Γεώργιος Χρ. Τσιγάρας
Επίκουρος Καθηγητής Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Είναι πλέον κοινός τόπος στην έρευνα της ιστορίας της μεταβυζαντινής τέχνης ότι στις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπου κατοικούσαν Ορθόδοξοι διαμορφώθηκε μια κοινή εικαστική αντίληψη που αποτελεί συνέχεια της βυζαντινής τέχνης. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους με τη σπουδαία πνευματική και πολιτιστική τους ακτινοβολία συνετέλεσαν στη διάδοση της βυζαντινής πολιτιστικής παράδοσης σε περιοχές, όχι μόνο μέσα στα όρια του κράτους των Οθωμανών, αλλά και έξω από αυτό, κυρίως στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Μέσω του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του δικτύου των μητροπόλεων, των αρχιεπισκοπών και των επισκοπών που υπάγονταν σ’ αυτό, διαμορφώθηκε το πολιτικό, εκκλησιαστικό και πολιτιστικό πλαίσιο για τη διαφύλαξη της βυζαντινής παράδοσης στην τέχνη αλλά και στην καθόλου ζωή των λαών της ΝΑ. Ευρώπης. Στα χρόνια της Οθωμανοκρατίας το κύρος και η επιρροή του Οικουμενικού Πατριαρχείου απλώνεται και έξω από τον σημερινό καθαυτό ελλαδικό γεωγραφικό χώρο και καλύπτει τις ανάγκες των Ελλήνων της Διασποράς, αλλά και των άλλων ορθοδόξων λαών της βαλκανικής χερσονήσου.
Στην παρούσα εισήγηση το ερευνητικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται γεωγραφικά και καλλιτεχνικά στις περιοχές της Μεσευρώπης και ιδίως σε περιοχές της Αυστροουγγαρίας στις οποίες είχαν εγκατασταθεί Ορθόδοξοι έμποροι. Είναι γνωστό ότι στην κεντρική Ευρώπη έχει καταγραφεί ιδιαίτερη δραστηριότητα ορθοδόξων εμπόρων που κατάγονταν από τη δυτική Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Είναι επίσης γεγονός ότι οι ορθόδοξοι έμποροι, οι εκτός των συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και ιδιαίτερα αυτοί που δραστηριοποιούνταν στην κεντρική Ευρώπη ενστερνίστηκαν τις ιδέες του Διαφωτισμού και βοήθησαν στη διαμόρφωση της πνευματικής και εθνικής συνείδησης των ορθοδόξων Ελλήνων υπηκόων των Οθωμανών. Ταυτόχρονα, μετέφεραν στη νέα τους πατρίδα νοοτροπίες, ιδέες και καλλιτεχνικά στοιχεία από τον τόπο της καταγωγής τους, ενώ από την άλλη πλευρά η μεταφορά στοιχείων από τη νέα τους πατρίδα στον τόπο καταγωγής τους επέδρασε στην εξέλιξη της όψιμης μεταβυζαντινής τέχνης.
Την περίοδο αυτή η εξακτίνωση της εικαστικής γλώσσας του Βυζαντίου, εκτός από τη διατήρηση της καλλιτεχνικής αυτής παράδοσης, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την καθιέρωση μιας κοινής εικαστικής γλώσσας στους ορθοδόξους λαούς της Ανατολής με κέντρο βέβαια την Κωνσταντινούπολη. Σταθμό στη συζήτηση για τη διακίνηση των έργων τέχνης και την καλλιτεχνική ενοποίηση του βαλκανικού χώρου και της Μεσευρώπης αποτελεί η υπογραφή των συνθηκών του Κάρλοβιτς (1699), του Πασσάροβιτς (1718) και αργότερα του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) με τις οποίες προσφέρεται στους Ορθοδόξους το απαραίτητο πολιτικό πλαίσιο για την ανάπτυξη του εμπορίου και των κάθε λογής ανταλλαγών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τα ευρωπαϊκά χριστιανικά κράτη. Τα πολιτικά αυτά γεγονότα ομαλοποιούν τη ζωή των Ορθοδόξων, ευνοούν το εμπόριο και την οικονομική τους ανάκαμψη και παράλληλα διαπιστώνονται ευεργετικές συνέπειες στην ανάπτυξη της τέχνης.
Στην καλλιτεχνική ενοποίηση συνέβαλαν οι ζωγράφοι που περιφερόμενοι διέδωσαν τη μεταβυζαντινή ζωγραφική και έξω από τα όρια του κράτους των Οθωμανών. Οι δρόμοι που ακολουθούσαν οι ζωγράφοι για την Μεσευρώπη κατευθύνονταν βόρεια και ανατολικά και η δεύτερη ήταν θαλάσσια και κατευθύνονταν στα δυτικά και κατέληγαν στις ελληνικές κοινότητες της Μεσευρώπης. Τα καραβάνια, ακολουθώντας τους δρόμους του βαμβακιού, διακινούσαν εμπορεύματα και έργα τέχνης, ταυτόχρονα δε μετέφεραν πλήθος πληροφοριών, νέες ιδέες, νοοτροπίες και καλλιτεχνικές αντιλήψεις, συχνά μάλιστα μετέφεραν και τα ίδια τα εργαστήρια των ζωγράφων.