~ Διαβάστε:
5. Η ελληνική κοινότητα του Szentes
Κατά το πρώτο τρίτο του 18ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στο Szentes αρκετοί Έλληνες. Από το 1753 ήταν γνωστό το όνομα των αδελφών Tódor Mihály και Tódor Márton. Νοίκιαζαν κοντά στο Kunszentmárton, στην περιοχή Csorbapuszta, λιβαδική έκταση για τη βόσκηση των βοοειδών τους, με χρήση πηγαδιού. Το 1770 νοίκιασαν το λιβάδι για την βόσκηση 300 αλόγων τα οποία αργότερα μετέφεραν στο παζάρι της Πέστης και κατόπιν του Vác.
~ Φωτο: A Szent Miklós-templom Szentesen - Ο Ναός του Αγίου Νικολάου στο Szentes
Οι ελληνικές οικογένειες (Haris, Hadzsy, Gibba, Gyuricza, Kálló, Papp) ίδρυσαν το 1784 την δική τους ορθόδοξη κοινότητα και πρόσφεραν δωρεές για την λειτουργία της. Ο ορθόδοξος ναός εγκαινιάστηκε το 1786 και αφιερώθηκε στον Άγιο Νικόλαο. Στα πρώτα χρόνια είχε ξύλινο κωδωνοστάσιο αλλά από το 1927 συμπληρώθηκε με το τούβλινο κωδωνοστάσιο ύψους 22 μέτρων που υπάρχει και σήμερα.
Το ξύλινο εικονοστάσιο σε ύστερο μπαρόκ ρυθμό είναι διαβαθμισμένο σε επτά άξονες, τρία επίπεδα, επιχρυσωμένο ή βαμμένο σε απομίμηση μαρμάρου και περιλαμβάνει 39 πίνακες. Οι επιγραφές είναι στην ελληνική γλώσσα.
Δύο σημαντικές ελληνικές οικογένειες του Szentes ήταν οι Haris και οι Hadzsy. Το επώνυμο Haris απαντάται ακόμα και στο Tokaj και στο Zimony. Επίσης και στο Szeged, το 1854 ήταν μέλος του εμπορικού συλλόγου κάποιος Haris Simon. Η οικογένεια Haris καταγόταν από την Κοζάνη. Στο Szentes ασχολούνταν με την γεωργία και το εμπόριο. Η σύζυγος του Haris János ήταν η Ελληνίδα Popovits Zsófia (γεννημένη στο Nagykőrös). Τη δεκαετία του 1780 μετακόμισαν στην Πέστη. Από τους απογόνους του πολλοί έζησαν στο Szentes: Ο Haris Tivadar και ο αδελφός του, Haris Demeter, όπως και οι γιοι του τελευταίου, Haris János, Haris György, Haris Sándor και Haris Pál ήταν δραστήρια μέλη της ελληνικής κοινότητας του Szentes. Ο Haris János έγινε γιατρός στην πόλη το 1846. Απεβίωσε στην Βουδαπέστη στις 16 Μαρτίου 1889 σε ηλικία 75 ετών. Έγραψε την ιατρική διατριβή με τίτλο „Dissertatio inaug. medica de officiis circa gravidas. Vindobonae, 1841.”
Το 1871 η ελληνική κυβέρνηση ίδρυσε στην Βουδαπέστη προξενείο και ανέθεσε καθήκοντα βασιλικού προξένου στον Haris Sándor και, μετά τον θάνατό του, στον αδελφό του, Haris Pál. Ο Haris Pál (Szentes, 1829-1902) διατηρούσε εμπορικές σχέσεις μεταξύ Ουγγαρίας και Ελλάδας μέσω του Ιδρύματος Χαρίσειου (Hariseion Alapítvány).
Η άλλη σημαντική οικογένεια ήταν η οικογένεια Hadzsy. Το όνομα αυτό επίσης απαντάται και σε άλλες ουγγρικές πόλεις. Στο Debrecen, το 1692 ήταν μέλη της ελληνικής κοινότητας οι Hadzsi János και Hadzsi György. Στο Tokaj, μέλος της ελληνικής κομπανίας ήταν το 1711 ο Hadzsi György. Το όνομα Hadzsy ήταν γνωστό στην πόλη του Szentes από τα μέσα του 18ου αιώνα. Ο Hadzsy Konstantin έδωσε το 1774 όρκο πίστης σύμφωνα με το διάταγμα της Μαρίας Θηρεσίας. Το πρώτο επιφανές μέλος της οικογένειας ήταν ο Hadzsy György που γεννήθηκε στο Szentes στις 16 Μαρτίου 1800. Σπούδασε νομικά και αργότερα άνοιξε δικηγορικό γραφείο. Βοήθησε στην προετοιμασία και σύναψη της σύμβασης οριστικής εξαγοράς βαρών των δουλοπάροικων, έτσι έγινε στενός συνεργάτης του γραμματέα (αργότερα αρχιδικαστή και κατόπιν δημάρχου) της πόλης Boros Sámuel. Από το 1835 ανέλαβε πλήθος δημοτικών αξιωμάτων. Πρώτα ήταν αναπληρωτής του Boros Sámuel ως γραμματέας της πόλης. Το 1837 έγινε οικονομικός ελεγκτής και το 1840 εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος. Από το 1842 διατέλεσε γραμματέας, μεταξύ 1846- 1848 γενικός γραμματέας και αρχειοφύλακας. Πήρε ενεργό μέρος στα γεγονότα της επανάστασης του 1848-1849. Από το Μάρτιο του 1848 ανέλαβε την οργάνωση της εθνικής φρουράς. Τον εξέλεξαν μέλος της δεκαεξαμελούς Επιτροπής Δημόσιας Σιγής του Szentes και μεταξύ των καθηκόντων του ήταν να κάνει ευρέως γνωστούς τους απριλιανούς νόμους, που περίμεναν επικύρωση, και να οργανώσει την εθνική φρουρά.
Στις 16 Ιουλίου 1848 ξεκίνησαν οι πρώτοι πεζοί στρατιώτες της εθνικής φρουράς του Szentes προς την Délvidék εναντίον των Σέρβων, με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Hadzsy György, ο οποίος από τον Ιανουάριο του 1849 ήταν και γενικός διοικητής της πόλης. Ήταν πολύ γνωστός κυρίως στο νομό Csongrád. Στην δεκαετία του 1860 ο Hadzsy György υποστήριξε τη φημισμένη λογοτεχνική Kisfaludy Társaság.
Το 1851 ο Fényes Elek έγραψε για το Szentes: “Περίπου 600 μη ενωμένοι πιστοί του παλαιού δόγματος” (ορθόδοξοι) ζούσαν το 1851 που “στην γλώσσα τους ήταν όλοι Ούγγροι. Έχουν και οι Έλληνες μια μικρή εκκλησιαστική κοινότητα...”. Κατά τις διαπραγματεύσεις για τον νόμο IX του 1868 που θα ρύθμιζε την ορθόδοξη εκκλησία της Ουγγαρίας, οι ελληνικής καταγωγής ορθόδοξοι χριστιανοί του Szentes (μαζί με αυτούς του Kecskemét και της Πέστης) έστειλαν επιστολή στο κοινοβούλιο όπου υπογράμμιζαν την ουγγρική τους ταυτότητα και ταυτόχρονα απαιτούσαν τα δικαιώματά τους λόγω των Ελλήνων προγόνων τους.
~ Φωτο: Szent Miklós ikonja - Η εικόνα του Αγίου Νικολάου
Η ελληνορθόδοξη κοινότητα του Szentes, από την ίδρυσή της, άνηκε στις αυτοδιοικούμενες θρησκευτικές κοινότητες. Βρισκόταν υπό την υψηλή εποπτεία της κυβέρνησης του βασιλείου της Ουγγαρίας και ο νόμος διασφάλιζε ότι μπορούσαν να ασκούν τα δικαιώματά τους και να τηρούν τις συνήθειές τους που διαμορφώθηκαν στο πέρασμα των αιώνων. Η γλώσσα της λειτουργίας ήταν η ελληνική και τα μέλη της εκκλησιαστικής επιτροπής προέρχονταν από τις οικογένειες των ιδρυτών της κοινότητας και τους απογόνους τους. Αυτοί χειρίζονταν την εκκλησιαστική περιουσία και αυτοί εξέλεγαν τον ιερέα και τους δασκάλους.
Ο πληθυσμός των Ελλήνων που είχαν ιδρύσει και συντηρούσαν την εκκλησία όλο και μειωνόταν με την πάροδο των ετών, ενώ συνέχεια αυξανόταν ο πληθυσμός των Ρουμάνων της πόλης. Οι Έλληνες επέτρεψαν στους Ρουμάνους να λαμβάνουν τις υπηρεσίες των ιερέων, να χρησιμοποιούν το ναό, το σχολείο και το κοιμητήριο, αλλά δεν προχώρησαν σε καμία νομικής φύσεως ένωση μαζί τους, καθόσον οι Ρουμάνοι δεν συνείσφεραν ούτε στην εκκλησιαστική περιουσία, ούτε στις λειτουργικές δαπάνες.
To 1902 ξέσπασε σοβαρή έριδα. Ο Ρουμάνος επίσκοπος του Arad, Lukucia Mihály έστειλε τοποτηρητή στο Szentes, ο οποίος συγκάλεσε σύνοδο και ζήτησε τη συμμετοχή, εκτός των Ελλήνων, και των πολύ πιο πολυπληθών Ρουμάνων. Οι Έλληνες διακήρυξαν παράνομη τη διαδικασία και δεν εμφανίστηκαν στην σύνοδο.
Οι Ρουμάνοι που πήραν μέρος στην σύνοδο εξέλεξαν την ονομαζόμενη ενοριακή επιτροπή, την ενοριακή επιστασία, και όρισαν Ρουμάνο επιστάτη στη θέση του μέχρι τότε Έλληνα. Ο νέος επιστάτης, με τα κλειδιά που πέρασαν στην κατοχή του, αμέσως κλείδωσε το ναό, ούτως ώστε οι Έλληνες δεν μπορούσαν καν να μπουν στην εκκλησία που είχαν χτίσει οι πρόγονοί τους, χωρίς να ξέρει αυτός.
Αντί της ελληνικής, εισήγαγαν την ρουμάνικη γλώσσα ως γλώσσα της Θείας Λειτουργίας, κατέλυσαν την από αιώνες αυτόνομη εκκλησιαστική οργάνωση και απέκλεισαν τις ελληνικές οικογένειες από τη διοίκηση των ζητημάτων της εκκλησίας. Κατέστρεψαν την παλιά, στρογγυλή σφραγίδα με την επιγραφή “Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία του Szentes” και καθιέρωσαν νέα που φανέρωνε την νέα τάξη πραγμάτων.
Η εκκλησία του Szentes που ιδρύθηκε από Έλληνες βρέθηκε έτσι σε πρωτοφανή και σοβαρή κρίση. Οι παραμερισμένοι, ελληνικής καταγωγής Gyuricza Szilárd, αρχιεπιστάτης, και Gyuricza István, εκκλησιαστικός γραμματέας, έστειλαν το Σεπτέμβριο του 1902 επιστολή στον Wlassics Gyula, υπουργό θρησκευτικών και εκπαιδευτικών υποθέσεων, όπου εξέθεσαν τα πραγματικά γεγονότα και αναφέρθηκαν στα πατρογονικά τους δικαιώματα. Εξηγούσαν ότι οι Ρουμάνοι δεν συνείσφεραν ποτέ στην λειτουργία της κοινότητας και δεν ήταν μέλη της, μόνο που μπορούσαν να συμμετέχουν στην Θεία Λειτουργία.
Μια επιστολή που έστειλαν οι δύο προαναφερόμενοι τον Απρίλιο του 1903 στην Βουδαπέστη προς τον “αρχηγό της ελληνορθόδοξης εκκλησίας” Lyka Emil με θέμα τη ζήτηση βοήθειας για τις “χήρες Ελληνίδες του Szentes”, φανερώνει τις οικονομικές δυσκολίες. Η επιστολή προς τον υπουργό ωστόσο έτυχε θετικής αποδοχής. Μετά από διοικητική έρευνα που κράτησε χρόνια, ο υπουργός δικαίωσε τους Έλληνες με απόφασή του στις 29 Μαρτίου 1905.
Ένα από τα χαρακτηριστικά οικοδομήματα του Szentes ήταν για πολλά χρόνια και ένα ισόγειο, γωνιακό κτίριο που έκτισαν οι Haris György και Haris Pál. Το “Παζάρι των Haris” εγκαινιάστηκε το Νοέμβριο του 1892 και στέγαζε αρκετά καταστήματα. Το προηγούμενο όνομα της σημερινής πλατείας Kossuth ήταν πλατεία Piac (Αγοράς). Στην ανατολική πλευρά της πλατείας ήταν αυτό το κτίριο του Haris, το οποίο κατεδαφίστηκε στην δεκαετία του 1960.
~ Φωτο: Hadzsy János emléktáblája - Αναμνηστική πλάκα του Hadzsy János
Εκτός από τον ορθόδοξο ναό, μια πλάκα θυμίζει τους παλιούς Έλληνες στον ταξιδιώτη που φτάνει στο Szentes. Ο πρωτότοκος γιος του Hadzsy György (στον οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως), ο dr. Hadzsy János (Szentes, 5 Απριλίου 1851 – Topolya, 13 Ιουνίου 1903) ήταν αληθινά φιλάνθρωπος. Βοηθούσε όπου μπορούσε και γιάτρευε δωρεάν τους φτωχούς. Για την δραστηριότητά του ως γιατρού ενέθεσαν τιμητική πλάκα στο σπίτι όπου γεννήθηκε και το οποίο υπάρχει και σήμερα (Szentes, οδός Ady Endre 8).
6. Επίλογος
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι Έλληνες έμποροι της Ουγγαρίας δεν είχαν ως πρωταρχικό σκοπό τους το κέρδος. Θεωρούσαν την κοινωνική συμμετοχή βασική αξία της ζωής, γι’ αυτό η θρησκεία και η εκκλησία, η παιδεία και η διατήρηση της μητρικής γλώσσας είχαν μεγάλη σπουδαιότητα για τον ελληνισμό της πρώτης διασποράς.
Με τον αξιόλογο ρόλο που διαδραμάτιζαν στην κοινωνική και οικονομική ζωή οι Έλληνες της Ουγγαρίας έγιναν εξίσου πατριώτες στη νέα τους πατρίδα όσο και διατηρούσαν την αγάπη τους για την παλαιά τους πατρίδα.
Πριν από ενάμιση αιώνα πέθανε ο βαρώνος Széchenyi István. Με την πρόσφατη επέτειο του θανάτου του αξίζει να αναφέρουμε ότι ο “μεγαλύτερος Ούγγρος” στις προσπάθειες αναμόρφωσης και μεταρρύθμισης που κατέβαλε για την χώρα, είχε ανάμεσα στους υποστηρικτές του και δεκάδες ελληνικές οικογένειες. Αυτός ο κύκλος Ελλήνων της εποχής των μεταρρυθμίσεων έκανε πολλά ώστε οι ρεαλιστικοί πατριωτικοί στόχοι (κατά τη σημερινή ορολογία “εθνικά αναπτυξιακά προγράμματα”) να γίνουν πραγματικότητα, ομαλά και συντονισμένα. Κάποιοι ανάμεσά τους έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην υλοποίηση των δημιουργικών σχεδίων του Széchenyi.
Οι Έλληνες της Ουγγαρίας έκαναν πολλά για τους εθνικούς θεσμούς και την εθνική κουλτούρα, και κατά τον 19ο αιώνα. Ελληνισμός με ουγγρική συνείδηση αναπτύχθηκε κατά την περίοδο των μεταρρυθμίσεων. Πολλές ελληνικές οικογένειες (πχ. Derra, Dumtsa, Janicsáry, Manno, Nákó, Sina, Panakoszta, Papademos Charis/Szerviczky, Takiadzisz/ Takátsy, Zsótér) διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία εθνικής σημασίας και εμβέλειας θεσμικών οργάνων και ιδρυμάτων που προωθούσαν τον ουγγρικό πολιτισμό. Π.χ την Ουγγρική Ακαδημία Επιστημών, το Εθνικό Θέατρο, την Σχολή Καλών Τεχνών, τη Ουγγρική Ασφαλιστική Εταιρία. Επίσης συνείσφεραν στην ανάπτυξη των σιδηροδρόμων και των ατμόπλοιων, την διευθέτηση των ποταμών, την βελτίωση των εκπαιδευτικών υποδομών (πχ. σωματείο νηπιακής αγωγής, νοσοκομείο νηπίων, άλλα νοσοκομεία, βρεφοκομεία, ορφανοτροφεία, ίδρυμα τυφλών) και για την αστική ανάπτυξη της ουγγρικής πόλης όπου ζούσε ο καθένας.
Οι παλιοί Έλληνες της Ουγγαρίας έκαναν δωρεές για τους αναπτυξιακούς σκοπούς της πόλης τους σύμφωνα με τις προσωπικές συμπάθειες και συνδέσμους. Η ελληνική εμπορική συμπεριφορά δεν είχε αποκλειστικό σκοπό το κέρδος αλλά και την δημιουργία αξίας για την κοινωνία.
Η προθυμία των Ελλήνων της εποχής των μεταρρυθμίσεων για δωρεές με σκοπό την υλοποίηση στόχων εθνικής σημασίας είναι εξαιρετικά σημαντική ακόμα και μετά την πάροδο δύο αιώνων. Από αυτή φαίνεται ότι δεν είναι το κεφάλαιο που καθορίζει την προσωπικότητα του πλούσιου ανθρώπου, αλλά ο χαρακτήρας του ανθρώπου των χρημάτων καθορίζει την χρήση του κεφαλαίου.
Οι σχέσεις μεταξύ Ούγγρων και Ελλήνων στην λεκάνη των Καρπαθίων μετράνε πάνω από μιάμιση χιλιετία ιστορικής συνέχειας, ξεκινώντας από την εποχή των Ούνων. Οι διπλωματικές, στρατιωτικές και πολιτιστικές επιδράσεις μεταξύ των δύο εθνών αποτελούν τέτοιο ιστορικό πλούτο για την Ευρώπη που μπορεί να συγκριθεί με την, επίσης χιλιετή, φιλία Ούγγρων και Πολωνών.
Αξίζει να θυμόμαστε την κοινωνική προσφορά και δημιουργική προσπάθεια των παλιών Ελλήνων της Ουγγαρίας, τις δωρεές και τον πατριωτικό χαρακτήρα. Κυρίως επειδή, ενώ ήταν πιστοί στην ελληνική ορθόδοξη κοινότητά τους, έκαναν τα πάντα για να τιμήσουν ως πατρίδα τους την Ουγγαρία!
Πηγή: Dr. Diószegi György Antal, Οικογένειες Ελλήνων στον Νομό Csongrád κατά το 18ο & 19ο αι., Kiadó: Szegedi Görög Kisebbségi Önkormányzat (www.szegedigorogok.hu). Για τεκμηρίωση, βλ. εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.