Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

Ο ελληνισμός της Μακεδονίας στα 1903 και η εξέγερση του Ίλιντεν


~ Φωτο: Συλλογική αναμνηστική φωτογραφία, σε εξωτερικό χώρο, της τσέτας του βοεβόδα (πρώην υπολοχαγού) Μ. Χρίστοφ απο το Κρούσοβο. Η τσέτα έδρασε στην περιοχή του Κρουσέβου. Πηγή: Εδώ

Στις αρχές του 1903 πολλαπλασιάστηκαν αισθητά οι ενδείξεις για την έκρηξη της επικείμενης βουλγαρικής εξέγερσης στη Μακεδονία καθώς συνεχίζονταν σι προετοιμασίες με πυρετώδη ρυθμό. Οι χειμερινοί μήνες έδιναν στη βουλγαρική Οργάνωση τη δυνατότητα ν’ αναπτυχθεί περισσότερο και να τελειοποιήσει την επαναστατική της δραστηριότητα. Αμφίβολο όμως παρέμενε ακόμη το μέγεθος του επαναστατικού Κινήματος γιατί ήταν άγνωστο, αν Θα κατόρθωναν τελικά τα βουλγαρικά σώματα να εξαναγκάσουν το μεγαλύτερο ποσοστό του χριστιανικού πληθυσμού να πάρει τα όπλα και να πολεμήσει κατά των Τούρκων. Μεγάλες μάζες των εξαρχικών πληθυσμών της Βόρειας Μακεδονίας, καταδικασμένες εδώ και αρκετά χρόνια σ’ ένα μόνιμο καθεστώς Κοινωνικής και οικονομικής εξαθλίωσης, στρατολογούνταν με βίαιες και καταναγκαστικές μεθόδους από τα βουλγαρικά κομιτάτα και έπειτα υπέφεραν τα πάνδεινα από τις βιαιοπραγίες των τουρκικών στρατιωτικών αποσπασμάτων, όπως φάνηκε καθαρά κατά τη βουλγαρική εξέγερση της Άνω Τζουμαγιάς στα 1902. Το ηθικό και η εμπιστοσύνη ορισμένων εξαρχικών της Βόρειας Μακεδονίας στις βουλγαρικές επαγγελίες είχαν κλονιστεί σημαντικά. Αντίθετα άλλοι ήταν ενθουσιασμένοι και θεωρούσαν τη γενική εξέγερση σαν ιδανική λύση για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού[89]. Από τους συμπαγείς όμως σλαβόφωνους ελληνικούς και ελληνοβλαχικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, οι οποίοι στη μεγαλύτερή τους πλειοψηφία αποστρέφονταν τις βουλγαρικές ενέργειες, συμμετείχαν στην εξέγερση του Ίλιντεν Κυρίως εκείνοι που σύρθηκαν με τη βία στα βουνά και στις πόλεις, για ν’ αντιμετωπίσουν τον τουρκικό στρατό. Και όσοι ακόμη πίστεψαν στην απελευθέρωση του χριστιανικού πληθυσμού από τον τουρκικό ζυγό και πολέμησαν στο πλευρό των Βουλγάρων, αμέσως μετά την εξέγερση του Ίλιντεν διαχώρισαν τη Θέση τους και κατατάχθηκαν στα ελληνικά ανταρτικά σώματα του μακεδονικού αγώνα, όπως συνέβηκε με το Μοναστηριώτη Αντώνη Ζώη και το Μοριχοβίτη Πέτρο Σουγαράκη. Τη μέθοδο της καταναγκαστικής στρατολόγησης του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας είχαν αρχίσει να εφαρμόζουν συστηματικά και με εντατικό ρυθμό τα βουλγαρικά ανταρτικά σώματα στις αρχές του 1903, οδηγώντας με τον τρόπο αυτό σημαντικό ποσοστό των Ελλήνων κατοίκων στη σφαγή και δημιουργώντας την εντύπωση στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ότι επρόκειτο• για μια αθρόα εξέγερση ολόκληρου του χριστιανικού πληθυσμιακού στοιχείου του μακεδονικού χώρου.

Με το πέρασμα του χρόνου καταρτίζονταν ολοένα και Περισσότερα ανταρτικά σώματα, τα οποία κατακερματίζονταν σε μικρότερες ομάδες και διασκορπίζονταν έπειτα σε διάφορες περιοχές της Μακεδονίας. Κατά τις νυχτερινές ασκήσεις τους έσπερναν τον πανικό στους ελληνικούς πληθυσμούς της Γουμένισας, των Βοδενών, των Γιαννιτσών και της Γευγελής, οι οποίοι ήταν τόσο θορυβημένοι, ώστε δεν τολμούσαν να δώσουν ειλικρινείς απαντήσεις ακόμη και στις ερωτήσεις των Ελλήνων προξένων και των μητροπολιτών και από φόβο δήλωναν ότι δεν είχαν κανένα παράπονο. Αντίθετα στο βιλαέτι Μοναστηρίου πολυάριθμοι Έλληνες πρόκριτοι, δάσκαλοι και ιερείς της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, οι οποίοι προέρχονταν από τα σλαβόφωνα χωριά Ολέβενη, Κάνινο, Ζιάμπανη, Λάζετς, Γραδέσνιτσα, Κιρκλίνο, Βελουσίνα, ΛισολάΙ, Ζέλοβο, Μπροντ, Σταράβινα, Μπάνιτσα, Ζαμπέρδενη, Κρούσορατ (Αχλάδα), Ράκοβο, Κλαμπουτσίστα, Κλέστινα και Κλαδοράπη (Κλαδοράχη) περιέγραφαν με μελανά χρώματα στον Έλληνα πρόξενο του Μοναστηρίου τις συνθήκες που επικρατούσαν στις περιοχές τους. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους, μικρές ομάδες Βουλγάρων εισέβαλαν καθημερινά στα χωριά τους, διανυκτέρευαν εκεί και υποχρέωναν τους Έλληνες κατοίκους να πληρώνουν 3 λίρες ο καθένας ισχυριζόμενοι ότι και το ελληνικό κράτος ενέκρινε τις ενέργειές τους. Τους απαγόρευαν μάλιστα ν’ απευθύνονται για οποιαδήποτε υπόθεσή τους στις τουρκικές αρχές. Στη Μπάνιτσα βουλγαρικό σώμα ξεσήκωνε τους κατοίκους και προσπαθούσε να προσελκύσει με βίαια μέσα τους Έλληνες στην Εξαρχία. Παρόμοιο φαινόμενο παρατηρούνταν και στη Βελουσίνα, όπου οι Έλληνες χωρικοί αρνούνταν όμως κατηγορηματικά να υποκύψουν στους εκβιασμούς των βουλγαρικών σωμάτων. Στο χωριό Σάρπτσι, που απείχε δύο ώρες μακριά από το Μοναστήρι, δολοφονήθηκε τον Απρίλιο του 1903 ο Έλληνας ιερέας και ένας πρόκριτος. Σθεναρή άμυνα πρόβαλαν οι κάτοικοι του χωριού Μπίτουσα (Παρόρι) με επικεφαλής τον πρόεδρο της ελληνικής Κοινότητας Λάζαρο Ανδρεάδη και τον ιερέα Παπαηλία Παπαδόπουλο. Στα χωριά Ρούδνικ, Πεσόσνιτσα, Βέρμπιανη και Κόττορη οι Έλληνες ιερείς εξαναγκάζονταν να τελούν την εκκλησιαστική λειτουργία στα βουλγαρικά κάτω από την τυραννική παρουσία του Δαβίδωφ και του Τσακαλάρωφ. Στο χωριό Ψάνιστα του Περλεπέ εικοσαμελής βουλγαρική ομάδα με επικεφαλής τον Τάλε εκβίαζε τους κατοίκους του, για να παραδώσουν τα τρόφιμά τους. Στο Τσάπαρι οι Έλληνες κάτοικοι βρίσκονταν σε μεγάλη ανησυχία και περνούσαν τις νύχτες τους άγρυπνοι. Στη Ρέσνα οι τρομοκρατημένοι Έλληνες αναγκάζονταν να συνεργάζονται με τα βουλγαρικά σώματα.

Σε μια ύστατη προσπάθειά τους για ν’ αποφύγουν τη συμμετοχή τους στο βουλγαρικό επαναστατικό κίνημα και να γλυτώσουν από τις τουρκικές βιαιοπραγίες, οι Έλληνες διαφόρων περιοχών του βιλαετίου Θεσσαλονίκης, που είχαν περάσει με τη βία στην Εξαρχία, άρχισαν από τον Απρίλιο του 1903 ν’ απευθύνονται στους κατά τόπους μητροπολίτες και στις ντόπιες τουρκικές αρχές και να ζητούν και πάλι την επιστροφή τους στο πατριαρχείο. Και αυτό μόνο το γεγονός αποδεικνύει, όπως συμπεραίνει ο Αυστριακός πρόξενος της Θεσσαλονίκης, ότι ο ενθουσιασμός του χριστιανικού πληθυσμού δεν ήταν με κανένα τρόπο αυθόρμητος και εκούσιος καθώς επιδίωκε να τον παρουσιάσει η βουλγαρική Οργάνωση. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η μαρτυρία ότι σι Έλληνες Μοναστηριώτες, αποφασισμένοι οριστικά πια ν’ αντιδράσουν δυναμικά στις βουλγαρικές ενέργειες, -— το Μάρτιο σημειώθηκε νέα αποτυχημένη δολοφονική απόπειρα σε βάρος του Μοναστηριώτη προκρίτου Χρήστου Δούμα, επειδή αρνήθηκε να πληρώσει χρηματικό ποσό που του επέβαλαν τα κομιτάτα —,προειδοποίησαν για Πρώτη φορά τους Βουλγάρους του Μοναστηρίου ότι για κάθε Έλληνα που δολοφονούνταν, θα εξόντωναν στο εξής 2 συμπατριώτες τους. Ακόμη και στην Αχρίδα οι λιγοστές (30) ελληνικές οικογένειες, απελπισμένες από τη δραματική αυτή κατάσταση, ήταν έτοιμες να αντιτάξουν ένοπλη άμυνα στη βουλγαρική βία.

Στον κεντρικό Χώρο του βιλαετίου Θεσσαλονίκης η βουλγαρική Οργάνωση δεν διέθετε ακόμη τα απαραίτητα λαϊκά ερείσματα για την πραγματοποίηση της γενικής εξέγερσης. Ειδικότερα στην περιοχή της Δοϊράνης, παρά την πυρετώδη κινητοποίηση των βουλγαρικών σωμάτων, το έδαφος φαινόταν ότι δεν είχε προετοιμαστεί ακόμη κατάλληλα. Στον καζά Γιαννιτσών τα σώματα του Αργύρη, του Αποστόλη, του Γιοβάνη και του Τρέντσου δρούσαν μόνο στο βορειοανατολικό τμήμα του. Ανάμεσα στις πολυάριθμες τρομοκρατικές ενέργειές τους μνημονεύεται στις 4 Μαρτίου του 1903 η άγρια κακοποίηση δύο Ελλήνων προκρίτων της Κρίβας, γιατί αρνήθηκαν να γίνουν Βούλγαροι και η σύλληψη του Έλληνα ιερέα στο ίδιο χωριό. Στον κεϊζά της Στρώμνιτσας η κατάσταση χειροτέρευε καθημερινά και η παρουσία των βουλγαρικών σωμάτων με επικεφαλής τον Τσερνοπέεφ γινόταν ολοένα και περισσότερο αισθητή στα διάφορα χωριά. Οι δραστήριοι Βούλγαροι αρχηγοί, Πολλοί από τους οποίους είχαν αποφυλακιστεί στις αρχές του 1903 μετά την παροχή γενικής αμνηστείας από την Πύλη, ενθαρρυμένοι από τη νέα κατάσταση, σχημάτιζαν νέους αντάρτικους πυρήνες, διέδιδαν με φανατισμό ότι σύντομα θα κηρυσσόταν η αυτονομία της Μακεδονίας και υπόσχονταν στους Έλληνες ότι, αν συνεργάζονταν μαζί τους, θα μπορούσαν να διατηρήσουν τη Θρησκεία, τη γλώσσα και τα σχολεία τους. Φοροεισπράκτορες των βουλγαρικών κομιτάτων διέσχιζαν ολόκληρες περιοχές του καζά της Στρώμνιτσας και υποχρέωναν τους κατοίκους σε συνεχείς εισφορές, οι οποίες είχαν αγανακτήσει ακόμη και τους εξαρχικούς, αλλά ιδιαίτερα αυτοί δεν τολμούσαν να αντιδράσουν. Ενώ λοιπόν προαισθάνονταν όλοι ότι η γενική εξέγερση πλησίαζε, πολλοί χωρικοί μετέφεραν τρόφιμα, για να καλύψουν τις ανάγκες τους στις μέρες της μεγάλης αναταραχής. Επικρατούσαν οι φήμες ότι Θα επακολουθούσαν σφαγές Ελλήνων από Βουλγάρους, που Θα ήταν μεταμφιεσμένοι σε Τούρκους ή βασιβουζούκους.

Στα ελληνικά χωριά του καζά Βοδενών δρούσαν στις αρχές του 1903 τα ντόπια βουλγαρικά σώματα του Λάζου και του Γκιόσε, τα οποία διαβεβαίωναν τους κατοίκους ότι Θα μπορούσαν να παραμείνουν πατριαρχικοί, αν συνεργάζονταν μαζί Τους, για να ελευθερώσουν τη Μακεδονία από τον τουρκικό ζυγό. Έχοντας εξασφαλισμένη την αδράνεια της Τουρκικής διοίκησης με τη δωροδοκία του διεφθαρμένου καϊμακάμη των Βοδενών Σουκρήν καζά της Γευγελής, όπως και στις περιοχές γύρω από τη Στρώμνιτσα, η κατάσταση υπήρξε απελπιστική για τους Έλληνες, οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι να συντηρούν τους άντρες των βουλγαρικών ομάδων, γιατί οι οικονομικοί Πόροι των εξαρχικών είχαν εξαντληθεί. Καθημερινά στρατολογούνταν με τη βία και νέοι σλαβόφωνοι πατριαρχικοί, στους οποίους δινόταν η υπόσχεση ότι μελλοντικά, μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, Θα δικαιούνταν μια έκταση γης και τα χρέη τους Θα παραγράφονταν.

Στις αρχές του Ιουνίου (1903) το σώμα του Γιοβάνη εισέβαλε στη Λούμνιτσα, περικύκλωσε τα σπίτια των Ελλήνων Τάντσιου Βλάϊκου και του δάσκαλου Δ. Παπαγεωργίου, συνέλαβε τους γιους του πρώτου, Γεώργιο και Βασίλειο και τους Θανάτωσε με απάνθρωπο τρόπο. Στο σπίτι του Δ. Παπαγεωργίου, που απουσίαζε την ώρα εκείνη, διέρρηξαν την πόρτα του δωματίου, όπου ήταν κλεισμένοι η γυναίκα του και τα 6 ανήλικα παιδιά του, βασάνισαν τη γυναίκα του, για να αποκαλύψει πού κρυβόταν ο άνδρας της και τελικά έφυγαν, αφού απέσπασαν απ’ αυτήν σημαντικό χρηματικό ποσό. ‘Ύστερα από λίγες μέρες ο ‘Έλληνας δάσκαλος πήρε την οικογένειά του και κατέβηκε στη Γευγελή μαζί με άλλες οικογένειες, για να ζητήσουν την προστασία των ντόπιων τουρκικών αρχών.

Κυριότερος μοχλός της βουλγαρικής Οργάνωσης στους καζάδες της Στρώμνιτσας, της Δοϊράνης και της Γευγελής υπήρξε ο εξαρχικός επίσκοπος της Στρώμνιτσας Γεράσιμος, ο οποίος κατεύθυνε τη δραστηριότητα των κομιτάτων σ’ ένα αρκετά μεγάλο τμήμα του χώρου της Μακεδονίας. Ο Γεράσιμος είχε στη διάθεσή του σημαντικά ποσά και κατά τους μήνες Ιανουάριο — Φεβρουάριο του 1903 είχε εξαργυρώσει επιταγές αξίας 2.000 λιρών στο όνομα του διερμηνέα του ρωσικού προξενείου Θεσσαλονίκης Χατζημίσεφ. Αξιοσημείωτη δραστηριότητα ανέπτυσσαν επίσης, όπως αναφέρθηκε και στα προηγούμενα κεφάλαια, οι Βούλγαροι εμπορικοί πράκτορες της Μακεδονίας, ο Σοπόφ στη Θεσσαλονίκη, ο Κολούσεφ στο Μοναστήρι και ο Γιουρούκωφ στις Σέρρες, οι οποίοι οργάνωναν και κατεύθυναν τις βουλγαρικές ενέργειες και παράλληλα ενημέρωναν τις ευρωπαϊκές προξενικές αρχές για τις τουρκικές ωμότητες. Χαρακτηριστικά είναι όσα είχε δηλώσει στο Σέρβο γενικό πρόξενο της Θεσσαλονίκης ο Βούλγαρος εμπορικός πράκτορας των Σερρών: «Οι Τούρκοι έχουν τη μέρα, εμείς τη νύχτα. Στους Τούρκους αφήνουμε τις πεδιάδες, εμείς έχουμε τα βουνά».

Η αυξανόμενη δραστηριότητα των βουλγαρικών σωμάτων σε ολόκληρο το βόρειο χώρο της Μακεδονίας και η απαρχή νέων σφοδρών συγκρούσεών τους με τουρκικά αποσπάσματα, που εντάθηκαν ιδιαίτερα τον Απρίλιο του 1903 και θεωρήθηκαν σαν έμμεση απάντηση της βουλγαρικής Οργάνωσης στις επικείμενες μεταρρυθμίσεις της Πύλης, επέτειναν τις φήμες για την ώρα του γενικού ξεσηκωμού του χριστιανικού πληθυσμιακού στοιχείου της Μακεδονίας. Τον ίδιο μήνα φάνηκε καθαρά πως η εφαρμογή του σχεδίου για την πραγματοποίηση της βουλγαρικής εξέγερσης βρισκόταν ήδη στο αρχικό στάδιο. Οι βουλγαρικές βομβιστικές ενέργειες μέσα στη Θεσσαλονίκη σκόρπησαν τον πανικό στους κατοίκους της πόλης, είχαν αρκετά ελληνικά θύματα και προκάλεσαν την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου και τις αθρόες συλλήψεις πολλών Βουλγάρων. Η κήρυξη του στρατιωτικού νόμου στη Θεσσαλονίκη χαρακτηρίστηκε από το ντόπιο βαλή «manqué d’ intelligence» εκ μέρους της Πύλης, αφού κατά τη γνώμη του, το μέτρο εκείνο θα έπρεπε να ισχύσει και στα τρία βιλαέτια της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και του Κοσόβου. Κρίνοντας τον αντίκτυπο των βουλγαρικών ενεργειών της Θεσσαλονίκης στη Μακεδονία, ο Άγγλος πρόξενος της Θεσσαλονίκης Allfred Biliotti, σ’ επιστολή του της 7 Μαΐου του 1903, συμπεραίνει ότι οι πρόσφατες βουλγαρικές δυναμιτιστικές ενέργειες στη Θεσσαλονίκη ήταν άμεση συνέπεια της ηθικής συμπαράστασης που παρείχαν στο βουλγαρικό Κίνημα εδώ και τέσσερα χρόνια η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και ο τύπος. 

Τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης τον Απρίλιο του 1903 είχαν ανάλογο αντίκτυπο και στο βιλαέτι του Μοναστηρίου, όπου οι τουρκικές αρχές άρχιζαν να Παίρνουν προληπτικά αυστηρά μέτρα σε βάρος του βουλγαρικού πληθυσμού, ιδιαίτερα στο Μοναστήρι και στον Περλεπέ. Έντονες φήμες κυκλοφορούσαν στις αρχές Μαΐου στο Μοναστήρι, που πιθανολογούσαν το ξέσπασμα της γενικής εξέγερσης. Το γεγονός αυτό ερέθισε ιδιαίτερα τα οξυμμένα ήδη πνεύματα των μουσουλμάνων κατοίκων της πόλης και ο Τουρκικός στρατός απέκλεισε τους κεντρικούς δρόμους του Μοναστηρίου, για να προλάβει αιματηρά γεγονότα. Μολαταύτα η λήψη δραστικών μέτρων δεν απέτρεψε την πρόκληση ενός ασήμαντου επεισοδίου ανάμεσα σ’ ένα μουσουλμάνο και σ’ ένα Βούλγαρο κάτοικο του Μοναστηρίου, το οποίο όμως έδωσε αφορμή για τη γενίκευση της αναταραχής και την πρόκληση σοβαρών επεισοδίων με νεκρούς και τραυματίες, ανάμεσα στους οποίους και μερικοί Έλληνες. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός βρίσκεται τώρα σε συνεχή επαγρύπνηση, καθώς εντείνονται οι φήμες για την επικείμενη βουλγαρική επίθεση κατά της Πρωτεύουσας του βιλαετίου Μοναστηρίου. 

Η τεταμένη κατάσταση που επικρατούσε στη Μακεδονία στα 1903, έδωσε το γενικό έναυσμα για την εξαπόλυση αιματηρών τουρκικών αντιποίνων σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού ολόκληρου του γεωγραφικού χώρου. Οι μεμονωμένες τουρκικές βιαιοπραγίες, που παρατηρήθηκαν σ’ ολόκληρη τη Μακεδονία μετά το 1878, εντείνονται τώρα περισσότερο παρά ποτέ και Παίρνουν πολύ ανησυχητικές διαστάσεις προκαλώντας αλγεινή εντύπωση στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Χωρίς να γίνεται διάκριση ανάμεσα σε αθώους και ενόχους, Έλληνες και Βούλγαροι της Μακεδονίας υφίστανται στα 1903 τη σκληρή Τουρκική καταπίεση. Έτσι στα τέλη Απριλίου βουλγαρικό σώμα από 16 άνδρες με επικεφαλής το βοεβόδα Γιώργη εισέδυσε στο ελληνικό χωριό Λέσκοβατς (Λεπτοκαρυά) κοντά στη Φλώρινα, το οποίο περικυκλώθηκε την επομένη από Τουρκικό στρατό. Πριν γενικευθεί η συμπλοκή, δόθηκε η άδεια στα γυναικόπαιδα να εγκαταλείψουν το χωριό τους. Στις 27 Απριλίου ο Βούλγαρος Τάνε και το σώμα του εμφανίστηκε στο ελληνικό χωριό Χασάν Ομπά στην πεδιάδα του Μοναστηρίου. Η άφιξη τουρκικού στρατιωτικού αποσπάσματος στο χωριό δημιούργησε μεγάλη αναταραχή στο ντόπιο ελληνικό πληθυσμό. Την άλλη μέρα αντιπροσωπεία των Ελλήνων κατοίκων έφθασε στο Μοναστήρι και διαμαρτυρήθηκε στους διπλωματικούς εκπροσώπους του ελληνικού Κράτους Και των ευρωπαϊκών δυνάμεων για τη βίαιη συμπεριφορά των τουρκικών στρατευμάτων. Αλλά και σε άλλες περιοχές των βιλαετιών Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης σημειώνονται αλλεπάλληλες βιαιοπραγίες σε βάρος των Ελλήνων κατοίκων, πολλοί από τους οποίους συλλαμβάνονται αυθαίρετα και φυλακίζονται όπως στο Σμάρδεσι, στο Κωστενέτσι, στο Βερνίκι, στη Βεμπέλη, στη Λαμπανίτσα, στη Ντύμπενη και στο Γέρμα.

Η τυραννική παρουσία των Βουλγάρων αρχηγών Τσακαλάρωφ και Σαράφωφ το Μάιο του 1903 στο χωριό Σμάρδεσι, όπου ζούσαν 345 οικογένειες, από τις οποίες οι μισές ήταν ελληνικές, υπήρξε η βασική αφορμή για την ολοκληρωτική καταστροφή του χωριού ύστερα από αλλεπάλληλες σφοδρές συγκρούσεις ανάμεσα στον τουρκικό στρατό και στα βουλγαρικά σώματα. Ο απολογισμός της καταστροφής υπήρξε 150 νεκροί και 70 περίπου τραυματίες, ανάμεσα στους οποίους και αρκετοί Έλληνες. Από τις αρχές κιόλας του 1903 ο ελληνισμός στο Σμάρδεσι υπέφερε πολλά δεινά από τη δράση των βουλγαρικών σωμάτων ύστερα μάλιστα από τη στυγερή δολοφονία της αδελφής του Έλληνα ιερέα παπά Γερμανού από τον Τσακαλάρωφ, ο οποίος διέδιδε ότι οι Έλληνες ήταν «Οι μεγαλύτεροι αντίπαλοι των Βουλγάρων ακόμη και πιο επικίνδυνοι από τους Τούρκους». Μόλις τρεις μέρες μετά την καταστροφή του χωριού — μόνο 20-25 σπίτια έμειναν τελικά όρθια — κάποιος Έλληνας κάτοικός του, του οποίου είχαν τραυματιστεί η γυναίκα του, ο αδελφός του και τα δυο παιδιά του, κατόρθωσε να ειδοποιήσει κρυφά το μητροπολίτη της Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, ο οποίος έστειλε ένα γιατρό στο Σμάρδεσι. Παράλληλα ο Ίων Δραγούμης έκαμε έντονα διαβήματα προς τον γενικό διοικητή του Μοναστηρίου και κατήγγειλε την ανθελληνική στάση του Άγγλου υποπροξένου του Μοναστηρίου. Ανάμεσα στα ελληνικά θύματα του Σμαρδεσίου συγκαταλέγονται ο ιερέας Βασίλειος, ο οποίος είχε αρνηθεί να γίνει εξαρχικός και να υπογράψει σχετική αναφορά του Τσακαλάρωφ, ο Παναγ. Καράντζιας, ο επίτροπος της ελληνικής κοινότητας Αθανάσιος και ο προκάτοχός του Απόστολος, ο έφορος των ελληνικών σχολείων Παντελής Ράτου, ο Παντελής Κοροβέσης, ο Βέντσος και άλλοι. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά την Καταστροφή του χωριού από τον τουρκικό στρατό ο Τσακαλάρωφ επέστρεψε και πάλι στο Σμάρδεσι και έκαψε την ελληνική εκκλησία και το ελληνικό σχολείο. Ο Κώτας βρισκόταν τότε στη Μπρέσνιτσα με 23 άνδρες και μόλις πληροφορήθηκε ότι ο Βούλγαρος αρχηγός κατευθυνόταν μετά το Σμάρδεσι στο χωριό εκείνο, ειδοποίησε τους Έλληνες κατοίκους του Ζελόβου, οι οποίοι ενώθηκαν μαζί του και περίμεναν να αιφνιδιάσουν τον Τσακαλάρωφ. Το σχέδιό τους όμως προδόθηκε από δυο εξαρχικούς της Μπρέσνιτσας και απέτυχε.

Η καταστροφή στο Σμάρδεσι υπήρξε ένα από τα θλιβερότερα γεγονότα που σημάδεψαν το χρονικό διάστημα, το οποίο μεσολαβεί ως την εξέγερση του Ίλιντεν. Ολόκληρος ο ελληνισμός της Βορειοδυτικής Μακεδονίας συνταράχθηκε από την τραγική είδηση. Η μόνιμη παρουσία του Σαράφωφ, του Τσακαλάρωφ και άλλων Βουλγάρων αρχηγών στις περιοχές της Καστοριάς, της Φλώρινας, των Πρεσπών, του Μοριχόβου και του Μοναστηρίου υπήρξε ιδιαίτερα μισητή στους ελληνικούς πληθυσμούς, οι οποίοι απειλούσαν ότι Θα κατάγγελλαν στις τουρκικές αρχές τις Κινήσεις των βουλγαρικών σωμάτων. Όλοι οι κάτοικοι της Ντύμπενης και του Σμάρδεσι, πατριαρχικοί και εξαρχικοί, θεωρούσαν την παρουσία του Τσακαλάρωφ στα χωριά τους ανεπιθύμητη Η δραστηριότητα των βουλγαρικών σωμάτων εντάθηκε περισσότερο τον Ιούνιο του 1903, όταν πια πλησίαζε από στιγμή σε στιγμή η ώρα της εξέγερσης. Έτσι οι Έλληνες κάτοικοι του Ράκοβου αρνήθηκαν κατηγορηματικά να υποστηρίξουν τις βουλγαρικές ενέργειες, απειλήθηκε να καταστραφεί το χωριό τους. Δολοφονήθηκαν όμως ο Έλληνας ιερέας, δυο πρόκριτοι και κακοποιήθηκαν άλλοι 5 συμπατριώτες τους. Στη Μηλόβιστα το σώμα του Άρσωφ απήγαγε τον Ιούνιο τον Έλληνα έφορο των σχολείων Γάκη Μουλά και ζήτησε λύτρα από την οικογένειά του, η οποία έσπευσε αμέσως ν’ ανταποκριθεί στο αίτημα, αλλά οι Βούλγαροι δεν ήταν διατεθειμένοι, ακόμη και μετά την καταβολή των λύτρων ν’ αφήσουν ελεύθερο τον Έλληνα πρόκριτο. Τρομοκρατημένοι ήταν και οι Έλληνες του Γκοπεσίου, της Μηλόβιστας, του Τύρνοβου και του Μεγάροβου, οι οποίοι προσέφεραν σημαντικά ποσά στα βουλγαρικά σώματα, για ν’ απαλλαγούν από την Παρουσία τους.

Μάταια ικέτευαν οι Έλληνες κάτοικοι των βόρειων περιοχών του βιλαετίου Μοναστηρίου τον βαλή να τους προστατεύσει από τις βουλγαρικές επιδρομές και να στείλει στρατιωτικά αποσπάσματα. Η αδράνεια και η ανικανότητα των τουρκικών αρχών έκαμαν πραγματικά μεγάλη εντύπωση ακόμη και στους Ευρωπαίους προξένους. Κάτω από τις τραγικές αυτές συνθήκες οι βόρειοι ελληνικοί πληθυσμοί προτιμούσαν να παρέχουν άσυλο και τροφή στους άνδρες των βουλγαρικών σωμάτων παρά να διακινδυνεύουν τη ζωή τους. Αλλά και σ’ εκείνους τους τόπους, όπου η παρουσία του τουρκικού στρατού ήταν έκδηλη, η διαρκής παραμονή του εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους για τη ζωή των χριστιανικών πληθυσμών. Ήδη από τις αρχές του 1903 οι Τούρκοι είχαν προβεί σε άγριες βιαιοπραγίες και κακοποιήσεις πολυάριθμων πληθυσμών χριστιανών κατοίκων στη Ντύμπενη. στην Τύρσια, στο Κονομπλάτι, στο Μπατς, στη Δομπροβένη, στο Κρούσογκραντ (καζάς Φλώρινας), στη Ράμπη (Πρέσπα), γεγονός, που εξανάγκαζε πολλούς να κατατάσσονται στα βουλγαρικά σώματα. Η ανάγκη και η απελπισία του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αυστριακός πρόξενος του Μοναστηρίου, υπήρξαν οι κυριότεροι σύμμαχοι των βουλγαρικών κομιτάτων, των οποίων οι υπεύθυνοι αρχηγοί αποδοκίμαζαν τη στάση της αναμονής και διέβλεπαν τώρα ότι χωρίς τη βίαιη μεταβολή της κατάστασης δεν Θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί η αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Γι’ αυτό ενέτειναν τις προσπάθειές τους εξαπολύοντας στα μέσα του 1903 νέο κύμα δολοφονικών ενεργειών κατά των Ελλήνων της Βορειοδυτικής Μακεδονίας. Στους Έλληνες κατοίκους του Κρουσόβου, του Μοναστηρίου, του Τυρνόβου, της Μηλόβιστας, του Γκοπεσίου, επέβαλαν με την απειλή του Θανάτου την καταβολή μηνιαίων χρηματικών εισφορών, ανάλογα με τα περιουσιακά τους στοιχεία, για την αγορά όπλων και πολεμοφοδίων και για τον εξοπλισμό των χωρικών. Ο ελληνισμός, ζώντας σ’ ένα ατέρμονο κλίμα τρόμου και απελπισίας, εκφράζει έκδηλη τη δραματική αγωνία του προς όλες τις κατευθύνσεις. Για τα βουλγαρικά σώματα οι χριστιανοί κάτοικοι της Μακεδονίας διακρίνονταν σε «ικανούς» και σε επιζήμιους ή άχρηστους», δηλαδή σ’ εκείνους που αρνούνταν να συνεργαστούν και τους οποίους περίμενε η θανατική καταδίκη. Όσοι υπέκυπταν, όφειλαν να επαγρυπνούν συνεχώς τις Κινήσεις των τουρκικών στρατευμάτων, να διατηρούν ειδικούς «τσιλιαδόρους» και να σχηματίζουν αντιπροσωπείες, οι οποίες επισκέπτονταν τις κατά τόπους τουρκικές αρχές και τους Ευρωπαίους διπλωματικούς εκπροσώπους και διαμαρτύρονταν για τις τουρκικές ωμότητες σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού.

Στα τέλη του Ιουνίου σημειώθηκε βουλγαρική επίθεση κατά του Γιαφέρ αγά στο ελληνικό χωριό Κλαδοράχη. Οι Έλληνες κάτοικοι του χωριού υποπτευόμενοι τουρκικά αντίποινα, διαμαρτυρήθηκαν έντονα στο μητροπολίτη Καστοριάς και ζήτησαν τη μεσολάβησή του. Τον ίδιο μήνα βουλγαρικό σώμα εισέβαλε στο Ράκοβο του καζά της Φλώρινας, συνέλαβε τον Έλληνα παπά Μητανίδη, τον πρόεδρο του χωριού Μαλιγιώργο και τον πρόκριτο Μποϊκοβίτη, τους οποίους κατακρεούργησε. Τότε επίσης βουλγάρικο σώμα δολοφόνησε στη Νερέτη τέσσερεις Έλληνες προκρίτους, τους Μήτσο Κύμη, Νέστο Στέφου, Στόικο Μήτσου και Κίρτσε Νίκου, γιατί είχαν αρνηθεί να γίνουν Βούλγαροι και είχαν ειδοποιήσει τις τουρκικές αρχές. Σ’ ένα άλλο πάλι πατριαρχικό χωριό του καζά Μοναστηρίου, στη Βελουσίνα, οι Κάτοικοι απειλήθηκαν με θάνατο, αν δεν προσέρχονταν στην Εξαρχία. Ο Έλληνας ιερέας του χωριού συγκέντρωσε 28 λίρες και τις έδωσε στο βουλγαρικό σώμα. Αργότερα αναγκάστηκε ο ίδιος να εγκαταλείψει το χωριό του.

Τα αυξανόμενα δολοφονικά κρούσματα σε βάρος των Τούρκων μπέηδων της Μακεδονίας, που απέβλεπαν κυρίως να προκαλέσουν τουρκικά αντίποινα και την ευρωπαϊκή επέμβαση, έπειτα από την αποτυχία των βουλγαρικών σωμάτων να εξαναγκάσουν ολόκληρο το χριστιανικό πληθυσμό να συμμετάσχει στη γενική εξέγερση, είχαν προκαλέσει την κλιμάκωση των τουρκικών βιαιοπραγιών κατά των χριστιανών κατοίκων. Πολυάριθμες αντιπροσωπείες ελληνικών και βουλγαρικών κοινοτήτων της βορειοδυτικής Μακεδονίας, όπως π.χ. του Λουμπόινου, του Περλεπέ, της Φλώρινας και της Καστοριάς επισκέπτονται την εποχή αυτή τους Ευρωπαίους προξένους του Μοναστηρίου και ζητούν την προστασία τους. Στα μέσα Ιουλίου του 1903 κάτοικοι του βουλγαρικού χωριού Ντομπρούσεβο (Β. του Μοναστηρίου), ξυλοκοπημένοι από Τούρκους στρατιώτες, μεταφέρθηκαν στο Μοναστήρι. Στην ίδια κατάσταση βρέθηκαν και 5 Έλληνες κάτοικοι του πατριαρχικού χωριού Νόβακ, οι οποίοι έφθασαν στην Πρωτεύουσα του βιλαετίου με επικεφαλής τον Έλληνα ιερέα παπα Γιάννη. Στις 20 του ίδιου μήνα 60 Έλληνες χωρικοί του Μπροντ ήλθαν με τον ιερέα τους στο Μοναστήρι και διαμαρτυρήθηκαν προς όλους τους Ευρωπαίους προξένους για τις βιαιότητες του τουρκικού στρατού. Άλλες χριστιανικές αντιπροσωπείες έφθασαν επίσης την εποχή εκείνη στο Μοναστήρι από τα χωριά Αγλάρτσι, Βοστάρανη, Τοπόλτζανη και Ράντμπορο του καζά της Φλώρινας.

Στα μέσα Ιουλίου του 1903 οι προετοιμασίες της βουλγαρικής Οργάνωσης για τη γενική εξέγερση έφτασαν στο αποκορύφωμά τους. Το βιλαέτι Μοναστηρίου διαιρέθηκε σε 68 τομείς με ανάλογο αριθμό επαναστατικών σωμάτων. Έντονες φήμες κυκλοφορούσαν για επικείμενες εκτεταμένες πράξεις δολιοφθοράς σε διάφορα γεωγραφικά σημεία του μακεδονικού χώρου με παράλληλες επιθέσεις των βουλγαρικών σωμάτων Κατά των μονάδων του τουρκικού στρατού, ενώ αγωνιώδεις προσπάθειες καταβάλλονταν από τους υπεύθυνους των βουλγαρικών κομιτάτων για τη συγκέντρωση όπλων και πολεμοφοδίων. Οι συνολικές δυνάμεις των επαναστατικών σωμάτων στο βιλαέτι Μοναστηρίου υπολογίζονταν σε 32.000 περίπου άνδρες. Η έξοδος του χριστιανικού πληθυσμού προς τα βουνά συνεχιζόταν με μεγάλη ένταση και η βίαιη στρατολόγηση των νέων πραγματοποιούνταν με ταχύτατο ρυθμό. Καθημερινά έφευγαν πολλοί Έλληνες νέοι από τα αστικά κέντρα και τα χωριά της Βορειοδυτικής και Δυτικής Μακεδονίας με βάση τους καταλόγους του βουλγαρικού κομιτάτου και κατευθύνονταν στα βουνά. Στα όπλα καλούνταν όλοι, όσοι είχαν συμπληρώσει το εικοστό έτος και ήταν γραμμένοι στους στρατολογικούς καταλόγους. Οι Σαράφωφ, Κοκάρεφ, Πέντσωφ και άλλοι στρατολογούσαν βίαια νέους από τα χωριά Όροβνικ, Λάγγα, Μποσφήνα και Μπουκοβίκι της περιφέρειας Πρεσπών. Χωριά ολόκληρα όπως η Μπάνιτσα, το Τσερέσοβο, η Ζαμπύρδενη και η κωμόπολη της Ρέσνας, είχαν ερημωθεί εντελώς. Στο Μεγάροβο παρατηρήθηκε ως τα μέσα Ιουλίου 1903 φυγή 180 Περίπου Ελλήνων νέων. Την ίδια ακριβώς εποχή εισέβαλαν στη Μηλόβιστα τρία βουλγαρικά σώματα για να εξαναγκάσουν τους Έλληνες κατοίκους να οπλιστούν και να φύγουν στα βουνά. Τότε οι ρουμανίζοντες της Μηλόβιστας, εκμεταλλευόμενοι τις περιστάσεις, υποχρέωσαν τους τρομοκρατημένους Έλληνες της κωμόπολης να δεχθούν να τελείται η εκκλησιαστική λειτουργία από τον αριστερό χορό στα βλάχικα. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της εξέγερσης Έλληνες νέοι από τη Ρέσνα, τη Μηλόβιστα, το Πισοδέρι, τη Νιζόπολη, το Μεγάροβο και το Τύρνοβο εκβιάζονταν με την απειλή του θανάτου ν’ ακολουθήσουν τους κομιτατζήδες στα βουνά. Οι περισσότεροι όμως απ’ αυτούς κατέφευγαν σ’ άλλες χώρες, όπως στη Σερβία, στη Ρουμανία και στην Ελλάδα για ν’ αποφύγουν τη βίαιη στρατολόγησή τους. Οι Βούλγαροι αντάρτες δεν δίσταζαν να τιμωρήσουν με θάνατο όσους αρνούνταν να πολεμήσουν στο πλευρό τους.

Είναι σχεδόν αδύνατο να εκτιμηθεί με ακρίβεια το ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού της Μακεδονίας, που είχε εγκαταλείψει τα χωριά και συμμετείχε στο επαναστατικό κίνημα, αλλά Πρέπει να ήταν οπωσδήποτε αρκετές χιλιάδες, όπως συμπεραίνει ο Άγγλος πρόξενος του Μοναστηρίου James Mc Gregor. Ανάμεσα σ’ αυτές υπήρξε και σημαντικό ποσοστό σλαβόφωνου ελληνικού και ελληνοβλαχικού πληθυσμού, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Άγγλου διπλωματικού εκπροσώπου, το οποίο διατηρούσε μολαταύτα γνήσια την ελληνική συνείδησή του. Ακόμη και από πλούσιες ελληνοβλαχικές οικογένειες της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, όπως του Μοναστηρίου, του Μπουκόβου, του Τύρνοβου, του Μεγάροβου, της Νιζόπολης, της Μηλόβιστας και του Γκοπεσίου, είχαν στρατολογηθεί νέοι, οι οποίοι κατατάχθηκαν στα ανταρτικά σώματα. Οι πολύτιμες αυτές αρχειακές μαρτυρίες αποδεικνύουν ότι ακόμη και η ακούσια συμμετοχή του σλαβόφωνου ελληνικού και ελληνοβλαχικού πληθυσμού στην εξέγερση του Ίλιντεν πραγματοποιήθηκε χωρίς να ξεριζωθεί, έστω και φαινομενικά, η ελληνική συνείδησή του. Το γεγονός αυτό οφείλεται κυρίως στη στάση της βουλγαρικής Οργάνωσης, η οποία τελευταία δεν έδινε τόσο μεγάλη σημασία στην καταναγκαστική προσέλευση των Ελλήνων στην Εξαρχία όσο Κυρίως στη συμμετοχή τους στον κοινό αγώνα. Όσοι βέβαια από τους Έλληνες πολέμησαν με τη θέλησή τους κατά την εξέγερση και ταύτισαν την τύχη τους με τα βουλγαρικά σώματα, πίστεψαν αληθινά ότι ο τουρκικός ζυγός θα ήταν δυνατό ν’ αποτιναχθεί μόνο με τη συναδέλφωση ολόκληρου του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας. Και όπως πολύ ορθά σημειώνει ο Αυστριακός πρόξενος του Μοναστηρίου, όλοι οι χριστιανοί της Μακεδονίας, Έλληνες, Βούλγαροι και Σέρβοι θεωρούσαν τον τουρκικό ζυγό αφόρητο. Επειδή ηγήθηκαν οι Βούλγαροι κατά τη μεγάλη αυτή επαναστατική κινητοποίηση και το κίνημα είχε βουλγαρική χροιά, αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι οι υπόλοιποι χριστιανοί υπήρξαν ικανοποιημένοι με την κατάσταση. Άλλωστε η εξέγερση του Ίλιντεν, χωρίς τη συμμετοχή των Ελλήνων, όπως μαρτυρεί ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηρίου τον Ιούνιο του 1904, θα ήταν ανέφικτη.

2. Κάτι που φαινόταν καθημερινά ολοένα και πιο βέβαιο, έγινε πραγματικότητα τον Ιούλιο του 1903. Η εξέγερση εγκαινιάστηκε, όπως είναι γνωστό, με πράξεις δολιοφθοράς σε διάφορες περιοχές του βιλαετίου Μοναστηρίου και με σφοδρές επιθέσεις των επαναστατικών σωμάτων Κατά του τουρκικού στρατού. Πολυάριθμα χριστιανικά χωριά στις περιοχές Μοναστηρίου, Ρέσνας, Αχρίδας, Κιρτσόβου, Κρουσόβου, Κορεστίων, Καστοριάς και Φλώρινας καταστράφηκαν τελείως από τις δολοφονικές συγκρούσεις. Εβδομήντα χωριά Περίπου κάηκαν στο βιλαέτι Μοναστηρίου, τα περισσότερα από τους Τούρκους και ορισμένα από τους Βουλγάρους.
Ένα από τα αιματηρότερα σκηνικά της εξέγερσης ξετυλίχτηκε στο Κρούσοβο. Το Κρούσοβο, όπου κατοικούσαν 11.000 κάτοικοι, από τους οποίους τα 2/3 ήταν Έλληνες, καταλήφθηκε τη νύχτα της 1 προς 2 Αυγούστου του 1903 από βουλγαρικά σώματα. Η κατάληψή του και ο σχηματισμός της προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης, όπως συνέβηκε αργότερα στη Νέβεσκα και την Κλεισούρα, πλημμύρισε τον ελληνισμό της ακριτικής αυτής περιοχής της Μακεδονίας από τρόμο και πανικό. Οι 250—300 περίπου επαναστάτες υπέβαλαν τους Έλληνες κατοίκους σε βαριές υλικές εισφορές. Ύστερα από 10 ολόκληρες μέρες, στις 12 Αυγούστου, ο τουρκικός στρατός — 3.000 στρατιώτες με 18 κανόνια — άρχισε να περισφίγγει την πόλη και τα ξημερώματα της επόμενης μέρας κατέλαβε το Κρούσοβο προβαίνοντας σε λεηλασίες, σφαγές, βιασμούς Ελλήνων κατοίκων και σε εμπρησμούς των ελληνικών σπιτιών. Συνολικά κάηκαν και λεηλατήθηκαν 366 ελληνοβλαχικά σπίτια, ενώ κανένα βουλγαρικό δεν έπαθε τίποτα15, 203 αποθήκες και ελληνικά μαγαζιά. 41 Έλληνες και Ελληνίδες του Κρουσόβου έχασαν τη ζωή τους και πολλοί άλλοι κακοποιήθηκαν και τραυματίστηκαν. Οι τουρκικοί εμπρησμοί. οι βιασμοί και οι δολοφονίες έπληξαν καίρια το ελληνοβλαχικό πληθυσμιακό στοιχείο του Κρουσόβου, όπως επιβεβαιώνεται από αυτόπτες μάρτυρες και από όλες τις ευρωπαϊκές αρχειακές πηγές. Με μεγάλη οδύνη διαπίστωσε ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηρίου Κ. Κυπραίος κατά την Περιοδεία του στο Κρούσοβο, τον Αύγουστο του 1903, το ασθενημένο ηθικό των Ελλήνων κατοίκων του. Μαζί με τον Έλληνα μητροπολίτη και τους ντόπιους προκρίτους περιηγήθηκε την πόλη, επιθεώρησε τα καταστραμμένα σπίτια και κτίρια, ανάμεσα στα οποία το ελληνικό νοσοκομείο και την ελληνική μητροπολιτική εκκλησία και πιστοποίησε από κοντά το μέγεθος της συμφοράς του ελληνισμού του Κρουσόβου. Σε σχετική έκθεσή του προς τον Δ. Ράλλη, τότε υπουργό των Εξωτερικών, επισημαίνει την επείγουσα ανάγκη για την αποστολή οικονομικών ενισχύσεων στις άστεγες και πεινασμένες ελληνικές οικογένειες του Κρουσόβου. Κατά την παραμονή του στο Κρούσοβο ο Έλληνας πρόξενος Κ. Κυπραίος πληροφορήθηκε επίσης από ανώτερο Τούρκο αξιωματικό, τον ταγματάρχη Αλή εφέντη του Δελβίνου, ότι ο Μπαχτιάρ πασάς είχε δωροδοκηθεί από τους Βουλγάρους, για να μην προκαλέσει καταστροφές στη βουλγαρική συνοικία. Ο Μπαχτιάρ πασάς συμπεριφέρθηκε με σκαιό τρόπο προς τους Έλληνες κατοίκους της πόλης και ο ίδιος δήλωσε ανοιχτά προς τους ανώτερους Τούρκους αξιωματικούς ότι είχε παρακινηθεί από το βουλγαρικό στοιχείο και ιδιαίτερα από τον Βούλγαρο ιερέα Μπογδάν, για να βλάψει τους Έλληνες. 

Στις 22 Ιουλίου του 1903 ο Βούλγαρος βοεβόδας Κόλε έδωσε το σύνθημα της επανάστασης στην περιοχή της Κλεισούρας. Τουρκικός στρατός έσπευσε να τον καταδιώξει έξω από την Κλεισούρα, αλλά απέτυχε. Το ελληνικό σώμα του καπετάν Βαγγέλη, όπως Θα δούμε και στο τελευταίο κεφάλαιο, αντιμετώπισε τους 200 οπαδούς του Κόλε με επιτυχία και τους έτρεψε σε φυγή, αφού τους προξένησε σημαντικές απώλειες. Τη νύχτα της 22 προς 23 Ιουλίου τα ενωμένα βουλγαρικά σώματα των οπλαρχηγών Τσακαλάρωφ, Ποπώφ, Κόλε, Κλιάσεφ, Ηλία, Ρόζωφ και Μάτη υποχώρησαν στις γύρω ορεινές περιοχές. Στις 23 Ιουλίου ο καπετάν Βαγγέλης και το σώμα του, συνοδευόμενοι και από τουρκικό στρατό, προσπάθησαν ν’ αποκρούσουν τους Βουλγάρους, αλλά οι δυνάμεις τους ήταν αριθμητικά πολύ μικρότερες. Στις 10 το βράδυ οι Βούλγαροι μπήκαν στην Κλεισούρα και από την επομένη μέρα άρχισαν να φορολογούν βαριά τους Έλληνες εμπόρους και το ταμείο των ελληνικών σχολείων. Ως ορμητήριο είχαν το γειτονικό βουνό Σιουμπρέτσι, όπου τοποθέτησαν και τα πολεμοφόδιά τους. Η βουλγαρική κατοχή στην Κλεισούρα, όπως αφηγούνται ντόπιοι κάτοικοί της, κράτησε 22 μέρες. Καθημερινά κατέβαιναν στην κωμόπολη 50—30 Βούλγαροι αντάρτες, οι οποίοι προμηθεύονταν τρόφιμα και διέδιδαν στους Έλληνες κατοίκους ότι η Βουλγαρία είχε κηρύξει τον πόλεμο κατά της Τουρκίας, ότι η Ρωσία είχε στείλει εθελοντές (160.000), ότι είχε κινητοποιηθεί ο ελληνικός στρατός και είχε καταλάβει την Καστοριά. Η κατάσταση αυτή διάρκεσε ως τις 14 Αυγούστου οπότε μεγάλο τμήμα τουρκικού στρατού με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Εδέμ μπέη κινήθηκε, για να καταδιώξει τα βουλγαρικά σώματα. Από το Μαύροβο κατευθύνθηκε στην Φωτίνιστα, όπου συγκρούστηκε με τους κομιτατζήδες, πέρασε από την Τσερέσνιτσα, την οποία έκαψε εντελώς και έπειτα προχώρησε στην Πρεκοπάνα, όπου συνάφθηκε σκληρή μάχη. Πάνω από 100 Βούλγαροι αντάρτες έχασαν τη •ζωή Τους, ανάμεσα στους οποίους πιθανόν και οι οπλαρχηγοί Ποπώφ και Μάτης. Αφού λεηλατήθηκε και Κάηκε από τους Τούρκους η Πρεκοπάνα, τμήμα του στρατού έκαψε έπειτα τελείως τα χωριά Μπομπόκι και Ζαγορίτσανη και ένα άλλο τμήμα ανέβηκε στην κορυφή του Σιουμπρετσίου για να καταδιώξει τους κρυμμένους Βουλγάρους αντάρτες.

Την επομένη, 15 Αυγούστου, ο τουρκικός στρατός μπήκε στην Κλεισούρα έχοντας επικεφαλής τον Εδέμ μπέη. Την ίδια μέρα λεηλατήθηκε και κάηκε η Μπόμπιστα και την άλλη μέρα, 16 Αυγούστου, είχε την ίδια τύχη και η Μόκρενη. Ο τουρκικός στρατός έσφαξε στο τελευταίο χωριό 100 χωρικούς, οι οποίοι μάταια έτρεξαν να σωθούν στα χωράφια τους. Μεγάλες ζημιές έπαθε στο χωριό αυτό και η μητρόπολη της Θεοτόκου, από την οποία αναιρέθηκαν τα αργυρά και τα χρυσά στεφάνια των εικόνων και άλλα πολύτιμα ιερά σκεύη και άμφια. Τα γυναικόπαιδα των καταστραμμένων περιοχών του Μπομποκίου, της Τσερέσνιτσας, της Ζαγορίτσανης και της Πρεκοπάνας κατέφυγαν στη Χόλιστα και στο μοναστήρι των Αγ. Αναργύρων, ενώ εκείνα της Μπόμπιστας, του Κουμανίτσοβου και της Μόκρενας βρήκαν καταφύγιο στην Κλεισούρα. Στο μοναστήρι των Αγ. Αναργύρων είχαν συγκεντρωθεί γύρω στα 5.000 γυναικόπαιδα, προς τα οποία έστειλε τρόφιμα και ψωμί ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης. Στην Κλεισούρα, όπου δολοφονήθηκε με φριχτά μαρτύρια ο Βάννης, ένα από τα σημαντικότερα στελέχη της ελληνικής αντίστασης, έφτασε ο μητροπολίτης Καστοριάς στα τέλη Αυγούστου, εμψύχωσε τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό και προέτρεψε τους εξαρχικούς ιερείς των γύρω χωριών να καταφύγουν και πάλι στους κόλπους του πατριαρχείου. Στις 30 Αυγούστου βουλγαρικές δυνάμεις του Τσακαλάρωφ εισέβαλαν στο ελληνικό χωριό Τιχόλιστα, έκαψαν το σπίτι του Έλληνα ιερέα παπα Λάμπρου και απήγαγαν με τη βία στα βουνά 3 άντρες, 3 γυναίκες και 3 γριές. Σ’ ένα άλλο ελληνικό χωριό, στο Νεστόριο, από όπου επρόκειτο να περάσει τουρκική επιτροπή επιφορτισμένη με τη συλλογή του οπλισμού του αγροτικού πληθυσμού της Δυτ. Μακεδονίας, οι Έλληνες κάτοικοί του, μόλις πληροφορήθηκαν την ενδεχόμενη εισβολή βουλγαρικών σωμάτων, έσπευσαν να στείλουν 2 αντιπροσώπους τους στην Καστοριά, για να ζητήσουν στρατιωτική βοήθεια. Πριν προλάβουν όμως να επιστρέψουν, τα βουλγαρικά σώματα είχαν ήδη κάψει τα σπίτια των 2 απεσταλμένων και απειλούσαν και τους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού.

Στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης φημολογούνταν ότι η εξέγερση Θα ξεσπούσε στις 14 Αυγούστου και θα αποτελούσε κύριο αντιπερισπασμό στα τουρκικά στρατεύματα, που είχαν ρίξει το βάρος των δυνάμεών τους στο βιλαέτι του Μοναστηρίου. Το έδαφος όμως στη γεωγραφική αυτή περιοχή δεν υπήρξε πρόσφορο και γι’ αυτό ο ντόπιος πληθυσμός δεν έλαβε τελικά μέρος στο επαναστατικό κίνημα. Στον καζά του Δεμίρ Χισάρ ο Θάνατος του περιβόητου Βουλγάρου αρχηγού Αλέξη από τα Πορόϊα, οι πολυάριθμες συλλήψεις χριστιανών κατοίκων και η κατάσχεση πολλών όπλων και πολεμοφοδίων, είχαν συμβάλει αποτελεσματικά στην επικράτηση της ηρεμίας και στη φαινομενική προσέλευση εξαρχικών χωριών, όπως του Σάβγιακου και του Σπάτοβου, στο πατριαρχείο, ενώ στον καζά του Κιλκίς ο πληθυσμός φαινόταν απρόθυμος να συμμετάσχει στα επαναστατικά γεγονότα ύστερα από τις άγριες καταδιώξεις του τουρκικού στρατού. Ανάλογο κλίμα επικρατούσε και στο ανατολικό μισό του καζά της Δοϊράνης, που συνόρευε με το Δεμίρ Χισάρ και με το Κιλκίς. Στη γεωγραφική αυτή περιφέρεια, όπου δεν υπήρχαν βουλγαρικά σώματα, πολλά χωριά είχαν αρχίσει να επιστρέφουν στο πατριαρχείο και να εκδηλώνουν και πάλι την εθνική τους ταυτότητα. Αντίθετα στο υπόλοιπο μισό δυτικό τμήμα του καζά της Δοϊράνης και σε ολόκληρο τον καζά Γευγελής δρούσαν πολυάριθμα ντόπια βουλγαρικά σώματα, όπως του Αργύρη και του Σάββα, που είχαν βασικά ορμητήρια τη Μπογδάντσα, τη Γκίρτσιστα, τα Διαβατά και το Στογιάκοβο. Στη Στρώμνιτσα επικρατούσε ηρεμία και ο πληθυσμός είχε διατηρήσει την ψυχραιμία του παρά τη δραστηριότητα των λιγοστών βουλγαρικών σωμάτων.

Πηγή: Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα (1894 – 1904), Κ. Α. Βακαλόπουλος, εκδ. Μπαρμπουνάκη. Το διαβάσαμε: e-istoria

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.