Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Η Ελληνική Κοινότητα των Βελεσών (Βέλες / Велес) στην κοιλάδα του Βαρδάρη


Άποψη της πόλης των Βελεσών
Πόσες φορές στο ρεύμα σου, 
μεγάλε, ερχόμουν, ποταμέ, 
τα παιδικά μου ονείρατα 
στο φλοίσβο σου να πλέκω.

Τα Ποιήματα

Κατά μήκος του Αξιού ποταμού, η μεγαλύτερη παραποτάμια ελληνική κοινότητα μετά τα Σκόπια που ακμάζει το 18ο και 19ο αιώνα είναι η ελληνορθόδοξη κοινότητα των Βελεσών. Είναι η σημερινή πόλη Βέλες (Велес) και στα χρόνια της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας Τίτο Βέλες. Η ελληνική κοινότητα των Βελεσών θεωρείται η βορειότερη εστία του μακεδονικού ελληνισμού στα σύνορα με τη λεγόμενη αρχαία περιοχή της Δαρδανίας. Παρά τη παρουσία Ελλήνων από τα βυζαντινά χρόνια, η οργανωμένη ελληνική κοινότητα ιδρύθηκε στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα κυρίως από Βλάχους, που ήρθαν από τη Μοσχόπολη, σε δυο κύματα, το 1769 και το 1788, μετά την καταστροφή της ανθηρής πόλης από ντόπιες τουρκαλβανικές ληστρικές ομάδες.
Το βασικό πληθυσμιακό στοιχείο της κοινότητας ήταν Βλάχοι της Μοσχόπολης και του Κρουσόβου, αλλά στην κοινότητα συμμετείχαν και πολλές οικογένειες, που προέρχονταν από διάφορα μέρη της Μακεδονίας και άλλες περιοχές του ελληνισμού. 
Σε πολλά σπίτια των Ελλήνων των Βελεσών ακούγονταν τα βλάχικα, αλλά η επίσημη γλώσσα της διοίκησης, των συνελεύσεων της κοινότητας, της Εκκλησίας, της εκπαίδευσης και των εμπορικών συναλλαγών ήταν η ελληνική. Παρά τις μεμονωμένες περιπτώσεις βλάχικων οικογενειών που εκσερβίστηκαν ή ακολούθησαν τη ρουμανική προπαγάνδα που εντάθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, διατήρησαν την ελληνική συνείδηση και ήταν θερμοί οπαδοί της ορθόδοξης Εκκλησίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. «Το μεγαλύτερο μέρος των Κουτσοβλάχων παρέμεινε πιστό στον ελληνισμό και είχε φιλικές σχέσεις με τους Σέρβους πατριαρχικούς», επισημαίνει ο Σέρβος ερευνητής Μιλ. Φιλίποβιτς, που επισκέφτηκε τα Βελεσά στα χρόνια του Μεσοπολέμου και δημοσίευσε τις εντυπώσεις από τον ελληνισμό των Βελεσών σε περιοδικό των Σκοπίων το 1936. 
Τα Βελεσά βρίσκονται στη θέση της αρχαίας παιονικής πόλης Βυλάζωρα, κι απ' αυτό το όνομα, με παραφθορά, προήλθαν τα κατοπινά διαφοροποιημένα ονόματα της πόλης Βελασά, Βελεσός, Βελασός, Βελεσσός, Βελισός, Βελισά, Βαλεσί και Βελεσί, Βελεσά (με ένα ή με δυο σ στη γραφή) και το σημερινό όνομα της πόλης Βέλες.

Οι βλαχόφωνοι Μακεδόνες απόδημοι κάτοικοι των Βελεσών ήταν φανατικοί Έλληνες που τόνιζαν με καμάρι την εθνική τους καταγωγή και το ελληνικό φρόνημα. Στο ορθόδοξο νεκροταφείο της πόλης σώζονται σε οικογενειακούς τάφους αρκετά επιτύμβια στην ελληνική γλώσσα. Ακόμη η λειτουργία στην εκκλησία της Θεοτόκου, ως τις αρχές του 20 αιώνα, γινόταν στα ελληνικά, πριν από την ένταξη της περιοχής στη σερβική Εκκλησία.
Επιχειρώντας να εξηγήσει τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας από τους Βλάχους των Βελεσών, ο Φιλίποβιτς γράφει:
«Πληροφορήθηκα ότι στον ελληνισμό των Κουτσοβλάχων των Βελεσσών βοήθησε η φίρμα Αλατίνη. Πολλοί Κουτσόβλαχοι ήταν υπάλληλοι της φίρμας αυτής και έτσι βρίσκονταν σε στενές σχέσεις με τη Θεσσαλονίκη και τους Έλληνες. Οι ''Γκραικομάνοι'' αυτοί», συνεχίζει ο Φιλίποβιτς «ήταν οι πρώτοι που δέχτηκαν τη ''μόδα'', απ' αυτούς την πήραν οι Σέρβοι και μόνο αργότερα οι κάτοικοι των Σκοπίων».
Είναι γεγονός ότι οι Βλάχοι των Βελεσών μέσα από το σύστημα του ελληνορθόδοξου κοινοτισμού και τα ελληνικά σχολεία τους, ενίσχυσαν το ελληνικό φρόνημα με την εμπέδωση της ελληνικής γλώσσας, που ήταν η γλώσσα της εκπαίδευσης των παιδιών τους. Κοσμογυρισμένοι και έχοντας συχνές επαφές με τα ευρωπαϊκά κέντρα πολιτισμού στις επαγγελματικές ασχολίες τους, ήταν οι εισαγωγείς στην περιφερειακή πόλη των Βελεσών του ευρωπαϊκού συρμού, της μόδας και της σπιτικής επίπλωσης που έβλεπαν στο Βελιγράδι, τη Βιέννη, τη Θεσσαλονίκη, τη Βουδαπέστη, το Βουκουρέστι, την Τεργέστη και την Κωνσταντινούπολη. ;Aλλωστε αυτός ο εκσυγχρονισμός στην αμφίεση, τις συνήθειες και την κατοικία ήταν μόνιμο γνώρισμα των αποδήμων Ελλήνων, οι οποίοι προσαρμόζονταν στις νέες συνθήκες εγκατάστασής τους και εισήγαγαν το νέο πολιτισμό και στη γενέτειρα τους, στα περίφημα αρχοντικά της Σιάτιστας, της Κοζάνης, της Καστοριάς, των Αμπελακίων και του Πηλίου.

«Αναμφισβήτητα οι Αρωμούνοι [οι Βλάχοι, οι δίγλωσσοι λατινόφωνοι της Μακεδονίας] αισθάνονταν Έλληνες και ήσαν πράγματι οι φορείς της γλώσσας, του τρόπου ζωής, του πνεύματος των Ελλήνων στο δυτικό κόσμο και τις γιουγκοσλαβικές χώρες», υπογραμμίζει ο Σέρβος καθηγητής Ντούσαν Πόποβιτς (Dusan Popovic), που έγραψε πολυσέλιδη μελέτη για τους Βλάχους, με έμφαση στους βλαχόφωνους Έλληνες απόδημους στις πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες.
Η διακίνηση των καραβανιών, με τους Μακεδόνες πραματευτάδες και εμπόρους που ξεκινούσαν από τις μακεδονικές πόλεις κι έφταναν ως την Αυστρία και την Ουγγαρία, δημιούργησε σειρά από εμπορευματικούς σταθμούς που εξελίχθηκαν στις ελληνικές παροικίες του 18ου και 19ου αιώνα. Η κοιλάδα του Αξιού ήταν ένας από τους εμπορικούς δρόμους που άρχιζε από τη Θεσσαλονίκη και, μέσω των δύσβατων βουνών, των μεγάλων ποταμίσιων κοιλάδων και των πόλεων του Κοσσυφοπεδίου και της Βοσνίας, κατέληγε στο Βελιγράδι κι από κει οδηγούσε στη Βουδαπέστη και τη Βιέννη. Στο κάτω τμήμα του δρόμου της Μακεδονίας κεντρικοί σταθμοί για τα καραβάνια ήταν τα Βελεσά και τα Σκόπια, που διατηρούσαν περίφημα χάνια για τους ταξιδιώτες και τα υποζύγια τους.

Οι Έλληνες κάτοικοι των Βελεσών, που ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο, κατόρθωσαν στα μέσα του 19ου αιώνα να αποτελούν, παρά τις αντιδράσεις Σέρβων και τις πιέσεις Βουλγάρων, μια ανθηρή οικονομική και εθνική ομάδα. Είναι γεγονός ότι χάρη στην εγκατάσταση των Βλάχων από τη Μοσχόπολη και το Κρούσοβο άνθισε το εμπόριο στα Βελεσά, τα οποία ως τα μέσα του 18ου αιώνα ήταν μια αγροτική πόλη με χαμηλό εμπόριο και αγροτοβιοτεχνία που εξυπηρετούσε την περιφέρεια της. Στα χέρια των Ελλήνων βρισκόταν το εμπόριο μεταξιού, μαλλιών, δερμάτων, σιταριού, καπνών και γαλακτοκομικών και είχαν δημιουργήσει βιοτεχνικές μονάδες υφαντικής για μεταξωτά και μάλλινα και επεξεργασίας κουκουλιών. Υπήρχαν όμως και αρκετοί ράφτες, χρυσοχόοι, καλαϊτζήδες και υπάλληλοι. Όπως αναφέρει ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος «στα Βελεσά έδρευαν 30 περίπου σημαντικοί ελληνικοί εμπορικοί οίκοι με συνολικό ετήσιο τζίρο γύρω στα 15 εκατομμύρια πιάστρα. Υπήρχαν ακόμη κι άλλοι 20 μικρότεροι εμπορικοί οίκοι, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει αξιόλογη εμπορική δραστηριότητα στον τομέα επεξεργασίας των δερμάτων, του μαλλιού, των ξύλινων κατασκευών και αγγειοπλαστικών ειδών».
Οι Έλληνες έμποροι, οι πραματευτάδες των Βελεσών, είχαν συγκροτήσει επαγγελματικό σωματείο του οποίου η ορειχάλκινη σφραγίδα διασώθηκε και μαρτυρά την έντονη παρουσία τους στην πόλη. Η σφραγίδα είχε στη μέση τον Αξιό ποταμό με μια γέφυρα και σε κύκλο έφερε σε ελληνικά και λατινικά τις λέξεις: «Σύστημα των πραγματευτών Ρωμαίων εν Βελεσσά Κιοπρουλού» και «corpo greco mercantile in Velissa».

Οι ''Αρμάνοι'', όπως αυτοαποκαλούνταν οι Βλάχοι της Μακεδονίας {με προφορική συγκοπή από το Αρωμούνοι, που έχει κοινή ρίζα και νόημα με τα ρωμιοσύνη, Ρωμιοί, ρωμαίικο, Ρωμανία κ.λπ}, είχαν εγκατασταθεί στα Βελεσά, στη σημερινή πόλη Βέλες, στα μέσα του 18ου αιώνα. Οι 250 περίπου οικογένειες οργάνωσαν δική τους συνοικία, τη συνοικία των Βλάχων, που διατηρεί ακόμη και σήμερα το ίδιο όνομα, γύρω από την ελληνορθόδοξη εκκλησία της Θεοτόκου. Μαζί με το βασικό πυρήνα των βλαχόφωνων αποδήμων η ελληνορθόδοξη κοινότητα των Βελεσών συμπεριλάμβανε και πολλούς Έλληνες καταγόμενους από άλλες περιοχές της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, ο ημιαυτόνομος Τούρκος διοικητής των Βελεσών Εμίν αγάς δέχτηκε με εγκαρδιότητα τους νέους κατοίκους από τα βλαχοχώρια της Μακεδονίας, που συντέλεσαν από τα μέσα του 18ου αιώνα στη μετατροπή της πόλης των Βελεσών σε σημαντικό εμπορικό διαμετακομιστικό κέντρο.
Το 1878, που αρχίζει να φθίνει ο ελληνικός πληθυσμός των Βελεσών από τους εθνικούς ανταγωνισμούς Βουλγάρων και Σέρβων για την επικράτηση τους στην πόλη, ο ελληνικός πληθυσμός έφτανε τα 2500 άτομα. Το σύνολο ατόμων της ελληνικής κοινότητας βγαίνει από αναφορά του ιερατικού προϊσταμένου της ελληνικής κοινότητας προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο παπά Δημητρίου Βόγα.
Δύο χρόνια πρωτύτερα, το 1876, οι Έλληνες της πόλης, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα οξυμένα προβλήματα που δημιουργούσαν οι πιέσεις και συγκρούσεις με τη βουλγαρική Εξαρχία, καθώς μέσω αυτής οι Βούλγαροι επιχειρούσαν να ελέγξουν εθνικά την περιοχή, ζήτησαν να αποσχιστούν από την τοπική ορθόδοξη μητρόπολη Βελισσού και να ενταχθούν στην εποπτεία της μητρόπολης Θεσσαλονίκης. Το αίτημα της Δημογεροντίας των Ελλήνων των Βελεσών ικανοποιήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η εκκλησιαστική απόφαση επικυρώθηκε από την οθωμανική κυβέρνηση. Έτσι, οι Έλληνες των Βελεσών είχαν αμέριστη την συμπαράσταση του ελληνορθόδοξου ισχυρού μητροπολίτη της Θεσσαλονίκης που, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο της τουρκοκρατίας, ήταν ο θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης του χριστιανικού στοιχείου.  Πρέπει να σημειωθεί ότι μετά το σχίσμα της βουλγαρικής Εκκλησίας, το 1870, η παλιά μητρόπολη Βελεσών, που εποπτευόταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, είχε περάσει στη δικαιοδοσία της βουλγαρικής Εξαρχίας. Παράλληλα, από το 1880, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της βουλγαρικής και ρουμανικής προπαγάνδας στην περιοχή, το Πατριαρχείο ένωσε τους Πατριαρχικούς των Βελεσών με τη γειτονική Δίβρη, δημιουργώντας την επισκοπή Δίβρης-Βελισσού. Έτσι, με το σύστημα του κοινοτισμού μέσα από τους εθνικούς κανονισμούς, στο πλαίσιο της ορθόδοξης Εκκλησίας διατηρήθηκε η εθνική και κοινωνική ταύτιση των ελληνορθόδοξων στα χρόνια των έντονων εθνικιστικών συγκρούσεων στη Βόρεια Μακεδονία με τους βουλγαροεξαρχικούς και ρουμανίζοντες.

Για να γίνει κατανοητό το θέμα, θα πρέπει να πούμε ότι η παγίωση και επέκταση των βουλγαροεξαρχικών στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας στηριζόταν στην άλωση των ελληνικών σχολείων και της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας, που αποτελούσαν τον πυρήνα του κοινοτικού ελληνικού συστήματος. Όταν οι θεσμοί αυτοί περιέρχονταν, με τον έναν ή άλλον τρόπο, στη βουλγαρική Εξαρχία, έφθινε και ο ελληνισμός και υποχωρούσε το ελληνικό φρόνημα που εδραζόταν σ' αυτά τα δυο βασικά εθνικά στοιχεία. Για το λόγο αυτό παρατηρούμε μετά το 1870 λυσσαλέους αγώνες από Βούλγαρους, αλλά και Σέρβους που πρόβαλλαν το δικό τους εθνικισμό, παρά την παρέμβαση του Πατριαρχείου για την εξομάλυνση των διαφορών με τους ελληνορθόδοξους, αγώνες για τον έλεγχο των χριστιανικών εκκλησιών αρχικά και τη νόθευση της ελληνικής εκπαίδευσης.
Τα προβλήματα με τους ''εξαρχικούς'' και ρουμανίζοντες συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια στα Βελεσά. Έτσι, το 1883, ο επίσκοπος Δίβρης και Βελισσού Άνθιμος σε κοινό έγγραφο με τη Δημογεροντία της πόλης -την κοινοτική αρχή- της ελληνορθόδοξης κοινότητας των Βελεσών, ζητά από τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Καλλίνικο να ενισχύσει τους ''πατριαρχικούς'' της πόλης, υπογραμμίζοντας ότι παρά τις επιθέσεις των Βουλγάρων διατηρήθηκαν ακέραια η ελληνική γλώσσα και η ορθοδοξία.
Γράφει ο επίσκοπος Άνθιμος: «Η εν Βελισσώ ελληνική κοινότης, ης θείω ελέει αρχιερατικώς προϊσταμαι, πανταχόθεν καταπιεζομένη και τα μύρια υποστάσα από του σχίσματος και εντεύθεν υπό των συνοικούντων αυτή Βουλγάρων, οίτινες το δίκαιον του ισχυροτέρου χρώμενοι αφήρεσαν παρ' αυτής έκτοτε και τα εθνικά αυτής ιερά καταστήματα, αντιστάσα δε επί τοσαύτα ήδη έτη τον ορμητικόν τούτον χείμαρρον, διετήρησεν αλώβητον την τε ορθοδοξίαν και την γλώσσαν των πατέρων αυτής».
Αξίζει να παραθέσουμε τις επισημάνσεις του καθηγητή στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αθανάσιου Αγγελόπουλου για την ουσία των εθνικών ανταγωνισμών στη μεθοριακή ζώνη του μείζονος μακεδονικού χώρου και την παλιά Σερβία, εκφράζοντας μια επιστημονική όσο και ατομική απορία μέσου Έλληνα:
«Που ήταν τότε, στην εθνική διαπάλη, οι κοινότητες της σημερινής, της εκτός ιστορικής Μακεδονίας, ''Μακεδονίας'' των Σκοπίων; Οι πατριαρχικές πηγές, τουλάχιστον, ως πανορθοδόξου πολιτικής πηγές, για το γεωγραφικό αυτό διαμέρισμα θα έκαμναν κάποια μνεία. Απλούστατα δεν υπήρχαν», επισημαίνει ο καθηγητής Αγγελόπουλος. «Όλοι οι τότε πρόγονοι των σημερινών ''Μακεδόνων'' του 1944 και εξής ήσαν βουλγαροεξαρχικοί. Η άποψη ότι δεν εκδηλώθηκαν γιατί ήσαν υπό πίεση δεν ευσταθεί. Γιατί κάθε διακεκριμένη εθνική ομάδα εδικαιούτο να έχει τη δική της κοινότητα, με δική της εκκλησία και δικό της σχολείο και δικό της πολιτισμό. Η φυλετική συγγένεια μεταξύ των προγόνων των σημερινών ''Μακεδόνων'' των Σκοπίων και των βουλγαροεξαρχικών των Σκοπίων ήταν τόσο στενή ώστε να μην υπάρχουν τότε περιθώρια εθνικής διακρίσεως».

Από τις πρώτες ενέργειες των Ελλήνων των Βελεσών ήταν η ίδρυση ελληνικών σχολείων. Λειτουργούσαν αστική σχολή αρρένων και θηλέων των οποίων τα έξοδα καλύπτονταν από τα μέλη της ελληνικής κοινότητας, υπό την εποπτεία του τοπικού μητροπολίτη Βελισσού και αργότερα του επισκόπου Δίβρης και Βελισσού και του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
Από τα ελληνικά σχολεία Βελεσών πέρασαν αρκετοί καλοί δάσκαλοι, μεταξύ των οποίων ο Σάββας Σάρρου (1887-1895), ο Νικόλαος Σάββας, ο Κωνσταντίνος Ιωαννίδης, η Παρασκευή Πάντου κ.α.
Το ελληνικό σχολείο των Βελεσών στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα αντιμετώπισε δυο κινδύνους. Ο πρώτος και πιο σημαντικός ήταν ο σερβικός, καθώς πολλοί γονείς προτιμούσαν να στείλουν τα παιδιά τους σε σερβικά σχολεία για να μπορούν να εντάσσονται καλύτερα στη σερβική κοινωνία, ιδιαίτερα μετά τη δημιουργία του σερβικού κράτους, όπου κατέφευγαν αρκετοί Έλληνες για να ασκήσουν με περισσότερες ελευθερίες το εμπόριο σε σχέση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο δεύτερος ήταν ο ρουμανικός. Αρκετοί Βλάχοι παρασύρθηκαν από τη ρουμανική προπαγάνδα, που είχε ενταθεί στη Βόρεια Μακεδονία με πρωτεργάτη τον Απόστολο Μαργαρίτη, και έστελναν τα παιδιά τους, επηρεασμένοι και από τις οικονομικές παροχές, στο ρουμανικό σχολείο.

Η ρουμανική προπαγάνδα άρχισε έντονα στα Βελεσά γύρω στα 1892. Πρωταγωνιστής της ρουμανικής προπαγάνδας ήταν ο πλούσιος έμπορος των Βελεσών Κωνσταντίνος Μάσσιου, ο οποίος συγκρούστηκε αρκετές φορές με την ελληνική κοινότητα, και τελικά ιδρύθηκε ρουμανικό σχολείο στα Βελεσά μόλις το 1899. Όμως, όπως επισημαίνει η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Δ. Γεραλή-Παπαδοπούλου, «η προσπάθεια των Ρουμάνων δεν καρποφόρησε εξαιτίας της βαθιάς ελληνικότητας των Κουτσοβλάχων, όπου κι αν βρίσκονταν».
Με την πίεση του βουλγαρικού στοιχείου και των εξαρχικών, που αυξανόταν στα Βελεσά, άρχισε και η συρρίκνωση των μαθητών στα ελληνικά σχολεία. Το 1902 φοιτούσαν στο ελληνικό σχολείο 40 μαθητές, αριθμός που μειώθηκε ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια. Ιδίως στα χρόνια του μακεδονικού αγώνα, που οι τρομοκρατικές ενέργειες των Βουλγάρων κορυφώθηκαν με τη στυγερή δολοφονία του γιατρού Αλέξανδρου Λούη.

Η καλή εποχή της ακμής του εμπορίου στα Βελεσά το 19ο αιώνα πέρασε και ο ελληνοβλαχικός πληθυσμός άρχισε να συρρικνώνεται και να μετακομίζει σε άλλες πόλεις, πιο ασφαλείς και προσοδοφόρες στο εμπόριο. Όσες οικογένειες έμειναν στην πόλη, άλλαξαν τα ονόματα τους με την κατάληξη -ιτς και με το πέρασμα του χρόνου εκσερβίστηκαν. Αρκετοί κατέλαβαν θέσεις στη δημόσια διοίκηση της Σερβίας, όπως ο Ιωάννης Μιχαήλοβιτς, η οικογένεια του οποίου καταγόταν από το Κρούσοβο, που έφτασε σε διευθυντική θέση του Υπουργείου εξωτερικών στο Βελιγράδι. Οι απόγονοι τους διατηρούν τη μνήμη της καταγωγής τους και σε κάποιες περιπτώσεις ηλικιωμένων μιλούν ή μπορούν να συνεννοηθούν στη βλάχικη γλώσσα. Η μαζική φυγή των Ελλήνων από τα Βελεσά έγινε στη διάρκεια των δυο βαλκανικών πολέμων και του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Βασικός προορισμός η πρωτεύουσα των προσφύγων, η Θεσσαλονίκη, όπου εγκαταστάθηκαν και οι περισσότερες οικογένειες από τα Βελεσά. 
Στη Θεσσαλονίκη έφτασαν γύρω στις 40-50 οικογένειες, όπως των Γκίρμπα, Αρχοντή, Ζάχου, Μωραϊτη, Τάχου, Βόγα, Νάστου, Ζήκου και άλλων, κάπου 30 οικογένειες εγκαταστάθηκαν στα Σκόπια, κάποιες στο Μοναστήρι και στο Κουμάνοβο και αρκετές αναχώρησαν για τη Ρουμανία. Ένας κλάδος της οικογένειας Βόγα, που καταγόταν από τη Κλεισούρα της Καστοριάς, έφτασε ως τη μακρινή Μαδαγασκάρη!

Σήμερα στο Βέλες, μια βιομηχανική πόλη στις όχθες του Βαρδάρη, τίποτα δεν θυμίζει την παρουσία των Ελλήνων εμπόρων στα παλιά Βελεσά και τη δράση της ελληνορθόδοξης κοινότητας των Βελεσών. Κάποιοι αναμοχλεύοντας την ιστορία αναφέρονται στην κατεστημένη ιστορική εκδοχή των Σκοπιανών, μιλούν για Βλάχους που, όπως ισχυρίζονται, αποτελούν δικό τους έθνος και δεν ανήκουν στην φυλή των Ελλήνων. Σ' αυτή την άποψη στηρίχθηκε και η ρουμανική προπαγάνδα για να πάρει με το μέρος της τους Βλάχους. Χτύπησε όμως στη βαθιά ελληνική συνείδηση τους, που επιβεβαιωνόταν κάθε φορά με τις μεγάλες ευεργεσίες προς την πατρίδα και την ακλόνητη πίστη προς την ορθοδοξία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο που συμβόλιζε και προστάτευε διαχρονικά την ελληνορθόδοξη παράδοση.

Πηγή: Χρίστος Ν. Ζαφείρης - Βαλκάνιος πραματευτής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.