Ο Μητροπολίτης Φώτιος Καλπίδης |
Του Λάζαρου Αθ. Παπαιωάννου
Έκδοση: Μακεδονικής
Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας
Ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1871.
Από το 1924 εδρεύει στη Θεσσαλονίκη,
Θεσσαλονίκη 1983.
Ο ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΣ ΦΩΤΙΟΣ ΚΑΛΠΙΔΗΣ (1862-1906)
Πρόλογος: Τάκη Π. Γκοσιόπουλου
Ανθρώπινη αξία είναι η αρετή και η αλήθεια. Όσοι διακονούν τις δυο αυτές αξίες στη ζωή διαφωτίζουν την ίδια τους ιδιοσυγκρασία και στήνουν στο βάθρο το δικό τους άγαλμα σκαλισμένο απ΄ την ιστορική γνώση και την πνευματική τους επάρκεια.
Μια τέτοια μορφή Δυτικομακεδονική είναι και ο λογοτέχνης, συγγραφέας πολύπλευρος, Λάζαρος Άθ. Παπαϊωάννου, του όποιου την ιστορική μονογραφία ''Ο εθνομάρτυρας Φώτιος Καλπίδης (1862-1906)'' εκδίδει στη σειρά των πολυτίμων εκδόσεων της η Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα, που απ’ το 1871 ως τώρα δεν έπαυσε να εκπληρώνει τις εκπαιδευτικές και πολιτιστικές της σκοπεύσεις, υπακούοντας στην εσώτερη καταστατική λειτουργία της, με τις πολλαπλές δραστηριότητές της.
Ο ιστοριογράφος και μελετητής στην περίπτωσή μας Λάζαρος Αθ. Παπαϊωάννου, στο έργο του αυτό, στηριγμένος σε πλούσια βιβλιογραφία και μελέτες, δίνει με βαθειά επίγνωση ευθύνης και συνέπειας την ιστορικοπολιτική ατμόσφαιρα της εποχής και του περιβάλλοντος της Βορειοηπειρωτικής πόλεως και των γύρω χώρων της Κορυτσάς και προχωρεί στη βιογραφική παρουσίαση άλλα και στην πνευματική φυσιογνωμία του Εθνομάρτυρα Φωτίου Καλπίδη, που απ’ το 1893 χειροτονείται απ’ το Οικουμενικό Πατριαρχείο διάκονος και αρχιγραμματέας της Συνόδου του Πατριαρχείου, γεγονός που σημαδεύει την επιστημονική γνώση μα και την βαθειά πίστη του στα Ελληνορθόδοξα Ιδανικά του. Είναι το πρόσωπο που συγκεντρώνει πολλά προσόντα κι έχει συλλάβει τις ανησυχίες, τους παλμούς του Έθνους, μα και κείνος που έχει την βεβαιότητα ότι θα είναι αποδοτικός στην πραγματοποίηση αυτών των στόχων.
Στα 1897 είναι πρεσβύτερος, αργότερα αρχιμανδρίτης και στις 16 Μαΐου 1902 εκλέγεται μητροπολίτης Κορυτσάς και Πρεμετής.
Μετά δυο περίπου μήνες η Ελληνική Χριστιανική Κορυτσά υποδέχονταν το νέο της ποιμενάρχη. Συγκινημένος ο Φώτιος ευλογούσε τα πλήθη διαβεβαιώνοντάς τα πως έρχεται από την Ανατολή στη Δυτική τούτη επαρχία της Ελληνικής Εκκλησίας για να ταυτίσει το υπόλοιπο του βίου του με τη ζωή και τις τύχες τις δικές τους.
Στη συνέχεια ξετυλίγονται στο βιβλίο τα Ιστορικά γεγονότα μέχρι της δολοφονίας του μητροπολίτη Φωτίου την 9η Σεπτεμβρίου 1906, που ο Στρατιώτης της Εκκλησίας έπεφτε στο ελληνικό χώμα δολοφονημένος από ανθελληνικές σφαίρες. Τόσο η πληροφόρηση και η κριτική διασταύρωση των πηγών και πληροφοριών του τύπου όσο και η συστηματοποιημένη συγγραφική τους διαμόρφωση, δείχνουν το μόχθο και την διανοητική διεργασία του συγγραφέα, ο οποίος, εξατομικεύοντας στη μονογραφία του το Ιστορικό πρόσωπο του Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Κορυτσάς και Πρεμετής Φωτίου Καλπίδη, έκαμε μνήμη το γενικότερο κλίμα στη Βορειοηπερωτική περιοχή που και τώρα ακόμα δοκιμάζεται ο ελληνικός της πληθυσμός.
ΤΑΚΗΣ Π. ΓΚΟΣIΟΠΟΥΛΟΣ
Το Συμβούλιο της Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας:
Γ. Βασιλάκης, Πρόεδρος
Κ. Βαλκάνος, Αντιπρόεδρος
Α. 'Αντωνίου, Γ. Γραμματέας
Γ. Τζάλλας, Ταμίας
Δ. Τσιγαρίδας, Έφορος
Μέλη: Δ. Βοζάκας, Τ. Γκοσιόπουλος, Π. Οικονόμου, Κ. Στεργιάδης.
ME TO ΣΤΑΥΡΟ ΚΑΙ ΤΗ ΡΟΜΦΑΙΑ
Σ’ όλες τις σκληρές δοκιμασίες της πατρίδας, μας η Εκκλησία στάθηκε η μεγάλη στοργική μητέρα, που στους κόλπους, της απάλυνε τον πόνο, θέριεψε της ελπίδες για καλύτερες μέρες και κραταίωσε τους αγώνες του Γένους για την επιβίωσή του.
Έτσι και στην εποχή του Μακεδονικού Αγώνα (κι όταν λέμε Μακεδονικό Αγώνα πρέπει να εννοούμε μια περίοδο αγώνων πενήντα περίπου χρόνων) ο κλήρος της Εκκλησίας, κρατώντας στο ένα χέρι το σταυρό και στ’ άλλο τη ρομφαία, πρωτοστάτησε κατά τη δύσκολη εκείνη, αναμέτρηση. Άσημοι καλόγεροι, ταπεινοί ιερείς, φωτισμένοι ιεράρχες, κράτησαν ψηλά τους πυρσούς με τα δίκαια του αγωνιζόμενου Ελληνισμού. Μορφές ηρώων και μαρτύρων ιερωμένων κοσμούν το Θίασο των Μακεδονομάχων δίνουν το μέτρο της προσφοράς και της θυσίας προς το υπόδουλο ποίμνιο. Το τιμημένο ράσο της Ορθοδοξίας, άλλοτε φλογισμένο κι άλλοτε ματωμένο, έκαμε σημαντική την παρουσία του και κατά τις κρίσιμες και σκληρές εκείνες μέρες. Κι όσο απομακρυνόμαστε από τη δραματική εκείνη εποχή, τόσο παγιώνεται η πεποίθησή, μας πως η συμβολή του κλήρου στον αγώνα εκείνο και εκτεταμένη και αξιόλογη ήταν.
Όπως είναι γνωστό, μετά τα 1870 εξαπολύθηκε εναντίον των επαρχιών της Ορθοδοξίας του Ελληνικού Βορρά ένα όργιο προπαγάνδας και διαβρωτικής ανθελληνικής δραστηριότητας, με στόχο την αλλοίωση του φρονήματος και τη διαστροφή της εθνικής και Θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων των βόρειων επαρχιών. Επίλεκτοι πράκτορες και φανατισμένα όργανα της προπαγάνδας, ψευτοδάσκαλοι και ψευτοπαπάδες * στέλνονται σε πόλεις και χωριά και μετέρχονται κάθε μέσο για ν’ αποσπάσουν τους ελληνικούς πληθυσμούς από τον εθνικό τους κορμό.
Ο ορθόδοξος κλήρος διαβλέπει από νωρίς τον κίνδυνο και προβάλλει με τη σειρά του ρωμαλέα αντίσταση. Επίσκοποι και κατώτεροι κληρικοί προσπαθούν να κρατήσουν μακριά από το ποίμνιό τους τη διαβρωτική λαίλαπα που στέλνουν οι ασκοί της ανθελληνικής προπαγάνδας. Νιώθουν οι αφοσιωμένοι αυτοί κληρικοί το έργο τους κατά κύριο λόγο σαν εθνικό, γι’ αυτό και μεταβάλλουν τον άμβωνα, σ’ εργαστήρι εθνικού φρονηματισμού. Κι είναι τ’ αποτελέσματα τους εξαιρετικά. Ο Ελληνισμός του Βορρά κρατιέται δεμένος στην Ορθοδοξία του και πιστός στους εθνικούς του οραματισμούς.
Όμως από τα 1903 τα πράγματα αλλάζουν, ό,τι επίδοξοι στραγγαλιστές της εθνικής συνείδησης του Ελληνισμού των αλύτρωτων επαρχιών δεν μπόρεσαν με την προπαγάνδα και τις δολοπλοκίες να πετύχουν σώνει και καλά θέλουν με τη φωτιά και το τσεκούρι να το κάμουν. Ο Μακεδονικός Αγώνας μπαίνει στη σκληρότερη και κρισιμότερη φάση του.
Oι εμπρησμοί και οι δολοφονίες, είναι τα πιο συνηθισμένα μέσα της έκφρασης του ετσιθελισμού εκείνων, που προσπαθούν με τον πιο αδηφάγο τρόπο να εκμεταλλευτούν όσο πιο πολύ γίνεται τις αδυναμίες του «μεγάλου ασθενή», της Τουρκίας, και που στόχο τους, έχουν βάλει σαν οι Τούρκοι φύγουν από τις βόρειες ελληνικές επαρχίες να καθίσουν οι ίδιοι στο σβέρκο των Ελλήνων. Και στη φάση αυτή η μόνη ίσως σκέπη, η μόνη προστασία για τους αδύναμους κι ανυπεράσπιστους ελληνικούς πληθυσμούς είναι η Εκκλησία. Ο κλήρος, προσπαθεί όσο μπορεί κι όπως μπορεί να βοηθήσει τους κατατρεγμένους, να παρηγορήσει, να ενθαρρύνει.
Το Πατριαρχείο διαβλέποντας τον κίνδυνο του αφελληνισμού πολλών και μεγάλων επαρχιών του φροντίζει και στέλνει στους επισκοπικούς θρόνους ιεράρχες νέους στην ηλικία και τολμηρούς, αποφασισμένους για κάθε θυσία, έτοιμους για κάθε αναμέτρηση.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, στην Καστοριά,
ο Ιωακείμ Φορόπουλος στο Μοναστήρι,
ο Χρυσόστομος Καλαφάτης στη Δράμα,
ο Στέφανος στην Έδεσσα,
ο Αγαθάγγελος ατά Γρεβενά,
ο Σεραφείμ στη Σιάτιστα,
ο Φώτιος Καλπίδης στην Κορυτσά, για να ποτίσει με το αίμα του τη βασανισμένη βορειοηπειρώτικη γη.
ΜΕ ΕΝΘΕΟ TO ZHΛO
Βρισκόμαστε στην ανατολή του πολυτάραχου αιώνα μας... Η εκκλησιαστική επαρχία Κορυτσάς, Πρεμετής και Μοσχόπολης, παρά τα δεινά που μέχρι τώρα έχει υποστεί, πρώτα από την ασυδοσία, των οργάνων της αληπασάδικης κυριαρχίας και στη συνέχεια από την ανεξέλεγκτη δράση των Τουρκαλβανών φυλάρχων και των βασιβουζούκικων ληστοσυμμοριών, σφύζει-ακόμα από ελληνική ζωή.
Μα τα πλοκάμια της ύδρας της ανθελληνικής προπαγάνδας αρχίζουν μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο να τη ζώνουν. και για το λόγο αυτό έχει την ανάγκη από έναν άξιο των περιστάσεων ποιμενάρχη,. Έτσι το Φανάρι η άγια, αυτή κιβωτός του Γένους, θα στείλει στη δυτική εσχατιά της, Ορθοδοξίας ένα από τα εκλεκτότερα τέκνα της Ανατολής, θα στείλει τον επίσκοπο Φώτιο Καλπίδη παραδίνοντας τον στην υπηρεσία του έθνους.
Νέος στην ηλικία και δυναμικός στο χαρακτήρα ο Φώτιος παραλάμβανε την επαρχία του γνωρίζοντας τις δυσκολίες και τους κινδύνους που έχει ν΄ αντιμετωπίσει, μα πιο καλά γνωρίζοντας το χρέος του.
Ερχόταν για όλα αποφασισμένος ακόμα και για την υπέρτατη προσφορά, τη θυσία.
Και το χρέος του θα το κάμει στο ακέραιο στις 9 Σεπτεμβρίου 1906 θα πέσει θύμα των δολοφονικών σφαιρών των εχθρών του έθνους, επισφραγίζοντας, έτσι, με το αίμα του και καθαγιάζοντας τις τόσο πολύτιμες υπηρεσίες του κλήρου της ελληνικής Ορθοδοξίας προς το αγωνιζόμενο έθνος.
Ο Φώτιος (κατά κόσμο Ηλίας) Καλπίδης γεννήθηκε στα 1862 στο όμορφο ποντοχώρι Τσαγράκι της Κεράσουντας από ευσεβείς και αρκετά πλούσιους γονείς.
Ήταν το έβδομο στη σειρά παιδί μέσα στην οικογένεια, παιδί γεμάτο ζωντάνια και ακτινοβολούσα, εξυπνάδα.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο σχολείο του χωριού του και λίγο αργότερα στο γυμνάσιο της Κερασούντας συμπλήρωσε τις εγκύκλιες, σπουδές του.
Ήταν τότε η Κερασούντα σπουδαίο πνευματικό κέντρο του Πόντου, εστία πολιτιστική και φάρος εθνικός του Ελληνισμού της Ανατολής.
Εκεί στην Κερασούντα ο Φώτιος συνέλαβε τους παλμούς και τις ανησυχίες του έθνους για την εκπλήρωση των πεπρωμένων του κι αποφάσισε να θέσει τον εαυτό του στη διάθεση, της Εκκλησίας, για να τον χρησιμοποιήσει αυτή, κατά τις ανάγκες της.
Είχαν οι γονείς του την οικονομική (δυνατότητα να τον στείλουν για σπουδές πανεπιστημιακές και να του εξασφαλίσουν μιά προσοδοφόρα κοσμική επαγγελματική σταδιοδρομία, 'Όμως η κλίση του νεαρού Ηλία Καλπίδη ήταν στραμμένη στο ιερατικό στάδιο και με τις ευαίσθητες κεραίες της νεανικής του ψυχής έπιανε τα εσωτερικά του μηνύματα, καθώς και την κλήση Εκείνου για μια μελλοντική εθναποστολική δράση.
Έτσι μετά την αποφοίτησή του από την γυμνασιακή σχολή της Κερασούντας εγγράφεται και για τέσσερα χρόνια φοιτάει στη θεολογική Σχολή της Χάλκης, η φοίτησή του στη Χάλκη είναι γόνιμη και οι σπουδές του εξαιρετικά πετυχημένες.
Είναι η εποχή που το πνευματικό φυτώριο της σχολής αυτής θα δώσει ένα αξιοσέβαστο πλήθος φωτισμένων θεολόγων, που σε λίγο θα κληθούν να ντυθούν τον αρχιερατικό μανδύα και να σταλούν να ποιμάνουν επαρχίες, που ζούσαν σαν πρόβατα κυκλωμένα από αγέλες λύκων.
Απ’ αυτό το εργαστήρι θα βγει κι ο Φώτιος και μάλιστα με τον τίτλο του διδάκτορα της Θεολογίας.
Επιστρέφοντας στον Πόντο αναλαμβάνει τη διεύθυνση των σχολείων, της Κερασούντος και εκτελεί τα καθήκοντά, του με ζήλο μεγάλο, γιατί νιώθει την εργασία του όχι μονάχα σαν εκπαιδευτικό καθήκον αλλά και σαν εξόφληση χρέους προς την παιδεία της ιδιαίτερης πατρίδας του. Στα 1893 μετακαλείται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Χειροτονείται διάκονος και διορίζεται υπογραμματέας πρώτα, κι αρχιγραμματέας κατόπιν της Συνόδου του Πατριαρχείου. Στα 1897 χειροτονείται πρεσβύτερος και λίγο αργότερα ονομάζεται αρχιμανδρίτης, ενώ συγχρόνως διορίζεται μέλος της συντακτικής επιτροπής, και ταμίας του επίσημου δημοσιογραφικού οργάνου του Πατριαρχείου «Εκκλησιαστική Αλήθεια».
Στις 16 Μαϊου 1902, πάνω ακριβώς στα σαράντα του χρόνια Φώτιος εκλέγεται μητροπολίτης Κορυτσάς και Πρεμετής, σ’ αντικατάσταση του Γερβάσιου Ωρολογά, που είχε μετακινηθεί στην μητρόπολη της Καισαρείας.
Η χειροτονία του γίνεται στις 19 Μαϊου 1902, μέρα Κυριακή, στον πατριαρχικό ναό από τον πατριάρχη ’Ιωακείμ επικεφαλής όλων των συνοδικών αρχιερέων.
Μετά δύο μήνες περίπου η Κορυτσά υποδεχόταν το νέο της ποιμενάρχη.
Δημογέροντες και λαός τον περίμεναν στην είσοδο της πόλης και δεν ήξεραν πως ζωηρότερα και πως ενθουσιωδέστερα να φανερώσουν τη συγκίνηση και τη χαρά τους. Κι ο Φώτιος, άλλο τόσο συγκινημένος, ευλογούσε τα πλήθη, διαβεβαιώνοντάς τα. πως έρχεται από την ’Ανατολή στη δυτική, τούτη επαρχία της ελληνικής Εκκλησίας, για να ταυτίσει το υπόλοιπο του βίου του με τη ζωή και τις τύχες τις δικές τους.
ΠΟΙΜΕΝΑΡΧΗΣ ΠΟΛΥΠΑΘΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ
Και τον περίμενε στ’ αλήθεια έργο, μεγάλο και βαρύ έργο εκκλησιαστικό, έργο εθνικό, έργο κοινωνικό. Κι έπρεπε το έργο αυτό να συντελεστεί μέσ’ από ένα σωρό αντιξοότητες και κινδύνους, που προέρχονταν απ’ όλους εκείνους που είτε φανερά είτε κρυφά απεργάζονταν την αποδυνάμωση και τη συρρίκνωση του έθνους των Ελλήνων.
Είναι αλήθεια πώς, η τουρκική εξουσία ήταν εδώ ελάχιστα αισθητή.
Η Πύλη, απασχολημένη στα μεγάλα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα εκείνης της εποχής της, περιοριζόταν στην άσκηση μιας κάποιας ψιλής κυριαρχίας κρατώντας για λογαριασμό της μόνο τις μεγάλες θέσεις.
Έτσι οι Αρβανίτες, αντλώντας δύναμη και θρασύτητα από το μουσουλμανισμό και τη μακρόχρονη αφοσίωσή τους στον Οθωμανό δυνάστη, έβρισκαν τον τρόπο να καρπούνται την κοσμική εξουσία σε βάρος του Ελληνισμού της περιοχής τους.
Αυτοί ήταν μαθημένοι στα πολεμοχαρή τους έργα και στην αρπαχτική ζωή.
Η δημιουργική ζωή ανήκε στους 'Έλληνες, αυτοί είχαν το εμπόριο, την παραγωγή, τις τέχνες, τα γράμματα, αυτοί είχαν τα πάντα.
Οι μουσουλμάνοι άγριοι κι αχόρταγοι έβλεπαν την πρόοδο των Ελλήνων, μετρούσαν τα πλούτη τους, έβλεπαν τα σχολεία και τις Εκκλησίες να είναι σωστό ελληνικό μελισσολόι.
Και κάθε τόσο και χωρίς αφορμή ξεσπούσαν πάνω στους χριστιανούς, άρπαζαν το βιός τους, έκαιγαν τις εκκλησίες τους και ρήμαζαν τα σχολεία τους, απομυζούσαν τον ιδρώτα τους και κατέστρεφαν τα δημιουργήματα του πνεύματος και των χεριών τους.
Παράλληλα ρουμανιστές και πράκτορες του βουλγαρικού κομιτάτου όργωναν τον τόπο. Εκμεταλλευόμενοι τις αυτονομιστικές τάσεις μερικών ισχυρών Αλβανών -συνεργάζονταν μαζί τους κι είχε η συνεργασία τους αυτή βασικό στόχο τη διάβρωση και την εξασθένηση του ελληνικού στοιχείου.
Από επιστολή του επίτροπου του μητροπολίτη Κορυτσάς προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη πληροφορούμαστε ότι «... χάρις εις την σύμπραξιν των ρουμανιζόντων μετά των εργαζομένων υπέρ της αυτονομίας της Αλβανίας Αλβανών η κατάστασις απέβη αφόρητος, έντιμοι πολίται φυλακίζονται, η δε θέσις των Χριστιανών δεινούται και καταπατούνται τα προνόμια».
Κι ο Νικόλαος Βλάχος στο έργο του «Το Μακεδονικόν ως φάσις του Ανατολικού Ζητήματος» σημειώνει: «Λίαν χαρακτηριστική ένδειξης της εντάσεως των προσπαθειών των ρουμανιζόντων πρός υπονόμευσιν και ανατροπήν των επιτευχθέντων εθνολογικών επιτευγμάτων παρά των Ελλήνων από της ενάρξεως του αμυντικού των αγώνος είναι το γεγονός, ότι διατηρουμένης, όπως και κατά τα παρελθόν της συνεργασίας μετά των αλβανιζόντων του διαμερίσματος Κορυτσάς και των βουλγαρικών συμμοριών εμφανίζονται επί του πεδίου του φυλετικού ανταγωνισμού αυτοτελείς, ρουμανικαί συμμορίαι, μετά των οποίων συνέπραττον πολλάκις υπομίσθιοι Όθωμανοί, Αλβανοί και ρουμανίζοντες».
Ξέφραγο αμπέλι ήταν οι πόλεις, και τα χωριά της επαρχίας Κορυτσάς. Ό οποιοσδήποτε μπορούσε να μπει μέσα, και ν’ αναπτύξει κάθε είδος δραστηριότητας. Κι απ’ τη στιγμή που η δράσης αυτή στρεφόταν εναντίον των ελληνικών πληθυσμών οι δράστες κανέναν δεν είχαν να φοβηθούν όλες οι άλλες εθνότητες ήταν με το μέρος τους αφού όλες τους διακατέχονταν από μεγάλο μισελληνισμό η τέλος πάντων καθεμιά απ' αυτές εργαζόταν για το δικό της συμφέρον αλλά σε βάρος των ελληνικών δικαίων.
Και κάτω απ΄ αυτές τις συνθήκες στοιχεία, κακοποιά από κάθε φυλή και κάθε προέλευση, έκαμναν την εμφάνισή, τους, βρίσκοντας σαν επάγγελμα, ευκολότερο και γονιμότερο τη διάπραξη ληστειών και άλλων κακουργημάτων.
Και φυσικό ήταν τα στοιχεία αυτά ν΄ αντιστρατεύονται το έργο της ελληνορθόδοξης εκκλησίας και να ’χουν στο δολοφονικό τους στόχαστρο τους λειτουργούς της.
Μ’ ΕΠΙΓΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΗ ΘΥΣΙΑ
Ο Φώτιος ήταν γόνος πολυμελούς αρχοντικής οικογένειας. |
Σ' όλα αυτά ο Φώτιος αντιτάσσει το φλογερό πατριωτισμό και τον ποιμαντορικό του δυναμισμό. Στην αρχή φαίνεται πως με μόνο όπλο το πνευματικό και ηθικό του ανάστημα θα τα βγάλει πέρα.
Οι χριστιανοί είναι και που είναι με το μέρος του. Μιλούν με σεβασμό για το πρόσωπό του και νιώθουν ασφάλεια κοντά του.
Μα και οι ξένοι δυνάστες δείχνουν να τον σέβονται τι τέλος πάντων δεν τολμούν να μιλήσουν ανοιχτά εναντίον του.
Η μορφή του Φώτιου ακτινοβολεί ηθικό μεγαλείο που απλώνεται παντού.
Ο Γερμανός φιλόσοφος και καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Ιένας Γκέσλορ θά γνωρίσει το Φώτιο και σε φημισμένο σύγγραμμά, του θα σημειώσει πως τέτοιο άντρα, με τόση βαθιά μόρφωση, τέτοιο ήθος και τόση αποφασιστικότητα δεν είχε συναντήσει.
Μα γρήγορα οι εχθροί της Εκκλησίας θα δείξουν πως δεν είναι δυνατό ν΄ ανεχτούν μια τέτοια επιβλητική φυσιογνωμία.
Ο Φώτιος, με κέντρο της αποστολικής του δράσης την Κορυτσά, περιοδεύει από χωριό σε χωριό, φτάνει παντού. Ενθαρρύνει, παρηγορεί, δίνει ελπίδες. Στη βία αντιτάσσει, την αγάπη, στα όπλα το διάλογο. Η δράση του είναι μεγάλη, αλλά η φροντίδα, για την προσωπική του ασφάλεια μηδαμινή.
Μάταια οι άνθρωποι του περιβάλλοντος του προσπαθούν να τον κάμουν προσεκτικό. Τούς ευχαριστεί για το ενδιαφέρον τους, αλλά δεν τους ακούει,
«Αν πρέπει να κάμω όπως μου λέτε, τότε για ποιο λόγο μ’ έστειλαν εδώ από την πόλη;», τους λέγει με καλοσύνη και συνεχίζει τις περιοδείες του αδιαφορώντας για τους κινδύνους, που αρχίζουν πια να γίνονται πιο φανεροί και πιο απειλητικοί.
Όμως ο Φώτιος δεν το βάζει κάτω. Αγκαλιάζει τη νεολαία και δημιουργεί στην Κορυτσά το σύλλογο των νέων «Τα πάτρια». Ο σύλλογος αυτός θ΄ ανδρωθεί και θα γιγαντωθεί, για ν΄ αποτελέσει το σκληρότερο προμαχώνα της υπεράσπισης των δικαίων του Ελληνισμού της περιοχής.
Ζούσε τότε στην περιοχή της Κορυτσάς ο Κωστούρης, άνθρωπος με πολυπρόσωπη συνεργασία με τα ανθελληνικά στοιχεία του τόπου, πράκτορας της ρουμανικής προπαγάνδας, συνεργάτης των κομιτατζήδικων συμμοριών και φίλος στενός του μισέλληνα, Τούρκου διοικητή της Κορυτσάς.
Ο άνθρωπος αυτός κάθε λόγο είχε να φύγει από τη μέση ο Φώτιος. Από τη στιγμή μάλιστα, που ο Φώτιος αρνήθηκε τη χορήγηση άδειας παράνομου γάμου σ΄ έναν από τους γιούς του, το μίσος του Κωστούρη εναντίον του μητροπολίτη ήταν αθεράπευτο. Κι έτσι έψαχνε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία, για να υλοποιήσει τα δολοφονικά, του σχέδια.
Τον Ιούνιο του 1906 άνθρωποι του Κωστούρη πηγαίνουν στο χωρίο Πλιάσσα, καταλαμβάνουν αυθαίρετα την εκκλησία και αρχίζουν τις βαρβαρότητες σε βάρος των κατοίκων.
Πληροφορείται τα γεγονότα ο Φώτιος και σπεύδει στην Πλιάσσα. Ελευθερώνει την εκκλησία, αλλά δέχεται επίθεση με πέτρες των οργάνων του Κωστούρη, που τον τραυματίζουν αρκετά σοβαρά. Όμως ούτε ο Φώτιος περιορίζει τη δράση του ούτε οι εχθροί του εγκαταλείπουν τα σχέδια τους.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1906 ο Φώτιος ξεκίνησε για το χωριό Βρατοβίτσα. Τον συνόδευαν ο πρωτιερέας Ιωσήφ, ο διάκος και ο κλητήρας της μητρόπολης.
Την άλλη μέρα θά τελούσε τα εγκαίνια του ναού του χωριού, καθώς και τη θεια λειτουργία.
Τον είχαν ειδοποιήσει εκείνη τη μέρα να μην πάει στο χωριό, γιατί η ζωή του κινδύνευε, και όμως πήγε!
«Τι θα πουν οι χριστιανοί μου», απάντησε, «όταν δουν ότι ο ποιμενάρχης τους λιποτάκτησε από φόβο κι αφήνει απροστάτευτο το ποίμνιό του; Είμαι στρατιώτης της Εκκλησίας».
Και για να τους καθησυχάσει δέχτηκε την πρόταση τους να ζητήσει από το μουτεσαρίφη της Κορυτσάς να του διαθέσει ένα μικρό ένοπλο τμήμα για την ασφάλεια του. Μα εκείνος του αρνήθηκε...
Κατά το ηλιοβασίλεμα και σ’ απόσταση δρόμου ενός τέταρτου της ώρας από το χωριό είχαν στημένη την ενέδρα τους οι δολοφόνοι. Μια ομοβροντία έριξε το Φώτιο από το άλογό του νεκρό κάτω στο έδαφος. Κανένας άλλος από τη συνοδεία δεν έπαθε τίποτε. Στόχος αποκλειστικός των δολοφόνων ήταν ο Φώτιος. Και πέτυχαν στο στόχο τους απόλυτα.
Τον επίλογο του δράματος θα μας τον δώσει, ο Νίκος Μέρτζος με τη ζωντάνια και τη συναρπαστικότητα του λόγου του:
«Και σαν να τέλειωνε πια η αποστολή του, καθώς περιέτρεχε τη ματωβαμένη ύπαιθρο, ο Φώτιος δέχτηκε μια μπαταρία κατάστηθα. Οι εχθροί του Γένους και της Ορθοδοξίας τον είχαν πετύχει επιτέλους. Έπεσε κάτω, πλημμυρισμένος στο αίμα, αλλά γελαστός. Κοίταξε τους συντρόφους του. «Εγώ τελείωσα», είπε. Και από τα χέρια, του έπεσαν τα χαλινάρια...»..
Πάνω στη σύγχυση και στη γενική κατακραυγή το έγκλημα αποδόθηκε στον Κωστούρη. Σε μια κάθοδό του μάλιστα στη Θεσσαλονίκη τον επισήμανε το «εκτελεστικό» της πόλης και τον έβγαλε από τη μέση.
Όμως αργότερα προέκυψαν στοιχεία που φανέρωναν πως οι δολοφόνοι ήταν ρουμανίζοντες και φανατισμένοι μουσουλμάνοι Αρβανίτες.
Τέσσερα χρόνια αργότερα άνθρωποι της ίδιας σχεδόν υφής κατακρεούργησαν και το μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανό Λαζαρίδη.
ΠΟΛΥΚΛΑΥΣΤΟΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ
Οι χριστιανοί της, περιοχής Κορυτσάς και Πρεμετής έπεσαν σε βαθύτατο πένθος κι έτρεξαν από παντού για τελευταία φορά να φιλήσουν το χέρι του αγαπημένου τους δεσπότη.
Με θρήνους σπαραξικάρδιους για το μεγάλο χαμό αλλά και κατάρες για τους δολοφόνους ό εθνομάρτυρας ποιμενάρχης θάφτηκε στον περίβολο του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Γεωργίου. Την κηδεία έκαμαν οι μητροπολίτες Γερμανός Καραβαγγέλης της Καστοριάς και Προκόπιος του Δυρραχίου.
Μίλησε ο Καραβαγγέλης. Κι ήταν ο λόγος του πύρινος κι εκρηκτικός. Γράφει σχετικά στ΄ απομνημονεύματα του:
«...Είπα πως δεν πρέπει ν΄ απελπίζωνται, πως στη θέση του σκοτωμένου εμείς θα στείλουμε καλύτερο, κι αν τον σκοτώσουν κι αυτόν θα στείλουμε άλλον ακόμα καλύτερο.
Κι επαναλάμβανα (δείχνοτας προς την Ελλάδα) «Ούκ εκλείψει αρχών εξ Ίούδα..». Αυτή είναι η μοίρα του Ελληνικού Έθνους, να εργάζεται με το αίμα του για την απελευθέρωσή του...
Ο ενθουσιασμός του πριν τρομαγμένου λαού, που είχε πλημμυρίσει την εκκλησία και τον αυλόγυρο σιωπηλός και κατηφής, ήταν απερίγραπτος. Φωνές, κατάρες, ζητωκραυγές αντηχούσαν τώρα. Τόσο που άμα τελείωσα το λόγο μου ο μουιεσαρίφης (νομάρχης) Κορυτσάς που ήταν τρομερά μισέλλην ρωτούσε, με επιμονή το μουαβίνη του (βοηθό του) τι είπα στο λόγο μου. Ο μουαβίνης ήταν 'Έλληνας και φίλος μου.
Του είπε λοιπόν πως μίλησα αρχαία ελληνικά... δεν κατάλαβε κι αυτός καλά καλά τί είπα.
Αλλά ότι μίλησα θρησκευτικά και τέτοια πράματα...».
Στο πένθος πήρε μέρος ολόκληρος ο Ελληνισμός, ο ελεύθερος κι ο υπόδουλος. Παντού αναπέμφθηκαν επιμνημόσυνες δεήσεις κι εκφωνήθηκαν λόγοι.
Και πέντε μέρες μετά το θάνατο του Φώτιου, ο Δράμας και κατόπι μαρτυρικός μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος σ' επιστολή του προς το Μέγα Χαρτοφύλακα του Πατριαρχείου Μανουήλ Γεδεών έγραφε τούτα, προφητεύονται και το δικό του μέλλον:
«Έκλαυσα, έκλαυσα ως παιδίον μικρόν διά τόν οίκτρόν θάνατον του αδελφού Φωτίου. Αιωνία η μνήμη του! Τίς οίδιε και οποίους άλλους αδελφούς και ίσως ίσως και τόν γράφοντα αυτόν αναμένει η αυτή τύχη!».
Στην Αθήνα η είδηση της δολοφονίας του Φώτιου έφτασε λαθεμένη.
Οι δημοσιογραφικοί και στρατιωτικοί κύκλοι του Μακεδονικού Κομιτάτου πληροφορήθηκαν πως ο Καραβαγγέλης κι όχι ο Φώτιος είναι το θύμα.
Ο πρόεδρος του Κομιτάτου Δημήτριος Καλαποθάκης δημοσίευσε στο «Εμπρός» νεκρολογία του Καραβαγγέλη αποκαλύπτοντας πολλά από τα στοιχεία της εθνικής του δράσης. Το αποτέλεσμα, ήταν να εχδιωχτεί, με την απαίτηση των Τούρκων, ο Καραβαγγέλης από την Καστοριά κι ο Καλαποθάκης, για το σοβαρότατο λάθος του, να παραιτηθεί από τη Θέση του προέδρου του Κομιτάτου.
Τώρα ο Φώτιος Καλπίδης, κοιμάται τον αιώνιο ύπνο, καταξιωμένος στην ιστορία σαν ιεράρχης που τίμησε πέρα για πέρα τη μίτρα του και την κλήση του.
Στο μαρμάρινο τάφο του οι χριστιανοί της Βόρειας Ηπείρου εναπόθεταν κάποτε τα λουλούδια της ευγνωμοσύνης και των ελπίδων τους.
Δεν ξέρουμε αν ακόμα σώζεται ο τάφος του κι αν οι 'Έλληνες της περιοχής μπορούν να τον προσκυνήσουν.
Οπωσδήποτε όμως η ψυχή του τραγικού μητροπολίτη τους παραμένει εκεί δεμένη με τις τύχες του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού, παραμένει εκεί σαν ένα ακόμα σύμβολο αιώνιο κι ακαταμάχητο της προσφοράς της Εκκλησίας στους εθνικούς αγώνες των Ελλήνων.
Βιβλιογραφία
1)Βλάχος Νικ.: το Μακεδονικό» ως φάσις του ’Ανατολικού Ζητήματος 1878-1908, Αθήναι 1935, σελ. 446-447.
2)Βοβολινη Α. Κων.: η Εκκλησία εις τον αγώνα της ελευθερίας, Αθήναι 1952, σελ. 205, 253,411.
3)Γενικό Επιτελείο Στρατού: Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, Αθήναι 1979, σελ. 102 , 211, 224.
4)Δέλτα Πηνελόπης: Αρχείο Μακεδονικού Αγώνα. Γερμανού Καραβαγγέλη: Ο Μακεδονικός Αγών (Απομνημονεύματα), Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1958, σελ. 58, 59, 60, 66, 110.
5)Εγκυκλοπαίδεια: (α) Ηλιος, τομ. ΠΓ, (β) Θρησκευτική και Ηθική, τομ. 12, σελ. 34, (γ) Μεγάλη Ελληνική, τομ. ΚΔ', σελ. 340.
6)Έφημ. Νέα Αλήθεια, 20 Απριλ. 1959, όπου σχετικό άρθρο της Αγγελικής Μεταλληνού.
7)Καλαφάτη Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου Δράμας: Εκθέσεις περί του Μακεδονικού Αγώνος 1903-1907, Θεσσαλονίκη 1960, ΕΜΣ (ΙΜΧΑ), σελ.21,42,51,56.
8)Κωσταρίδου Ευγ.: η σύγχρονος Ελληνική Εκκλησία, Αθήναι 1921, σελ. 423-424, 467.
9)Μεταλληνού Αγγελικής: Λεύκωμα του Μακεδονικού Αγώνος 1900-1912
10)Μόδη Γεωργίου: Ο Μακεδονικός Αγών και η νεώτερη μακεδονική Ιστορία, Θεσσαλονίκη 1967, σελ. 322-323.
11)Πανελλήνιον Λεύκωμα Εθνικής Εκατονταετηρίδος (1821-1921), Αθήναι 1922, σελ. 114.
12)Περιοδικό Μακεδονική Ζωή, όπου άρθρα των: (α) Ε.Ι.Μ. τεύχ. 24, σελ. 19, (β) Κακουλίδου Χρυσοστόμου, τεύχ. 28, σελ. 12-14, (γ) Καλίτση Ευαγγέλου, τεύχ. 32, σελ. 34-35 (δ) Μέρτζου Νικολάου, τεύχ. 92, σελ. 36-37.
13)Τσακόπογλου Αιμιλιανού: Επισκοπικοί κατάλογοι εν Ορθοδοξία, τ. ΛΓ' (1958), σελ. 401.
14)Τσάμη Λ. Παύλου: Μακεδονικός Αγών, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 137, 332.
Πηγή: Εδώ
*
Χαράλαμπος Μπαλαμάτσης
|
Ο Σαλί Μπερίσα με τον Νικ Μπαλαμάτσι |
Την ίδια περίπου περίοδο που τραβήχτηκε η προηγούμενη φωτογραφία ως αναμνηστικό της συμμαχίας των νεο-ρουμανιζόντων με τον Σαλί Μπερίσα, ο τελευταίος εξαπολύει ένα πραγματικό πογκρόμ εις βάρος της ελληνικής κοινότητας της Αλβανίας που καταλήγει στη φυλάκιση 300 βορειοηπειρωτών. (Φωτο από τη δίκη πέντε στελεχών της Ομόνοιας από εκείνη την περίοδο). Περισσότερες πληροφορίες: Εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.