Ένα όμορφο Χριστουγεννιάτικο παραμύθι...
Μια φορά κι έναν καιρό, επάνω στην Πίνδο, ζούσε ένας βλάχος με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Αυτός ο βλάχος ήταν καλός νοικοκύρης, είχε χίλια πρόβατα και κάθε πρωί τα έβγαζε στο βουνό για να βοσκήσουν. Είχε και δυο τσοπανόσκυλα να τον βοηθάνε, έβγαινε και η βλάχα τις πιο πολλές φορές γνέθοντας με τη ρόκα της και με τ΄ αδράχτι, γιατί, βλέπεις, τα πρόβατα ήταν πολλά.
Μια φορά κι έναν καιρό, επάνω στην Πίνδο, ζούσε ένας βλάχος με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Αυτός ο βλάχος ήταν καλός νοικοκύρης, είχε χίλια πρόβατα και κάθε πρωί τα έβγαζε στο βουνό για να βοσκήσουν. Είχε και δυο τσοπανόσκυλα να τον βοηθάνε, έβγαινε και η βλάχα τις πιο πολλές φορές γνέθοντας με τη ρόκα της και με τ΄ αδράχτι, γιατί, βλέπεις, τα πρόβατα ήταν πολλά.
Το δείλι κατέβαζε ο βλάχος το κοπάδι στη στάνη και μαζί με τη βλάχα τ΄ αρμέγανε. Ύστερα έπηζαν το γάλα τυρί, κι όταν στράγγιζε καλά το τυρί, τ΄ αλάτιζαν και το βάζανε στα τυροβάρελα. Δύο φορές το χρόνο, ο βλάχος φόρτωνε στο κάρο όσα βαρέλια είχε γεμίσει με τυρί και τα πήγαινε στα Γιάννενα και τα πουλούσε.
Έτσι κι εκείνη τη χρονιά παραμονή Χριστουγέννων, φόρτωσε δέκα βαρέλια τυρί στο κάρο του και ξεκίνησε για τα Γιάννενα. Ξεκινώντας έκανε το σταυρό που και μέσα έλεγε το «Κύριε Ελέησον», γιατί περνούσε από ερημιές και οι κίνδυνοι δεν έλειπαν. Κάποια ώρα όμως, αποκοιμήθηκε απάνω στο σανίδι ενώ το ζώο περπατούσε. Εκείνη την ώρα νιώθει φασαρία από πίσω του και φωνές παράξενες τον ξύπνησαν από το λαγοκοίμισμα. Γυρίζει, και τι να δει; Ένα σωρό καλικάντζαροι, περπατούσαν απάνω στα βαρέλια και πάλευαν να τ΄ ανοίξουν. Άλλα έτρεχαν κοντά του και του λέγανε:
- Μπάλμπα, άνοιξέ μας τα βαρέλια, να φάμε τυλάκι. Ο βλάχος φοβήθηκε πως θα του μαγαρίσουν το τυρί και θα πάει χαμένο το βιος του, τους άνοιξε λοιπόν ένα βαρέλι κι εκείνα πέσανε μέσα και βγάζανε έξω τα κομμάτια, τα πετούσαν χάμου και καταλέρωσαν το κάρο. Ύστερα γύρισαν το βαρέλι και το πέταξαν κάτω, κι εκείνο κύλησε ως κάτω στο ρέμα.
- Μπάλμπα, άνοιξέ μας κι άλλο βαρέλι, έλεγαν τώρα οι βρωμεροί. Ο βλάχος απελπίστηκε, δεν ήξερε τι να κάνει, φοβόταν κιόλας, αλλά μέσα στην ατυχία του, βλέπει μπροστά του ένα ξωκλήσι που το ετοίμαζαν οι γυναίκες για τη μεγάλη γιορτή. Σκούπιζαν, γυάλιζαν, λιβάνιζαν το ξωκλήσι, για να μοσχομυρίσει, που ήταν αλειτούργητο τόσον καιρό. Οι καλικάντζαροι φαίνονταν τώρα φοβισμένοι και πιάνανε τη μύτη τους.
- Τι βλωμάει, τι βλωμάει; Λέγανε και άρχισαν να κατεβαίνουν απ΄ τα βαρέλια και να κρύβονται μέσα στο κάρο.
Κατάλαβε ο βλάχος ότι τρέμουν το λιβάνι και σταματάει το ζώο, κατεβαίνει, πηγαίνει στο εκκλησάκι παίρνει ένα λιβανιστήρι κι ένα κερί αναμμένο και τα φέρνει στο κάρο. Τα καλικαντζάρια σκούζοντας, πηδούσαν από το κάρο και με το κερί τα τσουρούφλιζε ο βλάχος από πίσω. «Ιησούς Χριστός νικά …», έλεγε κι εκείνα τα σιχαμένα έφευγαν. Ούστ από δω τρισκατάρατοι ξαναείπε. Με το «ούστ από δω» όμως τα καλικαντζάρια γυρνούσαν πάλι, μόνο που μύριζαν το λιβάνι και δεν ανέβαιναν στο κάρο. Αλλά κόντευε να σβήσει το θυμιατό και τα καλικαντάρια ήρθαν κοντά στο βλάχο και του λέγαν:
- Πες το πάλι μπάλμπα, πώς το είπες αυτό το «ούστ τρισκατάρατοι». Αυτό μας αλέσει . Εκείνο το …νικά δε μας αλέσει καθόλου. Τότε κατάλαβε ο βλάχος ότι τους αρέσουν οι βρισιές και οι κακίες και γι΄αυτό έκανε ταπεινά το σταυρό του και είπε με ήρεμο τρόπο.
– Άντε ευλογημένα, πηγαίνετε τώρα στη μάνα σας.
– Ούου, έκαναντα καλικαντζάρια και χάθηκαν απ΄ τα μάτια του.
Τότε ο βλάχος ανέβηκε στο κάρο και ξεκίνησε, κι όλο έλεγε από μέσα τους το «Κύριε ελέησον» και το «Ιησούς Χριστός νικά». Δεν ήξερε και τίποτε άλλο ο καημένος απ΄ τα λόγια της εκκλησίας. Ώσπου έφτασε στα Γιάννενα, πήγε στο παζάρι και πούλησε τα εννέα βαρέλια το τυρί. Ψώνισε καλούδια για τη βλάχα του και τα βλαχόπουλα, πήρε και ό,τι χρειάζονταν και για το σπίτι για να περάσουν τις άγιες μέρες, έδεσε και στη μέση του τη σακούλα με τους παράδες (τα λεφτά που πήρε απ΄ το τυρί που πούλησε) και κατά τ΄ απομεσήμερο ξεκίνησε πάλι να γυρίσει στο χωριό του.
Στο δρόμο θυμόταν τι έπαθε στον ερχομό κι όλο έλεγε το «Κύριε ελέησον» . Κάπόια στιγμή όμως σκέφτηκε να λογαριάσει πόσο του κόστισαν τα ψώνια του και τα λογάριαζε ένα – ένα για να βγάλει το λογαριασμό. Ύστερα έβγαλε τη σούμα απ΄ το ποσό που πήρε απ΄ το τυρί και βρήκε πόσα έπρεπε να του μείνουν στη σακούλα κι έβγαλε τη σακούλα κι άρχισε να μετράει τα λεφτά. Εκείνη την ώρα άκουσε γέλια πίσω του, γυρίζει και τι να δει;
Να τα καλικαντζάρια πάλι απάνω στο κάρο και πατούσαν πάνω στα ψώνια κι έσκυβαν ν΄ ανοίξουν τις σακούλες.
– Πω, πώ, τι έπαθα λέει ο βλάχος, θα μου μαγαρίσουν τα καλούδια μου. Τώρα τι θα κάνω; Τσακιστείτε τρισκατάρατοι, φωνάζει θυμωμένος. Τότε οι καλικάντζαροι ήρθαν πιο κοντά του κι ανέβηκαν και στον ώμο του.
Άρχισαν τώρα να τον παρακαλούν.
- Άνοιξε, μπάλμπα, τις σακούλες να ιδούμε τι έχεις μέσα. Τους έτρωγε η περιέργεια βλέπεις. Τότε, ο βλάχος σκέφτηκε να τα ξεγελάσει.
- Αν πάτε να μου φέρετε το βαρέλι μου, που μου το κυλήσατε στο ρέμα, θα σας δείξω τα καλούδια.
Με μιας οι καλικάντζαροι τρέχουν στο ρέμα, βρήκαν το βαρέλι κι άρχισαν να το κυλάνε στον ανήφορο. Μόλις το έφτασαν επάνω, τους ξέφυγε και κύλησε πάλι στο ποτάμι. Κι αυτό ξανάγινε και ξαναγίνονταν συνέχεια. Βλέπεις τα καλικαντζάρια, δεν μπορούν να κάνουν μια δουλειά σωστή, μόνο να χαλάνε μπορούν. Κι έτσι ο βλάχος ανέβηκε πάλι στο κάρο και ξεκίνησε γρήγορα, για να μην τον βρει η νύχτα. Σκέφτηκε όμως να πάει από άλλο δρόμο στο χωριό, μήπως και τον προφτάσουν πάλι οι καλικάντζαροι.
Ο δρόμος αυτός περνούσε μέσα απ΄ το δάσος το σκοτεινό κι είχε άλλα συναπαντήματα. Πηγαίνοντας, συναντάει ένα φτωχό, κουρασμένο , κακόμοιρο .
– Πούθε έρχεσαι; Τον ρωτάει.
– Απ΄ τα Μετέωρα, απαντάει εκείνος. Πήγα και πήρα κομποσκοίνια να τα πουλήσω στα χωριά.
- Ν΄ αγοράσω κι εγώ ένα, είπε ο βλάχος. Ανέβα και στο κάρο να σε ξεκουράσω. Χάρηκε ο φτωχός κι ανέβηκε επάνω.
Στο δρόμο που πήγαιναν, βρέθηκαν μπροστά σ΄ ένα στενό πέρασμα. Δεξιά και αριστερά ήταν δύο μεγάλοι βράχοι κι ανάμεσα περνούσε ο δρόμος. Οι βράχοι αυτοί ήταν μαγεμένοι κι όταν περνούσε κανείς ανάμεσα, κλείνανε και τον έλιωναν μέσα! Λίγοι γλίτωσαν. Δίπλα εκεί ήταν οι τάφοι τους, που τους έθαβαν μαζί με τ΄ άλογά τους κι ένας καλογερόπαπας κάθονταν σ΄ ένα ξωκλήσι απέξω και ήταν αυτός που διάβαζε τους πεθαμένους και τους έθαβε. Μόλις τα είδε αυτά ο βλάχος φοβήθηκε πολύ και λέει: Δεν πάω να περάσω, γιατί θα πεθάνω κι εγώ.
– Εσύ να περάσεις, του λέει ο καλόγερος. Δεν θα πάθεις κακό.
– Πώς κι έτσι; Ρωτάει ο βλάχος .
– Εσύ κρατάς το «Κύριε Ελέησον» κι έχεις κάνει και καλό που πήρες τον κουρασμένο το φτωχός στο κάρο σου. Τράβα λοιπόν, θα περάσεις! Κίνησε κι ο βλάχος και πέρασε τις πέτρες, κι οι πέτρες δεν έκλεισαν, όπως τα είπε ακριβώς ο καλόγερος.
Από κει συνέχισαν να πηγαίνουν στο δρόμο (τώρα ήταν δύο βλέπεις) ώσπου φτάνουν σ΄ ένα ωραίο ξέφωτο με μια λίμνη με γύρω γύρω λουλούδια πολλά και κύκνους να κολυμπούν μέσα στη λίμνη.
– Εδώ θα σταθούμε να ξεκουραστούμε, λέει ο βλάχος.
– Το καλό που σου θέλω, λέει τότε ο φτωχός, είναι να μη σταθείς εδώ! Ο τόπος είναι μαγεμένος. Εδώ κοντά έχει τον πύργο της μια μάγισσα πεντάμορφη και γλυκοτραγουδίστρια που έχει τ΄ αηδονιού φωνή. Σαν τραγουδήσει, δεν μπορείς να ξεκολλήσεις απ΄ το στόμα της και πολλοί χάνουν το νου τους απ΄ τη γλύκα του τραγουδιού κι απομένουν εκεί. Κάτω απ΄ τον πύργο είναι σωρός τα κόκαλα των περαστικών που πεθαίνουν.
– Σ΄ ευχαριστώ καλέ μου άνθρωπε που μου έσωσες τη ζωή, λέει τότε ο βλάχος, αλλά εγώ ξέρεις σαν βλάχος που ζω επάνω στα βουνά, δεν έχω ξανακούσει τέτοια μουσική και τώρα που μου δόθηκε η χάρη δε θέλω να τη χάσω. Ξέρεις τι σκέφτομαι; Να σου βουλώσω τ΄ αυτιά καλά με κερί κι εσύ να με δέσεις γερά απάνω το κάρο. Ύστερα να πάρεις εσύ το καμτσίκι και να χτυπάς το ζώο να περάσουμε. Έτσι και θα γλιτώσουμε και θ΄ ακούω κι εγώ το τραγούδι να ΄χω να λέω και στη βλάχα μου.
Έτσι έκαναν. Καθώς περνούσαν μπροστά από τον πύργο, άρχισε η μάγισσα να τραγουδά και δείχνει την ομορφιά της. Ο βλάχος καταμαγεύτηκε από το τραγούδι αλλά και την ομορφιά της πεντάμορφης και φώναζε του φτωχού να τον λύσει. Εκείνος ούτε αυτόν άκουγε, ούτε τη μάγισσα, μόνο κουμαντάριζε το άλογο για να φύγουν πιο γρήγορα. Σε λίγο ξεμάκρυναν και σαν δεν ακούγονταν πια το τραγούδι της μάγισσας, ξελύθηκαν, ξεβούλωσαν και τ' αυτιά τους και συνέχισαν το ταξίδι.
Δεν άργησε ο βλάχος να φτάσει στο χωριό και ήταν ευχαριστημένος που θα προλάβαινε να κάνει Χριστούγεννα στο σπίτι του. Εκεί στο έμπα του χωριού γύρισε να μιλήσει στο φτωχό, αλλά δεν τον βρήκε στο κάρο. Μονάχα ένα γλυκό άρωμα έβγαινε από τον πάγκο που είχε καθίσει ο φτωχός σ΄ όλη τους διαδρομή.
Τότε ο βλάχος κατάλαβε, ότι ήταν ο άγγελος που τον συνόδεψε για να τον γλιτώσει. Πήγε ίσια στο καλύβι, φίλησε τη φαμελιά του, έβαλε τα καλούδια πάνω στο τζάκι, έκρυψε τα λεφτά κάτω απ΄ το στρώμα, πλύθηκε, άλλαξε και κίνησαν όλοι μαζί για την εκκλησία. Ήταν η νύχτα των Χριστουγέννων.
Όταν γύρισαν και κάθισαν στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, ο βλάχος τους διηγήθηκε τις περιπέτειές του με τους καλικάντζαρους και τα άλλα. Ύστερα έψαλαν το «Χριστός γεννάται» και χαρούμενοι έπεσαν να κοιμηθούν.
Toυ Κωνσταντίνου Γανωτή
Φιλόλογου - Συγγραφέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.