Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016

Ο Ναός του Αγίου Δημητρίου στο Μοναστήρι - Αρχιμ. Ειρηναίος Χατζηεφραιμίδης


1. ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΙΔΡΥΣΗΣ 

Ο υφιστάμενος σήμερα ναός του Αγίου Δημητρίου στο Μοναστήρι κτίσθηκε το 1830. Αυτή η χρονολογία με μαύρα γράμματα υπήρχε προ ετών στη νότια είσοδο του ναού και σήμερα διαβάζεται στην εξωτερική πλευρά του αγίου Βήματος. 
Μαρτυρίες περί του ναού έχουμε ολίγες. Πηγή πολύτιμη αποτελεί το βιβλίο που εξέδωσε -για την εορτή της 100ετηρίδος του ναού- το 1930 ο Велимир T. Арсиђ (Velimir T. Arsits) με τίτλο “Црква св. Великомученика Димитрија у Битољу” (Ο ναός του Αγίου μεγαλομάρτυρα Δημητρίου στα Βιτώλια)[1]. Πέραν των ιστορικών στοιχείων και των λαϊκών παραδόσεων, περιέχει οικονομικά στοιχεία, πατριαρχικά έγγραφα, βεράτια και φιρμάνια σχετικά με την ίδρυση του ναού, καταχωρισμένα στο αρχείο της εκκλησίας. Γι’ αυτό η αξία του βιβλίου είναι ανεκτίμητη. 
Ο ναός κτίσθηκε, όπως προαναφέραμε, το 1830 στην θέση παλαιοτέρου παρεκκλησίου, τιμωμένου επ’ ονόματι του Αγίου Δημητρίου. Οι λειτουργικές ανάγκες των Χριστιανών του Μοναστηρίου εξυπηρετούνταν τότε από την εκκλησία της Αγίας Κυριακής, από το παρεκκλήσι στο νεκροταφείο του Δοβλετζίκ και από αυτό το παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου, διαστάσεων όχι μεγαλυτέρων των 8-9 μ. Η χρονολογία ίδρυσης του παρεκκλησίου είναι άγνωστη. ΄Ηδη από το 1805 διέθετε δικό του κηροπλαστείο, με διαρκώς αυξανόμενα έξοδα και έσοδα. ΄Ετσι, ενώ το 1808 η δαπάνη για τον κηροπλάστη και για το κερί ήταν 653 γρόσια και 15 παράδες, το 1825 τα έξοδα ανήλθαν σε 7.237 γρόσια, τα δε έσοδα ήσαν 10.601 γρόσια[2]. Η αύξηση των εσόδων και εξόδων του παρεκκλησίου δηλώνει ότι ο αριθμός των Χριστιανών ολοένα και αυξανόταν. Κατά μία εκδοχή, το παρεκκλήσι καταστράφηκε το 1830 από πυρκαϊά, όπως και τμήμα του Μοναστηρίου[3]. Κατ’ άλλη εκδοχή, όπως θα δούμε στην συνέχεια, στην αρχή ζητήθηκε η έγκριση της επισκευής και επέκτασης του παρεκκλησίου, το οποίο ήταν μικρό, οι δε τοίχοι του είχαν καταρρεύσει· στη συνέχεια όμως, λόγω του μεγάλου αριθμού των Χριστιανών, άρχισε η ανέγερση νέου ναού[4]. 

Γεγονός καθοριστικό για την ίδρυση του ναού αποτέλεσε η ενθρόνιση του Γρηγορίου, μεγάλου πρωτοσυγκέλλου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, ως μητροπολίτη Πελαγονίας το 1825[5]. Τον νέο μητροπολίτη Πελαγονίας συνιστούσε το πατριαρχικό και συνοδικό έγγραφο της 14.10.1825 ως «άνδρα θεοσεβούμενο, δίκαιο και μετριόφρονα, καλό γνώστη των εκκλησιαστικών θεμάτων και αντάξιο της διοικήσεως της καλυτέρας επαρχίας». Το δε σουλτανικό βεράτι καθόριζε ότι «κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρεί από τους Χριστιανούς τις εκκλησίες και τα μοναστήρια, τα οποία από τα παλαιά χρόνια βρίσκονται στα χέρια τους. Επίσης χωρίς άδεια δεν μπορούν να ελέγχονται από κανένα»[6]. 

Το 1830 ζητήθηκε η άδεια των τουρκικών αρχών για την επισκευή και επέκταση του παρεκκλησίου του Αγίου Δημητρίου. Στην έγκριση του βεζίρη διαλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, ότι «επιτρέπεται να αρχίσουν οι εργασίες για την επέκταση και επισκευή της εκκλησίας, εφιστάται δε η προσοχή όλων, ώστε κανείς να μη αναμιχθεί σε αυτή την υπόθεση». ΄Ομως οι Χριστιανοί του Μοναστηρίου, έχοντας αυτήν την άδεια, άρχισαν την οικοδόμηση νέας εκκλησίας. Αυτό εξόργισε τους Τούρκους του Μοναστηρίου, οι οποίοι απείλησαν ακόμη και την κατάσχεση της εκκλησίας. Για την κατοχύρωση, λοιπόν, των εργασιών χρειαζόταν και φιρμάνι του σουλτάνου[7]. 
Σχετικός με τις συνθήκες, υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια της Υψηλής Πύλης, είναι ο ρόλος του μεγάλου βεζίρη Μεχμέτ Ρεσίτ πασά[8]. O Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς βρέθηκε στο Μοναστήρι κατά τα έτη 1830-18319 , για να καταπολεμήσει τους Αλβανούς ατάκτους. Στα μέσα του 1825 εμφανίσθηκαν Αλβανοί ληστές στις περιοχές Ανασελίτσας, ΄Αργους Ορεστικού, Φλώρινας, Κορυτσάς, Περλεπέ και Αχρίδος[10].