Δημήτρης Χ. Μπάγκαβος
«O πολιτισμός της τουρκοκρατίας είναι ο πολιτισμός των βουνών» σύμφωνα με τον Απ. Βακαλόπουλο. Από τις πιο αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις που δικαιώνουν την εκτίμηση αυτή του κορυφαίου ιστορικού, αποτελεί νομίζουμε η περίπτωση της Βλάστης. Ποια είναι η Βλάστη, το παλιό Μπλάτσι; «Η ιστορία της δεν είναι και τόσο παλιά· μόλις που γεμίζει τέσσερους αιώνες. Όμως η προσφορά της είναι εντυπωσιακή σε κάθε τομέα: πνευματικό, οικονομικό, κοινωνικό, εθνικό. Είναι απέραντος λειμώνας για κάθε έρευνα: Γλωσσική, λαογραφική, αρχαιολογική» θα γράψει ο γλωσσολόγος της Ακαδημίας Αθηνών Στ. Κατσουλέας που στα 1975 θα έλθει στην κωμόπολη για γλωσσική έρευνα.
Γέννημα των χρόνων της Τουρκοκρατίας η Βλάστη λειτούργησε χάρη στην οχυρή της θέση ως πρόσφορο καταφύγιο. Χτισμένη 25 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Πτολεμαΐδας, σε υψόμετρο 1240 μ. και σ' ένα πανέμορφο οροπέδιο, περιορισμένο με ασφάλεια από τα βουνά Σινιάτσικο (Άσκιο, 2111 μ.) και Μουρίκι (1650 μ.), αποτελεί σήμερα μια ανεξάρτητη Κοινότητα της επαρχίας Εορδαίας του νομού Κοζάνης. Βλάστη είναι η σημερινή επίσημη ονομασία που δόθηκε από την πολιτεία στα 1930· επιλογή που υιοθετήθηκε προκειμένου το νέο όνομα να συσχετίζεται με την πλούσια βλάστηση του ορεινού τοπίου αφενός, και για να μην απομακρύνεται πολύ φωνητικά από τους άλλους γνωστούς τύπους του τοπωνυμίου αφετέρου. Oι παλαιότερες μαρτυρίες της ονομασίας του χωριού το εμφανίζουν ως: Μπλάτζι, το (1761), Πλάτζι, το (1790), Μπλάτση, η (1796), του Βλατσιού (1820), του Μπλατζιου, (1835) κ.α., ενώ η δεύτερη χρονολογικά αναγραφή (1771) προσδιορίζει ως πατριδωνυμική ιδιότητα την καταγωγή κάποιου Μπλατζιώτη στην Κοζάνη. Επικρατέστερος όμως φέρεται ο τύπος «το Μπλάτσι», γεγονός που συμφωνεί με την παραδοσιακή προφορική ονομασία του χωριού.
Με βάση τα μέχρι σήμερα γνωστά στοιχεία, την πρώτη μαρτυρία για ύπαρξη του οικισμού (terminus ante quem) έχουμε στα 1652. Ένας απόδημος στη Σερβία με το –εκσερβισμένο– όνομα Stojanovic είχε γεννηθεί στη Βλάστη το έτος αυτό. Με το δεδομένο αυτό έρχονται να συμφωνήσουν, σε αδρές γραμμές, ιστορικές μαρτυρίες της πρώιμης Τουρκοκρατίας που αφορούν την περιοχή.
Πιο αναλυτικά, η Βλάστη βλέπουμε να απουσιάζει:
α)Από ένα τουρκικό φορολογικό κατάστιχο των μέσων του 15ου αι. Διαβάζουμε όμως σε αυτό τον Πεκρεβενίκο και τη Γριάτσιανη (ως οικισμούς), καθώς και το Σισάνι και την Κλεισούρα.
β) Από τον κώδικα της Μονής της Ζάμπορδας (1532/4 - 1692). Απουσιάζει επίσης –για την ίδια χρονική περίοδο– και το Σισάνι.
γ) Από τον ιεροσολυμιτικό κώδικα 509. To φθινόπωρο του 1660, μία Αγιοταφική Αδελφότητα περιοδεύει στη Δυτική Μακεδονία με σκοπό τη συγκέντρωση προσφορών υπέρ του Παναγίου Τάφου. Oι μοναχοί επισκέπτονται για το λόγο αυτό και καταγράφουν οικισμούς όπως η Κοζάνη, η Σιάτιστα και η Κλεισούρα. Η Βλάστη –ως οικισμός– απουσιάζει από την καταγραφή.
δ) Από την περιηγητική έκθεση του Τούρκου περιηγητή και συγγραφέα Εβλιγιά Τσελεμπή κατά το1661. Η Βλάστη απουσιάζει (το ίδιο και το Σισάνι), ενώ υπάρχουν ο Πεκρεβενίκος (ως οικισμός), η “Σαλίποβα” (Σούλποβο, Άρδασα) και η Κλεισούρα.
Στη συνέχεια απαντούμε το όνομα του οικισμού στις χειρόγραφες αρχειακές πηγές, όπως είδαμε λίγο παραπάνω. Πολύ αργότερα, σχεδόν ενάμιση αιώνα μετά τον Εβλιγιά Τσελεμπή αρχίζει να εμφανίζεται η Βλάστη σε κείμενα άλλων περιηγητών και ειδικών επιστημόνων. Πιο συγκεκριμένα:
α) O Άγγλος συνταγματάρχης W. Μ. Leake που περιηγήθηκε την ελληνική χερσόνησο από το 1804 ως το 1810 μνημονεύει τη Βλάστη με τον μη αναμενόμενο τύπο Platissa. O ίδιος όμως δεν την είχε επισκεφτεί.
β) Ένας άλλος γνωστός περιηγητής της τουρκοκρατίας, ο Γάλλος πρόξενος και διπλωμάτης F. Pouqueville, o οποίος την άνοιξη του 1806 επισκέπτεται την περιοχή, δεν περνάει από τη Βλάστη, αλλά –όπως αντίθετα και λανθασμένα γράφεται και επαναλαμβάνεται σε έργα προηγούμενων συγγραφέων μέχρι σήμερα– ούτε καν μνημονεύει τον οικισμό.
γ) Τον Oκτώβριο του 1889 επισκέπτεται την περιοχή ο Γερμανός ιστορικός και εθνολόγος G. Weigand, ο οποίος αναφέρεται στη Βλάστη συνδέοντας την ίδρυσή της με το χαλασμό του Σισανίου.
δ) Δύο Άγγλοι αρχαιολόγοι, οι Α. Wace και M. Thompson επισκέπτονται στα 1911 την περιοχή και αναφέρονται στη Βλάστη και την πολιτισμική της ταυτότητα.
ε)Τέλος, ο Γερμανός γεωγράφος Leon. Schultze Jena που επισκέπτεται τη Βλάστη στα 1922 (παραθέτει μάλιστα στο βιβλίο που εξέδωσε στα 1927 και φωτογραφίες από την επίσκεψή του στο χωριό) μαρτυρεί ότι σε συντριπτικό ποσοστό ομιλούνται τα ελληνικά από τους κατοίκους, για τους οποίους τονίζει ότι διαθέτουν ακραιφνές ελληνικό φρόνημα.
Σύμφωνα με την έκφραση του Μ. Καλινδέρη, «η Βλάστη συνέστη ως οικισμός εκ των πέριξ πρωτίστως. Ποίων και πόσων είναι δυσχερέστατον, αν μη αδύνατον να καθορισθεί». Ποιοι θα μπορούσαν να είναι αυτοί οι “πέριξ” οικισμοί; Πρόκειται για τα παλαιοχώρια Πεκρεβενίκο και Γριάτσιανη, καθώς και το αποδυναμωμένο σήμερα (σε σχέση με το παρελθόν του) Σισάνι.
Προς την κατεύθυνση του βουνού Σινιάτσικο (Άσκιο) αλλά πολύ χαμηλά, στις παρυφές του, βρίσκεται το παλαιοχώρι του Πεκρεβενίκου. Απο τον οικισμό αυτό σώζονται ερείπια κατοικιών και υπάρχει τοποθεσία με το όνομα Αϊ-Μάρκος. Απ’ αυτό τον Άγιο Μάρκο του Πεκρεβρενίκου, διηγούνται ότι προήλθε η εικόνα του Αγίου Μάρκου, του κεντρικού ναού της Βλάστης. Από τον κώδικα της Μητρόπολης Σισανίου και Σιατίστης έχουμε την πληροφορία ότι το 1797 δεν υφίσταται πλέον το χωριό Πεκρεβενίκος. Πότε όμως είχε εγκαταλειφθεί, δε γνωρίζουμε.
Σύμφωνα με τον Καλινδέρη, αν ο Άγιος Μάρκος του Πεκρεβενίκου μετακινήθηκε στη Βλάστη ως ένα είδος εφέστιου θεού και αν επίσης κάποιος με το όνομα Μπόγδης από τη γειτονική Γριάτσιανη (επίσης παλαιοχώρι το 1797), μνημονεύεται αργότερα στο Βελιγράδι ως “Μπόντης Βλατσιώτης”, τότε οι κάτοικοι των δύο αυτών κατεστραμμένων οικισμών κατευθύνθηκαν προς τη Βλάστη.
Προσωπικά, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι ο συσχετισμός των ανθρωπωνυμίων Μπόγδης - Μπόντης είναι γλωσσολογικά αποδεκτός. Ωστόσο, το αδύναμο σημείο της υπόθεσης του σπουδαίου Βλατσιώτη λογίου, όπως αναγνωρίζει και ο ίδιος, εντοπίζεται στο ότι οι Μπόντη του Βελιγραδίου, όπως βεβαιώνει ο Σέρβος ιστορικός D. Popovic, είναι Βλατσιώτες μοσχοπολίτικης καταγωγής. Μήπως πρόκειται για δύο ανεξάρτητες οικογένειες με ταυτόσημο, αρκετά διαδεδομένο για την εποχή επώνυμο, οι οποίες έτυχε για κάποιο διάστημα να συμβιώνουν στη Βλάστη;
Ως προς τη σχέση της Βλάστης με το Σισάνι που βρίσκεται νοτιοδυτικά του χωριού, τα στοιχεία που έχουμε είναι “ελλιπή και προβληματικά”. Πιο συγκεκριμένα, αρκετές δεκαετίες πριν από την καταστροφή της Μοσχόπολης και των γύρω οικισμών (η οποία ενίσχυσε τα μέγιστα τη Βλάστη σε όλους τους τομείς του βίου της), η πληθυσμιακή και κτηματική ενίσχυση της Βλάστης, στη φάση της ίδρυσης και συγκρότησής της ως οικισμού, επήλθε με την καταστροφή της Σισανιούπολης. Για την ονομασία της τελευταίας δεν διαθέτουμε μέχρι σήμερα καμιά φιλολογική ή επιγραφική τεκμηρίωση. Η γνωστή επιγραφή (Κατάλογος εφήβων) του 146/7 μ.Χ. που βρίσκεται εντοιχισμένη στο καθολικό της Μονής της Κοίμησης της Θεοτόκου Σισανίου δεν καταγράφει το όνομα της “αλειφούσης πόλεως”.
Πότε συνέβη η καταστροφή από Αρβανίτες της Σισανιούπολης, της οποίας οι κάτοικοι σκόρπισαν στη Βλάστη, τη Σέλιτσα (Εράτυρα), την Πιπιλίστα (Νάματα), την Κοζάνη και τη Σιάτιστα. O Αν. Δάρδας και ορισμένοι άλλοι σύγχρονοι ερευνητές δέχονται δύο καταστροφές: Πρώτη την κατά την παράδοση συντελεσμένη καταστροφή (περ. το 1580 - θέση η οποία είναι ευρύτερα αποδεκτή), η οποία όμως δεν θα πρέπει να ήταν ολοκληρωτική και μία δεύτερη και οριστική, γενόμενη περ. το 1697, όταν στην τελευταία δεκαετία του 17ου αι. εξαπολύθηκαν διωγμοί εναντίον των χριστιανών της Ανασελίτσας (επαρχίας Βοΐου). Με την παραδοχή δύο καταστροφών έρχεται σε συμφωνία κατά τον ίδιο και η άλλη διπλή παράδοση, ότι ο ένας επίσκοπος Σισανίου σφαγιάστηκε στη θέση “Ράχη Δεσπότη”, όπου «και σήμερα φυτρώνουν κόκκινα χόρτα, ποτισμένα από το αίμα του» και ο άλλος κρεμάστηκε στα κλωνάρια μιας καρυδιάς, που «από τότε έμεινε άκαρπη», γνωστή στο εξής ως “Στείρα Καρυά”.
Κατά το Ζ. Τσίρο είναι πιθανό ο οικισμός να ιδρύθηκε ακόμη και αμέσως μετά την εγκατάσταση των Τούρκων Κονιάρων στις αρχές του 15ου αιώνα στον κάμπο των Καϊλαρίων (Πτολεμαΐδας), οι κάτοικοι του οποίου κατέφυγαν στα ορεινά για ασφάλειά τους. Προσωπικά πιστεύουμε ότι οποιαδήποτε αναγωγή της ίδρυσης του οικισμού σε ακόμη πιο μακρινούς χρόνους, όπως επιχειρήθηκε από ορισμένους συγραφείς στο παρελθόν, δεν έχει σοβαρές πιθανότητες να ισχύει.
Μέτοικοι στη Βλάστη αρχίζουν να συρρέουν από την εποχή των Oρλωφικών και κυρίως με την καταστροφή της περίφημης Μοσχόπολης το 1769 ή ορθότερα με τη βαθμιαία κατάπτωσή της από το 1760 μέχρι το 1788. Προέρχονται από χωριά και κωμοπόλεις γύρω από το Γράμμο όπως τη Γράμμοστα, τη Νικολίτσα (σήμερα σε αλβανικό έδαφος), το Λινοτόπι (τόπο καταγωγής της οικογένειας του βαρόνου Κωνσταντίνου Βέλλιου) και το Βιθικούκι, τη Ζέρμα (Πλαγιά), τους Χιον(ι)άδες, τη Φούρκα (τα τρία τελευταία τής επαρχ. Κόνιτσας) και κυρίως από την ακρόπολη του βόρειου ελληνισμού, τη Μοσχόπολη.
Oι νέοι κάτοικοι της Βλάστης έδωσαν καινούργια πνοή στο χωριό. Oι περισσότεροι, κυρίως οι Μοσχοπολίτες, ήταν αστοί (δηλ. εδραίοι, Γκραίκοι)· έμποροι, βιοτέχνες και έμπειροι χρυσοχόοι, αλλά και μεγαλοκτηνοτρόφοι. Ένα μέρος από αυτούς, γνωρίζοντας το δρόμο της ξενιτιάς από τις εμπειρίες της παλιάς τους πατρίδας, αποδήμησαν σε ξένες χώρες. Ενδεικτικό στοιχείο της αύξησης του πληθυσμού με τη μετοικεσία αυτή είναι ότι στον κώδικα της Μητρόπολης Σισανίου και Σιατίστης στα 1797, η Βλάστη αναγράφεται ως «κωμόπολις Πλάτζι», όπως δηλαδή μόνο η Σέλιτσα (Εράτυρα), το Κωστάντσικο (Αυγερινός), το Ζουπάνι (Πεντάλοφος) και το Κριμίνι της ίδιας εκκλησιαστικής περιφέρειας.
Η Βλάστη στις πηγές μνημονεύεται ως «κεφαλοχώρι» και ότι υπαγόταν στη δικαιοδοσία της Σουλτανομήτορος απολαμβάνοντας τα ανάλογα προνόμια. Στις τελευταίες δεκαετίες όμως του 18ου αι. το χωριό μαστιζόταν από άγριες επιδρομές Τουρκαλβανών, ιδίως μετά τη λήξη των Oρλωφικών και την επιστροφή τους από την Πελοπόννησο προς στις εστίες τους. Την πιο σοβαρή επιδρομή η Βλάστη τη δέχτηκε στα 1784 και αυτή είχε ως αποτέλεσμα οι πιο πολλοί κάτοικοι να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Ένα μέρος τους, ύστερα μάλιστα και από σχετικό σουλτανικό φιρμάνι με ευρύτερους αποδέκτες, άρχισαν να επανέρχονται στις εστίες τους. Πολλές οικογένειες όμως παρέμειναν στους τόπους όπου είχαν αναζητήσει ασφάλεια. Ως τέτοιους ο Ζ. Τσίρος μνημονεύει τις Σέρρες, την Κωνσταντινούπολη, ακόμη και τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Όσοι παρέμειναν ή επέστρεψαν πάλι στη Βλάστη βρίσκονταν σε δεινή οικονομική κατάσταση. Μπροστά σε αυτό το γεγονός, λόγω και της επέκτασης της επιρροής του Αλή Πασά των Ιωαννίνων στη Δ. Μακεδονία οι Βλατσιώτες αναγκάστηκαν στα 1804 να πουλήσουν στον ίδιο την πατρίδα τους αντί ευτελεστάτου ποσού και με απώλεια εντέλει όλων των προνομίων της.
Δύο χρόνια αργότερα, ο μπέης της Λείψιστας (Νεάπολης Βοΐου) Χουσεΐν αγόρασε δήθεν από τον Αλή το χωριό για 60.000 γρόσια και το περιέλαβε το 1806 στην κυριότητά του ως τσιφλίκι. Κάτω από την κυριαρχία του Χουσεΐν και του γιου του –και γαμπρού του Αλή Πασά– Γιουσούφ έζησε η Βλάστη μέχρι τα 1820, χρονολογία κατά την οποία οι προεστοί της Βλάστης μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη και απευθύνθηκαν στον Πατριάρχη για να ζητήσουν την προστασία του από το Γιουσούφ που προσπαθούσε να καταδουλώσει το χωριό. Κι ο μπέης όμως το 1826 έρχεται στη Βλάστη με ιππικό και αναγκάζει τους χωριανούς να υπογράψουν χρεωστικό για 77.500 γρόσια. Η πιο αποτελεσματική ενέργεια των Βλατσιωτών ήταν η αγωγή που άσκησαν το 1828 κατά του Γιουσούφ στην Άρτα και κατόρθωσαν να τον απομακρύνουν από το χωριό, αναγκάστηκαν όμως να πληρώσουν το χρέος, αφού έγινε κατανομή του σε κάθε οικογένεια ανάλογα με τις δυνάμεις της. Με τον τρόπο αυτό η Βλάστη απαλλάχτηκε από τους δυναστικούς όρους του τσιφλικούχου μπέη και περιήλθε πάλι στο βιλαέτι της Σουλτανομήτορος. O Αστ. Κουκούδης παρατηρεί ότι «τελικά, η περιγραφή των γεγονότων που διαδραματίστηκαν τότε στη Βλάστη μοιάζει σα μία συνέχεια ή μία επανάληψη των προβλημάτων που είχε αντιμετωπίσει η Μοσχόπολη και οι γύρω βλάχικοι οικισμοί, κάποια χρόνια νωρίτερα».
Σύμφωνα με το Μ. Καλινδέρη, υπάρχουν ενδείξεις (κυρίως επώνυμα κατοίκων) ότι την εποχή της τσιφλικοποίησης και αποτσιφλικοποίησης του χωριού, που συμπίπτει με τα χρόνια της ελληνικής επανάστασης ή λίγο μετά απ’ αυτή, εγκαταστάθηκαν στη Βλάστη ορισμένες οικογένειες από τα χωριά του κάμπου των Καϊλαρίων (Πτολεμαΐδας).
Στα 1854, η επαναστατική ενέργεια του Θεόδωρου Ζιάκα στην περιφέρεια των Γρεβενών δημιούργησε αναστάτωση στα γύρω χωριά, όπου ήταν και το ορμητήριό του. Αρκετές οικογένειες αναγκάστηκαν τότε να εγκαταλείψουν τα χωριά τους. Πόσες κατέφυγαν στη Βλάστη δύσκολα μπορούμε να υπολογίσουμε. Πάντως από την περιοχή αυτή ήλθαν οικογένειες στη Βλάστη από τα ελληνόφωνα χωριά (κοπατσαροχώρια) Σπήλαιο, Βοδιντσκό (Πολυνέρι), Φιλιππαίους, Σαργκαναίους (Πανόραμα), Τσιράκι (Άγιος Κοσμάς), Ραντοσίνιστα (Μέγαρο, τόπο καταγωγής της οικογένειας του γράφοντος) και από τα βλαχοχώρια Σαμαρίνα και Αβδέλλα, ακόμη, τέλος, και από τη Μπριάζα (Δίστρατο) της Κόνιτσας. Όπως εύστοχα όμως επισημαίνει ο καθηγητής Γιάννης Τζαφέττας, «δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τα χωριά αυτά ήταν ο πραγματικός τόπος καταγωγής αυτών των μετοίκων ή υπήρξαν απλά ένας ενδιάμεσος σταθμός, προτού αυτοί, όπως και άλλοι πριν, καταλήξουν οριστικά στη Βλάστη».
Η μετοικεσία αυτή έχει σημασία για την οικονομία της κοινότητας, καθώς σχεδόν όλες οι οικογένειες από τα παραπάνω μέρη (ελληνόφωνοι Κοπατσαραίοι και Βλαχόφωνοι) ασχολήθηκαν με την ημινομαδική κτηνοτροφία, αφού βρήκαν πρόσφορα τα βουνά Σινιάτσικο (Άσκιο), Βίτσι και την περιοχή των Πρεσπών. Μάλιστα, συνήψαν λόγω επαγγελματικής συνάφειας στενές σχέσεις μεταξύ τους, τις οποίες επικύρωσαν με επιγαμίες.
Η τελευταία σημαντική μετοικεσία στη Βλάστη αναφέρεται στα 1877 με την έκρηξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου. Κατά την εποχή εκείνη άγρια στίφη Τουρκαλβανών είχαν εξαπλωθεί με εντολή της τουρκικής Διοίκησης κατά των πόλεων και των χωριών της Μακεδονίας με σκοπό τη λαφυραγώγηση και την τρομοκράτηση. Μια τέτοια επιδρομή Γκέγκηδων στη Βλάστη θυμάται και ο αείμνηστος Βλατσιώτης Ακαδημαϊκός Αντ. Κεραμόπουλος, μαθητής τότε (την αφηγείται γλαφυρά πολύ αργότερα στην κλασική μονογραφία του για τους Κουτσοβλάχους). Άμεσο κίνδυνο τότε διέτρεξε και η Πιπιλίστα (Νάματα). Oι κάτοικοί της αρχικά βρήκαν ασφάλεια στο βουνό Σινιάτσικο (Άσκιο). Έπειτα όμως από ληστρικές επιδρομές εναντίον τους, ένας αριθμός συγκεκριμένων οικογενειών εγκαταστάθηκε στη Βλάστη, γιατί το χωριό πρόσφερε περισσότερη ασφάλεια και επιρροή στους μπέηδες. Oι νέοι κάτοικοι προσαρμόστηκαν πολύ γρήγορα, έχοντας το ίδιο πολιτισμικό υπόβαθρο με τους παλιούς. Σύμφωνα δε με την προφορική παράδοση (πρβ. και όσα παραθέτει ο Αστ. Κουκούδης) επρόκειτο κυρίως για μετακινήσεις εδραίων (δηλ. Γκραίκων) κατοίκων της Πιπιλίστας στη Βλάστη, οι οποίες εξακολούθησαν μέχρι περίπου το 1910.
Πάντως οι άγριες επιθέσεις των Τουρκαλβανών εναντίον της Βλάστης δεν είχαν σταματήσει σε όλη τη διάρκεια του 19ου αι. Σύμφωνα μάλιστα με το Ζ. Τσίρο αποτελούν «το σημαντικότερο μέρος της ιστορίας του χωριού μας … Από της επαναστάσεως του 1821 μέχρι του ατυχούς πολέμου του 1897 δεν έπαυσαν οι ληστρικές επιδρομές».
Η Βλάστη ανθεί και προοδεύει στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. O ιστορικός Αν. Γούδας σε μελέτη που εκδίδει το 1870 αναφέρει ότι η Βλάστη αριθμεί 6.000 κατοίκους, οι οποίοι ζουν από την κτηνοτροφία, το εμπόριο και τη γεωργία.
Η διάκριση που διαμορφώθηκε στη Βλάστη μεταξύ των κατοίκων σε Βλάχους και Γκραίκους ήταν κατά μείζονα λόγο συντεχνιακού τύπου: οι πρώτοι ήταν ημινομάδες κτηνοτρόφοι (ζούσαν το μισό χρόνο στη Βλάστη και τον υπόλοιπο στα χειμαδιά της Θεσσαλίας, του Λαγκαδά και της Χαλκιδικής), οι δεύτεροι παρέμεναν μόνιμα στο χωριό (εδραίοι) και ήταν γεωργοί, μικροκτηνοτρόφοι, επαγγελματίες και ξενιτεμένοι.
Σύμφωνα με την απογραφή που διενήργησε η Oθωμανική Αυτοκρατορία στις αρχές του 20ου αι. (1904), η Βλάστη έχει 4.024 κατοίκους και 400 κατοικίες. Πράγματι ο Μ. Καλινδέρης στον πολύ σημαντικό του πίνακα που έχει εκπονήσει “περί των ιδιοκτητών οικιών εν Βλάτση” για το α’ μισό του 20ου αι., συνοδευόμενο και από τοπογραφικό σχεδιάγραμμα, καταγράφει 390 κατοικίες με τα αντίστοιχα επώνυμα των ιδιοκτητών τους. Και βέβαια εννοείται ότι έχουμε να κάνουμε με –κατά το μάλλον ή ήττον– διευρυμένες οικογένειες.
Καθώς κλείνει η περίοδος της Τουρκοκρατίας, επιβάλλεται, νομίζουμε, να μνημονεύσουμε τους επιφανέστερους Βλατσιώτες αγωνιστές της ελευθερίας, γνωστούς ευρύτερα σήμερα, λόγω του μεγέθους της προσφοράς και της θυσίας τους:
α) Τον ήρωα της Επανάστασης του 1821 Γιάννη Φαρμάκη (1770-1821). Στρατιωτικός διοικητής της Μακεδονίας. Ηγετική φυσιογνωμία της Φιλικής Εταιρείας. Από τους ηγέτες, επίσης, της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία υπό τον Αλ. Υψηλάντη, επισφράγισε τη δράση του με τον αποκεφαλισμό του στην Κωνσταντινούπολη. Γιος της ανηψιάς του υπήρξε ο σπουδαίος αγωνιστής και απομνημονευματογράφος του Αγώνα Νικόλαος Κασομούλης (1795-1872).
β) Τους οπλαρχηγούς του Μακεδονικού Αγώνα Χρήστο Αργυράκο (καπετάν Κίτσο Μουρίκη) και Ηλία Κούντουρα (καπετάν Φαρμάκη) που έπεσαν στο βωμό του καθήκοντος και
γ) Τον ηρωικό αγγελιοφόρο, οδηγό και οπλίτη του ίδιου Αγώνα Ιωάννη Μπομπαρά που βρήκε μαρτυρικό τέλος, όντας μη διατεθειμένος να αποκαλύψει την αποστολή του.
Τέλος, από τα πολύτιμα «Στρατιωτικά Ενθυμήματα» του Κασομούλη γνωρίζουμε ότι οι Βλατσιώτες με τα ονόματα Βράκας και Ντόκος διετέλεσαν αρματολοί της περιοχής ως το 1785 ή το 1790· τότε δολοφονήθηκαν και οι δύο, στο πλαίσιο της επέκτασης του Αλή Πασά των Ιωαννίνων στη Δυτ. Μακεδονία.
Επιστρέφοντας για να ξαναπιάσουμε το νήμα της ιστορίας της ζωής του χωριού συναντούμε την απελευθέρωσή του (Oκτώβριος του 1912) από το ζυγό της οθωμανικής δουλείας. Η Βλάστη ανακηρύσσεται «Δήμος Βλάτσης». Δήμος θα παραμείνει μέχρι το 1923, οπότε με την έλευση των Ποντίων, Θρακών και Μικρασιατών προσφύγων στα Καϊλάρια (Πτολεμαΐδα) θα γίνουν αυτά το σημαντικότερο αστικό κέντρο της περιοχής και η Βλάστη, που έχει αρχίσει να παρακμάζει και να συρρικνώνεται πληθυσμιακά, θα μεταπέσει στην τάξη της Κοινότητας. Για όλους τους ιστορικούς λόγους όμως που συνοπτικά επιχειρήσαμε να εκθέσουμε στον παρόντα τόμο, και παρά τις αλλαγές που επέφερε το σχέδιο “Καποδίστριας” του αρμόδιου Υπουργείου, η Βλάστη παρέμεινε και αποτελεί σήμερα τιμητικά ανεξάρτητη Κοινότητα.
Θα κυλήσουν στη συνέχεια, από την απελευθέρωση, είκοσι οκτώ χρόνια δημιουργικής ειρηνικής ζωής, ως τη στιγμή που θα ξεσπάσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Η Βλάστη έζησε σε όλη της την ένταση τη γερμανική θηριωδία. Κατά τη διάρκεια της κατοχής δέχτηκε 3 φορές την επιδρομή των γερμανικών στρατευμάτων που είχαν σαν αποτέλεσμα την πυρπόληση του χωριού και το θάνατο πολλών φιλήσυχων κατοίκων του. Πολύ σκληρά δοκιμάστηκε η Κοινότητα και στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.
Τα παραπάνω τραγικά γεγονότα επιτάχυναν την εκδήλωση ενός ήδη διαμορφούμενου και από άλλους παράγοντες νέου, μεταπολεμικού αποδημητικού ρεύματος των Βλατσιωτών. Από το 1946 λοιπόν παρατηρείται ένα μαζικό μεταναστευτικό ρεύμα προς τα αστικά κέντρα της ενδοχώρας και προς το εξωτερικό (Αμερική, Καναδά, Αυστραλία, Γερμανία, Ελβετία). Σύμφωνα με ένα έγγραφο του 1958 του Προέδρου της Κοινότητας τότε, Αθ. Τζιαφέτα, το οποίο δημοσιεύει ο Ζ. Τσίρος, οι λόγοι της νέας διασποράς των κατοίκων της ήταν: 1) Η έλλειψη στέγης, καθώς το 80% των σπιτιών πυρπολήθηκαν κατά τη διάρκεια της κατοχής· 2) Η τοπική ανεργία, που ας λάβουμε υπόψη μας ότι τώρα επιτεινόταν και από τη βαθμιαία εγκατάλειψη της ημινομαδικής κτηνοτροφίας.
Έτσι, από τους 3.450 κατοίκους που είχε η Βλάστη πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, είχαν απομείνει το 1958 γύρω στα 2.250 άτομα. Σήμερα, οι αριθμοί αυτοί αποτελούν δοξασμένο παρελθόν για το χωριό. Oι Βλατσιώτες της Θεσσαλονίκης, της Λάρισας ή της Πτολεμαΐδας από καιρό είναι ασύγκριτα πολλαπλάσιοι από οποιουσδήποτε αριθμούς μονίμων κατοίκων δίνουν οι τελευταίες απογραφές στην Κοινότητα. Η καρδιά της Βλάστης χτυπά το ίδιο ζωηρά σε αυτούς τους τόπους, όσο και στη μητρόπολη. Εδώ, τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μια έξαρση οικοδομικής δραστηριότητας. Βλατσιώτες των αστικών κέντρων καθώς και του εξωτερικού χτίζουν καινούργιες κατοικίες με βάση το τοπικό παραδοσιακό χρώμα. Προς την ίδια κατεύθυνση κινούμενη η Πολιτεία φρόντισε να ανακηρύξει τη Βλάστη οικισμό στον οποίο ισχύουν ιδιαίτεροι και χαρακτηριστικοί του χώρου όροι δόμησης.
Σήμερα η Βλάστη γνωρίζει μια νέου τύπου ανάπτυξη, αυτή που εκφράζεται μέσα από την αναζήτηση από το σύγχρονο Έλληνα του οικολογικού προτύπου (Γιορτές της Γης), του ποιοτικού ορεινού τουρισμού και των πολιτισμικών δρώμενων (Δούμπεια, διεθνή συνέδρια). Προς τούτο δημιουργείται βαθμιαία από το δημόσιο και ιδιωτικό παράγοντα η ανάλογη υλική και τεχνική υποδομή. Oδηγός γι’ αυτή την εναλλακτική ανάπτυξη οφείλουμε να είναι το ένδοξο ιστορικό και πολιτισμικό παρελθόν της Βλάστης, εναρμονισμένο με τις σύγχρονες δυνατότητες που προσφέρει η ανάδειξη και η αξιοποίησή του. Ένα νέο κεφάλαιο στην λαμπρή ιστορία της ορεινής Κοινότητας φαίνεται ότι αρχίζει να γράφεται.
Πηγή: Εδώ
Σε οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο του 1530 η Βλάστη αναγράφεται ως Balayiç ή Blac με 60 νοικοκυριά. Βλέπε "Η Μακεδονία το 1530 με βάση το συνοπτικό οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο ΤΤ 167 του οθωμανικού πρωθυπουργικού αρχείου Κωνσταντινούπολης, ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη (υπό έκδοσιν)
ΑπάντησηΔιαγραφή