I. Εθνωνυμία
Η περίφημη αρχαία χώρα Αλβανία ταυτίζεται με το αυτόνομο κατά τη διάρκεια της τ. Σοβιετικής Ενώσεως Νταγκεστάν, διαρρεόμενο από τον ποταμό Σαμούρ, τον οποίο ο Στράβων[1] ονομάζει Αλβανό, τη δε πρωτεύουσα Άλβανα. Ακριβέστερα κείται κοντά στην Αρμενία και Γεωργία, στον Καύκασο, όπου ονομαστές είναι οι Καυκάσιες ή Αλβανικές πύλες.
Αλβανόν όρος, Αλβανίς λίμνη και Αλβανοί προηγούνται στο Λάτιο, ΝΑ της Ρώμης, όπου το ορωνύμιο Albanus mons, το υδρωνύμιο Albanus lacus, μετέπειτα στην ιταλική γλώσσα monte Cavo, lago di Albano, και το τοπωνύμιο Alba, της οποίας κάτοικοι, σύμφωνα με παράδοση θησαυρισμένη από τους Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα και Ιουστίνο, μεταναστεύουν με αρχηγό τον Ηρακλή[2] και δημιουργούν την παρακαυκασία Αλβανία.
Αλβανοί καλούνται επίσης οι κάτοικοι της αρχαίας πόλεως Άλβας της Κρήτης[3], συνάμα δε των ομωνύμων της Γαλατίας, Δυτικής Ιβηρίας - Ισπανίας, Σκωτίας κ.α. Επί πλέον, κατά τον Πλίνιο[4] Αλβανοί ζουν και στην ορεινή Σαρματία, περιοχή της Σκυθίας.
Η γεωγραφική έννοια του όρου Αλβανία (11ος αι. μ.χ.) |
Χρονικά οι όροι Αλβανία και Αλβανοί της γειτονικής μας χώρας είναι κατά χιλιετίες μεταγενέστεροι. Μνημονεύονται στις ιστορικές πηγές μόλις τον 11ο αιώνα μ.χ. ''Περί Αλβανών της Βαλκανικής Χερσονήσου -γράφει ο Βούλγαρος Rusi Stoikov- δυνάμεθα να ομιλώμεν μόλις κατά την 4ην δεκαετηρίδα του 11ου μ.χ αιώνος και εντεύθεν''. Ωστόσο τοπωνύμιο Αλβανόπολις περιέχεται στην επιγραφή, της οποίας τόπος προελεύσεως -κατά την Papazoglou- ορίζονται τα Σκόπια, και επιμαρτυρεί μνεία πόλεως από τον Πτολεμαίο[6]. Επιχειρείται δε ο γεωγραφικός προσδιορισμός στην οροσειρά των Δειναρικών άλπεων και κατά μήκος του Γενούσου ποταμού από τις πηγές του, όπου ο ευρύτερος χώρος φέρει τα ονόματα Άλβανον και συνηθέστερα Άλβανα ή με ρωτακισμό Άρβανα, από τα οποία παράγονται Αλβανός και Αλβανίτης ή παγίως Αρβανίτης[7]. Του τελευταίου την παραγωγή ο Stoikov θεωρεί ως ελληνική[8]. Σχεδόν δε απόλυτα σημαίνει τον αλβανόφωνο Έλληνα. Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος δημοσιεύματος του Γ. Πιτυκάκη: ''Αλβανόφωνοι ναι, Αλβανοί όχι''[9]. Εξ' ίσου ενδιαφέρουσα είναι και η διαπίστωση του Trudgill: ''The people themselves are referred to, not as Albanians, but as Arvanites, sing Arvanitis''[10].
Αυτοί οι Αρβανίτες -κατά καίρια επισήμανση του Vladislav Skaric -''...de religion orthodoxe participerent activement a tous les mouvements mationaux grecs, mais non pas en tant qu' Albanais mais comme Grecs''[11]. Πολύ ενωρίτερα και σαφέστατα εκφράζεται ο Philippe de Commynes σε μετάφραση Σπυρίδωνος Λάμπρου: ''Ήσαν άπαντες Έλληνες, ελθόντες εκ των πόλεων ας κατέχουσιν εν Ελλάδι οι Βενετοί, τινές μεν εκ του Ναυπλίου εν Πελοποννήσω άλλοι δ' εξ Αλβανίας, ενώπιον του Δυρραχίου...''[12]. Προσφυέστατα ο ακαδημαίκός Αντ. Δ. Κεραμόπουλλος χρησιμοποιεί τον όρο Αλβανοί εντός εισαγωγικών: ''Ήδη κατά τον 14ον αι. 10 χιλ. ''Αλβανοί'' ορθόδοξοι Χριστιανοί μεθ' ελληνικών του βορρά λέξεων εις την γλώσσαν των, εκ φόβου προς τους Τούρκους ή ένεκα τυραννίας των γειτόνων ή πενίας, μιμούμενοι δ' άλλους φυγόντας πρότερον, ήλθον εις Θεσσαλίαν και Μακεδονίαν και Βοιωτίαν και έπειτα και Αττικήν, κατέφυγον δε τω 1392 και εις Πελοπόννησον προς τους ομοφύλους και ομοδόξους Έλληνας και εγένοντο δεκτοί υπό Θεοδώρου του Παλαιολόγου''[13].
Την ελληνικότητα τους διαφυλάσσουν και διακηρύσσουν αυτοπροαιρέτως, πάντοτε και παντού, ιδίως κατά τη διασπορά τους στη Δύση. Παράδειγμα πειστικό παρέχουν οι Μιχαήλ Μπούας και Αλέξανδρος Μοσχολέων, οι οποίοι το 1597 στην Ελληνική Εκκλησία της Νεαπόλεως Ιταλίας δεν αρκούνται στην αναγραφή των τίτλων τους, Magistri Cappellani, αλλά προσθέτουν με παρρησία την καταγωγή τους, nationis graecae[14].
Όπως προηγουμένως αναφέρεται, στην ελληνική γλώσσα, μάλιστα στην αρχαία, εμπεριέχεται, χωρίς την παραμικρή εθνολογική διαφοροποίηση, και ο όρος Αλβανός[15]. Εξ' άλλου όσοι δεν σχετίζονται με τον Ελληνισμό αυτοαποκαλούνται Σκυπιτάρ, Σκυπιτάροι ή Σκυπιτάρηδες, τη δε χώρα τους αποκαλούν Σκυπίρια.