Ο Λοχίας Ίτσιος αντιμετώπισε μόνος του σαν παλικάρι την πολεμική μηχανή των Ναζί και θυσιάστηκε για την πατρίδα και το καθήκον ως άλλος Λεωνίδας.
Ο Δημήτριος Ίτσιος γεννήθηκε το 1906 στην ακόμα σκλαβωμένη τότε Μακεδονία από Βλάχους γονείς. Με την κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου επιστρατεύθηκε ως έφεδρος λοχίας και υπηρετούσε στο Μπέλες, πάνω από το χωριό του, τα Άνω Πορόια Σερρών.
Στην κορυφογραμμή του Μπέλες ήταν στημένα τα πρώτα πρόχειρα φυλάκια προκάλυψης της«γραμμής Μεταξά». Λίγο πιο κάτω, σε απόσταση περίπου δύο χιλιομέτρων από την οροθετική γραμμή, βρίσκονταν τα εννέα σκυρόδετα ελληνικά πυροβολεία, στημένα κατά μήκος της δεύτερης αμυντικής γραμμής. Οι υπερασπιστές των πυροβολείων είχαν εντολή να αμυνθούν ώσπου ο στρατός του υποτομέα Ροδοπόλεως να συμπτυχθεί χωρίς απώλειες προς τα Κρούσια κι αμέσως μετά, να εγκαταλείψουν κι αυτοί τις θέσεις τους με κανονική υποχώρηση, έχοντας ως πλεονέκτημα την άριστη γνώση της περιοχής.
Κατά την εισβολή των Γερμανών στο Μπέλες, στις 6 Απριλίου 1941, ο έφεδρος λοχίας Ίτσιος βρέθηκε να είναι επικεφαλής του Πολυβολείου Π8.
Είναι 5:15΄ το ξημέρωμα, όταν ψηλά στην «Ομορφοπλαγιά» του Μπέλες η πιο τέλεια πολεμική μηχανή της εποχής αρχίζει το καταστροφικό της έργο. Το πρώιμο γλυκοχάραμα έρχεται συντροφευμένο από ομοβροντίες Γερμανικών πυροβόλων, όλμων και πολυβόλων. Αρχίζει η επίθεση. Οι υπερασπιστές της προκάλυψης ανταπαντούν.
Τα μάτια του Ίτσιου και των συντρόφων του κατακόκκινα απ’ την ολονύχτια αγρυπνία ερευνούν πόντο – πόντο το έδαφος μπροστά τους. Με το δάχτυλο στην σκανδάλη είναι έτοιμοι να αντιτάξουν σκληρή αντίσταση στην ιταμή επίθεση. Η προκάλυψη αντιστέκεται ηρωικά.
Ο ήλιος, στις πλαγιές του Μπέλες, αρχίζει σιγά – σιγά το καθημερινό του ανηφόρισμα. Κάποια στιγμή ακούγεται βόμβος αεροπλάνων. Τρία ή τέσσερα «στούκας» πλησιάζουν την περιοχή και ξερνούν σίδηρο και φωτιά. Στη σφοδρότητα των επίγειων και ουράνιων επιθέσεων δεν αντέχει άλλο η προκάλυψη. Αναδιπλώνονται οι υπερασπιστές της πρώτης γραμμής.
Έρχεται η σειρά των πολυβολείων. Θερίζουν τα πολυβόλα τους. Ατσάλινοι οι υπερασπιστές τους καθηλώνουν τους Γερμανούς. Τα αεροπλάνα βουτούν και ξαναβουτούν με λύσσα σκορπώντας φωτιά και όλεθρο. Τα οχυρά αντιστέκονται. Οι υπερασπιστές των πολυβολείων ποτίζουν με το αίμα τους τα ιερά χώματα της γενέθλιας γης.
Σταδιακά τα ελληνικά πυροβολεία Π3, Π4, Π5 και Π9, σιγούν. Ακολουθεί το Π6 που, περικυκλωμένο από τον εχθρό, έπειτα από σθεναρή αντίσταση, καταλαμβάνεται το μεσημέρι…
Τα πυροβολεία Π7 και Π8, όμως, συνεχίζουν να μάχονται. Μέσα βρίσκονται Έλληνες με ψυχή, θρεμμένοι με τα ιδεώδη της ελευθερίας, με τα ιδανικά της αυτοθυσίας. Έλληνες, που δε διαπραγματεύονται ούτε μια σπιθαμή ελληνικής γης… Γνωρίζουν πως δεν υπάρχει ελπίδα γι’ αυτούς. Αλλά, δεν τους νοιάζει.
Το πυροβολείο Π8, έχει στη διάθεσή του 38.000 φυσίγγια, που οι υπερασπιστές του είναι διατεθειμένοι να τα «ξοδέψουν» με τη «δέουσα τσιγκουνιά».