Είναι γενική παραδοχή της ιστορικής επιστήμης, ότι, με τον γερμανικής προέλευσης ετεροπροσδιοριστικό γενικό εθνογραφικό όρο Βλάχοι, προσδιορίζονται αρχικά οι ρωμαϊκοί πληθυσμοί των ραιτονορικών και καρινθιανών Άλπεων. Εκεί πρωτοεμφανίζεται σε γραπτές πηγές ο όρος ολοένα και πιο τακτικά από τα τέλη του 7ου αι. ως περιγραφικός των λατινόφωνων ρωμαϊκών πληθυσμών διακρίνοντάς τους από τους σύνοικούς τους Βαυαρούς και Σλάβους. Στην ρωμαϊκή Ανατολή, το Βυζάντιο, ο όρος διαδίδεται με τη σλαβική εγκατάσταση κι αφομοίωση στις ελλαδικές επαρχίες της διοίκησης του Ιλλυρικού. Στην ελληνική της μορφή η ονομασία πρωτοεμφανίζεται στο βυζαντινό θέμα Ιταλίας μόλις στα τέλη του 9ου αιώνα. Συγκεκριμένα παραδίδεται σε στρατιωτικούς καταλόγους κι αναφέρεται σε ιππείς στρατιώτες προερχόμενους από το θέμα Ελλάδος (Θεσσαλία/Στερεά) κι υπηρετούντες εκεί τη στρατεία τους. Στις ιστοριογραφικές βυζαντινές πηγές ο όρος εμφανίζεται μόλις τον 11ο αιώνα. Οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως Ρωμανία, προσδιορίζονται μέχρι τότε με περιγραφικούς όρους, όπως «Ρωμαίοι της πατρώας φωνής» και με τον όρο «Ρωμάνοι» έως τον 10ο αιώνα. Έκτοτε εκλείπουν τόσο η πρώτη περιγραφική όσο κι η δεύτερη ονομασία των λατινόφωνων Ρωμαίων από τις πηγές οι οποίες χρησιμοποιούν τον όρο Βλάχοι με διττό περιεχόμενο.
Η λατινοφωνία στην ευρύτερη περιοχή των Σερρών μαρτυρείται από τα πρώιμα βυζαντινά κείμενα καθώς και από τοπωνυμικό υλικό (πχ. «Καλβόβουνον», «Μίντζανη» διαβάσεων του δικτύου της Εγνατίας οδού). Οι πληροφορίες αυτές αναφέρονται στην ύστερη ρωμαϊκή αρχαιότητα και την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Ως, το λιγότερο, δίγλωσσος (ελληνόφωνος και λατινόφωνος πληθυσμός), παραδίδεται στην περιοχή ο «σύμμεικτος περιούσιος λαός» των Ρωμαίων «Σερμησιάνων», τον οποίο εγκατέστησε ως αγρότες στα αυτοκρατορικά κτήματα της κοιλάδας μεταξύ Στρυμώνα και Ρήχιου ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄ (685-695). Η κατάσταση αυτή, μας επιτρέπεται να υποθέσουμε, ότι συμπυκνώνεται στη μεταβυζαντινή παράδοση των Βλαχορηχίνων της περιοχής. Στα έγγραφα των αγιορείτικων Μονών για την περιοχή των Σερρών από την υστεροβυζαντινή περίοδο απαντά τακτικά το κυριώνυμο Βλάχος και παράγωγά του ως επώνυμο.
Το στοιχείο αυτό, ενδεικτικά, θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως δηλωτικό της παλαιότερης καταγωγής αυτών των οικογενειών. Ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε εμφατικά ότι δεν έχουμε καμιά πληροφορία που να βεβαιώνει απερίφραστα τη συνεχή παρουσία, γενεαλογικής μορφής, βλαχικών πληθυσμών στην περιοχή των Σερρών κατά τους βυζαντινούς έως και τους νεώτερους χρόνους. Πολύ δε περισσότερο, από όσα μέχρι σήμερα γνωρίζουμε, θεωρείται ανύπαρκτη η όποια δυνητική τους σχέση με τις Βλαχώνυμες ομάδες που από τον 13ο και 14ο αιώνα εμφανίζονται στις πηγές να κινούνται ημινομαδικά, μεταξύ των εγκαταστάσεών τους στην κοιλάδα του άνω ρου του Στρυμώνα και των γειτονικών αλπικών βοσκών.
Το στοιχείο αυτό, ενδεικτικά, θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως δηλωτικό της παλαιότερης καταγωγής αυτών των οικογενειών. Ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε εμφατικά ότι δεν έχουμε καμιά πληροφορία που να βεβαιώνει απερίφραστα τη συνεχή παρουσία, γενεαλογικής μορφής, βλαχικών πληθυσμών στην περιοχή των Σερρών κατά τους βυζαντινούς έως και τους νεώτερους χρόνους. Πολύ δε περισσότερο, από όσα μέχρι σήμερα γνωρίζουμε, θεωρείται ανύπαρκτη η όποια δυνητική τους σχέση με τις Βλαχώνυμες ομάδες που από τον 13ο και 14ο αιώνα εμφανίζονται στις πηγές να κινούνται ημινομαδικά, μεταξύ των εγκαταστάσεών τους στην κοιλάδα του άνω ρου του Στρυμώνα και των γειτονικών αλπικών βοσκών.
Η σημερινή παρουσία των Βλάχων στις Σέρρες έχει τις απαρχές της στις αρχές του 17ου αιώνα. Αλλά η ισχυρή δημογραφική της εμφάνιση στην περιοχή χρονολογείται κυρίως από τα τέλη του 18ου αιώνα. Η προέλευσή της είναι από τις κατά τεκμήριο κοιτίδες των Βλάχων της Ελλάδος περιοχές της Ηπείρου, της δυτική Μακεδονίας και της Θεσσαλίας.
Ο κύριος όγκος των πληθυσμών αυτών των μετακινούμενων, μεταξύ των οποίων και οι Βλάχοι, αναζητεί νέα εγκατάσταση στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης μετά τα γεγονότα του Διονυσίου του Φιλοσόφου (επαναστατικό κίνημα του 1611) και τα Ορλωφικά (1769). Η αστική όμως εγκατάσταση των Βλάχων στην πόλη των Σερρών εκείνες τις περιόδους στην πρώιμή της μορφή έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Υπακούει κατεξοχήν στις ανάγκες του εμπορίου.
Έχοντας παράδοση στην εκτροφή ημιονηγών ζώων και στις μεταφορές μεγάλων αποστάσεων, οι Βλάχοι, εξυπηρετούσαν ήδη από τους υστεροβυζαντινούς χρόνους τη μεταφορά των προϊόντων από τη βαλκανική ενδοχώρα στο βενετσιάνικο λιμάνι του Δυρραχίου. Το δίκτυο αυτό, υιοθετήθηκε, συμπληρώθηκε κι ενισχύθηκε μετά την Οθωμανική κατάκτηση από τους Οθωμανούς, οι οποίοι ενδιαφέρθηκαν να ελέγξουν τους εμπορικούς δρόμους. Από τον 17ο αιώνα ιδιαίτερα το διατοπικό εμπόριο στην Ήπειρο, Μακεδονία και Θεσσαλία βρίσκονταν στα χέρια των Ελλήνων. Οι χριστιανοί σπαχήδες, βλαχικής και μη καταγωγής, είχαν συσσωρεύσει κεφάλαια από την ενοικίαση κι είσπραξη των φόρων για λογαριασμό της Υψηλής Πύλης και τα διοχέτευαν τώρα σε νέες οικονομικές δραστηριότητες. Στις δυτικές χώρες της αυτοκρατορίας, που αναφέρθηκαν παραπάνω, τον έλεγχο αυτού του οδικού κι εμπορικού δικτύου είχαν διευρυμένες βλαχικές οικογένειες, οι οποίες, είτε πρακτόρευαν ως εμπορικοί ανταποκριτές για λογαριασμό των Βενετών προϊόντα από το βιλαέτι της Ρούμελης, είτε ασκούσαν την προσοδοφόρα ενοικίαση των φόρων προκαταβάλλοντάς τους στο οθωμανικό κράτος, είτε είχαν αναδειχτεί στο πλαίσιο του τσελιγγάτου, είτε όλα αυτά μαζί.
Οι Σέρρες υπήρξαν ανέκαθεν σημαντικό οικιστικό κέντρο με αδιάλειπτη συνέχεια στο κομβικό σημείο, τομή, του άξονα δύσης-ανατολής και βορρά-νότου. Η πλούσια παραγωγή του κάμπου της δεν άφησε αδιάφορους τους Βλάχους της Πίνδου (Σιπισχιώτες, Λινοτοπίτες, Φουρκιώτες κατόπι Μοσχοπολίτες) που είχαν αποκτήσει στα τέλη του 17ου αιώνα σημαντικά κεφάλαια από τη φύλαξη των διόδων και τη συντήρηση του οδικού δικτύου στο χώρο τους για λογαριασμό της Πύλης, τις μεταφορές και το εμπόριο με τη Βενετία. Σε αρκετούς απ’ αυτούς, καθώς επένδυσαν στο εμπόριο και τις ευκαιρίες που αυτό πρόσφερε, δεν διέφυγε της προσοχής τους η σημαντική θέση της πόλης των Σερρών για την ανάπτυξη του εμπορικού τους δικτύου. Από τις αρχές έως και τα μέσα του 18ου αιώνα εμφανίζονται καταρχήν στην πόλη οι εμπορικοί οίκοι των Βλάχων μεγαλεμπόρων Δήμου, Μπουϊκλή, Παπά, Χατζηγιώργη του Χατζηστέργιου, Καπέτη, Σίνα, Τσίπη, Γερμάνη, Μπέντα, Αδάμη, Ντίμτζα, Εξάρχου και Καράτζια συνδεόμενοι κυρίως με βενετσιάνικα εμπορικά συμφέροντα, το Φανάρι και την Πύλη. Ενδεικτικό της οικονομικής ισχύος και επιρροής τους είναι το γεγονός της εκλογής σε Μητροπολίτη Ζίχνης του Δανιήλ, γόνου της οικογένειας Εξάρχου από τη Φούρκα της Ηπείρου.
Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι ο γενάρχης του βιεννέζικου τραπεζικού και βαρoνικού οίκου Σίνα, ο Σίμων (1753-1822) γιος του Μοσχοπολίτη εμπόρου Γεωργίου Σίνα του πρεσβύτερου, είχε γεννηθεί «εν Σέρραι» το 1753. Ακολουθώντας το δρόμο του εμπορίου Σέρρες-Νίσσα-Βελιγράδι/Σεμλίνο έφτασε στη Βιέννη. Οι ανίδεοι, της μορφής και της προφοράς του ονόματος της πόλης «Σέρραι», τελωνειακοί υπάλληλοι της Αυλής της Βιέννης στο συνοριακό σταθμό του Σεμλίνου το μετέγραψαν, όταν ο Γεώργιος Σίνα εισήλθε στην αψβουργική αυτοκρατορία, ως «Seraj» (δηλ. Σεράγεβο!). Η λανθασμένη αυτή μεταγραφή οδήγησε αρκετούς ερευνητές στο να αναφέρουν εσφαλμένα ότι ο Σίμων Σίνα ο πρεσβύτερος γεννήθηκε στο Σεράγεβο αντί για τις Σέρρες. Η απώτερη δε προέλευση της ηπειρώτικης οικογένειας των Σίνα κατά τον 17ο αιώνα ανάγεται στη Χειμάρα σύμφωνα με δημοσιευμένα και μη έγγραφα από το Αρχείο της Βενετίας. Δηλωτικό της ισχυρής κοινωνικής αυτοσυνειδησίας των Σίνα είναι το γεγονός ότι χρησιμοποιούν το ίδιο επώνυμο από τις αρχές του 17ου αιώνα, όταν μέλη της οικογένειας Σίνα μετακινήθηκαν από τη Χειμάρα μεταξύ άλλων και στη Μοσχόπολη. Απ’ τον μοσχοπολίτικο κλάδο της προέρχονται τα μέλη της στις Σέρρες, όπου γεννήθηκε ο Σίμων κι εν συνεχεία εγκαταστάθηκε ως μεγαλέμπορος στη Βιέννη (1783;). Εκεί έλαβε το 1818 αρχικά ουγγρικό τίτλο βαρονείας μαζί με τους γιους του Γεώργιο και Ιωάννη. Η σταθερή δε αναφορά των Σίνα στη Βιέννη ότι κατάγονται «εκ Μοσχοπόλεως» δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης για την συνείδηση της τοπικής τους αναφοράς σ’ αυτή. Στις Σέρρες την εταιρεία του Σίμωνος διηύθυνε αρχικά ο ίδιος και κατόπι ο γεννημένος στη Νίσσα γιος του Βαρώνος Γεώργιος Σ. Σίνα (1782-1856) έως και το 1803 που εγκαταστάθηκε οριστικά στη Βιέννη.
Το 18ο αιώνα το εμπόριο είχε ανεξαρτητοποιηθεί από τον έλεγχο του οθωμανικού κράτους και εντάσσονταν σ’ ένα ευρύτερο σύστημα διακίνησης και συναλλαγών. Στα πλαίσια του νέου παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας οι βλαχικοί εμπορικοί οίκοι των Σερρών προσανατολίζονται στα τέλη του 18ου αιώνα στην εξαγωγή πρώτων υλών προς την Κεντρική Ευρώπη, στην αυτοκρατορία των Αψβούργων. Από το 1720 έως το1800 η βαμβακοπαραγωγή στις Σέρρες είχε τριπλασιαστεί. Ειδικότερα εδώ η ενοικίαση γαιών (τσιφλίκια) για βαμβακοκαλιέργεια εκτεινόταν σε 300 οικισμούς της περιοχής. Ιδιαίτερα ευνοϊκή στάθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα η πολιτική του Ισμαήλ Μπέη έναντι των Βλάχων, εμπόρων και μη, που εγκαταστάθηκαν στο πασαλίκι του σε συνάρτηση και με τις εσωτερικές εξελίξεις στο πασαλίκι των Ιωαννίνων. Απ’ αυτό προέρχονται, όπως γνωρίζουμε, μετά τις αλεπάλληλες δηώσεις και την οριστική καταστροφή των ορεινών τους οικιστικών κέντρων στην Πίνδο οι σημερινοί Βλάχοι της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.
Στα τέλη του 18ου και κατά τον 19ο αιώνα βλαχικοί οίκοι δραστηριοποιούνται στην πόλη των Σερρών κι έχουν εδώ την έδρα τους ή παραρτήματά τους οι παρακάτω εμπορικές και χρηματιστηριακές εταιρείες με την επωνυμία: «Αυτάδελφοι Χατζηστέργιου», «Σίμων Γεωργίου Σίνα», «Σταύρος Ιωάννου», «Κωνσταντίνος Αναστασίου», «Συμεών Παπαναούμ», «Αθανάσιος Καρέ(ί)λλα», «Αναστάσιος Γεωργούσιου», «Βρέττας Τζεχάνη», «Αθανάσιος Νί(έ)τσα», «Ναούμ Ζουπάνου», «Πέτρος Παπασαούλ», «Γεώργιος Συμεών Σίνα», «Συμεών Ναούμ», «Γεώργιος Καρέ(ί)λλα», «Αυτάδελφοι Λαζάρου», «Θεοχάρη και Νεμόζια», «Αναγνώστης Παπαθέου», «Τριαντάφυλλος Χατζηστέργιου Χατζηγιώργη», «Αυτάδελφοι Χατζηγεώργη Χατζηστέργιου», «Χατζηγεώργη και Τζαρτζούλη», «Αυτάδεφοι Τζαρτζούλη», «Ιωάννης Νικαρούση», «Μουκούλη – Νικαρούση – Σκανδέλη», «Αυτάδελφοι Γ. Κάρτζια», «Αυτάδελφοι Χατζηναούμ», «Γεώργιος Ιωάννου», «Αυτάδελφοι Ποστολάκα», «Θεόδωρος Φιλίππου», «Αυτάδελφοι Μιχαήλ Γεώργιος και Αναστάσιος Τζαντζιάφη», «Αυτάδελφοι Πρώια», «Δημήτριος Γκυκαδία και Συντροφία», «Γεώργιος Καρέτσου», «Αυτάδελφοι Μιχαήλ Δούμπα», «Δημήτριος Ποστολάκας», «Αυτάδελφοι Ποντίκα», «Συντροφία Ναούμ Σκούταρη και Κύρου», «Αυτάδελφοι Μάλαμα», «Κωνσταντίνος Δούρος», «Συμεών Λάσκου». Οι παραπάνω οίκοι συνδέονται με τους αντίστοιχους στη Βιέννη, Κωνσταντινούπολη, Πέστη, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Μοναστήρι, Σεμλίνο.
Οι Βλάχοι των Σερρών διεξήγαν χονδρικό εμπόριο προϊόντων όπως ακατέργαστο και επεξεργασμένο βαμβάκι, σιτηρά, μαλλιά, δέρματα, νήματα, μετάξι, γούνες, καπνό, κρασιά, ζάχαρη, καφέ. Ασκούσαν επίσης χρηματιστηριακές συναλλαγές. Το βαμβάκι και τα βαμμένα νήματα Σερρών ήταν από τα πιο περιζήτητα προϊόντα στις αγορές της Κεντρικής Ευρώπης.
Οι Βλάχοι έμποροι και τραπεζίτες των Σερρών καλλιεργούσαν ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους. Στην πρώτη γενιά προηγείται πάντα η τοπικότητα, ο κοινός τόπος καταγωγής η ιδιαίτερη πατρίδα. Οι Εξάρχου από τη Φούρκα συνάπτουν γάμους αρχικά με τους Δήμου και Καράτζια στο πλαίσιο της τοπικότητας. Όταν αυτοί συμπεθερεύουν με τους Λινοτοπίτες Μπέλλιου τους ακολούθησαν σ’ αυτή τη διατοπικού χαρακτήρα κίνηση και οι Καράτζια. Παρόμοια και οι Δούμπα. Αρχικά συνάπτουν γάμους με τους Λινοτοπίτες Καπέτη και Γερμάνη. Οι τρεις αυτές οικογένειες συνδέονται επιπλέον με το Μπλάτσι κοινό τόπο καταφυγής κι εγκατάστασής τους μετά την καταστροφή του Λινοτοπίου. Ο κλάδος των Χατζηστέργιου, οι Ποστολάκα, συμπεθερεύουν αρχικά σε τοπικό επίπεδο με τους Μετσοβίτες Τζαρτζούλη και Τοσίτσα μετά την εγκατάστασή τους στο Μέτσοβο τέλη του 17ου αι. και στη συνέχεια, στις Σέρρες, διατοπικά με τους Μοσχοπολίτες Ζίμπου. Έτσι βλέπουμε από τη δεύτερη γενιά την ενίσχυση της διατοπικής πολιτικής γάμων, όπως αυτή τεκμηριώνεται από τα γενεαλογικά των Καπέτη, Γερμάνη, Δούμπα, Παπά, Βράνη, Κούρτη, Τοσίτσα, και Ποστολάκα καθώς και Δούρου. Στη τρίτη γενιά στις στρατηγικές γάμων συναρτώνται και τα νέα δεδομένα στο πλαίσιο του κοινωνικού περιβάλλοντος του τόπου διαβίωσης. Εκτός ελλαδικού χώρου το τελευταίο αυτό γεγονός οδήγησε στην ένταξη και αφομοίωση των οικογενειών αυτών από άλλα κυρίαρχα εθνικά περιβάλλοντα. Τέτοια είναι η περίπτωση της βλαχικής καταγωγής σερραϊκής οκογένειας του κόμητος φον Νάκου από τη Δοϊράνη, καθώς κι οι βιεννέζικοι κλάδοι της τέταρτης γενιάς των Δούμπα.
Οι σχέσεις στο διατοπικό βλαχικό δίκτυο των Σερρών ρυθμίζονταν από διαφορετικούς παράγοντες. Σχετικά μας πληροφορούν οι μεταξύ τους επιγαμίες, οι κουμπαριές κι οι αδελφοποιήσεις. Συγγένεια φυσική και πνευματική καθώς και συντοπικότητα συναρτώνται ολοένα και περισσότερο με τα επιχειρηματικά, κοινωνικά και οικονομικά τους ενδιαφέροντα και συμφέροντα. Στις επιχειρήσεις τους εργάζονται κατεξοχήν μέλη της διευρυμένης οικογένειας ή το πολύ συντοπίτες τους. Οι σχέσεις τους διέπονται από αυστηρούς κώδικες. Η αλληλεγγύη μεταξύ τους είναι αυτονόητη αλλά και συνάρτηση αυστηρών κανόνων που δεν αφήνουν περιθώρια κακής αντίληψης και εκμετάλλευσής της. Οι «συνετοί» ανταμείβονται με μια θέση στη Βιέννη ή στην Πέστη. Έτσι το βλαχόπουλο Συμεών Λάσκου, τσιράκι στον οίκο Σίνα στις Σέρρες, στέλνεται στη Βιέννη μόλις επτά ετών από τον Γεώργιο Σ. Σίνα. Σε ηλικία δώδεκα ετών ιδρύει με τη στήριξη του Σίνα δική του εταιρεία στην Πέστη και αργότερα στις Σέρρες. Ο Ραφαήλ Μιχαήλ Δούμπα «εκ Λινοτοπόλεως της Μακεδονίας, γεννηθείς εν έτει 1782» εργάζεται το 1802 στον εμπορικό οίκο Μιχαήλ Κούρτη στη Βιέννη «προαχθείς εκ της φίρμας εις Σέρρας». Η πολλαπλή αξία της ηλικιακής ιεραρχίας φαίνεται στις επιστολές του Δημητρίου Ποστολάκα από τη Βιέννη στον ανήλικο αδελφό του Ντρούσια (Ανδρέα) στις Σέρρες αλλά και στους θείους του Αυτάδελφους Τζαρτζούλη στην ίδια πόλη. Από την αλληλογραφία του Δημ. Ποστολάκα με το Στέργιο Δούμπα μαθαίνουμε για τον αξιακό κώδικα των εμπόρων. Αναφέρει ο Δούμπας χαρακτηριστικά: «η εργασία δεν είναι αρκετή από μόνη της δια την απόκτησιν πλούτου» κι ότι έπρεπε κανείς να είναι «συνετός και οικονόμος, και να μην υπάρχει σ’ αυτόν καμία τάση για σπατάλη ή ροπή προς βλαβερά πάθη». Καυτηρίαζε έτσι τις νεοπλουτίστικες συμπεριφορές ομογενών του και την ενασχόλησή τους με τον τζόγο στο καζίνο και στις λέσχες της Βιέννης.
Τις εταιρείες στις Σέρρες διηύθυναν πάντοτε μέλη της οικογένειας ή άτομα συνδεδεμένα με αυτή. Στις Σέρρες, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, οι Βλάχοι έμποροι κι αστοί έχουν φορέσει δυτική ρεντιγκότα. Αν κι οι τοπικές τους ενδυμασίες ήταν πλέον παρελθόν άλλο τόσο απέρριπταν και την ενδυμασία του οθωμανού εμπόρου με την οποία κυρίως εμφανίζονταν οι προερχόμενοι από την Κωνσταντινούπολη έμποροι, Βλάχοι και μη. Χαρακτηριστική είναι η σχετική περιγραφή του Στέργιου Δούμπα. Ο Στέργιος, ερχόμενος από τις Σέρρες είναι ενδεδυμένος «γερμανικά». Οι αυστριακές αρχές στον τελωνειακό σταθμό της Όρσοβα δίνουν την τόσο ακριβή περιγραφή του ως εξής: «Στέριος Δούμπας, από τη Blatza (Μπλάτσι) της Μακεδονίας, ελληνικής μη ενωμένης θρησκείας, άγαμος, ψηλός, λιγνός, με μαύρα μαλλιά, γένια, μάτια, στενό πρόσωπο, γερμανικά ντυμένος, Τούρκος υπήκοος. Έρχεται από τις Σέρρες και βρίσκεται αδιάκοπα στη Βιέννη απ’ το 1817...».
Η οικογένεια του Μιχαήλ Δούμπα, στο βαθμό που έδειξε η μέχρι σήμερα έρευνα, συνέδεσε περισσότερο από όλες τις άλλες βλαχικές της εποχής της, πλην του Εμμανουήλ Παπά και για διαφορετικούς λόγους, το όνομά της με τις Σέρρες. Ο Μιχαήλ Δούμπα κατάγονταν από το Λινοτόπι. Εκεί είχαν γεννηθεί πριν την καταστροφή ο πρωτότοκός του γιος Θεόδωρος (1778-1823), ο δευτερότοκος Νικόλαος (1780-1840), κι ο τριτότοκος Ραφαήλ (1782-1830) που συναντήσαμε πιο πάνω. Ο Στέργιος (1794-1870) τεταρτότοκος γιος του Μιχαήλ γεννήθηκε στο Μπλάτσι κι η αδερφή του Μαρία (1796-;) στις Σέρρες. Εδώ έζησαν ως το τέλος της ζωής τους ο πρωτότοκος Θεόδωρος κι η υστερότοκη αδελφή του Μαρία. Η τελευταία παντρεύητκε τον Κωνσταντίνο Δούρο με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά τον Στέργιο, τη Ζωἰτσα και τον Θεόδωρο που έζησαν στις Σέρρες ως τα τέλη του 19ου αιώνα. Η γενιά του Θεοδώρου, από το γάμο του με τη γεννημένη στις Σέρρες Αναστασία Καπέτη από το Λινοτόπι, εξαλείφθηκε καθώς και τα τρία παιδιά του Νικόλαος, Ραφαήλ και Μιχαήλ-Θέοδωρος που εγκαταστάθηκαν στη Βιέννη δεν άφησαν απογόνους. Και τα τρία αδέρφια γεννήθηκαν στο Μπλάτσι, πράγμα που δηλώνει ότι η οικογένεια Δούμπα μετά την καταστροφή του Λινοτοπίου είχε επιλέξει για θερινή της εγκατάσταση τον ορεινό οικισμό στο Σινιάτσικο. Ο Νικόλαος απεβίωσε άγαμος στη Βιέννη. Ο Ραφαήλ νυμφεύθηκε στη Βιέννη την Ελένη Μιχ. Κούρτη, απεβίωσε όμως δυο χρόνια μετά το γάμο του και δεν άφησε απογόνους. Χωρίς απογόνους από τον γάμο του στις Σέρρες με τη γεννημένη το καλοκαίρι του 1823 στο Μπλάτσι Ματή Γερμάνη απεβίωσε στη Βιέννη και ο υστερότοκος αδερφός Μιχαήλ-Θεόδωρος.
Ο δευτερότοκος γιος του Μιχαήλ Δούμπα, ο Νικόλαος, είχε γεννηθεί στο Λινοτόπι το 1780. Νυμφεύθηκε στις Σέρρες το 1817 τη Ζωή Γερμάνη (1800-1855), γεννημένη στις Σέρρες το 1800. Από την ένωση αυτή ήλθαν στον κόσμο πέντε παιδιά: οι Θεόδωρος, Κωνσταντίνος, Αναστασία, Στέργιος και Μιχαήλ. Ο πρωτότοκος Θεόδωρος (1818-1880), ο μετέπειτα Ευεργέτης των Σερρών, νυμφεύθηκε στην Πέστη την ευγενή Άννα φον Βράνη (Βλάχα από την ομώνυμη λινοτοπίτικη οικογένεια της Καστοριάς) κι απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Ο Κωνσταντίνος Νικολάου Δούμπα (1820-1866), αδερφός του ευεργέτη των Σερρών, έζησε άγαμος στο Μελένικο επικεφαλής των εκεί οικογενειακών επιχειρήσεων. Ευεργέτησε πολλαπλώς την ελληνορθόδοξη Κοινότητα του Μελενίκου και την τοπική εκκλησία. Το 1860, στον κατάλογο του «εν Σέρραις Ελληνικού Προξενείου», αναφέρεται πρώτος στην κατάταξη των Ελλήνων πολιτών των Σερρών ακολουθούμενος από τον ιατρό Αναστάσιο Εμμανουήλ Παπά, γαμπρό των Καπέτη. Τα άλλα παιδιά του Νικολάου, η Αναστασία όπως κι οι υστερότοκοι αδερφοί της Στέργιος και Μιχαήλ, έζησαν στις Σέρρες κι ασχολούνταν στις οικογενειακές επιχειρήσεις. Από την αλληλογραφία τους με τον Θεόδωρο φαίνεται η ενεργός συμμετοχή τους στα κοινά της Ελληνορθόξης Κοινότητας των Σερρών κατά τον 19ο αιώνα. Για την οικογενειακή τους κατάσταση όμως, εξαιτίας της ανυπαρξίας σχετικής έρευνας, δε γνωρίζουμε ειδικότερα μέχρι τώρα.
Τα παιδιά του Ευεργέτη των Σερρών, που ζούσε στη Βιέννη, από το γάμο του με την ευγενή Άννα φον Βράνη, ονομάζονταν Νικόλαος, Κωνσταντίνος Ελένη και Στέργιος. Τα δύο τελευταία πέθαναν σε βρεφική και νηπιακή ηλικία αντίστοιχα. Ο δευτερότοκος Κωνσταντίνος (1856-1947) έκανε καριέρα διπλωμάτη στην αυτοκρατορική διπλωματική υπηρεσία της Αυστροουγγαρίας. Ήταν έγγαμος με τη βαρώνη Anna Sophie von Lieven δεν άφησε όμως απογόνους. Ο πρωτότοκος Νικόλαος (1854-1928) νυμφεύθηκε την Ελένη Διαμαντίδη (1863-1928) κι έζησε στη Βιέννη. Από αυτόν κατάγονται σήμερα οι Δούμπα στην Αυστρία και στις ΗΠΑ.
Ο τριτότοκος γιος του Μιχαήλ Δούμπα ο Ραφαήλ, γεννημένος στο Λινοτόπι το 1782, απεβίωσε άγαμος κατά τη διάρκεια ταξιδιού του στην Όρσοβα. Ο αδερφός του και τεταρτότοκος Στέργιος, είχε γεννηθεί στο Μπλάτσι το Μάϊο του 1794. Ο Στέργιος, μετέπειτα και εθνικός ευεργέτης της Ελλάδος, νυμφεύθηκε στο Ναό του Αγίου Γωργίου της Αδελφότητας των Τουρκομεριτών Ελλήνων της Βιέννης τη Μαρία Μιχ. Κούρτη (1805-1833). Απέκτησαν δυο γιους τον Μιχαήλ (1828-1894) και το Νικόλαο (1830-1900). Ο πρώτος ασχολήθηκε με τις οικογενειακές επιχειρήσεις και απεβίωσε άγαμος. Ο φιλόμουσος Νικόλαος αναδείχθηκε σε Μαικήνα και μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες που έδωσε ο βλαχικός Ελληνισμός στη Βιέννη του 19ου αιώνα. Θεωρείται μέχρι σήμερα ζητούμενο για την επιστήμη της ιστορίας η παρουσίαση της προσωπικότητάς του. Από το γάμο του με τη Μαρία Μάνου (1845-1936) ο Νικόλαος απέκτησε μια θυγατέρα, την Ειρήνη (1864-1920) που απεβίωσε άγαμη. Στο παλάτι τους που έχτισε στη Βιέννη ο πρωτότοκος γιος του Στέργιου, ο Μιχαήλ Δούμπας, κατοικούν σήμερα οι απόγονοι της γραμμής του θείου του Νικολάου. Ο Στέργιος διετέλεσε ελεγκτής της Εθνικής Τράπεζας Αυστρίας. Ο γιος του Μιχαήλ Δούμπας διετέλεσε διευθυντής (1870-1878) της ίδιας τράπεζας, ο τελευταίος από τους πέντε Έλληνες προϊσταμένους της. Ο Μιχαήλ είχε διετελέσει προηγουμένως και Γενικός Πρόξενος του Βασιλείου της Ελλάδος ενώ ο πατέρας του Στέργιος ήταν Γενικός Πρόξενος της Υψηλής Πύλης. Ο Στέργιος τιμήθηκε γι’ αυτή του την υπηρεσία και την ανάπτυξη των διμερών οικονομικών σχέσεων με τον τίτλο του «Μεγάλου Αγά της Μολδαυίας». Το ελληνικό βασίλειο για τις προς την Ελλάδα δωρεές του απένειμε στον φιλογενή Στέργιο τα διάσημα του «Τάγματος των Ιπποτών του Σωτήρος». Σε αντίθεση με άλλους ομογενείς ο Στέργιος Δούμπας παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του και κατά δήλωσή του «έλληνας έμπορος» οθωμανός υπήκοος και απέρριψε όλες τις προτάσεις για τη συμπερίληψή του στις τάξεις των ευγενών του αψβουργικού κράτους. Κατά τον ίδιο τρόπο είχαν απορρίψει τις αντίστοιχες προτάσεις και οι δυο γιοί του. Ο Νικόλαος εξελέγη το 1870 Αντιπρόσωπος στη Βουλή της Κάτω Αυστρίας κι έλαβε τότε την καισαροβασιλική υπηκοότητα καθώς ήταν προϋπόθεση για την ανάληψη του υψηλού αυτού αξιώματος.
Η εταιρεία με την επωνυμία «Αυτάδελφοι Μιχαήλ Δούμπα» είχε ιδρυθεί στις Σέρρες στις 17 Σεπτεμβρίου του 1819. Στη Βιέννη η εταιρεία «Αυτάδελφοι Μιχαήλ Δούμπα», με επικεφαλής τον τεταρτότοκο Στέργιο, πρωτοκολλήθηκε με ημερομηνία 13.01.1821. Ασφαλώς ήταν αποτέλεσμα των γνώσεων και εμπειριών των αυταδέλφων Ραφαήλ και Στέργιου που εργάστηκαν στη Βιέννη, ο πρώτος απ’ το 1802 κι ο δεύτερος απ’ το 1817, στον λαρισαίο μοσχοπολίτικης καταγωγής επιχειρηματία και μεγαλέμπορο Μιχαήλ Κούρτη. Κοντά στο θείο του Στέργιο στάλθηκε από τις Σέρρες ο πρωτότοκος γιος του Νικολάου Μιχαήλ Δούμπα, ο Θεόδωρος, κι εργάστηκε στις οικογενειακές επιχειρήσεις. Με πρωτοβουλία του η οικογένεια Δούμπα ίδρυσε στις Σέρρες την περίφημη σχολή θηλέων με την επωνυμία «Δούμπειο Παρθεναγωγείο» και το Νοσοκομείο της πόλης. Από την προσωπική του περιουσία χρηματοδοτούσε τη λειτουργία ελληνοσχολείων στις Σέρρες και τη Θεσσαλονίκη και τα προίκισε με κληροδότημά του σύμφωνα με τη διαθήκη του. Οι Δουμπαίοι διατηρούσαν τακτική αλληλογραφία με τους προκρίτους (ανάμεσά τους οι Βλάχοι Κασομούλης, Παπάζογλου, Χατζηδήμος, Δούκας, Τέγουζιτς κά.) και την εκκλησιαστική αρχή των Σερρών όλο τον 19ο αιώνα. Συνέδραμαν την πόλη πάντοτε. Μετά την καταστροφική πυρκαγιά που έπληξε τις Σέρρες το 1849 καταστρέφοντας όλο το χριστιανικό εμπορικό κέντρο της, ο Θεόδωρος έγραφε από τη Βιέννη στον αδερφό του Στέργιο που ζούσε μόνιμα στις Σέρρες: «Κακός άγγελος φίλε Στέριε ο υστερινός ταχυδρόμος σας. Ασυνήθιστους από τοιαύτα δυστυχήματα εις Σέρρας μας έκαμε τόσω μεγαλυτέραν εντύπωσιν. Το συμβάν όμως κακόν είναι τόσω σημαντικόν, ώστε και τώρα ακόμη δεν ημπορούμεν να το κατανοήσωμεν. Δεν ημπορούμεν να ζυγίσωμεν την βαρύτητά του και τα αποτελέσματά του. Τι το όφελος όμως και αν ημπορούσαμεν; ηθέλαμεν ιατρεύσει όλας τας πληγάς η καν μετριάσει τους πόνους; Είμεθα ικανοί; Το ολίγον, όπερ δυνάμεθα να κάμωμεν, θα το κάμωμεν. Ας είναι και σταγών εις την θάλασσαν».
Κατά τον 19ο αιώνα έμελλε να αστικοποιηθεί στην πόλη των Σερρών σημαντικό τμήμα βλαχικού πληθυσμού εγκατεστημένο από δεκαετίες στην πόλη αλλά και την ευρύτερη περιοχή. Οι τύχες του ταυτίστηκαν με αυτές και των άλλων Ελλήνων κατοίκων της. Στις βλαχικής καταγωγής σερραϊκές οικογένειες συγκαταλέγονται κι οι Χρηστομάνου με απώτερη καταγωγή από την Κατράνιτσα της Εορδαίας καθώς και ο λόγιος ιατρός και ευεργέτης Αναστάσιος Παλλατίδης απ’ το Μελένικο. Στην ελεύθερη Ελλάδα εκπροσώπησαν το Νομό Σερρών οι βλαχικής καταγωγής Γερουσιαστές, ο Μακεδονομάχος Ιωάννης Δούμπας και ο Δημήτριος Πάζης.
Γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω, ότι οι Βλάχοι των Σερρών κατά τον 18ο και 19ο αιώνα εξωστεφείς λόγω και των ενασχολήσεών τους, συνέβαλλαν στην αστική συγκρότηση της πόλης και την ένταξή της σε διεθνή εμπορικά και οικονομικά δίκτυα εγκαίρως. Παράλληλα, με την ταυτόχρονη υλική υποστήριξή τους στην πνευματική κίνηση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, την ενεργό συμμετοχή τους στη Φιλική Εταιρεία και στην Επανάσταση του 1821 δημιούργησαν όλες τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας της πόλης κατά τον 19ο αιώνα και την ενίσχυση της ελληνικής εθνικής αυτοσυνειδησία της. Οι Βλάχοι των Σερρών προσέδωσαν αφενός ορίζοντα οράματος στην πόλη και στην ευρύτερη περιοχή ώστε να αγωνιστεί ως την απελευθέρωσή της αλλά και την απαραίτητη δημογραφική υπεροχή του ελληνικού στοιχείου έναντι των εξαρχικών διεκδικητών. Η μνήμη της συμβολής τους αυτής αποτελεί και την σημαντικότερη παρακαταθήκη τους για τους σημερινούς Έλληνες Βλάχους των Σερρών.
*Το πρωτόλειο σημείωμά μας, οι Βλάχοι και οι Σέρρες (18ος -19ος αι.) για την έκδοση του Ημερολογίου 2012 του Συλλόγου Βλάχων Σερρών «ο Γεωργάκης Ολύμπιος», γνωρίζουμε εκ των προτέρων, ότι δεν μπορεί να έχει πραγματολογική πληρότητα. Ωστόσο μπορούμε να ισχυριστούμε ότι έχει εγκυρότητα ως προς τις παρεχόμενες ειδήσεις. Για τη σύνταξή του στηριχθήκαμε σε ανέκδοτο αρχειακό υλικό των Αρχείων της Βιέννης και της Βουδαπέστης, στη δευτερεύουσα βιβλιογραφία και την ευρισκόμενη σε προετοιμασία εργασία μας για τους Έλληνες ευγενείς στην αυτοκρατορία των Αψβούργων.
Το διαβάσαμε: εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.