Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

H Εσπερίδα του Χορευτικού Ομίλου Αλμυρού για τις γυναικείες παραδοσιακές ενδυμασίες – Αποσπάσματα ομιλιών


Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε η 
Εσπερίδα που διοργάνωσε ο Χορευτικός Όμιλος Αλμυρού, σε συνεργασία με το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του 
Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου, με θέμα 
«Γυναικείες παραδοσιακές ενδυμασίες
της επαρχίας Αλμυρού», το απόγευμα 
του Σαββάτου 18 Οκτωβρίου 2014, 
στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου.

Η Εσπερίδα διοργανώθηκε στα πλαίσια των εκδηλώσεων για τη συμπλήρωση 30 χρόνων από την ίδρυση του Χορευτικού Ομίλου, και ήταν η 7η κατά σειρά, που υλοποιήθηκε για το σκοπό αυτό.

Τους παρευρισκόμενους καλωσόρισε και ευχαρίστησε για την παρουσία τους ο Πρόεδρος του Ομίλου, Κωνσταντίνος Γκουντάρας, εκφράζοντας τη χαρά και την ικανοποίησή του για την υλοποίηση της Εσπερίδας, την έναρξη της οποίας έκανε η Πρόεδρος της Συνεδρίας, Μαρία Χατζηιερεμία – Παπαβασιλείου.

Ακολούθησε η παρουσίαση των παραδοσιακών γυναικείων ενδυμασιών της περιοχής του Αλμυρού: Καππαδοκίας – από τον Ευθύμιο Ζιγγιρίδη, Βλάχικη – από τον Δημήτριο Τσούτσα, Ανατολικής Ρωμυλίας (Καβακλί) – από τη Γερακίνα Μηνούδη, Σαρακατσάνικη – από την Αγαθή Τιμπλαλέξη και Αλμυρού (Αντερί) – από τον Κωνσταντίνο Γκουντάρα.

Η παρουσίαση περιελάμβανε λεπτομερή περιγραφή της κάθε φορεσιάς, που ενίοτε επηρεαζόταν από την εδαφική μορφολογία του τόπου κατοικίας (βουνό, κάμπος κτλ.), καθώς και αναφορά σε βασικά στοιχεία για την προέλευση των φυλών, την ιστορία τους, τους τόπους καταγωγής και τον τρόπο ζωής τους, τα χωριά της περιοχής στα οποία εγκαταστάθηκαν ή κατοικούσαν ανέκαθεν, και άλλες ενδιαφέρουσες, κατατοπιστικές πληροφορίες.

Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, στην είσοδο του Πολιτιστικού Κέντρου λειτουργούσε έκθεση κεραμικής, τα έσοδα της οποίας θα διατεθούν στο «Σπίτι Γαλήνης» Αγίου Δημητρίου.

Η Εσπερίδα έκλεισε με συμπεράσματα και αποφωνήσεις, καθώς και με απονομή αναμνηστικών στους συμμετέχοντες.

Δέσποινα Κοτζιαπαναγιώτου


Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Η φορεσιά ως «Σύμβολο καταγωγής» των Αρβανιτόβλαχων

Η γυναικεία Αρβανιτοβλάχικη φορεσιά είναι αναμφισβήτητα μία από τις ομορφότερες φορεσιές της Ηπειρωτικής Ελλάδας.

Η φορεσιά αυτή, σύμφωνα με την παράδοση, είναι κληρονομιά προς τις γυναίκες της φυλής από την πρόγονο μητέρα Νεράιδα την Τζίντα.

Σύμφωνα με την παράδοση των Αρβανιτοβλάχων, οι Ρεμένοι έλκουν την καταγωγή τους από έναν μεταφυσικό γάμο. Ο γιος ενός μεγάλου Βλάχου τσέλιγκα βόσκοντας τα πρόβατα της οικογενείας του πήρε την φλογέρα του (τζουμάρ) και άρχισε όπως όλοι οι νέοι βοσκοί να παίζει.

Τότε εμφανίστηκε μία παρέα πανέμορφων κοριτσιών-νεράιδων (Τζίντες) οι οποίες κρατώντας ντέφια στα χέρια τους άρχισαν να συνοδεύουν τον νέο στο ρυθμό που έπαιζε και να χορεύουν ξέφρενα γύρω του. Μόλις ο νέος σταμάτησε οι νεράιδες (Τζίντες) εξαφανίστηκαν. Το γεγονός αυτό το εξιστόρησε στην γηραιά μητέρα του η οποία τον παρότρυνε να αφαιρέσει το πέπλο της πιο όμορφης. Αυτό έγινε και τότε μέσα σε σύννεφο ανέμου και στροβιλιζόμενες οι κόρες πήραν τη μορφή ανεμοστρόβιλου και εξαφανίστηκαν αφήνοντας μόνη, την ασκεπή πια νεράιδα, σε γήινη-ανθρώπινη πλέον μορφή στον χώρο που της αφαιρέθηκε το χρυσοΰφαντο μαντήλι της.

Ο νέος την πήγε στο κονάκι του και την παντρεύτηκε. Αποτελούσαν το ομορφότερο ζευγάρι της περιοχής και απέκτησαν ένα γιό.

Κατά την τέλεση ενός γάμου στην περιοχή η Νεράιδα (Τζίντα) παρακάλεσε τον σύζυγο της να της επιστρέψει το πέπλο της για να είναι η ομορφότερη γυναίκα στο τσελιγκάτο τη βραδιά του γάμου, ο νέος ξεγελάστηκε και της έδωσε πίσω το πέπλο, η Τζίντα τότε εξαφανίστηκε παίρνοντας την αρχική της μορφή (του ανεμοστρόβιλου).

Κάθε βράδυ όμως επέστρεφε να θηλάζει το νεογέννητο γιο της. Ένα βράδυ ο σύζυγος παραφύλαξε και άρπαξε το πέπλο και το΄ ριξε στη φωτιά. Έτσι η Τζίντα έμεινε για πάντα στο πλευρό του και έγινε υπόδειγμα Βλάχας νύφης.

Από τον γιό της νεράϊδας Τζίντας κατάγονται οι Αρβανιτόβλαχοι και γι’ αυτό μετακινούνταν ως νομάδες χωρίς μόνιμη εγκατάσταση για αιώνες γιατί έχουν «φλέβα» από τις «τζίντες» που δε μένουν σταθερές στο ίδιο μέρος..

Με την λέξη «ΤΖΙΝΤΑ» οι Αρβανιτόβλαχοι αναφέρονται στην νεράιδα των ανέμων και στον ανεμοστρόβιλο. Οι Κολωνιάτες (της περιοχής Κολόνιας της Βορ. Ηπείρου) και οι Αρβανιτόβλαχοι πιστεύουν ότι ο νέος άνηκε στην οικογένεια Τσαραόση (απόγονοι της οικογένειας αυτής υπάρχουν στην περιοχή μας) και ο θρύλος υπάρχει σε όλες τις περιοχές που διαμένουν Αρβανιτόβλαχοι (Αλμυρός – Σέσκλο, Αργυροπούλι, Αιτωλοακαρνανία- Β. Ήπειρος).

Από τον φόβο της εκδίκησης των αδελφών της μητέρας Τζίντας οι Αρβανιτόβλαχοι έστηναν μικρό ξύλινο σταυρό στην κορυφή της καλύβας και δεν άφηνα ποτέ τα νεαρά κορίτσια και της νύφες να βγαίνουν έξω μετά τις δώδεκα το βράδυ (παραόρε) μη τυχόν τις απαγάγουν.

Η μητέρα Τζίντα λοιπόν σύμφωνα με την παράδοση ήταν η πρώτη που φόρεσε την ενδυμασία αυτή για την οποία θα μιλήσουμε σήμερα και την κληροδότησε στις απογόνους της. Και είναι αλήθεια ότι η Αρβανιτοβλάχικη φορεσιά δεν θυμίζει σε τίποτα την ενδυμασία φτωχών νομαδο-κτηνοτρόφων αλλά αποτελεί ένδυμα υψηλής ποιότητας και κατασκευής καθώς επίσης και στην εμφάνιση της φαντάζει ως βασιλικό ένδυμα.

Η φορεσιά ως ¨Σημάδι φάρας¨

Η Βλάχα νύφη κατά το γάμο της παίρνει από το σπίτι των γωνιών της ως προίκα, (πάϊα), όλα τα εξαρτήματα της ένδυσης της και μόνο. Κάθε οικογένεια – φάρα είχε ξεχωριστά γνωρίσματα ως σύμβολα αναγνώρισης στην γυναικεία –και μόνο- ενδυμασία με την μορφή κεντημάτων και χρωμάτων, π.χ μία οικογένεια υιοθετούσε μόνο τα έντονα κόκκινα κεντήματα και το σχέδιο του κυπαρισσιού. Για παράδειγμα η οικογένεια Καπουράνη είχε ως σύμβολο το θαλασσί χρώμα, η οικογένεια Τράσια είχε το μωβ κ.ο.κ..

Τα σύμβολα αυτά μεταφέρονται μέσω των επιγαμιών από φάρα σε φάρα. Πάντα η Ρεμένα νύφη έως τον θάνατο της κουβαλάει τα σύμβολα της πατρικής της φάρας. Ετσι το σύμβολο μιας συγκεκριμένης οικογένειας μεταφέρεται μέσω της κόρης τους σε άλλη.

Στη φορεσιά της Αρβανιτόβλαχας είναι εμφανή τα αρχαϊκά στοιχεία τόσο στα κομμάτια που την αποτελούν, όσο και στα σχέδια των κεντημάτων της. Ο αρχαιοελληνικός Μαίανδρος ήταν κυρίαρχο σχέδιο της ενδυμασίας, οι Βλάχες αποκαλούσαν το σχέδιο αυτό κικότ (προσομοιάζοντας το με την ουρά του κόκορα). Τα σχέδια και ο σχεδιασμός της φορεσιάς γίνονταν από τις ίδιες τις γυναίκες και όχι από επαγγελματία ράφτη. Η συγκεκριμένη ενδυμασία φορέθηκε σε κάποιες περιοχές έως και τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, με μικρές παραλλαγές λόγω των επιδράσεων της κάθε περιοχής όπου εγκαταστάθηκαν από το τέλος του 19ου αι.

Τα στοιχεία της φορεσιάς είναι τα εξής, με τη σειρά που φοριόταν:

1. Φανέλα (κότσια)

Μάλλινη φανέλα, (δεν υπάρχει εικόνα), με πρόσθετα πλεχτά ολοκέντητα χειρότια (προσαρμόζονται στη φανέλα -είναι κάτι πλεχτά μανίκια σαν μανσέτες-) τα μινικούγι. Η φανέλα, μαύρου χρώματος, έκλεινε σταυρωτά μπροστά στο στήθος.
Στη διαφ. 15 βλέπουμε τα μινικούγι

2. Το πουκάμισο (Κιμιάσα)

Ήταν λευκού χρώματος (η συνέχεια του αρχαϊκού χιτώνα), μακρύ μέχρι την μέση της Kνήμης με φαρδιά μανίκια μέχρι τον αγκώνα. .Κατασκευάζονταν από βαμβακερό υφαντό ύφασμα (ντι μπουμπουκάτε). Αποτελούνταν από το μεσαίο τμήμα την ‘’μάνα’’ ενώ στα πλάγια υπήρχαν λαγγιόλια που προσέδιδαν φάρδος και ευρυχωρία. Χαρακτηριστικός ήταν ο μικρός ανασηκωμένος γιακάς και το βαθύ άνοιγμα στο στήθος μέχρι το στέρνο. Έφερε πλουσιότατη διακόσμηση στο στήθος και τα μανίκια με χρωματιστά κεντήματα σταυροβελονιάς σε γεωμετρικά σχήματα. Ιδιαίτερου κάλλους ήταν τα κεντημένα νυφιάτικα πουκάμισα ενώ οι ηλικιωμένες και οι ανύπανδρες δεν έφεραν καθόλου κεντητό διάκοσμο στα πουκάμισα τους. Τα κεντήματα αυτά κατά τον μεσοπόλεμο και με την απλούστευση της φορεσιάς αντικαταστάθηκαν από σιρίτια του εμπορίου και χρωματιστά κουμπιά.
Διαφ. 16 , πουκάμισο

3. Τραχηλιά - Μπούφκα

Τετράγωνο ή τριγωνικό κομμάτι υφάσματος (βελούδο) κεντημένο με κόπιτσες και κουμπιά καθώς μεταπολεμικά και με χάντρες κάλυπτε το στήθος πάνω από την φανέλα και μέσα από το πουκάμισο. Είχε πρακτική χρήση ιδιαίτερα κατά τον θηλασμό.
Διαφ. 18 – Μπούφκα

4. Σιγκούνι

Αμάνικος, μακρύς και ανοιχτός μπροστά επενδυτής, φοριόταν πάνω από το πουκάμισο και ήταν το βασικότερο τμήμα της φορεσιάς. Κατασκευάζονταν από μάλλινο δίμιτο χρώματος πολύ βαθύ σκούρο μπλε (βίνιτε). Κατά τον 19ο αι. αναφέρεται και η χρήση λευκού σεγκουνιού. Το μήκος έφθανε τα 10-15 εκ. πάνω από τον ποδόγυρο ώστε να φαίνονται τα σχέδια του πουκαμίσου . Το σιγκούνι είχε χαρακτηριστική κοπή με πολλά λαγγιόλια που δημιουργούσαν πτυχές στο πίσω μέρος του ρούχου ενώ η εμπρόσθια πλευρά ήταν άπτυχη. Η διακόσμηση γίνονταν με πολύχρωμα κορδόνια (μιγκόρ) τα οποία κατασκεύαζαν με την λαβή κουταλιού. Τα κορδόνια ράβονταν στο εμπρόσθιο στηθαίο τμήμα, γύρω από τις δύο τσέπες και κυρίως στην οπίσθια πλευρά στο μοναδικό τύπο κεντήματος σιγκουνιού παράλληλων γραμμών που διατρέχουν λοξά τα λαγγιόλια σχηματίζοντας το λεγόμενο ψαροκόκαλο.
Διαφ. 19

5. Ποδιά (πουδιάου)

Το σημαντικότερο κομμάτι της φορεσιάς και το στοιχείο που υποδήλωνε την καταγωγή της γυναίκας ανάλογα με τα χρώματα και τα σχέδια της. 

Την διακρίνουμε σε δύο είδη ποδιών:
α) την νυφιάτικη ή και επίσημη (πουδιάου) και
β) την καθημερινή (πόλα ή μπουραζάνα)

Η επίσημη ποδιά ήταν υφαντή από δίμιτο σε μαύρο ή σκούρο κόκκινο χρώμα. Αποτελούνταν από το μεσαίο τμήμα την μάνα με δύο πλαϊνά λαγγιόλια. Ολοκέντητη με πολύχρωμα κορδόνια (μιγκόρ) σε διάφορα σχέδια (φυτικού διακόσμου και γεωμετρικά). Σύνηθες σχέδιο ήταν το κυπαρίσσι, καθώς βέβαια και ο μαίανδρος (κικότ) στα διαχωριστικά μέρη των τμημάτων.
Η επίσημη ποδιά ήταν προσαρτημένη σε μία κεντητή ταινία υφάσματος σαν ζώνη, την τσίκα, και φοριόταν πάντα κάτω από το σημείο της μέσης (οσφύς).
Διαφ. 21 – πουδιάου
Η καθημερινή ποδιά, η πόλα-μπουραζάνα, αποτελούνταν από μάλλινη πολύπτυχη και ογκώδη φούστα (σαν τη φουστανέλα) με διάκοσμο μαιάνδρου σε πολύχρωμα σχέδια στον ποδόγυρο μόνο.
Διαφ. 22 - πόλα- μπουραζάνα

6. Πισλί - ντουλμίτς κου μένιτς - (γιλέκο)

Κοντός -μέχρι την μέση- μανικωτός επενδυτής. Φοριέται πάνω από το σεγκούνι κατασκευασμένο από το ίδιο ακριβώς υλικό, είναι ολοκέντητο με κορδόνια και έχει κοινή διακόσμηση σε όλες τις μορφές της. Κατά το θέρος τα μανίκια πέφτουν στην πλάτη ελεύθερα καθώς είναι ραμμένα μόνο στον καρπό για τον σκοπό αυτόν. Τα μανίκια πολλές φορές ήταν κατασκευασμένα ανεξάρτητα από το ύφασμα του πισλί (υφαντά, υφασμάτινα) και στο ύψος του στέρνου κουμπώνει πάντα με κόσμημα.
Επίσης κοσμήματα από αχάτη και χάντρες συμπληρώνουν τα στολίδια του στέρνου.
Διαφ. 23 – Πισλί-ντουλμίτς κου μένιτς

Υπάρχει και η μορφή του αμάνικου τελείως γιλέκου το ‘’κερτούκ’’ ίδιας μορφής και κοπής το οποίο πρόσθετα φορούσαν μόνο οι νύφες. Επίσης τις καθημερινές φορούσαν τη σιρικούστια, έναν επενδυτή που φοριόταν πάνω από το σιγκούνι, από το ίδιο υλικό, φτάνει περίπου κάτω από τη μέση και φέρει μανίκια ή και αμάνικο και είναι πολύπτυχο με πολύ λίγα στολίσματα.
Διαφ. 24 – Σιρικούστια

7. Ζώνη - Μπέρ- σιλέφι

Τη μέση περιτρέχει υφασμάτινο ζωνάρι -συνήθως καρό σχεδίου- το μπέρου, και κάτω από αυτό δένεται η ποδιά. Πάνω από το μπέρ μπαίνει το σιλέφι (σελάχι) μία δερμάτινη ζώνη πλουμιστή με κόπιτσες και εγχάρακτα σχέδια στο δέρμα. Στο σιλέφι επικολλάται και το μεγάλο ασημένο κεμέρι με την αλυσίδα του ασημοσουγιά.
Διαφ. 25 – ζώνη

8. Οι κάλτσες - Πιρπότζ

Μαύρες πλεκτές με 3 βελόνες με πολλά χρωματιστά σχέδια (ρόμβοι συνήθως). Στην καθημερινή ζωή τους οι Βλάχες φορούσαν ξυπόλυτες τα υποδήματα τους.
Διαφ. 26

9. Τσαρούχια - τσρούχλι

Τα υποδήματα που φορέθηκαν με την συγκεκριμένη ενδυμασία ήταν δερμάτινα τσαρούχια σε κόκκινο ή μαύρο χρώμα.
Διαφ. 27

10. Κεφαλόδεσμος - Τσουπάρι

Δερμάτινο στην πρωταρχική μορφή του πίλημα. Το ύψος του ποικίλει ανάλογα με την καταγωγή. Κατασκευάζεται από κομμάτι χαρτονιού το οποίο επενδύεται με δέρμα (μαύρο ή σκούρο καφέ) διακοσμημένο με καψούλια και πρόκες ασημένιες σε γεωμετρικούς σχεδιασμούς (ζικ-ζακ). Στη μέση του πιλήματος βρίσκεται προσαρμοσμένη η ΚΟΡΩΝΑ το σημαντικότερο κόσμημα της ενδυμασίας. Η κορώνα είναι ένα ασημένιο συνήθως έλασμα, σα διάδημα, διακοσμημένο με εγχάρακτες παραστάσεις φυτικών ή ζωικών θεμάτων. Στη μέση και στα άκρα υπάρχουν πάντα τα σύμβολα της μαγείας της Τζίντας, ο Αυγερινός και η βελανιδιά τα οποία είναι φτιαγμένα συνήθως από σαβάτι (ειδικό κράμα για τη διακόσμηση ασημένιων κοσμημάτων). Η Κορώνα αποτελεί νυφικό κόσμημα και φοριέται μόνο από τις νέες ενώ οι γηραιότερες αποκολλούν την κορώνα (μετά την εμμηνόπαυση).

Γύρω από το Τσιουπάρι δένουν, καλύπτοντας το μέτωπο για τη σταθεροποίηση του, μαντήλια και πάνω από αυτά τοποθετούν τη βουβιάτα μία κεντημένη ταινία (με χάντρες ή νομίσματα) ενώ στην κορυφή της τσουπάρας τοποθετούσαν υφασμάτινο μακρόστενο μαντήλι, κόκκινο για τις νεαρές και λευκό για τις γηραιότερες, με κεντήματα στις άκρες, την Τσιτσιρόνια το οποίο προσαρτούσαν στο πίσω μέρος του τσιουπαριού με ειδικό κόσμημα το λαπούς το οποίο ήταν σκουλαρίκια που κατέληγαν σε ασημένιες αλυσίδες.
Το μήκος της τσιτσιρόνιας στης νύφες έφθανε έως τα πόδια. Αποτελούσε μορφή αρχαϊκού πέπλου.
Διαφ. 28 και 28 – Τσιουπάρι
Διαφ. 30 – 31 – 32, Κορώνα
Διαφ. 33, Βουβιάτα
Διαφ. 34, Τσιτσιρόνια
Διαφ. 35 Μιρτζέλου κόσμημα στήθους και Σκουλαρίκια λάπους

Πρόκειται σίγουρα για το αντιπροσωπευτικότερο τμήμα της φορεσιάς της Αρβανιτόβλαχας. Αποτελεί σύμφωνα με την παράδοση τον κεφαλόδεσμο που φορούσε η μητέρα Τζίντα και που μετά την θνητοποίηση της μετέφερε από τον κόσμο του μεταφυσικού στον κόσμο των ανθρώπων. Η παράδοση αναφέρει επίσης πώς οι Βλάχες λόγω του τσουπαριού είχαν ιδιαίτερες μαγικές ικανότητες και πίστευαν ότι ήταν ανώτερες από τις άλλες γυναίκες. Επίσης ποτέ δεν άφηναν μη Βλάχα να το αγγίξει γιατί πίστευαν ότι θα χάσουν τις μαγικές ικανότητες που είχαν (πρόκληση φυσικών φαινομένων, κατέβασμα φεγγαριού, νεκρομαντεία). Ιδιαίτερη σημασία σε όλα αυτά έχει η κορώνα και τα εγχάρακτα σχέδια της….

Η παράδοση επίσης λέει πως ο κεφαλόδεσμος αυτός οδήγησε κάποτε σε νίκη σε μια μεγάλη μάχη, πολύ – πολύ παλιά, όταν οι άνδρες νικήθηκαν τότε οι εχθροί οπισθοχώρησαν βλέποντας τις Βλάχες με την επιβλητική φορεσιά τους και το τσιουπάρι που το θεώρησαν ως πολεμική περιβολή (περικεφαλαία). Οι Βλάχες γυναίκες το αποδίδουν βέβαια σε μαγική ιδιότητα που προξένησε ανεμοστρόβιλο και κατατρόπωσε τους εχθρούς.

ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΦΟΡΕΣΙΑΣ

Η παλιά φορεσιά της Βλάχας χάνεται στα βάθη των αιώνων και η ύπαρξη της διατηρήθηκε, σε απλούστερη και μεταλλαγμένη μορφή, σε ορισμένες περιοχές έως το 1960.

Η φορεσιά κατά τις αρχές του 20ου αι. και μετά τις αναγκαστικές μετεγκαταστάσεις των Αρβανιτοβλάχων εξελίχθηκε διαφορετικά σε κάθε μία από τις ομάδες των Βλάχων ανά την Ελλάδα.

1. Οι Κολωνιάτες Βλάχοι
(Θεσπρωτία, Κεφαλόβρυσο) λόγω του ότι λειτουργούσαν ως απόλυτα νομάδες…Δεν δέχτηκαν εξωτερικές επιρροές και διατήρησαν αυτούσια την ενδυμασία αυτή έως τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Ήδη όμως μεσοπολεμικά είχαν αποβάλει τελείως τον πλούσιο διάκοσμο της.

2. Φρασσαριώτες Βλάχοι
Η φορεσιά των Φρασσαριωτών είναι εκείνη που εγκαταλείφτηκε από εκείνους σε σύντομο χρονικό διάστημα, ήδη κατά τις αρχές του 20 αι. αμέσως μετά την μόνιμη εγκατάσταση τους στην περιοχή της Θεσσαλίας (Καρατζόλι, Αλμυρός, Σέσκλο), της Κεντρικής Μακεδονίας και της Κορυτσάς. Οι Φρασσαριώτες υιοθέτησαν ευκολότερα στοιχεία από την ενδυμασία των Πίνδιων Βλάχων με τους οποίους έρχονταν σε επαφή στον Θεσσαλικό κάμπο θέλοντας να κατοχυρώσουν την ύπαρξη και μονιμοποίηση τους στην περιοχή. Η περιοχή του Αλμυρού πριν το 1940 αστικοποίησε την φορεσιά, σε αντίθεση με το Σέσκλο το οποίο διατήρησε περισσότερο τον παλαιό τύπο.

Χαρακτηριστικό της συνύπαρξης με μη Βλάχους είναι το γεγονός ότι οι Φρασσαριώτισσες της Θεσσαλίας από τον φόβο αγγίγματος της κορώνας από μη Βλάχες κάλυπταν με μαύρο μαντήλι αυτό το μοναδικό κόσμημα της κεφαλής τους. Επίσης σε εμάς το τσιουπάρι είχε ιδιαίτερα χαμηλή μορφή σε αντίθεση με τους νομάδες Κολωνιάτες Βλάχους.


Δείτε το φωτογραφικό υλικό και 
διαβάστε ολόκληρο το δημοσίευμα: 
Εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.