Ἡ πρὸς τὴν Πατρίδα Ἀγάπη μου
Δὲν εἶναι διαβατάρικο πουλί, ποὺ γιὰ μία μέρα
σχίζει τὰ νέφη καὶ περνᾷ γοργὸ σὰν τὸν ἀγέρα,
οὔτε κισσός, π᾿ ἀναίσθητος τὴν πέτρα περιπλέκει
οὔτ᾿ ἀστραπή, ποὺ σβύνεται χωρὶς ἀστροπελέκι,
δὲν εἶναι νεκροθάλασσα, βοὴ χωρὶς σεισμό,
νοιώθω γιὰ σέ, πατρίδα μου, στὰ σπλάγχνα χαλασμό.
Οι Βλάχοι δεν περιορίζονται μόνο στη Μακεδονία, την ΄Ηπειρο, τη Θεσσαλία και την Αιτωλοακαρνανία, ούτε στη Διασπορά, αλλά εκτείνονται και στον Μοριά, ενώ πολλοί έχουν καταφύγει στα Ιόνια Νησιά, όπως η οικογένεια του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη από τη Βαλαώρα της Ηπείρου, εξαδέλφου του ποιητή Γ. Ζαλοκώστα από το Συρράκο. Το 1832, οπότε η παρουσία τους στον Μοριά ήταν ακόμη ζωντανή και δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί, ο Κων. Κούμας καταθέτει: Διεσκορπισμένοι εις διάφορα χωρία, ως επί το πλείστον ορεινά, από της Μακεδονίας έως της Πελοποννήσου, είναι οι λεγόμενοι Βλάχοι, Μακεδόνες και Θεσσαλοί όντες και ΄Ελληνες το γένος. [Κωνσταντίνου Κούμα, Ιστορίαι ανθρωπίνων πράξεων, Βιέννη, 1832, σελ. 521.] (εδώ)
Ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1824, αλλά καταγόταν από την Ήπειρο. Ήταν γιος του επιχειρηματία και γερουσιαστή Ιωάννη Βαλαωρίτη και της Αναστασίας το γένος Τυπάλδου Φορέστη. Τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο στη Λευκάδα, φοίτησε στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας (1838-1841) , κοντά σ᾿ επιφανείς δασκάλους, όπως ο Ασώπιος και ο Ιωάννης Οικονομίδης.
Αφού τελείωσε την Ακαδημία, σε ηλικία δεκαεφτά χρονών, σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια του Παρισιού, της Γενεύης (όπου πήρε πτυχίο προλύτη Γραμμάτων και επιστημών από το εκεί κολλέγιο) και της Πίζας (ανακηρύχτηκε διδάκτωρ νομικής στο εκεί πανεπιστήμιο). Υστερα από μία σύντομη παραμονή στη Λευκάδα, επισκέφτηκε και πάλι πολλὲς από τις γνωστές τότε ευρωπαϊκές χώρες, για να καταλήξει τελικά στην Αγγλία, όπου έμεινε για αρκετά χρόνια.
Το 1853 όμως επέστρεψε οριστικά στη Λευκάδα και αναμείχτηκε στην πολιτική. Εκλέχτηκε βουλευτής της «Ιονίου Πολιτείας» και αγωνίστηκε για μια επταετία για τα δίκαια των Εφτανήσων. Η ενσωμάτωση των Επτανήσων στην Ελλάδα και η ολοκλήρωση της εδαφικής ακεραιότητάς της με την απελευθέρωση της Ηπείρου, υπήρξαν όνειρά του. Μετά την ένωση των Επτανήσων εκλέχτηκε πρώτος αντιπρόσωπός τους στην εθνοσυνέλευση της Αθήνας.
Στη συνέχεια έδρασε ως βουλευτής στην Αθήνα, για να παραιτηθεί οριστικά από την πολιτική το 1868. Κατά την διάρκεια της πολιτικής του δράσης, οι αγορεύσεις του ήταν σωστά ποιήματα. Γι᾿ αυτό και η ρητορική του ικανότητα έμεινε αλησμόνητη. Ο Βαλαωρίτης ήταν ένας ριζοσπάστης που δεν περιορίστηκε μόνο στη θεωρητική επιβολή της ιδεολογίας του. Προσπάθησε να αποτινάξει κάθε ίχνος ξενομανίας και να διώξει την κακή επιρροή που ασκούσαν οι Άγγλοι στα Επτάνησα και οι Βαυαροί στο νεοσύστατο κράτος.
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης δε δείλιαζε και δεν υποχωρούσε μπροστά σε τίποτα προκειμένου να επιτύχει τους στόχους του. Αδιαφορούσε για το αν είχε να κάνει με υψηλά πρόσωπα. Γι᾿ αυτόν πάνω απ᾿ όλα ήταν το καθήκον για την πατρίδα, που έπρεπε να το φέρει σε καλό τέλος. Όταν το 1868 εγκατέλειψε τον πολιτικό στίβο, δεν έπαψε να παρακολουθεί από κοντά το πολιτικά πράγματα μία και οι στόχοι του δεν είχαν ακόμη εκπληρωθεί ολοκληρωτικά.
Αν και έκανε πολλά ταξίδια, αν και έλαβε δυτική μόρφωση, παρέμεινε ως τα βάθη της ψυχής του ένας πραγματικός Έλληνας. Αυτό εξάλλου απαιτούσε και η εποχή μέσα στην οποία ζούσε. Δεν ήταν μόνο θαυμαστής των παλικαριών, ήταν και ο ίδιος λαμπρό παλικάρι. Πέθανε το 1879 από καρδιακή προσβολή.
Το έργο του
Στα γράμματα παρουσιάστηκε σε ηλικία 23 χρονών με την ποιητική συλλογή «Στιχουργήματα». Εξέδωσε επίσης τις συλλογές «Μνημόσυνα» και «Κυρά Φροσύνη» και τα δραματικά ποιήματα «Αθανάσης Διάκος», «Αστραπόγιαννος», «Θανάσης Βάγιας», «Σαμουήλ» και «Φυγή». Έγραψε ακόμα και πολλά άλλα ποιήματα, ενώ άφησε ημιτελές το τελευταίο του έργο «Φωτεινός».
Ο Βαλαωρίτης είναι επικοδραματικός στα πατριωτικά του ποιήματα, εμπνεόμενος κυρίως από την Επανάσταση του 1821, και λυρικός στα ποιήματα που αναφέρονται σε υποκειμενικά θέματα. Τον αληθινό Βαλαωρίτη τον βρίσκουμε στα μεγάλα δεκαπεντασύλλαβα πατριωτικά του έπη. Και αφού είναι γνήσια επικός, γι᾿αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι και θεατρικός. Θεωρείται ως ο συνεχιστής του Ομήρου, κάπως μακρινός βέβαια και όχι του ιδίου ύψους. Στα μεγάλα ποιήματά του περιγράφει γεγονότα της αντικειμενικής πραγματικότητας. Και τα περιγράφει με τέτοια παραστατικότητα, με τέτοια ζωντάνια, που θα νόμιζε ότι συμμετέχει και ο ίδιος σ᾿ αυτά.
Εὐαγγελισμός - Ἑλληνισμός
Μὲ μιᾶς ἀνοίγει ὁ οὐρανός, τὰ σύγνεφα μεριάζουν,
οἱ κόσμοι ἐμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.
Μία φλόγα ἀστράφτει... ἀκούονται ψαλμοὶ καὶ μελῳδία...
Πετάει ἕν᾿ ἄστρο... σταματᾶ ἐμπρὸς εἰς τὴ Μαρία...
«Χαῖρε τῆς λέει ἀειπάρθενε, εὐλογημένη χαῖρε!
Ὁ Κύριός μου εἶναι μὲ σέ. Χαῖρε Μαρία, Χαῖρε!»
Ἐπέρασαν χρόνοι πολλοί... Μία μέρα σὰν ἐκείνη
ἀστράφτει πάλι ὁ οὐρανός... Στὴν ἔρμη της τὴν κλίνη
λησμονημένη, ὁλόρφανη, χλωμὴ κι ἀπελπισμένη,
μία κόρη πάντα τήκεται, στενάζει ἁλυσωμένη.
Τὰ σιδερὰ εἶναι ἀτάραγα, σκοτάδι ὁλόγυρά της.
Ἡ καταφρόνια, ἡ δυστυχιὰ σέπουν τὰ κόκαλά της.
Τρέμει μὲ μιᾶς ἡ φυλακὴ καὶ διάπλατη ἡ θυρίδα
φέγγει κι ἀφήνει καὶ περνᾶ ἕν᾿ ἄστρο, μίαν ἀχτίδα.
Ὁ Ἄγγελος ἐστάθηκε, διπλώνει τὰ φτερά του...
«Ξύπνα, ταράζου, μὴ φοβοῦ, χαῖρε, Παρθένε, χαῖρε.
Ὁ Κύριός μου εἶναι μὲ σέ, Ἑλλὰς ἀνάστα, χαῖρε».
Οἱ τοῖχοι εὐθὺς σωριάζονται. Ἡ μαύρ᾿ ἡ πεθαμένη
νοιώθει τὰ πόδια φτερωτά. Στὴ μέση της δεμένη
χτυπάει ἡ σπάθα φοβερή. Τὸ κάθε πάτημά της
ἀνοίγει μνῆμ᾿ ἀχόρταγο. Ρωτᾶ γιὰ τὰ παιδιά της...
Κανεὶς δὲν ἀποκρένεται... Βγαίνει, πετᾶ στὰ ὄρη...
Λιώνουν τὰ χιόνια ὅθε διαβεῖ, ὅθε περάσει ἡ Κόρη.
«Ξυπνᾶτε ἐσεῖς ποὺ κοίτεστε, ξυπνᾶτε ὅσοι κοιμᾶστε,
τὸ θάνατο ὅσοι ἐγεύτητε, τώρα ζωὴ χορτάστε».
Οἱ χρόνοι φεύγουνε, πετοῦν καὶ πάντα ἐκείνη ἡ μέρα
εἶναι γραμμένο ἐκεῖ ψηλὰ νὰ λάμπει στὸν αἰθέρα
μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη τ᾿ οὐρανοῦ. Στολίζεται ὅλη ἡ φύση
μὲ χίλια μύρια λούλουδα γιὰ νὰ τὴ χαιρετήσει.
Γιορτάστε την, γιορτάστε την. Καθεὶς ἂς μεταλάβει
ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ σεῖς καὶ σεῖς οἱ σκλάβοι,
ὅσοι τὴ δάφνη στὴ καρδιὰ νὰ φέρετε φοβᾶστε,
ἀφορεσμένοι νἆστε.
Για περισσότερες πληροφορίες διαβάστε: εδώ
Ένας από τους αγαπημένους μου ποιητές. Μεγάλη μορφή του ελληνισμού!
ΑπάντησηΔιαγραφή