Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

Να μιλήσουμε πατριωτικά… για τη «βλάχικη γλώσσα»


Παρακολουθώ με έκπληξη το τελευταίο διάστημα τη συστηματική προσπάθεια ορισμένων να προωθήσουν βιβλία εκμάθησης της «βλάχικης γλώσσας» που περιέχουν μεταξύ άλλων κείμενα κατανόησης και ασκήσεις παραγωγής γραπτού λόγου. Και όλα αυτά με χρήση όχι απλά της λατινικής αλλά στοιχείων της ρουμάνικης αλφαβήτου! Θέλω λοιπόν να πω στους συμπατριώτες μου βλάχικης καταγωγής ότι αν για οποιονδήποτε λόγο δεν έμαθαν τα βλάχικα, ας μην έχουν τύψεις και σε κάθε περίπτωση καλό θα ήταν να μην ασχολούνται με τέτοιου είδους βιβλία. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να γράφει και να λέει ότι θέλει αλλά και εμείς έχουμε το δικαίωμα να υπερασπιζόμαστε τα αδιαμφισβήτητα ιστορικά και επιστημονικά δεδομένα που υπάρχουν.
Τα ιστορικά δεδομένα αποδεικνύουν πως στον κεντρικό και βόρειο ελληνικό χώρο αλλά και σε ολόκληρη τη Βαλκανική, για ότι σοβαρό μπορεί να υπερηφανευθεί ο Ελληνισμός, την εκπαιδευτική, οικονομική ή επαναστατική δραστηριότητα, τουλάχιστον από τα τέλη του 18ου αιώνα έως την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αυτό οφείλεται σε καθοριστικό βαθμό στην ουσιαστική συμβολή των Βλάχων. Από τις τάξεις τους προήλθε μεγάλο μέρος των Ορθόδοξων ιεραρχών, των δασκάλων και λογίων, των πολεμιστών του γένους στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία αλλά και πλήθος από εμποροβιοτέχνες που στελέχωσαν τις ελληνορθόδοξες κοινότητες των αστικών κέντρων της νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Οι Βλάχοι, δεν είναι ούτε το γραφικό υπόλειμμα του κτηνοτροφικού βίου των βουνών, ούτε μουσειακό είδος, ούτε εξελληνισμένοι πληθυσμοί, ούτε μειονότητα χειραγωγούμενη από επιτήδειους προστάτες, ούτε πολιτισμική ομάδα διχασμένη ανάμεσα στις εθνικές προπαγάνδες του 20ου αιώνα. Οι Βλάχοι αποτελούν γνησιότατη έκφραση του ελληνισμού, με τεράστια συνεισφορά στην οικοδόμηση της ελληνικής πατρίδας. Και οι μαρτυρίες υπάρχουν παντού: Από τα προεπαναστατικά κινήματα μετά την Άλωση, τον πρώτο πρωθυπουργό της Ελλάδας - Βλάχο στην καταγωγή - Ιωάννη Κωλέττη, τα επιβλητικά δημόσια κτίρια των Αθηνών και τους επιφανείς εθνικούς ευεργέτες, μέχρι τους άγνωστους ήρωες των βλαχοχωριών που σκοτώθηκαν για την πατρίδα στους αγώνες των Ηπειρωτών και τα χρόνια του Μακεδονικού αγώνα.
Τα επιστημονικά δεδομένα φανερώνουν ότι η λεγόμενη «βλάχικη γλώσσα», δεν είναι μια ενιαία και «κανονική» γλώσσα. Είναι ένα σύνολο από τοπικές προφορικές διαλέκτους («φαρσεριώτικη», «μετσοβίτικη», «γραμμουστιάνικη» κλπ), που δεν είναι ομογενοποιημένες, διαφέρουν ακόμη και μεταξύ γειτονικών χωριών και διαμορφώθηκαν λόγω της ρωμαϊκής και βυζαντινής λατινοφωνίας στον ελλαδικό χώρο. Λατινοφωνία Ελλήνων μαρτυρείται από την εποχή του Ιωάννη Λυδού, διοικητή της Βαλκανικής και χρονογράφου σύγχρονου του βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού, ο οποίος αναφέρει ότι «…καίπερ Έλληνας εκ του πλείονας όντας, τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή». Όλες αυτές οι διάλεκτοι έχουν περιορισμένο αριθμό λέξεων και δε διαθέτουν αλφάβητο και γραπτή παράδοση αφού σε αντίθεση με άλλες λατινογενείς γλώσσες που έχουν γραπτά γλωσσικά μνημεία από τον 9ο αιώνα, η «κουτσοβλαχική» παραχώρησε τη θέση της στην ελληνική γραμματεία και περιορίστηκε στην προφορική της και μόνο έκφραση.