Σύμφωνα με χειρόγραφα του Πέτρου Μπαντραλέξη (1835-1919), γιό του Γιώργη Μπαντραλέξη, που δημοσιεύθηκαν το 1992 από τον καθηγητή στο Βουκουρέστι Νικολάε-Σέρμπαν Τανασόκα (‘Βεργιάνοι Βλάχοι’, Α. Κουκούδη σελ. 108), ένα φαλκάρι 30 περίπου οικογενειών με αρχηγό τον Αλέξη Μπάρδα έφυγε από την Αβδέλα το 1817 μετά από σύγκρουση με κάποιον Τουρκαλβανό. Ο Μπαντραλέξης εγκαταστάθηκε κοντά στα ορεινά Άνω Πορόϊα έξω από την επικράτεια του Αλή Πασά και είχε σαν χειμαδιά την Χαλκιδική (Κασσάνδρα). Μετά από περιπέτειες (ληστείες στη Χαλκιδική, εγκατάσταση στη Βλάστη, χειμαδιά στη Κατερίνη) και την ερήμωση του Βερμίου, το 1826 εγκατέστησε τα καλύβια του στο Βέρμιο.
Σε βιβλίο του ο ιστορικός Βεροιώτης Γ. Χιονίδης με τίτλο Οι ανέκδοτες αναμνήσεις του Γιώτη (Παναγιώτη) Ναούμ για τους Βλάχους της Ηπείρου και της Μακεδονίας στη διάρκεια του 19ου αιώνα και για την επανάσταση του 1878 στη Μακεδονία -(Ανάτυπον εκ του ΚΔ΄ τόμου των ‘Μακεδονικών’, Θεσσαλονίκη 1984) μελέτησε προσεκτικά τις εξής πληροφορίες: Πρώτα από όλα, υπήρχε το πρωτότυπο χειρόγραφο κείμενο του Ναούμ στα ρουμανικά. Ο Ναούμ (1874-1966) το έγραψε όταν ήταν στη Ρουμανία (80 ετών). Αυτός το έδωσε στον ανηψιό του Γεώργιο Καπρίνη, που το μετέφρασε στα ελληνικά και εκείνος με τη σειρά του το έδωσε για διόρθωση ορθογραφικών και συντακτικών λαθών στον λόγιο και δικηγόρο Αλέξανδρο Παπαβασιλείου, ο οποίος και το δακτυλογράφησε. Ο Γ. Χιονίδης απέκτησε με νόμιμο τρόπο τόσο το χειρόγραφο του Καπρίνη όσο και το δακτυλογραφημένο κείμενο του Α. Παπαβασιλείου και έγραψε το συγκεκριμένο βιβλίο. Έτσι, θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι με την παρέμβαση τόσο πολλών, αλλά και με τον φυσικό συναισθηματισμό του Ναούμ (απόγονος της οικογένειας Ζεάνα Ντάσιου) πιθανόν να έγιναν κάποια ιστορικά λάθη στην αφήγηση των αναμνήσεων, χωρίς να φταίει ο ιστορικός Χιονίδης. Ο ίδιος γράφει χαρακτηριστικά ότι έγιναν παραφράσεις και αλλαγή κειμένων στις σημειώσεις του Ναούμ.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Αλέξανδρος Β. Παπαβασιλείου συνέγραψε βιβλίο με τον τίτλο «Ιστορικά σημειώματα για τους Βλάχους ή Κουτσόβλαχους», Βέροια 1969, όπου στις σελίδες 91-102 παρουσιάζει μια περίληψη της αφήγησης του Ναούμ (μετακίνηση των Βλάχων των Γρεβενών στο Βέρμιο και επανάσταση του Κολινδρού).
Με λίγα λόγια στις σελίδες 50-58 (‘Ανέκδοτες αναμνήσεις…) ο Ναούμ, για το θέμα που μας ενδιαφέρει, γράφει ότι οι τσέλιγκες Μπαντραλέξης, Ζεάνας Ντάσιου, Βέρος και μέρος της οικογένειας Καραγιάννη από την Αβδέλλα, καθώς και ο τσέλιγκας Γκιζάρης από τη Σμίξη (γύρω στις 200 οικογένειες) έφυγαν προς τη Μακεδονία - αντί για τη Θεσσαλία - το φθινόπωρο του 1819 λόγω των γνωστών γεγονότων (προβλήματα με τον Αλή Πασά). Αφού πέρασαν Γρεβενά, Κοζάνη, Βέρμιο (ανάμεσα από Νάουσα και Βέροια), Έδεσσα, Γιαννιτσά και διάβηκαν τον Αξιό (Βαρδάρη) από πέρασμα -όχι από γέφυρα- κατέληξαν στο όρο Μπέλες (Πορόϊα). Ο Γκιζάρης έμεινε στα Πορόϊα και οι υπόλοιποι, αφού έκαναν συμφωνία στην Θεσσαλονίκη με τον εκεί μπέη και μίλησαν με το διοικητή του βιλαετιού για την αγριότητα του Αλή Πασά, κατέληξαν στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής. Παρέμειναν εκεί την άνοιξη του 1820 και το καλοκαίρι ανέβηκαν στα Πορόϊα. Το χειμώνα πάλι κατέβηκαν στη Χαλκιδική και το καλοκαίρι του 1821 πήγαν ξανά στα Πορόϊα.
Κατόπιν στις σελίδες 69-74 γράφει ότι την άνοιξη του 1822 αποφασίζουν να κατευθυνθούν στο Βέρμιο. Αφού έγιναν οι απαραίτητες ενέργειες (άδειες από τις τουρκικές αρχές) εγκαθίστανται στo Bέρμιο σε ένα σταυροδρόμι με πολλά νερά και σε ένα χώρο, το οποίο για αρκετό καιρό λέγονταν τα ‘καλύβια του Μπαντραλέξη’. Ο τσέλιγκας Βέρος εγαταστάθηκε 5 χιλιόμετρα πιο μακριά σε ένα μέρος με πηγές όπου ονομάστηκε ‘η πηγή του Βέρου’ και οι υπόλοιποι σκορπίστηκαν για να κάνουν τις στάνες τους. Ο περισσότερος κόσμος όμως είχε τις οικογένειες του στα ‘καλύβια’ του Μπαντραλέξη, Μετά από τρία χρόνια ήλθε και ο Γκιζάρης που είχε μείνει στα Πορόϊα και εγκαταστάθηκε στα καλύβια του Μπαντραλέξη. Κατόπιν ήλθαν και άλλα κύματα (Σαμαρίνα, Περιβόλι κλπ).
Ο σελιώτης συγγραφέας Αστέριος Ν. Τζίμας στο βιβλίο του με τίτλο ‘Η Οδύσσεια των Βλάχων του Σελίου 1820-1832’, Βέροια 2007, έκδοση Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ημαθίας, κάνει μια σπουδαία ανάλυση αυτής της εξόδου και γίνεται πιστευτός γιατί μας παρέχει πάρα πολλές πληροφορίες, παρμένες από παλιούς γέροντες, όταν ήταν ακόμα νεότερος από τη δεκαετία του 1950 (συμπεριλαμβανομένου και χειρόγραφου του Γιώργη Μπαντραλέξη, που είχε στα χέρια της η δισέγγονή του). Εκτός από τους προαναφεθέντες αρχιτσέλιγκες (πληροφορίες Ναούμ), που ξεκίνησαν από τα βουνά της Πίνδου το 1820, ο Α. Τζίμας προσθέτει επίσης και άλλους τσέλιγκες και κιρατζήδες [Καραβίδας Δημήτριος-Μητρούτσιας, Κόλας (Μάρη) Σούμπρος, Δημήτρης (Μητρούλιας) Τζίμας-Τζιμτζίρης, Νταντάμης, Πιτούλιας, Κολιός, Μπατζικώστας, Τσιαπάρας, Μαργαρίτης, Τσιβίκης, Σαμαράς, Τσαλέρας, Ζαμάνης κ.α.]
Μας περιγράφει γλαφυρά και βήμα προς βήμα όλη τη διαδρομή και όλες τις δυσκολίες και τις περιπέτειες του καραβανιού. Ξεκίνησαν, γράφει, από τα Γρεβενιώτικα βουνά στα τέλη του 1820 κάτω από την πίεση του Αλή πασά, πέρασαν από το Βέρμιο και κατέληξαν στα Πορόϊα Σερρών, όπου παρέμειναν εκεί για 3 χρόνια. Κατόπιν αποφάσισαν να μετακινηθούν στο Λαϊλιά Σερρών. Εκεί έμειναν περίπου 8 χρόνια. Καθ' όλη αυτήν την διάρκεια είχαν σαν χειμαδιά τον κάμπο των Σερρών και το Σαρί Σαμπά Χρυσούπολης Καβάλας. Λόγω του ανεπτυγμένου εμπορίου στην Ανατολική Μακεδονία κατάφεραν να πολλαπλασιάσουν το βιός τους, το τσελιγκάτο να γίνει περισσότερο ευέλικτο και οι κεχαγιάδες με τις φαμίλιες να αποκτήσουν τη δική τους διαχειριστική οικονομία. Ωστόσο, ακόμα ήταν κάτω από την ομπρέλα προστασίας του αρχηγού Γιώργη Μπαντραλέξη, ενός ικανού και δραστήριου άντρα.
Ήταν ανήσυχοι, όμως, συνεχίζει ο συγγραφέας, και ήθελαν να επιστρέψουν προς τη κεντρική Μακεδονία. Έτσι αποφάσισαν να κατευθυνθούν προς την Κασσάνδρα Χαλικιδικής το 1830. Βέβαια αρκετές οικογένειες από αυτούς παρέμειναν στον Λαϊλιά όπως και στα Πορόϊα, γι αυτό ακόμα υπάρχουν ονόματα στις Σέρρες που μοιάζουν με αυτά του Κάτω Βερμίου (π.χ.Βέρρος). Πρέπει να σημειωθεί ότι μια μεγάλη οικογένεια, που παρέμεινε στον Λαϊλιά ήταν αυτή του Πανταζού (αρχιτσέλιγκας Πανταζός), η οποία μετά παραχειμώνιαζε στο Βαλτοχώρι Θεσσαλονίκης, αγόρασε εκεί τσιφλίκι και ανέπτυξε σπουδαία κτηνοτροφική και εμπορική δραστηριότητα μέχρι και τη Θεσσαλονίκη. Οι άλλες μεγάλες οικογένειες, του Βέρρου και του Γκιζάρη ναι μεν πήγαν στην Κασσάνδρα, αλλά κρατούσαν αποστάσεις από τον αρχηγό Μπαντραλέξη. Συγκεκριμένα, ο Βέρρος πήγε μετά στο Χορτιάτη Θεσσαλονίκης και το 1915 ανέβηκε στο Βέρμιο στη θέση ‘Ασούρμπασι’, ενώ ο Γκιζάρης δεν πήγε αλλού, όμως αυτονομήθηκε και όταν πήγαν όλοι μαζί στο Βέρμιο έκανε μόνος του τα καλύβια του στη θέση που σήμερα ονομάζουμε ‘Κρουάπα του Γκιζάρη’ στο Σέλι.
Έτσι, μετά την παραμονή των δυο χρόνων στη Χαλκιδική, μετά από σχετικές ενέργειες (εκμίσθωση των βουνών του Βερμίου από τον Σουλεϊμάν πασά της Βέροιας) το 1832 πήραν το δρόμο του γυρισμού για το Βέρμιο. Εκεί διαχωρίστηκαν σε τρεις τοποθεσίες: Στο μέρος που είναι τώρα το χωριό (από το μεσοχώρι μέχρι τη θέση Αλώνι, όπου στήθηκαν τα καλύβια του Μπαντραλέξη -μαχαλάς Ναπάρτη). Ένα άλλο μικρότερο μέρος παρέμεινε στη τοποθεσία Αγελαδόσταλος κοντά στη Ντόλιανη (Κουμαριά) και το τρίτο μέρος αποτραβήχθηκε στη τοποθεσία Μαρούσια (κατόπιν αυτοί -1878- ανηφόρισαν στο Κάτω Βέρμιο και δημιούργησαν τον δεύτερο μαχαλά, την Μαρούσια). Αυτά έγιναν σύμφωναμε την έρευνα του Α. Τζίμα που αναφέραμε προηγουμένως.
Ο συγγραφέας Αναστάσιος Εμμ. Χριστοδούλου στο βιβλίο του ‘Ιστορία της Βέροιας’, 1960 γράφει ότι ήλθαν στο Βέρμιο το 1835, σελ.136-37.
Τέλος, τώρα τελευταία στο βιβλίο ‘Από τη Ζωή των Βλάχων’, του Τάκη Γκαλαϊτση, Έκδοση ΣΒΒ 2013 παρατηρείται ανακολουθία όσον αφορά στο θέμα. Συγκεκριμένα, στη σελ. 60 ο συγγραφέας γράφει ότι αυτοί έκαναν τα καλύβια τους στο Βέρμιο (σημερινό Σέλι) την άνοιξη του 1822, ενώ στη σελ. 64 αναφέρει ότι για μια δεκαετία (1819-1832) ζούσαν στα χειμαδιά της Κασσάνδρας και στο Μπέλες (Πορόϊα, Λαϊλιά). Ποιο από τα δυο ισχύει; Προφανώς υπάρχει μια διαφορετική εκτίμηση από τους ιστορικούς και πληροφοριοδότες, τους οποίους ο συγγραφέας έπρεπε να σημειώσει σε κάθε περίπτωση, όπως αρμόζει στην ιστορική έρευνα. Επίσης στη σελίδα 60, ασαφής είναι η χρονολογία εγκατάστασης των Βλάχων στο Ξηρολίβαδο και δεν επισημαίνεται ότι οι πρώτοι αφιχθέντες ήταν οι Μπουσμπουκαίοι (αρχηγός ο Γούσιας Μπουσμπούκης), από την φάρα των οποίων προήλθαν οι οικογένειες Χατζηγώγου, Τσάρα κλπ. [‘Βεργιάνοι Βλάχοι’, Α. Κουκούδη, σελ. 140-41, & ‘Ξηρολίβαδ΄ Χουάρ΄’ Μσιάτ΄, Α. Βασιάδη, (μαρτυρία Α. Μπουσμπούκη ότι ήλθαν το 1841), σελ. 12].
Tου Γιάννη Τσιαμήτρου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Βέροιας ‘Ημερήσια’ στις 25 -2- 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.