν  ολοκληρώθηκε η απελευθέρωση της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας, προστέθηκε ο στίχος:
Σέρρες , Δράμα και Καβάλα
τα πήραμε και αυτά

Οι νεοσύλλεκτοι πάλι Μακεδόνες τραγουδούσαν κι έλεγαν:

Σινά, μωρέ, σινά, σινά το Γιώργο βασιλιά
μας συνάζει , μας γυμνάζει  και στα σύνορα μας βάζει

Ο Σταύρος Κ. Πολυζωίδης στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο υπό τον τίτλο: «Ένας αιωνόβιος Βεροιώτης θυμάται τα παιδικά του χρόνια» (Θες/νίκη 2011) γράφει για τις θύμησές του από την ημέρα απελευθέρωσης της πατρίδας του Βέροιας το 1912
«Τεσσάρων ετών παιδί, βλέπω στο σπίτι μας, όπως και στα  γειτονικά, να μπαινοβγαίνουν Έλληνες στρατιώτες και να ηχούν στα αυτιά μου τα συχνά σαλπίσματά τους, ενώ τα περιστέρια του κήπου μας τρομάζουν και βρίσκονται συνεχώς στον αέρα.
Στους δρόμους και μπροστά στο σπίτι μου, Βικέλα 4, κυκλοφορούν δύο μικρά αυτοκίνητα, σαν παιδικά αθήρματα. Είναι τα πρώτα και τα  μοναδικά. Το ένα ανήκει  στον αρχηγό του στρατού, τον διάδοχο Κωνσταντίνο, και το άλλο στο Επιτελείο του. Ήταν από τα πρώτα  αυτοκίνητα  της εταιρείας Mercedes Simplex.
Στρατός, σαλπίσματα, περιστέρια, αυτοκίνητα είναι οι πρώτες μου παιδικές οπτικοακουστικές εικόνες. Σε λίγες μέρες όλα τελείωσαν, ο στρατός συνέχισε την πορεία του για την απελευθέρωση ολόκληρης της Μακεδονίας, μετά από μακροχρόνιο σχεδόν πέντε αιώνων βαρύ και βάναυσο τουρκικό ζυγό». Αυτά θυμάται και μας εξιστορεί ο 104 ετών Βεροιώτης.  

Το 1912 ήρθε να δικαιώσει τις θυσίες των Μακεδόνων για τη λευτεριά τους, θυσίες με το ολοκαύτωμα της Νάουσας και την ακραία έκφρασή του, όταν οι Ναουσαίες το 1822 με την πτώση τους στους πολύβοους καταρράχτες επισφράγισαν την αποφασιστικότητα των Ρωμιών για την αποτίναξη του βάρβαρου ζυγού. Ήρθε να δικαιώσει  την άλλη ακραία πράξη ηρωισμού και πνεύματος ανεξαρτησίας με την πτώση στο γκρεμό του Γαλακτού, πάνω από τα Παλατίτσια, όταν το 1878 στον τότε ξεσηκωμό εφτά βλαχοπούλες πήραν την ίδια απόφαση με κείνη των Σουλιωτισσών στο γκρεμό του Ζαλόγγου και των γυναικών της Νάουσας στους υγρούς Σdουπάνους.
Το 1912 είναι η συνέχεια και  η ολοκλήρωση του Μακεδονικού αγώνα, που είχε σταματήσει λίγα μόλις χρόνια πρωτύτερα. Το κατόρθωμα του ’12 μας διδάσκει τι μπορούν να πετύχουν οι Έλληνες όταν είναι ψυχικά ενωμένοι.
Σήμερα ημέρα ιερής μνήμης, ας καταθέσει ο καθένας μας νοερά κι ευγνώμονα στεφάνι καμωμένο από μυρτιά για το πένθος του σκοτωμού τους και από δάφνη για την περίλαμπρη νίκη τους στη μνήμη εκείνων, που με τους αιματηρούς των αγώνες έφεραν σε εμάς το «ποθούμενο», όπως μυστικά μεταξύ τους έλεγαν την ελευθερία οι ραγιάδες πρόγονοί μας.

Απόδοση  σε ηλεκτρονική μορφή Τσιαμήτρος Γιάννης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.