Το ξίφος και η περικεφαλαία του Γεωργίου Καστριώτη |
~ Διαβάστε:
Ο Γ. Καστριώτης θα συντρίψει τις δυνάμεις των Ανδεγαυών και των Ιταλών συμμάχων τους που είχαν επικεφαλής τον προαναφερθέντα πρίγκιπα του Τάραντα Ιωάννη Αντώνιο Ορσίνι στις μάχες της Μπαρλέττα (Barletta) και του Τράνι (Trani), δυο κωμοπόλεις της Απουλίας στα βόρεια του Μπάρι και με αυτόν τον τρόπο διεσφάλισε οριστικά τον θρόνο του Φερδινάνδου Ι.[353] Αμέσως μετά επέστρεψε στην χώρα του.
Ο Φερδινάνδος Ι δεν λησμόνησε ποτέ την ανεκτίμητη βοήθεια που του πρόσφερε ο Γ. Καστριώτης και μετά τον θάνατο του ένδοξου πολεμιστή παρεχώρησε στους απογόνους του το κάστρο του Τράνι και τα χωριά Μόντε Γάργανον (Monte Sant’ Angelo) και Σαν Τζιοβάννι Ροτόντο (San Giovanni Rotondo) ως φέουδα.[354]
Η κάπως εσπευσμένη επιστροφή του Γ. Καστριώτη ήταν αποτέλεσμα των πληροφοριών για κινήσεις του οθωμανικού στρατού στα σύνορα της Λίγκας, οι οποίες σύντομα επιβεβαιώθηκαν. Δύο πολυάριθμες οθωμανικές στρατιές πλησίαζαν και στα τέλη του καλοκαιριού του 1462 ήσαν έτοιμες να εισβάλουν στα εδάφη της Λίγκας, αλλά ο Γ. Καστριώτης ήταν πανέτοιμος και αντέδρασε κατάλληλα: Η πρώτη, με επικεφαλής τον Σινάν-πασά, ηττήθηκε στις 27 Αυγούστου 1462 στην Μόκρα (Mokra, στην περιοχή της Δίβρης-Debar), η δεύτερη υπό τις διαταγές του Χουσεΐν-μπέη κατανικήθηκε την ίδια μέρα στην μάχη της Αχρίδος (αλβαν. Ohër), ο δε Τούρκος διοικητής συνελήφθη αιχμάλωτος.[355]
Τον επόμενο χρόνο, το 1463, ο Μωάμεθ ΙΙ έχοντας ήδη καταλάβει μεταξύ 1460-1461 το Δεσποτάτο του Μυστρά και τα τελευταία υπολείμματα της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος, εισέβαλε στην Βοσνία, την οποία κατέκτησε εντός λίγων μηνών, αλλά ενεπλάκη σε πόλεμο με τους Βενετσιάνους, στον Α΄ Οθωμανο-Ενετικό πόλεμο (1463–1479). Είχε φροντίσει όμως να προτείνει δεκαετή Συνθήκη Ειρήνης στην Λίγκα, πιθανότατα λόγω των φημών περί επικείμενης σταυροφορίας που προετοίμαζε ο Πάπας Πίος ΙΙ και στην οποία επικεφαλής θα τοποθετούσε τον Γ. Καστριώτη ως αρχιστράτηγο. Η Συνθήκη υπογράφτηκε τελικώς στις 27 Απριλίου 1463 παρά τις αντιρρήσεις του ίδιου του Γ. Καστριώτη στην Συνέλευση της Λίγκας του Αλέσιο, όπου πλειοψήφισαν αυτοί που επιθυμούσαν την ειρήνη με επικεφαλής τον Αθανάσιο Θώπια (Tanush Thopia), έναν από τους ισχυρότερους τοπάρχες και συνιδρυτή της Λίγκας.
Στο μεταξύ, η στάση της Βενετίας απέναντι στον Γ. Καστριώτη είχε μεταβληθεί ριζικά, λόγω της προαναφερθείσης εμπλοκής της «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας» σε πόλεμο με τους Οθωμανούς. Ο ηρωϊκός πολέμαρχος ήταν πλέον ένας ανεκτίμητος σύμμαχος για τους Ενετούς και τούτο επιβεβαιώθηκε με την Συνθήκη που υπογράφηκε στις 20 Αυγούστου 1463, με την οποία ανανεώθηκε η Συνθήκη Ειρήνης του 1448 μεταξύ της Λίγκας και Βενετίας, αλλά τώρα, μετα από απαίτηση του Γ. Καστριώτη, προστέθηκαν νέοι όροι: Το δικαίωμα να παρέχεται άσυλο σε εδάφη της Βενετίας σε όσους κατοίκους κατέφευγαν εκεί από περιοχές της Λίγκας και η υποχρέωση των Ενετών να περιλαμβάνουν την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Λίγκας σε κάθε συμφωνία που θα υπέγραφαν με τους Τούρκους.
Τον Νοέμβριο του 1463 ο Πάπας Πίος ΙΙ ξεκίνησε τις προετοιμασίες της πολυαναμενόμενης Σταυροφορίας εναντίον των Οθωμανών, που είχαν επιδιώξει και οι προκάτοχοί του Πάπες Νικόλαος V και Κάλλιστος ΙΙΙ και στην οποία προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν όλοι οι Χριστιανοί βασιλείς και ηγεμόνες. Οι Βενετσιάνοι ήσαν οι πρώτοι που άμεσα αναταποκρίθηκαν στην έκκληση του Πάπα. Το ίδιο έκανε και ο Γ. Καστριώτης, ο οποίος με την βοήθεια απεσταλμένων του Πάπα, των Ενετών και του Αρχιεπισκόπου Δυρραχίου πέτυχε να πείσει τα μέλη του πολεμικού συμβουλίου της Λίγκας να ακυρώσουν την Συνθήκη με τους Οθωμανούς και να κηρύξουν τον πόλεμο στις 27 Νοεμβρίου 1463, ξεκινώντας άμεσα τις εχθροπραξίες.[356]
Σύμφωνα με τις επιδιώξεις και τους σχεδιασμούς του Πάπα Πίου ΙΙ έπρεπε να συγκεντρωθούν 20.000 στρατιώτες στην Αγκώνα και άλλες 20.000 θα συγκέντρωνε η Λίγκα. Όλη αυτή η στρατιωτική δύναμη θα ξεκινούσε από το Δυρράχιο με αρχιστράτηγο τον Γ. Καστριώτη και θα αποτελούσε την βασική δύναμη κρούσης στις επιχειρήσεις εναντίον των Οθωμανών.
Δυστυχώς, ο Πίος ΙΙ απεβίωσε τον Αύγουστο του 1464 στην διάρκεια της πλέον κρίσιμης φάσης, κατά την οποία τα στρατεύματα είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στην Αγκώνα για να επιβιβασθούν στα πλοία που θα τους μετέφεραν στο Δυρράχιο, με αποτέλεσμα η σταυροφορία να ματαιωθεί και ο Γ. Καστριώτης να συνεχίσει τον πόλεμο και πάλι μόνος του.[357]
Τον Απρίλιο του 1465 στην πρώτη μάχη της Βαχαλίας (Βαϊκάλ-Vaikal, μεταξύ Αχρίδος και Ελμπασάν) ο Γ. Καστριώτης νίκησε τα στρατεύματα του Μπαλλαμπάν πασά Μπαντέρα (Ballaban Pasha Badera), του αλβανικής καταγωγής Οθωμανού διοικητή στο σαντζάκι* της Αχρίδας. Εν τούτοις, στην διάρκεια μιας ενέδρας και ενώ η μάχη συνεχιζόταν, οι Οθωμανοί πέτυχαν να συλλάβουν αιχμαλώτους ορισμένους σημαντικούς στρατιωτικούς διοικητές της Λίγκας, όπως τον σπουδαίο πολέμαρχο και άρχοντα της Δίβρης Μωϋσή Αριανίτη Γολέμη, Διοικητή του ιππικού, τον Βλάνταν Γκιουρίτσα (Vladan Gjurica), επικεφαλής της επιμελητείας του στρατεύματος, τον Άγγελο Μουζάκη, ανιψιό του Γ. Καστριώτη, καθώς και 18 ακόμη ανώτατους αξιωματικούς. Όλοι αυτοί στάλθηκαν αμέσως στην Κωνσταντινούπολη, όπου αφού υπέστησαν απάνθρωπα βασανιστήρια (τους έγδερναν ζωντανούς αργά-αργά) επί 15 ημέρες, στο τέλος τους τεμάχισαν και τα κομμάτια τους ρίχτηκαν στα σκυλιά (!), ενώ οι εκκλήσεις του Καστριώτη για την απελευθέρωσή τους είτε με καταβολή λύτρων είτε με ανταλλαγή αιχμαλώτων απέβησαν άκαρπες.[358]
_________________________________
(*) Σε γενικές γραμμές, την εποχή εκείνη η διοικητική διαίρεση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας περιελάμβανε τα Εγιαλέτια (Eyalet, το οποίο μετασχηματίστηκε σε Βιλαέτι-Vilayet στην διάρκεια του 19ου αιώνα), μεγάλες περιφέρειες, που υποδιαιρούνταν σε Σαντζάκια, κάτι αντίστοιχο με τους σημερινούς (μεγάλους) Νομούς και τους Καζάδες (Kaza), σε επίπεδο επαρχίας, στους οποίους υποδιαιρούνταν τα Σαντζάκια. Πριν την απελευθέρωση (1912-13) ο ευρύτερος βορειοελλαδικός χώρος είχε διαιρεθεί σε τρία Βιλαέτια: Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και (το νεώτερο) Κοσσυφοπεδίου (Κοσόβου). Το Βιλαέτι Θεσ/νίκης αποτελούσαν τρία Σαντζάκια: Θεσσαλονίκης, Σερρών και Δράμας, ενώ το Σαντζάκι Θεσσαλονίκης αποτελούσαν οι Καζάδες: Θεσσαλονίκης, Κασσανδρείας, Αγίου Όρους, Λαγκαδά, Δοϊράνης, Στρωμνίτσης, Κατερίνης, Βεροίας, Βοδενών (Έδεσσας), Γενιτζέ Βαρντάρ (Γιανντσών), Γευγελής και Τίκβες (Tikves).
Αργότερα, την ίδια χρονιά, δύο νέες οθωμανικές στρατιές εισέβαλαν στα εδάφη της Λίγκας από δύο διαφορετικές κατευθύνσεις, ώστε εφαρμόζοντας την τακτική της λαβίδας να εγκλωβίσουν τις δυνάμεις του Γ. Καστριώτη. Επικεφαλής της μιας στρατιάς ήταν ο ίδιος ο Μπαλλαμπάν πασάς και της άλλης κάποιος Γιακούμπ μπέης (Jakup Bey). Ο στρατός του Μπαλλαμπάν πασά ηττήθηκε στην δεύτερη μάχη της Βαχαλίας και αυτήν την φορά όλοι οι Τούρκοι αιχμάλωτοι κατεσφάγησαν σε μια πράξη εκδίκησης της φρικαλέας εκτέλεσης των Αλβανών αξιωματούχων που περιγράψαμε παραπάνω. Η δεύτερη στρατιά ηττήθηκε με την σειρά της λίγες μέρες αργότερα σε μια τοποθεσία (Kashari field) κοντά στα Τίρανα.[359]
Το 1466 ο Σουλτάνος Μωάμεθ II ηγήθηκε προσωπικά μιας στρατιάς 30.000 ανδρών, η οποία εισέβαλε στην Αλβανία και κατευθύνθηκε στην Κρόϊα (Krujë, Κρούγια), ξεκινώντας έτσι την Δεύτερη Πολιορκία του απόρθητου μέχρι τότε φρουρίου-έδρας του Γ. Καστριώτη, όπως είχε επιχειρήσει πρίν από 16 χρόνια και ο πατέρας του, ο Σουλτάνος Μουράτ ΙΙ, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Την πόλη υπεράσπιζε μια φρουρά 4.400 στρατιωτών με επικεφαλής τον έμπειρο πολέμαρχο Αθανάσιο (Θάνο) Θώπια (Tanush Thopia), στον οποίο αναφερθήκαμε και παραπάνω. Μετά από μερικούς μήνες άκαρπων προσπαθειών που συνοδεύθηκαν από σφαγές και καταστροφές στις γύρω περιοχές, ο Μωάμεθ ΙΙ αντιλήφθηκε, όπως και ο πατέρας του, ότι η εκπόρθηση της Κρόϊας ήταν αδύνατον να επιτευχθεί δια της βίας και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.[360]
Παρά ταύτα, αποχωρώντας ο Σουλτάνος από την πολιορκία, όρισε μια δύναμη 30.000 ανδρών υπό τον Μπαλλαμπάν πασά να συνεχίσει την πολιορκία και με την εντολή να οικοδομηθεί ένα ισχυρό φρούριο στην (σημερινή) κεντρική Αλβανία, το οποίο μετά την αποπεράτωσή του ονομάσθηκε Ιλ-μπασάν (το σημερινό Ελβασάν-Elbasan), με στόχο να υποστηρίζει την πολιορκία της Κρόϊας.
Ο Γ. Καστριώτης ταξίδεψε τον χειμώνα του 1466-1467 στην Ιταλία, παραμένοντας κάποιες εβδομάδες στην Ρώμη επιχειρώντας να πείσει τον Πάπα Παύλο ΙΙ (τον διάδοχο του Πίου ΙΙ) να χρηματοδοτήσει τις πολεμικές επιχειρήσεις της Λίγκας. Όπως αναφέρεται μάλιστα,[361] κάποια στιγμή, αδυνατώντας να πληρώσει το πανδοχείο όπου διέμενε, σχολίασε με πίκρα ότι έπρεπε να πολεμάει εναντίον της Καθολικής εκκλησίας και όχι εναντίον των Τούρκων. Τελικά, μόνον όταν ο Γ. Καστριώτης είχε αναχωρήσει για την Νάπολι ο Πάπας Παύλος ΙΙ αποφάσισε να του αποστείλει κάποια χρήματα, που δεν ήσαν άλλα από το ευτελές ποσό των 2.300 δουκάτων!
Η αυλή της Νεαπόλεως, της οποίας η βαλκανική πολιτική εξαρτιόταν πλήρως από την ηρωϊκή αντίσταση του Γ. Καστριώτη, υπήρξε πολύ πιο γενναιόδωρη απέναντί του και εκτός από χρήματα τον προμήθευσε με οπλισμό και προμήθειες. Θα ήταν όμως πιο ακριβές να τονιστεί ότι το μεγαλύτερο τμήμα των απαιτουμένων χρημάτων και προμηθειών ο Γ. Καστριώτης το εξασφάλιζε από τοπικούς πόρους και κυρίως από τα τουρκικά λάφυρα που συγκέντρωνε μετά τις μάχες.[362]
Το βέβαιον πάντως είναι, όπως σαρκαστικά έχει σχολιασθεί από τον Νόρμαν Χάουσλυ (Norman Housley), Καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Λέστερ (Leicester), η Αγία Έδρα ήταν πολύ γενναιόδωρη σε προσευχές και ενθαρρύνσεις, παρά σε οικονομικές ενισχύσεις, στις οποίες ήταν πάντα ιδιαίτερα φειδωλή. Υπολογίζεται μάλιστα από τον προαναφερθέντα Βρετανό ιστορικό, ότι η Ρωμαϊκή Κουρία (Roman Curia = το Συμβούλιο των ανώτατων διοικητικών αξιωματούχων της Αγίας Έδρας, οι οποίοι υποβοηθούν τον Πάπα στην διακυβέρνηση της καθολικής Εκκλησίας) ενίσχυσε συνολικά τον Γ. Καστριώτη με 20.000 δουκάτα, ένα αμελητέο ποσό, το οποίο αντιστοιχούσε σε μισθούς 20 πολεμιστών για ολόκληρη την περίοδο των πολεμικών συγκρούσεων της Λίγκας με τους Οθωμανούς (!).[363]
Επιστρέφοντας στην πατρίδα του ο Γ. Καστριώτης συνάντησε στρατιωτικό σώμα 3500 πεζών και 1000 ιππέων, που είχε στείλει η Βενετία προς ενίσχυση της Λίγκας. Αμέσως μετά πέτυχε να συμμαχήσει με τον ανεξάρτητο (εκτός Λίγκας) ηγεμόνα Αλέξανδρο Δουκατζίνη (Lekë III Dukagjini, 1410–1481), τον δημιουργό του περίφημου ομώνυμου Κώδικα Νόμων (Kanun). Οι συμμαχικές αυτές δυνάμεις, ενισχυμένες και με δυνάμεις άλλων Αλβανών ηγεμόνων και πολεμάρχων ανήλθαν συνολικά σε μια αξιόλογη δύναμη 13.000 ανδρών[364] και στις 19 Απριλίου 1467 επιτέθηκαν συντρίβοντας τις τουρκικές ενισχύσεις που κατευθύνονταν στην Κρόϊα, με διοικητή τον αδελφό του Μπαλλαμπάν πασά, τον Γιονούζ (Yonuz), ο οποίος συνελήφθη αιχμάλωτος, όπως και ο γιος του, Χαϊντάρ (Haydar).[365]
Τέσσερεις μέρες αργότερα, στις 23 Απριλίου 1467, επιτέθηκαν στις οθωμανικές δυνάμεις που πολιορκούσαν την Κρόϊα με αποτέλεσμα όχι μόνον να εγκαταλειφθεί η Δεύτερη Πολιορκία της πόλης, αλλά και να επιτευχθεί ο θάνατος του Μπαλλαμπάν πασά, ο οποίος πυρβολήθηκε από έναν αρκεβουζιέρο*, τον Γεώργιο Αλέξη[366] (Gjergj Aleksi). Αμέσως μετά τα συμμαχικά στρατεύματα προχώρησαν στην πολιορκία του φρουρίου του Ελβασάν, χωρίς όμως θετικό αποτέλεσμα, λόγω έλλειψης πυροβολικού και επαρκούς αριθμού στρατιωτών.
________________________________
(*) Πολεμιστής εξοπλισμένος με αρκεβούζιο (Γαλλ. arquebuse), ένα πρωτόγονο εμπροσθογεμές τυφέκιο, που χρησιμοποιήθηκε μεταξύ του 15ου και 17ου αιώνα.
Η καταστροφή της στρατιάς του Μπαλλαμπάν πασά και η πολιορκία του Ελβασάν ανάγκασαν τον Σουλτάνο να εκστρατεύσει και πάλι προσωπικώς εναντίον της Λίγκας το καλοκαίρι του 1467. Ο Γ. Καστριώτης αποσύρθηκε στα βουνά, ενώ ο Μέγας Βεζύρης Μαχμούτ Πασάς Αγγέλοβιτς (Mahmud Pasha Angelović) ανέλαβε την καταδίωξή του, αλλά χωρίς επιτυχία, μια και ο έμπειρος πολέμαρχος κατάφερε να φτάσει στις παραλιακές περιοχές και να καταφύγει στα βενετσιάνικα εδάφη.
Ο Μωάμεθ ΙΙ επεδίωξε δραστήρια να καταλάβει τις οχυρωμένες τοποθεσίες της Λίγκας, ενώ παράλληλα έστελνε στρατιωτικά αποσπάσματα να πραγματοποιούν επιδρομές σε εδάφη που κατείχαν οι Ενετοί (ιδιαίτερα το Δυρράχιο) και να τους κρατούν απομονωμένους. Οι Οθωμανοί απέτυχαν και πάλι να αλώσουν την Κρόϊα κατά την Τρίτη Πολιορκία του φρουρίου, αλλά οι λεηλασίες και οι καταστροφές που υπέστησαν οι γύρω περιοχές ήσαν πρωτοφανείς. Ο Σουλτάνος Μωάμεθ ΙΙ επέστρεψε τελικά άπρακτος στην Κωνσταντινούπολη.
Οι συνεχείς επιδρομές όμως των Οθωμανών και οι μεγάλες απώλειες σε υλικά αγαθά και ιδιαίτερα στον άμαχο πληθυσμό που προκαλούσε ο πόλεμος είχαν ερημώσει την χώρα. Όλη αυτή η ζοφερή κατάσταση, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός ηγεμόνων και πολεμάρχων είχαν χαθεί στην διάρκεια των συγκρούσεων, καθώς και η πρόσφατη συμμαχία με τον Αλέξανδρο Δουκατζίνι οδήγησαν τον Γ. Καστριώτη στην απόφαση να καλέσει τους εναπομείνατες Αλβανούς πολέμαρχους σε μια συνέλευση που θα γινόταν τον Ιανουάριο του 1468 στο Αλέσιο, όπου θα συζητούσαν τα νέα δεδομένα και θα αποφάσιζαν για την στρατηγική που έπρεπε να ακολουθήσουν στο μέλλον. Στην διάρκεια της προετοιμασίας της συνέλευσης, η οποία επίσης θα αποφάσιζε την αναδιάρθρωση της Λίγκας, ο Γ. Καστριώτης προσεβλήθη από ελονοσία και τελικά απεβίωσε στο Αλέσιο στις 17 Ιανουαρίου 1468 σε ηλικία 62 ετών.[367]
Όπως έχει αναφερθεί, όταν ο Μωάμεθ ΙΙ πληροφορήθηκε τον θάνατο του ακατάβλητου και ηρωϊκού πολέμαρχου αναφώνησε: «Η Ασία και η Ευρώπη είναι επιτέλους δικές μου. Αλλοίμονο στην Χριστιανοσύνη! Έχασε το ξίφος και την ασπίδα της!».[368] Αξίζει στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι στην διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Γερμανοί, αντιλαμβανόμενοι πλήρως την τεράστια απήχηση που είχε στον αλβανικό λαό το όνομα του εθνικού τους ήρωα, έδωσαν το όνομά του στην 21η Ορεινή Μεραρχία των Ες-Ες (21. Waffen Gebirgs-Division der SS „Skanderbeg“), την οποία σχημάτισαν τον Φεβρουάριο του 1944 αποτελούμενη από 6.491 Κοσοβάρους Αλβανούς.[369]
Μετά τον θάνατο του Γ. Καστριώτη δεν μπόρεσε να αναδειχθεί ένας νέος ηγέτης ώστε να τον αναπληρώσει επάξια με αποτέλεσμα οι Οθωμανοί να κατορθώσουν να καταλάβουν στις 16 Ιουνίου του 1478 την Κρόϊα μετά από σκληρή πολιορκία (την τέταρτη κατά σειρά) ενός έτους. Οι λιμοκτονούντες κάτοικοι και ενώ οι θάνατοι από πείνα ήταν καθημερινό φαινόμενο, αναγκάστηκαν να την παραδώσουν όταν πλέον αντιλήφθηκαν ότι τα πολεμοφόδια είχαν τελειώσει και δεν υπήρχε περίπτωση βοήθειας από κάπου. Η πόλη παραδόθηκε στον ίδιο τον Μωάμεθ ΙΙ, ο οποίος ήλθε από την Κωνσταντινούπολη για να παρακολουθήσει προσωπικά την τελευταία φάση της πολιορκίας. Δυστυχώς, παρά τις διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις του Σουλτάνου ότι θα επιτρέψει στους υπερασπιστές να αποχωρήσουν μαζί με τις οικογένειές τους χωρίς να πειραχθούν, κατά την έξοδο από το φρούριο οι Τούρκοι κατέσφαξαν τους πολεμιστές και πήραν τα γυναικόπαιδα για σκλάβους.[370]
Χάρτης 26 |
Η τελευταία εκστρατεία των Οθωμανών είχε στόχο την υπό ενετική διοίκηση Σκόδρα (βλ. Χάρτη 26), η περιπετειώδης πολιορκία της οποίας κράτησε δύο χρόνια (1478-9). Και πάλι ο Μωάμεθ ΙΙ ήταν παρών για να συντονίσει την τελευταία φάση της πολιορκίας.
Τελικώς η πόλη δεν κατελήφθη, αλλά παραδόθηκε στους Οθωμανούς μετά την υπογραφή στις 25 Ιανουαρίου 1479 της Συνθήκης Ειρήνης μεταξύ της Βενετίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, σύμφωνα με τους όρους που είχαν συνομολογηθεί. Αυτήν την φορά είχαν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα και οι υπερασπιστές της πόλης, οι Βενετσιάνοι στρατιώτες και πολίτες, καθώς και μικρό τμήμα Αλβανών μεταφέρθηκαν στην Βενετία, ενώ οι περισσότεροι από τους Αλβανούς προτίμησαν να καταφύγουν σε ορεινές δύσβατες περιοχές. Οι Ενετοί διατήρησαν τις κτήσεις τους στο Δυρράχιο, καθώς και στις πόλεις Αντίβαρι (σημερ. Bar) και Δουλτσίνιο (σημερ. Ulcinj), που ανήκουν σήμερα στο Μαυροβούνιο. Η Σκόδρα (ή Σκούταρι) θα οριστεί πρωτεύουσα του νεοδημιουργηθέντος Σαντζάκιου της Σκόδρας. Όπως έγραψε ο Τούρκος χρονικογράφος Ashikpashazade (1400–81), μετά την παράδοση της πόλης: «όλες οι κατακτήσεις του Σουλτάνου Μωάμεθ συμπληρώθηκαν με την κατάληψη της Σκόδρας».[371]
Αυτές οι νίκες των Οθωμανών πυροδότησαν ένα σημαντικό κύμα φυγής από τις αλβανικές περιοχές προς την νότια Ιταλία (στο Βασίλειο της Νεαπόλεως), αλλά και προς την Σικελία, την Ελλάδα και την Αίγυπτο. Η συντριπτική πλειονότητα των προσφύγων ανήκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά κάτω από τις συνεχείς πιέσεις και εκβιασμούς της Καθολικής Εκκλησίας, ένα μικρό τμήμα θα προσχωρήσει στον καθολικισμό, ενώ οι περισσότεροι έγιναν Ουνίτες* με αυτόνομη εκκλησιαστική διοίκηση (Αλβανική Ουνιτική Εκκλησία). Αυτοί οι Αρμπερές (Arbëreshë) της Ιταλίας διεδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στο αλβανικό εθνικό κίνημα των μετέπειτα αιώνων, ενώ οι Αλβανοί Φραγκισκανοί μοναχοί, οι περισσότεροι από τους οποίους ήσαν απόγονοι εκείνων των προσφύγων, είχαν αποφασιστική παρουσία στην διατήρηση του Καθολικισμού στις βόρειες περιοχές της Αλβανίας.
_______________________________________
(*) Ουνίτες ή Ουνιάτες = Τα πρώην μέλη μιας ελληνορθόδοξης εκκλησίας, από την οποία απεχώρησαν και τα οποία αναγνωρίζουν πλέον ως ανώτατο πνευματικό ηγέτη τους όχι έναν Ορθόδοξο Πατριάρχη, αλλά τον Πάπα της Ρώμης, εξακολουθούν όμως να τηρούν το ορθόδοξο τυπικό και τους κανόνες.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ευγνωμοσύνη του βασιλέα Φερδινάνδου της Νεαπόλεως για την αποφασιστική βοήθεια που του είχε προσφέρει ο Γ. Καστριώτης (βλ. παραπάνω) δεν χάθηκε μετά τον θάνατο του ηρωϊκού πολέμαρχου, αλλά εκφράσθηκε άμεσα προς την οικογένειά του, την οποία ανέλαβε υπό την προστασία του, αλλά και προς τους συμπολεμιστές του που ζήτησαν άσυλο στα εδάφη του Βασιλείου του. Σε μια επιστολή του με ημερομηνία 24 Φεβρουαρίου 1468, ο Βασιλεύς Φερδινάνδος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ο Σκεντέρμπεης ήταν σαν πατέρας για εμάς» και «Θλιβόμαστε για τον θάνατό του όχι λιγότερο από τον θάνατο του βασιλιά Αλφόνσου». Στην οικογένεια Καστριώτη παραχωρήθηκαν το Δουκάτο του Αγίου Πέτρου της Γαλατινής (Duchy of San Pietro in Galatina) και η κομητεία του Σολέτο (County of Soleto), στην Επαρχία Λέτσε (Lecce) της Απουλίας.[372]
Στο μεταξύ, το 1480 ο Μωάμεθ ΙΙ αποβιβάστηκε στην Ιταλία και κατέλαβε την πόλη του Οτράντο με σχετική ευκολία, γεγονός που ενίσχυσε τις φιλοδοξίες και τις προθέσεις του να καταλάβει την Ρώμη και να «επανενώσει την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία». Σύντομα όμως επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου απεβίωσε την άνοιξη του επομένου χρόνου, στις 3 Μαΐου 1481. Λίγο μετά από τον θάνατό του, το Οτράντο ανακαταλήφθηκε από στρατιωτικές δυνάμεις του Πάπα και οι Οθωμανοί στρατιωτικοί διοικητές, έχοντας να αντιμετωπίσουν μια εκτεταμένη εξέγερση στην Αλβανία, δεν διακινδύνευσαν νέα απόβαση και ουδέποτε πλέον θα επιχειρήσουν άλλη εκστρατεία εναντίον της Ιταλίας.
Η αλβανική αντίσταση στην οθωμανική κατοχή συνεχίστηκε και μετά τον θάνατο του Γ. Καστριώτη από τον γιο του, τον Ιωάννη Β΄ Καστριώτη (Gjon Kastrioti II), ο οποίος είχε νυμφευθεί την Ειρήνη Μπράνκοβιτς Παλαιολογίνα, κόρη του Ηγεμόνα Λάζαρου Μπράνκοβιτς (Lazar Branković) της Σερβίας και δισέγγονη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου.[373]
Ο Ιωάννης Β΄ Καστριώτης προσπάθησε μεταξύ 1481–1484 να απελευθερώσει τις αλβανικές περιοχές από τους Οθωμανούς, χωρίς όμως επιτυχία.
Επί πλέον μια εκτεταμένη εξέγερση σημειώθηκε το 1492 σε μια περιοχή της Βορείου Ηπείρου, την αποκαλούμενη Λιαπουριά (αλβαν. Labëria), μεταξύ Αυλώνας και Χειμάρρας, για την κατάπνιξη της οποίας υποχρεώθηκε να εκστρατεύσει αυτοπροσώπως ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ ΙΙ (1481-1512).[374]
Στις αρχές του 1501, ο Γεώργιος Β΄ Καστριώτης (Gjergj Kastrioti II), εγγονός του Σκεντέρμπεη και γιος του Ιωάννη Β΄ Καστριώτη, μαζί με τον Πρόγκον Δουκατζίνι (Progon Dukagjini) μέλους της γνωστής οικογένειας φεουδαρχών της Β. Αλβανίας και μια δύναμη 150–200 μισθοφόρων «στρατιότι»*, οργάνωσαν και ξεκίνησαν μια εξέγερση στην περιοχή του Αλέσιο (Lezhë), αλλά και πάλι χωρίς αποτέλεσμα.[375] Με την εκκένωση στα τέλη του 1501 του Δυρραχίου, της τελευταίας ενετικής κτήσης σε αλβανικό έδαφος και την παράδοση της πόλης στους Οθωμανούς, ολοκληρώθηκε η κατάκτηση της Αλβανίας. Οι άλλοτε ακμαίες πόλεις του Δυρραχίου, της Σκόδρας, του Αυλώνος, της Κρόϊας, του Αλέσιο θα παρακμάσουν γοργά και η Αλβανία «θα μετατραπεί σε ένα απομονωμένο βαλτοτόπι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας».[376]
_________________________________
(*) Αυτοί οι «στρατιότι» (Ιταλικά: Stradioti ή Stradiotti Ελληνικά: Στρατιώτες), ήσαν στρατιωτικές ομάδες μισθοφόρων ελληνικής, σερβικής και αλβανικής κυρίως καταγωγής, περιζήτητοι για την πολεμική τους τέχνη και ανδρεία, οι οποίοι στρατολογούνταν από τους ηγεμόνες της νότιας και κεντρικής Ευρώπης, από τον 15ο μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα.
Κλείνουμε με την παράθεση ορισμένων πρόσθετων τεκμηρίων για την ελληνική καταγωγή του Γεωργίου Καστριώτη.
Ο τίτλος του βιβλίου του Μ. Μπαρλέτι |
Ο Μαρίνος Μπαρλέτι (Marin Barleti, περίπου 1450 – 1512/1513) ήταν ένας Καθολικός ιερέας καταγόμενος από την Σκόδρα και θεωρείται ο πρώτος Αλβανός ιστορικός. Ο Μπαρλέτι έγραψε μια βιογραφία του Γ. Καστριώτη, η οποία τυπώθηκε μεταξύ των ετών 1508 και 1510. Το έργο αυτό, γραμμένο στα λατινικά και σε αναγεννησιακό και πανηγυρικό ύφος, μεταφράστηκε σε όλες τις κύριες γλώσσες της Δυτικής Ευρώπης, από τον 16ο μέχρι τον 18ο αιώνα. Ο τίτλος του έργου ήταν: «HISTORIA DE VITA ET GESTIS SCANDERBEGI EPIROTARUM PRINCIPIS» (Εξιστόρηση του βίου και των πράξεων του Σκεντέρμπεη Πρίγκιπα των Ηπειρωτών). Παρατηρούμε ότι αναφέρεται σε «Πρίγκιπα των Ηπειρωτών» και όχι των Αλβανών ή των Ιλλυριών, ενώ ολόκληρη η βιογραφία αναφέρεται μόνο σε Ηπειρώτες και καθόλου σε Αλβανούς.
Στην αλληλογραφία του με τον βασιλέα Αλφόνσο V ο Γ. Καστριώτης τον προσφωνεί πάντοτε με τον ακόλουθο τρόπο: «Τω λαμπροτάτω και κραταιώ Βασιλεί Αλφόνσω, Μονάρχη της Αραγώνος, Νεαπόλεως και Σικελίας, Σκεντέρμπεης Πρίγκιψ των Ηπειρωτών χαίρειν τε και ευ πράττειν».
Ομιλώντας ενώπιον του Πάπα Παύλου Β΄ τονίζει: «Μετά την υποδούλωσιν της Ασίας και της Ελλάδος, μετά την σφαγήν των ηγεμονικών γόνων της Κων/πόλεως, της Τραπεζούντος… και την ερήμωσιν μεγίστου μέρους της Μακεδονίας και της Ηπείρου, απέναντι του αγρίου κατακτητού του αγωνιζομένου να συντρίψη τον σταυρόν, να ανυψώση επί του Καπιτωλίου την ημισέληνον και να πληρώση δούλων τον κόσμον όλον … μόνος εγώ ίσταμαι μετά των λειψάνων των στρατιωτών μου και μετά της μικράς μου επικρατείας…».
Ο Τούρκος βιογράφος του Αλή Πασά, Αχμέτ Μουφίτ, γράφει για τον Γ. Καστριώτη: «...το έτος 1443 δραπέτευσε από το οθωμανικό στρατόπεδο του Μοράβα ο Έλληνας ηγεμόνας Καστριώτης και πήγε στην έδρα των προγόνων του, την Κρόια».
Ιταλικές, Αγγλικές και Σουηδικές αναφορές θεωρούν τον Σκεντέρμπεη Έλληνα. Έτσι, ο Ιταλός μουσικοσυνθέτης της περιόδου του ιταλικού μπαρόκ Αντόνιο Βιβάλντι (Antonio Vivaldi, 1678–1741) συνέθεσε την δραματική όπερα «Σκεντέρμπεης» (Scanderbeg) με θέμα την ζωή του Γ. Καστριώτη, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Φλωρεντία το 1718. Το κείμενο (libretto) έγραψε ο Αντόνιο Σάλβι (Antonio Salvi) όπου τον αναφέρει ως Έλληνα (Greco). Ο Άγγλος C. Randall το 1810 τον αποκαλεί Έλληνα Ήρωα (Grecian Hero) και οι Σουηδοί Barrau αρχικά και Rudbeck αργότερα (1835) αναφέρουν τον Γ. Καστριώτη ως Έλληνα.
Τέλος, ο Γάλλος ιστορικός του 19ου αιώνα Κάμιλλος Παγκανέλ (Camille Paganel) στην «Ιστορία του Σκεντέρμπεη» που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1855 τον αναφέρει σαφώς ως Έλληνα.[377]
Πηγή: Δημητρίου Ε. Ευαγγελίδη, Η καταγωγή των Αλβανών και οι αρβανιτόφωνοι Έλληνες, Εκδόσεις Ινφογνώμων, Αθήνα 2014, Απόσπασμα σελ. 165-184.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.