Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Η ελληνική εμπορική διασπορά στην Aψβουργική Αυτοκρατορία (17ος–19ος αι.)


ΒΑΣΩ ΣΕΙΡΗΝΙΔΟΥ

Αναζητώντας τις οικονομικές και πολιτισμικές διαδρομές μιας μεταναστευτικής ομάδας

Στο κείμενο που ακολουθεί επιχειρείται μια συνολική, αν και συνοπτική, παρουσίαση των ελληνικών εμπορικών μεταναστεύσεων στην Κεντροανατολική Ευρώπη από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα. Στόχος είναι η κατανόηση των φαινομένων οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής πολυμορφίας που παρουσιάζει η ελληνική διασπορά στην Αψβουργική αυτοκρατορία μέσω της ανάδειξης του παραδείγματος της Ουγγαρίας και της συσχέτισής του προς το αντίστοιχο της Βιέννης. Αφορμή του σχετικού προβληματισμού υπήρξαν τα τεχνικά προβλήματα που θέτουν στον έλληνα ερευνητή της ελληνικής διασποράς, κυρίως, της Ουγγαρίας η πολυγλωσσία των ουγγρικών αρχείων, ο εξουγγρισμός των ελληνικών ονομάτων ή η χρήση της ουγγρικής ή άλλων γλωσσών, πλην της ελληνικής, σε κείμενα ιδιωτικής αλληλογραφίας μεταξύ ελλήνων εμπόρων και σε πρακτικά ελληνικών εμπορικών κοινοτήτων. Ακριβώς αυτή η πολυγλωσσία των ουγγρικών αρχείων αποτελεί και το έναυσμα για την αναζήτηση των ποικίλων διαδρομών της ελληνικής διασποράς στην Αψβουργική αυτοκρατορία.

Οι δύο διασπορές

Από τη σκοπιά του μεταναστευτικού προτύπου και της οικονομικής δραστηριότητας θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για δύο ελληνικές εμπορικές διασπορές στην Κεντροανατολική Ευρώπη μεταξύ του 17ου και του 19ου αιώνα. Μια, η δραστηριότητα της οποίας εκτυλισσόταν στον άξονα Οθωμανικής-Αψβουργικής αυτοκρατορίας, και αφορούσε εισαγωγές ανατολικών πρώτων υλών (βαμβάκι, νήματα, δέρματα κ.ά) και εξαγωγές μεταποιημένων προϊόντων από τις βιοτεχνίες της Αυστρίας και της Βοημίας. Και μια δεύτερη, με κύρια δραστηριότητα την εμπορική σύνδεση περιοχών της Κεντροανατολικής Ευρώπης μεταξύ τους. Παρά το γεγονός ότι πολύ συχνά αυτές οι δύο λειτουργίες ασκούνταν από το ίδιο πρόσωπο ή το ίδιο εμπορικό δίκτυο, ταυτόχρονα ή, ανάλογα με τη συγκυρία, σε διαφορετικές χρονικές φάσεις, η διάκρισή τους είναι αναγκαία προκειμένου να κατανοήσουμε τις διαφορετικές μορφές οργάνωσης των ελληνικών εμπορικών εγκαταστάσεων στην περιοχή.

Η δεύτερη από τις παραπάνω διασπορές ήταν η πιο πολυάριθμη, η πιο παλιά και εντοπίζεται στο χώρο της Τρανσυλβανίας και της Κεντρικής και Βορειοανατολικής Ουγγαρίας. Απαρτιζόταν από Μακεδόνες, βλαχόφωνους κατά μεγάλο ποσοστό, που άρχισαν τις μετακινήσεις τους ήδη από τον 16ο αιώνα, όταν οι εν λόγω περιοχές βρίσκονταν υπό οθωμανική κυριότητα. Επρόκειτο για ορθόδοξους, οθωμανούς υπηκόους, πληθυσμούς ορεινών οικισμών ή μικρών πόλεων που μετακινούνταν προς το βορρά, ακολουθώντας τους δρόμους του πλανόδιου εμπορίου. Επιχειρησιακό τους κέντρο αποτελούσε μια πόλη-εμπορικός σταθμός, με μικρότερη ή μεσαία απόσταση από τον τόπο καταγωγής τους, και από εκεί εξαπλώνονταν σε πιο απομακρυσμένες αγορές. Διενεργούσαν λιανικό εμπόριο με κάθε είδους προϊόντα και εκμεταλλεύονταν τις ποικίλες δυνατότητες που τους πρόσφεραν οι τοπικές οικονομίες.[2]  
Στην Τρανσυλβανία οι μακεδόνες έμποροι άρχισαν να εγκαθίστανται μόνιμα από τις αρχές του 17ου αιώνα, στις πόλεις Sibiu (Nagyszeben/Hermannstadt) και Braşov (Brassó/Kronstadt), τα κύρια εμπορικά κέντρα της περιοχής.[3]  Από το δεύτερο μισό του 17ου και μαζικά από τις αρχές του 18ου αιώνα τους βρίσκουμε εγκατεστημένους και στην Ουγγαρία. Η πλειοψηφία τους εντοπίζεται στις επαρχίες ανατολικά και βορειοανατολικά του Δούναβη και μεταξύ αυτού και του ποταμού Τίσα (Tisza, Theiss), περιοχή που ταυτιζόταν με το τμήμα εκείνο της Ουγγαρίας που είχε βρεθεί υπό οθωμανική κατοχή και εξαιτίας των πολεμικών συρράξεων είχε αποψιλωθεί πληθυσμιακά. Οργάνωναν την εγκατάστασή τους σε πόλεις που διέθεταν στοιχειώδεις δομές αγοράς και εντόπια παραγωγή, κατάλληλη προς εμπορική εκμετάλλευση: κατά κύριο λόγο σε οινοπαραγωγικές πόλεις στα βορειοανατολικά (π.χ. Gyöngyös, Eger, Miskolc, Tokaj) και σε πόλεις που βρίσκονταν κατά μήκος εμπορικών αρτηριών ή εξειδικεύονταν στο εμπόριο ζώων (π.χ. Nagyvárad, Kecskemét, Ujvidék).[4] 

Τόσο στην Τρανσυλβανία όσο και στην Ουγγαρία, οι μετανάστες διαπραγματεύονταν με τις τοπικές αρχές τα δικαιώματα εγκατάστασης και εμπορίας τους, αποσπώντας κατά κανόνα προνομιακές δασμολογικές ρυθμίσεις και δικαιώματα αυτοδιοίκησης και ελεύθερης άσκησης των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Κύρια μορφή οργάνωσης των πρώτων μεταναστών στις ανατολικές επαρχίες της μετέπειτα αψβουργικής μοναρχίας ήταν οι κομπανίες. Επρόκειτο για θεσμικά όργανα, που αναγνωρίζονταν από τις αρχές του τόπου εγκατάστασης ως φορείς των εκάστοτε προνομίων και είχαν οικονομικές, διοικητικές, ενίοτε και δικαστικές αρμοδιότητες επί των μελών τους.[5]  
Όχι πάντα χωρίς τη δυσφορία των αρχών και των ντόπιων εμπόρων, οι μετανάστες διείσδυσαν σταδιακά σε τομείς της εγχώριας οικονομίας. Οι έμποροι των ελληνικών κομπανιών του Sibiu και του Brasov παραχωρούσαν πιστώσεις στον εγχώριο πληθυσμό και σε μέλη της ηγεμονικής αυλής, γίνονταν εκμισθωτές τελωνειακών δασμών, αναλάμβαναν την εκμετάλλευση των ορυχείων που ανήκαν στον ηγεμόνα. Μέλη των κομπανιών στα βορειοανατολικά της Ουγγαρίας ανέλαβαν την εξαγωγή του οίνου της περιοχής στην Πολωνία και σε άλλες αγορές. Η κομπανία του Kecskemét, η μεγαλύτερη και πλουσιότερη ελληνική κομπανία στην Ουγγαρία, απέκτησε κεφάλαια μέσω της συμμετοχής των μελών της στο εμπόριο ζώων της ουγγρικής πεδιάδας.[6]  
Ωστόσο, ο χαρακτηριστικός τύπος του ορθόδοξου εμπόρου στην Ουγγαρία μέχρι και το πρώτο μισό του 18ου αιώνα ήταν ο λιανοπωλητής. Ο «Görög» ήταν ο παντοπώλης, μέλος μιας θρησκευτικής μειονότητας, φιγούρα ορατή στους κατοίκους-πελάτες, εχθρική για τους ντόπιους εμπόρους, φιλική για τους τοπικούς γαιοκτήμονες, αφού τους κάλυπτε τις καταναλωτικές ανάγκες με προϊόντα που αλλιώς δεν θα βρίσκονταν στην ουγγρική αγορά, «επικίνδυνος ξένος» για τις αρχές. 

Ήδη από αρχές του 18ου αιώνα, οι μερκαντιλιστές οικονομικοί σύμβουλοι των Αψβούγων έβλεπαν τη συμμετοχή ξένων υπηκόων στο εσωτερικό εμπόριο της αυτοκρατορίας τους με ανησυχία. Από το 1774 οι οθωμανοί υπήκοοι που σκόπευαν να εγκατασταθούν και να εμπορεύονται στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία (εδώ από το 1777), υποχρεώνονταν να μεταφέρουν στο νέο τόπο την οικογένεια και τα υπάρχοντά τους, να καταθέσουν τον όρκο πίστης και να γίνουν αψβούργοι υπήκοοι.[7]  Πρόκειται για μια εξέλιξη που συνδέεται άμεσα με την ανάπτυξη, από τα μέσα του 18ου αιώνα, της δεύτερης ελληνικής εμπορικής διασποράς στην Κεντροανατολική Ευρώπη, που είχε ως κύρια λειτουργία το χονδρικό εμπόριο μεταξύ Οθωμανικής και Αψβουργικής αυτοκρατορίας.
Αυτή η διασπορά προέκυψε σε μεγάλο βαθμό από την προηγούμενη, δεν μπορεί ωστόσο να θεωρηθεί απλά μετεξέλιξή της. Η ανάπτυξή της κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα συνδεόταν με εξελίξεις που ξεπερνούσαν τα όρια του ευρωπαϊκού δικτύου πλανόδιου εμπορίου και άπτονταν γενικότερων τάσεων και χαρακτηριστικών της οθωμανικής, της αψβουργικής και της ευρωπαϊκής οικονομίας. Αποφασιστικοί παράγοντες για τη διαμόρφωση της διασποράς των οθωμανών μεγαλεμπόρων ήταν, αφενός, ο προσανατολισμός της αγροτικής παραγωγής της οθωμανικής αυτοκρατορίας στην ευρωπαϊκή ζήτηση και, αφετέρου, η ενίσχυση μορφών της δευτερογενούς παραγωγής, με αιχμή την επεξεργασία του βαμβακιού, στην Αυστρία και τη Βοημία κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.
Σε αντίθεση με το εμπόριο των κομπανιών, το καινούργιο εμπόριο ήταν αποκλειστικά χονδρικό και προϋπέθετε προσβάσεις, όχι στην αγροτική παραγωγή του τόπου εγκατάστασης, όπως είδαμε να συμβαίνει στην Tokaj και το Kecskemét, αλλά στην αντίστοιχη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Επιπλέον, το θεσμικό πλαίσιο δράσης της διασποράς των μεγαλεμπόρων, δεν οριζόταν από επιμέρους συμφωνίες με τις αρχές, όπως στην περίπτωση των κομπανιών, αλλά από τις επίσημες συνθήκες του Κάρλοβιτς (1699) και του Πασάροβιτς (1718), που υπογράφτηκαν μεταξύ Οθωμανών και Αψβούργων και θεσμοθετούσαν το ελεύθερο εμπόριο μεταξύ υπηκόων των δύο αυτοκρατοριών, με προνομιακό δασμό 3% επί των εισαγόμενων και εξαγόμενων ειδών.

Η εμπειρία που είχαν αποκομίσει οι βαλκάνιοι έμποροι στις αγορές της Τρανσυλβανίας και της Ουγγαρίας αποτελούσε ευνοϊκή προϋπόθεση για συμμετοχή τους και σε αυτού του είδους το εμπόριο. Δεν αρκούσε όμως μόνο αυτή, αφού το χονδρικό εμπόριο απαιτούσε και μεγάλα κεφάλαια. Από τους 10.000 «Görög», που σύμφωνα με υπολογισμούς του Ödön Füves ζούσαν στο ουγγρικό βασίλειο κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα[8], μπορούμε να υποθέσουμε ότι μια μειοψηφία ασχολήθηκε με το χονδρικό εμπόριο μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών. Επρόκειτο κυρίως για μεγάλους κεφαλαιούχους, εγκατεστημένους σε πόλεις κατά μήκος των χερσαίων εμπορικών δρόμων, απ’ όπου περνούσαν οι πρώτες ύλες από την Ανατολή, προκειμένου να διοχετευτούν στις κεντροευρωπαϊκές αγορές: εξέχοντα μέλη των κομπανιών του Sibiu, του Braşov, του Kecskemét, της Τιμισοάρα (Temesvár), έμποροι της Ζέμονας (Zimony/Semlin), του Novisad, της Πέστης.[9]  Είναι ενδεικτική η παρατήρηση της Márta Bur, ότι στις τρεις τελευταίες πόλεις, που αναδείχθηκαν ως διαμετακομιστικά κέντρα, το χονδρικό εμπόριο διενεργούνταν έξω από τα πλαίσια των κομπανιών, από ανεξάρτητους μεγαλεμπόρους. [10]
Η ζήτηση του βαμβακιού στην Αυστρία και την Ουγγαρία προέκτεινε το δίκτυο των ορθόδοξων εμπορικών εγκαταστάσεων προς τα δυτικά. Η Βιέννη αναδείχθηκε στο μεγαλύτερο κέντρο αποθήκευσης και διάθεσης της βαλκανικής βαμβακοπαραγωγής. Ωστόσο η επιτυχία του εμπορίου στην πρωτεύουσα συνδεόταν ακριβώς με την ύπαρξη αυτής της «ενδοχώρας», που συγκροτούσαν τα μέλη των κομπανιών, οι ανεξάρτητοι έμποροι, ακόμα και οι πλανόδιοι της Ουγγαρίας και της Τρανσυλβανίας.
Αν στις ορθόδοξες εμπορικές εγκαταστάσεις της ενδοχώρας η κυριαρχία των Μακεδονοηπειρωτών ήταν αδιαμφισβήτητη, στη Βιέννη νέα τοπικά μεταναστευτικά δίκτυα διεκδικούσαν μερίδιο στο χονδρικό εμπόριο μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών: οι Θεσσαλοί, που για μισό περίπου αιώνα, από το 1775 μέχρι το 1820, κυριάρχησαν στο εμπόριο των θεσσαλικών κόκκινων βαμβακερών νημάτων, που προηγουμένως έλεγχαν οι Ηπειρώτες[11] και οι Χιώτες, που στις αρχές του 19ου αιώνα ήρθαν από την Τεργέστη για να ιδρύσουν υποκαταστήματα στη Βιέννη, αντιλαμβανόμενοι την καίρια θέση της τελευταίας στην αναδιανομή των προϊόντων που εισάγονταν στην αψβουργική επικράτεια.[12] Ο ανταγωνισμός με τα νέα εμπορικά δίκτυα αλλά και η αίσθηση του εφήμερου χαρακτήρα της ακμής του οθωμανικού εξαγωγικού εμπορίου, που συνέπιπτε με τη συγκυρία των ναπολεόντειων πολέμων και του ηπειρωτικού αποκλεισμού, ήταν ίσως οι λόγοι που ώθησαν τους μακεδονοηπειρώτες μεγαλεμπόρους της Βιέννης να στραφούν σε ένα νέο πεδίο επιχειρηματικής δράσης. Συνεργάστηκαν εκ νέου με τη διασπορά της Ουγγαρίας και της Τρανσυλβανίας, αυτή τη φορά όχι για τη μεταφορά πρώτων υλών από τα Βαλκάνια στα καταναλωτικά κέντρα της Κεντρικής Ευρώπης, αλλά για την εκμετάλλευση των ευκαιριών που πρόσφερε η θέση της Ουγγαρίας μέσα στο σύστημα των τοπικών οικονομικών εξειδικεύσεων στο εσωτερικό της αψβουργικής μοναρχίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ήδη, πριν το τέλος του 18ου αιώνα, οι μακεδονοηπειρώτες μεγαλέμποροι της Βιέννης προσανατολίζονταν μαζικά στην απόκτηση της αψβουργικής υπηκοότητας, μέσω της οποίας έχαναν μεν την προνομιακή δασμολόγηση στο εισαγωγικό εμπόριο πρώτων υλών από την Ανατολή, απολάμβαναν όμως τη δυνατότητα συμμετοχής στο εσωτερικό εμπόριο της μοναρχίας. Η δημιουργία ξεχωριστών κοινοτήτων από τους έλληνες οθωμανούς και τους έλληνες αψβούργους υπηκόους στη Βιέννη επικύρωνε και θεσμικά τους διαφορετικούς οικονομικούς προσανατολισμούς αλλά και τον ανταγωνισμό μεταξύ των δικτύων της ελληνικής εμπορικής διασποράς.[13] 

Η αναβάθμιση της σημασίας του εμπορικού άξονα Αυστρίας-Ουγγαρίας για τα οικονομικά ενδιαφέροντα των μακεδονοηπειρωτών μεγαλεμπόρων της Βιέννης δεν ήταν τυχαία. Η Ουγγαρία αποτελούσε τη χώρα με τη στενότερη οικονομική σύνδεση προς τις δυτικές επαρχίες της μοναρχίας, ως προμηθευτής ειδών διατροφής και αγορά κατανάλωσης μεταποιημένων προϊόντων. Ο αποκλεισμός της από την τελωνειακή ένωση των αψβουργικών επαρχιών, το 1775, συνέβαλε στη μεγαλύτερη εξάρτηση του εξωτερικού εμπορίου της από το δυτικό τμήμα και κυρίως από τη Βιέννη, μέσω της οποίας διακινούνταν τα περισσότερα προϊόντα από και προς τις ουγγρικές αγορές.[14] Για πολλούς βιεννέζους επιχειρηματίες, άλλωστε, η Ουγγαρία αποτελούσε χώρα ευκαιριών.[15] Σε σχέση με τους τελευταίους, ωστόσο, οι Έλληνες είχαν σαφή πλεονεκτήματα. Πρώτον, πολλοί από αυτούς είχαν εγκατασταθεί στη Βιέννη με ενδιάμεσο σταθμό την Ουγγαρία και είχαν γνώση της χώρας και των αγορών της. Και δεύτερον, μπορούσαν να στηριχθούν σε αυτήν την «ενδοχώρα» των ελληνικών εμπορικών εγκαταστάσεων, των συγγενών και των συντοπιτών. 
Μερικές από τις γνωστότερες οικογένειες μακεδονοηπειρωτών εμπόρων της Βιέννης, όπως οι Σίνα, οι Νάκοι, οι Νίκολιτς, οι Χατζημιχαήλ, οι Μπεκέλλα, οι Δέρρα, φαίνεται ότι σχημάτισαν τις περιουσίες τους όχι κυρίως μέσω της αξιοποίησης του εμπορικού άξονα οθωμανικής - αψβουργικής αυτοκρατορίας, αλλά ως ενδιάμεσοι του εμπορίου της Ουγγαρίας με την Αυστρία, και ιδίως του σημαντικότατου για την τροφοδοσία της αψβουργικής πρωτεύουσας εμπορίου ουγγρικών σιτηρών και βοοειδών.[16] 
Η Ουγγαρία είναι ακριβώς η χώρα, στην οικονομία της οποίας η ελληνική εμπορική διασπορά της Κεντροανατολικής Ευρώπης άφησε τα περισσότερα ίχνη της. 
Δεν είναι τυχαία άλλωστε η διαφορετική αξιολόγηση της συμβολής των Ελλήνων στην οικονομική ζωή της Αυστρίας και της Ουγγαρίας από τις αντίστοιχες ιστοριογραφίες. Στις ελάχιστες αναφορές της αυστριακής οικονομικής ιστορίας στο ζήτημα, ο ρόλος που αποδίδεται στους Έλληνες είναι αυτός που προέκυψε από τις συνθήκες του Κάρλοβιτς και του Πασάροβιτς, του οθωμανού δηλαδή εμπόρου που προμήθευε με πρώτες ύλες από την Ανατολή την αυστριακή και βοημική βιομηχανία.[17]  Στις αναλογικά περισσότερες, αντίθετα, μελέτες της ουγγρικής ιστοριογραφίας για το θέμα, οι Έλληνες παρουσιάζονται ως μια επιχειρηματική μειονότητα με σημαίνοντα αν και επίμαχο ρόλο: μια μειονότητα, που οδήγησε την ουγγρική οικονομία από ένα μεσαιωνικό αγροτικό σύστημα στην κεφαλαιοκρατική – και πιστωτική – οικονομία[18]  αλλά και μια μειονότητα που κάνοντας εμπόριο βοοειδών κατά μήκος της Ουγγαρίας και μεταφέροντας σ’ αυτήν αυστριακά προϊόντα ζημίωσε την ουγγρική οικονομία.[19]
Αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο απλουστεύσεων και μονομέρειας που ενέχουν οι οικονομικές ερμηνείες των πολιτισμικών φαινομένων, θεωρώ, ωστόσο, ότι ακριβώς σε αυτό το σημείο, στην πρόσδεση, δηλαδή, των οικονομικών ενδιαφερόντων της ελληνικής εμπορικής διασποράς στο χώρο της Ουγγαρίας, βρίσκεται το κλειδί για να ερμηνεύσουμε τις «εκπλήξεις» που επιφυλάσσουν στον έλληνα ερευνητή τα ουγγρικά αρχεία. Η σταδιακή εγκατάλειψη των οικονομικών δεσμών των μεταναστών με την Οθωμανική αυτοκρατορία[20]  και ο προσανατολισμός τους στην κατάληψη ευνοϊκών θέσεων μέσα στην οικονομία του τόπου εγκατάστασής τους, ήταν μια διαδικασία με παραμέτρους όχι μόνο οικονομικές. Σήμαινε και τη συγκυριακή ή προοδευτική υποχώρηση των πολιτισμικών αντιστοίχων του βαλκανικού εμπορίου, της ελληνικής, δηλαδή, γλώσσας και κουλτούρας, και την υιοθέτηση πολιτισμικών μέσων που επέτρεπαν καλύτερη πρόσβαση στα νέα οικονομικά και κοινωνικά περιβάλλοντα.[21]  Και η ουγγρική γλώσσα ήταν ένα από τα μέσα αυτά.

Οι μεταναστευτικές ταυτότητες, ωστόσο, είναι κάτι περισσότερο σύνθετο, ώστε να μπορούν να περιγραφούν απλά στη βάση του δίπολου πολιτισμική αφομοίωση-πολιτισμική περιχαράκωση. Στην Πέστη, οι Βλάχοι* της Μακεδονίας και της Ηπείρου, οι πιο αναγνωρίσιμοι ίσως φορείς του βαλκανικού οθωμανικού εμπορίου και των πολιτισμικών φορτίων του, της ελληνικής γλώσσας και κουλτούρας, έθεσαν στις αρχές του 19ου αιώνα το θέμα της ιδιαίτερης γλωσσικής τους ταυτότητας και απαίτησαν την εισαγωγή, εκτός της ελληνικής, και της δικής τους βλαχικής διαλέκτου στην εκκλησιαστική λειτουργία.[22] Στην ίδια πόλη είδε το 1808, το φως της δημοσιότητας το έργο του Γεωργίου Ρόζα, Εξετάσεις περί των Ρωμαίων ή των ονομαζομένων Βλάχων, που προπαγάνδιζε τη γλωσσική και εθνοτική συγγένεια των Βλάχων της Μακεδονίας με τους Βλάχους της Τρανσυλβανίας και η Μακεδονοβλαχική Γραμματική του Μιχαήλ Μποϊατζή**, το 1813, που επιχειρούσε τη γραπτή κωδικοποίηση της βλαχικής διαλέκτου.[23]
Οι απόπειρες έκφρασης της βλαχικής γλωσσικής ταυτότητας, η χρήση της ουγγρικής γλώσσας, η υιοθέτηση πολιτισμικών προτύπων των ανώτερων στρωμάτων της κοινωνίας εγκατάστασης, η έκδοση ελληνικών βιβλίων και η ίδρυση ελληνικών σχολείων υπήρξαν στοιχεία που μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα απαντούσαν ταυτόχρονα στην ελληνική διασπορά της Ουγγαρίας, χωρίς κατ’ ανάγκη να βρίσκονται σε ανταγωνιστική σχέση μεταξύ τους. 
Δέκα χρόνια μετά το ξεκίνημα της ενασχόλησής μου με την ιστορία της ελληνικής διασποράς στην Αψβουργική αυτοκρατορία, θεωρώ ότι το τεχνικό πρόβλημα που στάθηκε αφορμή για την κατάθεση των παραπάνω προβληματισμών, δεν είναι αποκλειστικά τεχνικής φύσης. Οι δυσκολίες που επιφυλάσσει στους ερευνητές η ιστορία της ελληνικής διασποράς στην Ουγγαρία δεν οφείλονται τόσο σε λόγους γλωσσικής ανεπάρκειας όσο στην αδυναμία αντίληψης της διασποράς έξω από το πλαίσιο των ολιστικών, εθνικών κατηγοριών, στο εσωτερικό του οποίου, άλλωστε, διαμορφώνεται αναγκαστικά σημαντικό μέρος της ιστορικής μας παιδείας. Συνηθισμένοι να αντιλαμβανόμαστε την ταυτότητα πάντα σε σχέση διπολικής αντίθεσης ως προς κάτι άλλο, θα ξεφυλλίζουμε τα έγγραφα των ουγγρικών αρχείων με αμηχανία. Είναι, ωστόσο, αυτή η πολλαπλότητα των διαδρομών και των τόπων της ελληνικής διασποράς στην Ουγγαρία που καθιστά τη μελέτη της πρόκληση για τον ιστορικό. 


[1] Το κείμενο κατατίθεται από τη γράφουσα υπό την ιδιότητά της ως μεταδιδάκτορος- συντονίστριας στο υποέργο «Ελληνικές Κοινότητες και Ευρωπαϊκός Κόσμος (13ος–19ος αι.). Μορφές αυτοδιοίκησης, κοινωνική οργάνωση, συγκρότηση ταυτοτήτων» του προγράμματος ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ ΙΙ
[2] Σχετικά με τις οικονομικές δραστηριότητες μεταναστών από τα Βαλκάνια τον 16ο και 17ο αιώνα, βλ. M. Bur, «Das Raumergreifen balkanischer Kaufleute im Wirtschaftsleben der ostmitteleuropäischen Länder im 17. und 18. Jahrhundert», στο V. Bácskai (επιμ.), Bürgertum und bürgerliche Entwicklung in Mittel- und Osteuropa, Βουδαπέστη 1986, Studia Historiae Europae Medio-orientalis, τ. Ι, 18–40.
[3] Για την πρώιμη φάση εγκατάστασης των Ελλήνων στο Sibiu, βλ. Δ.-Ε. Τσούρκα-Παπαστάθη, Η ελληνική κομπανία του Σιμπιού Τρανσυλβανίας 1636–1848. Οργάνωση και Δίκαιο, Θεσσαλονίκη 1994, 36 κ. εξ.
[4] Ö. Füves, Οι Έλληνες της Ουγγαρίας, Θεσσαλονίκη 1965, 22· M. Bur, «Handelsgesellschaften – Organisationen der Kaufleute der Balkanländer in Ungarn im 17.–18. Jahrhundert», Balkan Studies 25 (1984), 267–307· G. Hering, «Die griechische Handelsgesellschaft in Tokaj. Ihre innere Ordnung und ihre Auflösung 1801», Südost-Forschungen 46 (1987), 79–93· I. Papp, «Greek Merchants in the Eighteenth–Century Jászkunság», Balkan Studies 30 (1989), 261–281.
[5] Για την εσωτερική οργάνωση των κομπανιών της Τρανσυλβανίας, βλ. C. Papacostea-Danielopolu, «L’organisation de la Compagnie grecque de Braşov (1777–1850)», Balkan Studies 14 (1973), 313–323. Της ιδίας, «La Compagnie „grecque” de Braşov. La lutte pour la conservation des privilèges (1777–1850)», Revue des Études Sud-Est Européennes 12 (1974), 59–78· O. Cicanci, «Le statuts et les règlements de fonctionnement des Compagnies grecques de Transylvanie (1636–1736) – la Compagnie de Sibiu», Revue des Études Sud-Est Européennes 14 (1976), 477–496· A. E. Karathanassis, L’Hellénisme en Transylvanie. L’activité culturelle, nationale, et religieuse des compagnies commerciales helléniques de Sibiu et de Braşov aux XVIII–XIX siècles, Θεσσαλονίκη 1989· Τσούρκα-Παπαστάθη, Σιμπιού, ό.π. Για τις κομπανίες της Ουγγαρίας, όπως σημ. 3.
[6] Βλ. τις περιπτώσεις κομπανιών που παρουσιάζει η Bur, «Handelsgesellschaften», ό.π.
[7] Γερμανικό κείμενο του διατάγματος του 1774 για τους εμπορευόμενους στην Ουγγαρία στο, Sammlung aller K. K. Verordnungen und Gesetze vom Jahre 1740 bis 1780, die unter der Regierung des Kaisers Josephs des II, theils noch ganz bestehen, theils zum Theile abgeändert sind [...], Βιέννη 1787, τ. VII, 138–143. Λατινικό κείμενο και ελληνική μετάφραση του διατάγματος (προνομίου) του 1777 προς τις κομπανίες της Τρανσυλβανίας στο, Τσούρκα-Παπαστάθη, Σιμπιού, 394–405.
[8] Füves, Έλληνες της Ουγγαρίας, 25.
[9] Για τις ελληνικές εγκαταστάσεις σε κόμβους των εμπορικών δρόμων, Ε. Ι. Νικολαΐδου, «Συμβολή στην ιστορία τεσσάρων ελληνικών κοινοτήτων της Αυστρoουγγαρίας (Zemun, Novi Sad, Orsova, Temesvar)», Δωδώνη 9 (1980), 323–374· Ι. Α. Παπαδριανός, Οι Έλληνες πάροικοι του Σεμλίνου (18ος–19ος αι.), Θεσσαλονίκη 1988.
[10] Bur, «Handelsgesellschaften», 287.
[11] Σχετικά με το εμπόριο θεσσαλικών βαμβακερών νημάτων στη Βιέννη, βλ. M. Stamatoyannopoulos, Societé rurale et industrie textile: le cas d’Ayia en Thessalie ottoane (1780–1810), thèse de doctorat de 3ème cycle, École des Hautes Études en Sciences Sociales, Παρίσι 1984. Βλ. επίσης, Ο. Κατσιαρδή–Hering, Τεχνίτες και τεχνικές βαφής νημάτων. Από τη Θεσσαλία στην Κεντρική Ευρώπη (18ος – αρχές 19ου αιώνα). Επίμετρο: Η Αμπελακιώτικη Συντροφιά (1805), Αθήνα 2003.
[12] Για τις χιώτικες επιχειρήσεις στη Βιέννη, βλ. Β. Σειρηνίδου, Έλληνες στη Βιέννη, 1780–1850, διδακτορική διατριβή, Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 2002, 177–179.
[13] Σχετικά με τις δύο ελληνορθόδοξες κοινότητες της Βιέννης, βλ. Σ. Ευστρατιάδης, Ο εν Βιέννη ναός του Αγίου Γεωργίου και η κοινότης των Ελλήνων Οθωμανών Υπηκόων, Αθήνα 1997²· Σπ. Λουκάτος, «Ο πολιτικός βίος των Ελλήνων της Βιέννης κατά την Τουρκοκρατίαν και τα αυτοκρατορικά προς αυτούς προνόμια», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος 15 (1961), 287–350· M.D. Peyfuss, «Balkanorthodoxe Kaufleute in Wien. Soziale und nationale Differenzierung im Spiegel der Privilegien für die griechisch-orthodoxe Kirche zur heiligen Dreifaltigkeit», Österreichische Osthefte 17 (1975), 258–268· W. Plöchl, Die Wiener orthodoxen Griechen. Eine Studie zur Rechts- und Kulturgeschichte der Kirchengemeinden zum hl. Georg und zur hl. Dreifaltigkeit und zur Errichtung der Metropolis von Austria, Βιέννη 1983·Σειρηνίδου, Βιέννη, 254–271.
[14] H. Hassinger, «Der Aussenhandel der Habsburgermonarchie in der zweiten Hälfte des 18. Jahrhunderts», στο F. Lütge (επιμ.), Die wirtschaftliche Situation in Deutschland und Österreich um die Wende vom 18. zum 19. Jahrhundert, Στουτγάρδη 1964, 61–98, κυρίως 78 κ.εξ. Γενικότερα για τις τοπικές οικονομικές εξειδικεύσεις στο εσωτερικό της Αψβουργικής αυτοκρατορίας, βλ. D. Good, The Economic Rise of the Habsburg Empire, 1750–1914, Μπέρκλεϋ/Λονδίνο 1984· A. Komlosy, «Ökonomische Grenzen», στο W. Heindl/E. Saurer (επιμ.), Grenze und Staat. Passwesen, Staatsbürgerschaft und Fremdgesetzgebung in der österreichischen Monarchie, Βιέννη/Κολωνία 2000, 807–876.
[15] I. Mittenzwei, Zwischen Gestern und Morgen. Wiens frühe Bourgeoisie an der Wende vom 18. zum 19. Jahrhundert, Βιέννη/Κολωνία/Βαϊμάρη 1998, 31–33.
[16] Βλ. ενδεικτικά τις περιπτώσεις των οικογενειών Σίνα και Χατζημιχαήλ που μελέτησε ο Γ. Λάιος, Σίμων Σίνας, Αθήνα 1972 και ο ίδιος, Η Σιάτιστα και οι εμπορικοί οίκοι Χατζημιχαήλ και Μανούση (17ος-19ος αι.), Θεσσαλονίκη 1982.
[17] Βλ. χαρακτηριστικά, H. Landau, Die Entwicklung des Warenhandels in Österreich, Βιέννη/Λειψία 1906, 69–70· M. v. Herzfeld, «Zur Orienthandelspolitik Österreichs unter Maria Theresia in der Zeit von 1740–1771», Archiv für österreichische Geschichte 108 (1919), 215–343· F. Tremel, «Die Griechenkolonie in Wien im Zeitalter Maria Theresias. Ein Beitrag zur Geschichte der österreichisch-türkischen Handelsbeziehungen», Vierteljahresschrift für Sozial- und Wirtschaftsgeschichte 51 (1964), 108–115· G. Chaloupek/P. Eigner/M. Wagner (επιμ.), Wien. Wirtschaftsgeschichte 1740–1938, Teil 2, Βιέννη 1991, 1014 κ.εξ.
[18] Ö. Füves, «Characteristics of the Greeks in Hungary (1550–1850)», στο J. Fossey (επιμ.), Proceedings of the First International Congress on the Hellenic Diaspora from Antiquity to Modern Times, Άμστερνταμ 1991, τ. ΙΙ, 146. Παρόμοια θέση και από L. Schäfer, A görögök vezető szerepe Magyarországon a korai kapitalizmus kialakulásában, Βουδαπέστη 1930.
[19] Z. Ács, «Les Marchands grecs en Hongrie aux 17e–18e siècles», Études Historiques Hongroises, τ.ΙΙ «Ethnicity and Society in Hungary», Βουδαπέστη 1990, 44.
[20] Βλ. χαρακτηριστικά την περίπτωση της οικογένειας Πόνδικα στην Πέστη, Κ. Παπακωνσταντίνου, Ελληνικές εμπορικές επιχειρήσεις στην Κεντρική Ευρώπη το β΄ μισό του 18ου αιώνα. Η οικογένεια Πόνδικα, διδακτορική διατριβή, Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 2002.
[21] Το ζήτημα αυτό συζητά διεξοδικά με αφορμή την εκπαίδευση των ελληνοπαίδων στη διασπορά η Ο. Κατσιαρδή-Hering, «Εκπαίδευση στη διασπορά. Προς μια παιδεία ελληνική ή προς «θεραπεία» της πολυγλωσσίας;», στο Νεοελληνική Παιδεία και Κοινωνία. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου αφιερωμένου στη μνήμη του Κ.Θ. Δημαρά, Αθήνα 1995, 153–177.
[22] Βλ. Ö. Füves, «Gründungsurkunde der griechischen Gemeinde in Pest aus dem Jahre 1802», Μακεδονικά 11 (1971), 335–341· G. Hering, «Der Konflikt zwischen Griechen und Walachen in der Pester orthodoxen Gemeinde», στο του ιδίου (επιμ.), Dimensionen griechischer Literatur und Geschichte. Festschrift für Pavlos Tzermias zum 65. Geburtstag, Φραγκφούρτη κ.α 1993, 145–160.
[23] Μ. Γαρίδης, «Ο μητροπολίτης Παΐσιος και η βλαχική επιγραφή του Κλεινοβού: αλφάβητο και εθνικό πρόβλημα», Τα Ιστορικά 3 (1985), 183–203· A. Azelis, «Versuche zur Verschriftlichung des Aromunischen um die Wende vom 18. zum 19. Jahrhundert», Das achtzehnte Jahrhundert und Österreich 10 (1995), 73–83.
Πηγή: Εδώ

Σχόλια:
Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι η διαπίστωση της κυρίας Σειρηνίδου αφορά μία μερίδα Βλάχων της Ουγγρικής παροικίας και όχι την ολότητά τους. Η ομάδα αυτή Βλάχων αποτελούνταν από ένα σταθερό πυρήνα δέκα περίπου οικογενειών (Rosa, Gojdu, Saguna κ.α.), οι οποίες είχαν προηγουμένως ταυτιστεί με τον καθολικισμό μέσω της Ουνίας ως ένα μέσο διασφάλισης των οικονομικών τους συμφερόντων μέσα στα πλαίσια της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μέσα από τον λατινισμό οι άνθρωποι αυτοί οδηγήθηκαν και συνέβαλαν στο συγκροτούμενο ρουμανισμό, αποχωρώντας από την εκεί ελληνοβλαχική κοινότητα. (ΕδώΓια περισσότερες πληροφορίες σε σχέση με την εκκλησιαστική κοινότητα Βουδαπέστης βλέπε εδώ: Εδώ και Εδώ
** Οκτώ χρόνια αργότερα, παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης ο Μποϊατζής φαίνεται να αλλάζει στρατόπεδο με τη συγγραφή νεο-ελληνικής γραμματικής και τα όσα γράφει εκεί για το μέλλον "των νέων Ελλήνων" (Michael G. Bojadschi, Kurzgefasste neugriechische Sprachlehre, Βιέννη 1823 [α΄ έκδ. 1821], v-vi.)
Εν τέλει, στην προσπάθεια ετεροποίησης των Βλάχων από τις εκεί ελληνικές κοινότητες ενεπλάκη μία μικρή ομάδα ανθρώπων. Πολύ σηµαντικότερο ρόλο στην αποδυνάµωση των ελληνικών κοινοτήτων της Τρανσυλβανίας και του ευρύτερου χώρου της Κεντρικής Ευρώπης έπαιξαν οι επιγαµίες µε τους αυτόχθονες πληθυσµούς Ούγγρων, γερµανόφωνων, Ρουµάνων και άλλων. Ήδη από το 1840 οι ελληνικές παροικίες άρχισαν να παρακμάζουν και να αφομοιώνονται από τους γηγενείς πληθυσμούς. Ωστόσο, πολλά από τα μέλη αυτών των παροικιών και ιδίως άνθρωποι μοσχοπολίτικης καταγωγής, εξελίχθηκαν σε σημαντικούς οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες της Αυστρο-ουγγαρίας, όπως οι οικογένειες Σίνα, Δούμπα, Κούρτη, Δούκα, Τύρκα, Γύρα, Κάπρα και Τζώττα. ''Τελικά, τα ευεργετήματα αυτών των ισχυρών Μοσχοπολιάνων και άλλων Βλάχων της Αυστρο-ουγγαρίας προς το νεοσύστατο τότε ελληνικό κράτος, ίσως να δηλώνουν από μόνα τους την τελική τους επιλογή και τον τρόπο με τον οποίον αντιμετώπιζαν τη διαφορετικότητά τους από τους υπόλοιπους Ρωμιούς και μάλιστα σε εποχές που οι εθνικισμοί και οι προπαγάνδες ήταν ουσιαστικά άγνωστες έννοιες για τα Βαλκάνια και τους κατοίκους τους. (Αστέριος Κουκούδης, Οι μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων, σελ.370)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.