Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Σπυρίδων Λάμπρος


Σπυρίδων Λάμπρος
Ο Σπυρίδων Λάμπρος με περισσή υπερηφάνεια και πιθανή μερικές φορές πρόθεση, η οποία δύσκολα γίνεται αντιληπτή, αποκαλύπτει την καταγωγή του: 

''Είνε αληθέστατον μεν ότι κατάγομαι εκ Καλαρρυτών, μικρού χωρίου, επί της παραμεθορίου γραμμής του Ελληνικού Βασιλείου, έναντι του επί οθωμανικού εδάφους Συρράκου, πατρίδος ενός εκ των εξοχωτάτων πολιτικών ανδρών της Ελλάδος, του Κωλέττη, και ενός εκ των μάλλον φημισμένων ημετέρων ποιητών, του Ζαλοκώστα, αυτού τούτου του Συρράκου μετά της τέως ρουμανικής άνευ μαθητών σχολής, αλλ' είνε ακόμη αληθέστερον ότι ο πάππος μου υπήρξεν έν εκ των θυμάτων του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και ότι ουδείς εκ των συμπατριωτών μου των Καλαρρυτών, ως ουδείς εκ των κατοίκων του Συρράκου και των λοιπών χωρίων των διεκδικουμένων ως αρουμανικών αναγνωρίζει ότι τυγχάνει άλλο τι ή γνησιώτατος  και αδιαφιλονείκητος Έλλην''. 

Πατέρας του Σπυρίδωνος είναι ο Παύλος Λάμπρος, ευυπόληπτος και πλούσιος Ελληνόβλαχος εγκατεστημένος στην Κέρκυρα, όπου την Ογδόη Απριλίου 1851 γεννήθηκε ο Σπυρίδων. Χάρη δε στην πάντοτε άριστη υγεία του, στην οικογενειακή ευμάρεια, στην έμφυτη φιλομάθεια και στην ευδιάκριτη ευφυϊα του απέκτησε ευρύτατη μόρφωση. Ήδη το 1871 έχει περατώσει τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου και την 25η Ιουλίου 1873 αναγορεύθηκε διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Λειψίας, αλλά δεν επανήλθε αμέσως στην Ελλάδα επιδιώκοντας διεύρυνση των σπουδών στη Γερμανία. Πράγματι συνέχισε μεταδιδακτορικές σπουδές στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Εκεί επιδόθηκε στην ενδελεχή μελέτη των συγγραφών του ονομαστού Γερμανού Zinkeisen, ο οποίος πρώτος ήδη από το 1832 είχε ανατρέψει τον Jakob Ph. Fallmerayer. Ο Zinkeisen, αφού επέκρινε δριμύτατα τις πλάνες του Fallmerayer, αφοσιώθηκε στη συγγραφή συνεχούς ιστορίας του ελληνικού έθνους αποσκοπώντας στην οριστική λύση των ζητημάτων, που είχαν προκύψει από τις θεωρίες του Fallmerayer. Με θαυμαστή ευθυκρισία είχε θέσει ως πυρήνα και θεμελιώδη ιδέα την ενότητα του ελληνικού κόσμου σε όλες τις φάσεις της ιστορικής εξελίξεώς του. Έτσι έπαυσε να θεωρείται ως παρακμή του ρωμαϊκού κράτους η βυζαντινή ιστορία. Εκλαμβάνεται πλέον ως αρχή νέου ιστορικού βίου, κατά τον οποίο επέρχεται ''η βαθμιαία λήξις του αρχαίου και η διαμόρφωσις του νέου''. Εφεξής η βυζαντινή περίοδος, η οποία παρουσιαζόταν σαν εποχή ντροπής για τον Ελληνισμό έλαβε την αρμόζουσα θέση. 
Η νέα θεώρηση της ιστορίας ώθησε ημεδαπούς και αλλοδαπούς ιστορικούς στην έρευνα του Ελληνισμού κατά τους μέσους αιώνες, ώστε επιστημονικά να τεκμηριώνεται η συνέχεια και η ενότητα, η οποία αποτελούσε κοινή συνείδηση των Ελλήνων και πανίσχυρο κίνητρο προς ανεξαρτησία και εθνική ολοκλήρωση, όπως έχει προκύψει από το έργο των Κ. Παπαρηγόπουλου, Παύλου Καρολίδη και άλλων, μεταξύ των οποίων διακρίνεται ο Σπ. Λάμπρος, που έχει ερευνήσει τις τύχες του Ελληνισμού ως ενιαίου, συγγράφοντας πεντακόσιες μελέτες, μικρές, μεγάλες, βιβλία ολόκληρα και μερικά πολύτομα. Τα δημοσιεύματα του, κατά το χρονικό διάστημα 1866-1917, ανέρχονται σε 479 και συμποσούνται περίπου σε 39 ογκώδεις τόμους. Επιπρόσθετα υπάρχει και το εγκριτότατο περιοδικό Νέος Ελληνομνήμων, του οποίου κυκλοφορήθηκαν 21 τόμοι, που περιλαμβάνουν πρωτότυπες μελέτες του Σπ. Λάμπρου, και 17 τόμοι αποτελούν μεταφράσεις ιστορικών συγγραφών ξένων συναδέλφων του. Άξιες ιδιαίτερης μνείας συγγραφές του είναι η Ιστορία της Ελλάδος, ο ογκώδης κατάλογος των χειρογράφων του Αγίου Όρους, η δίτομη έκδοση του Μιχαήλ Ακομινάτου και οι δύο τόμοι των Παλαιολογείων. Επισημαίνονται επίσης ως εξαιρετικού ενδιαφέροντος και τα ακόλουθα: Λόγοι και Άρθρα (1878-1902), Μικταί Σελίδες (1905), Λόγοι και Αναμνήσεις εκ του Βορρά (1909), Ελευθέρια (1911). Εύλογα σημειώνει ο Ν. Σ. Δεπάστας ότι ''το συγγραφικόν του έργον εδημοσίευσεν ο Λάμπρος ιδίαις δαπάναις, της κρατικής προς αυτόν συνδρομής ούσης ανεπαρκεστάτης''.

Το 1878 επιστρέφοντας στην Ελλάδα άρχισε το διδακτικό έργο του ως υφηγητής της Ελληνικής Ιστορίας και της Παλαιογραφίας. Το 1887 εκλέχθηκε έκτακτος καθηγητής στην έδρα της Γενικής Ιστορίας και μετά τριετία τακτικός ως το θάνατό του. Έχει διδάξει Ιστορία επί είκοσι εννέα πανεπιστημιακά έτη από 30.1.1887, ως καθηγητής του μαθήματος της Γενικής Ιστορίας. Πάντως οι συγγραφές του αναφέρονται κυρίως σε περιόδους, οι οποίες έως τότε ήσαν παραγνωρισμένες, συγκεκριμένα δε στους Μέσους και Νεώτερους Χρόνους. Ομολογουμένως το συγγραφικό έργο του υπήρξε σπουδαίο επιστημονικά και πολύτιμο εθνικά. Κατά δε τη διδακτική θητεία του τιμήθηκε δύο φορές ως πρύτανης (1904 και 1911-12) και εξίσου ως κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής (1893-1894 και 1912-1913). Από την έρευνα, την οποία έκαμε στο Αρχείο Σπ. Λάμπρου ο καθηγητής Γερ. Γ. Ζώρας, διαπιστώθηκε ότι από πολλές Ακαδημίες διαφόρων χωρών εκλέχθηκε αντεπιστέλλον μέλος, συνάμα δε έτυχε και μεγάλων τιμητικών διακρίσεων, όπως και από την πατρίδα του Ελλάδα. 
Ο Σπ. Λάμπρος θαυμαζόταν αισθητότατα για την ευρύτατη γλωσσομάθεια. Ήταν γνώστης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, της λατινικής, της γερμανικής, της γαλλικής, της αγγλικής και της ιταλικής, εφόδια, που του έδιναν μοναδικές δυνατότητες άνετης ερμηνείας των αρχαίων πηγών και κατάλληλης αξιοποιήσεως της ξένης γραμματείας. Ως συνομιλητής αποσπούσε απόλυτο σεβασμό και αμέριστη προσοχή, διότι ήταν καλοκάγαθος συζητητής, ήπιος, σεμνός, εύχαρις, πολιτισμένος. Διακρινόταν για την άκαμπτη πίστη στο ακατάλυτο της ιδέας, την αλύγιστη από τις αντιξοότητες ψυχή του, τη σωματική αντοχή του, την ασυναγώνιστη φιλοπονία, την υποδειγματική επιστημονικότητα, το σπάνιο τάλαντο της ρητορείας. Ως καθηγητής και ως ομιλητής διακινούσε αφειδώλευτα ενδιαφέρουσες γνώσεις, συντελούσε εκπληκτικά στην εξάπλωση της μορφώσεως και της τονώσεως του φρονήματος. Κυριολεκτικά εμψύχωνε το ακροατήριο. Αυτά άλλως τε συνέβαιναν σε καιρούς εθνικών δοκιμασιών. Ήταν δε ο καταλληλότερος. Διότι διαχρονικά είχε σπουδάσει τις δοκιμασίες και περιπέτειες των Ελλήνων στα πάμπολλα βιβλία, καθώς και στα χειρόγραφα των βιβλιοθηκών της Ευρώπης και της Ανατολής. Δεν υπάρχει εκδήλωση του ελληνικού πολιτισμού, για την οποία δεν έγραψε ή δεν είχε ομιλήσει. Κατ' εξοχήν πρωτοστάτησε στην οργάνωση επιστημονικών συνεδρίων και στην ίδρυση επιστημονικών, ερευνητικών και εθνικών ιδρυμάτων, όπως ο Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, στον οποίο αφιερώνεται αυτοτελές λήμμα. Είχε πρωτόφαντη ευαισθησία για τον απανταχού Ελληνισμό, στην πλειονότητα τότε αλύτρωτο, Κυπριακό, Κρητικό, Αιγαιοπελαγίτικο, Μικρασιατικό, Θρακικό, Μακεδονικό, κατ' εξοχήν δε Ηπειρωτικό ως το βορειότερο Δυρράχιο, διεκδικούμενο και από Ρουμάνους!

Αληθινά Ρουμάνος διπλωματικός της ρουμανικής πρεσβείας στη Ρώμη, ο Ν. Burileanu, το 1904 επισκέφτηκε τους Βλάχους της Βορείου Ηπείρου, ακριβέστερα δε του Δυρραχίου, με αποκλειστικό σκοπό την αποκοπή τους από τον Ελληνισμό με την ευκαιρία της διαβόητης απογραφής του 1905 υπό τον αρνησίπατρι και αρνησίθρησκο Χιλμή-Πασά, τον άλλως επιλεγόμενο Χιλμέσκο λόγω της απροσχημάτιστης υπέρ της Ρουμανίας δραστηριότητάς του, με το αζημίωτο! Όμως οι Βορειοηπειρώτες Βλάχοι, οι καλούμενοι και Αρβανιτόβλαχοι, δεν εννοούν να ενδώσουν. Κατά την καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ελευθερία Ι. Νικολαϊδου, σύμφωνα με αρχειακές πηγές: ''οι βλαχόφωνοι των Τιράνων, πιστοί στην ελληνική ιδέα, με σθένος απάντησαν ότι τίποτε το κοινό δεν συνέδεε τη Ρουμανία μ' αυτούς, οίτινες στερρώς εχόμενοι των πατρώων, δεν θα επιτρέψωσι σκάνδαλα και ζιζάνια και ότι αι υποσχέσεις αυτού περί ιδρύσεως σχολής με πολλάς γλώσσας, και Εκκλησίας μεγαλοπρεπούς και προστασίας ισχυράς υπό την αιγίδα της Ρουμανίας, σκοπούσης, ως είπε, να συστήση και Προξενείον εν Δυρραχίω, δεν δύναται να μειώσωσι την απεριόριστον αγάπην των προς την Ελλάδα. Πρόσθεσαν επίσης πως κάθε απόπειρα δελεασμού τους με χρήματα ή άλλα μέσα θα ναυαγούσε, όπως είχε γίνει στο παρελθόν. Ακόμη και αυτή η βία αν χρησιμοποιόταν από τους βέηδες της περιοχής, όπως είχε γίνει πριν πέντε χρόνια, ύστερα από συμφωνία των βέηδων με τη ρουμανική κυβέρνηση, δεν θα απέδιδε''.
Εξάλλου ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Σορβόννης V. Berard αναφερόμενος στον Ελληνισμό του Δυρραχίου βεβαιώνει: ''Σε όλα τα υπαίθρια καφενεία μιλούν ελληνικά. Το Δυρράχιο ήταν το φυσικό τους (των Κουτσοβλάχων) λιμάνι για τις σχέσεις με τον Αγκώνα, τη Ραγούζα ή τη Βενετία''. Σε άλλο σημείο της συγγραφής του αποκαλύπτει και τα εξής: ''Η βλάχικη συνοικία του Ελβασάν, όπως και η άλλη του Πεκίνι, σημειώνει κι αυτή ένα σταθμό στο μεγάλο εμπορικό δρόμο των Βλάχων από την Πίνδο στο Δυρράχιο. Οι Βλάχοι αυτοί έχουν δική τους εκκλησία, τη δική τους γλώσσα και τα δικά τους σχολεία [..]. Ελληνικός ο κλήρος τους, ελληνική η λειτουργία τους [...]. Και στα δυό τους σχολεία, αρρένων και θηλέων η διδασκαλία γίνεται στα ελληνικά, οι ίδιοι μιλούν βλάχικα στην συνοικία τους και ελληνικά ή αρβανίτικα στο παζάρι. Κι αυτοί επίσης στέλνουν σπουδαστές στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Κοντολογίς έχουν ελληνική συνείδηση και δηλώνουν Έλληνες''.
Ωστόσο παρά την παταγώδη αποτυχία στο εγχείρημά του ο Burileanu επανεμφανίσθηκε το 1912 προβάλλοντας τις ρουμανικές διεκδικήσεις και στο ιταλικό κοινό με ιταλόγλωσσο δημοσίευμα, επιγραφόμενο οι Ρουμάνοι της Αλβανίας. Αλλά αυτή τη φορά έχει αντιμέτωπο τον Ελληνόβλαχο Σπυρίδων Λάμπρο, ο οποίος με ιταλόγλωσσο επίσης άρθρο αντικρούει την προπαγάνδα της Ρουμανίας και των μισθωτών πρακτόρων της, στους οποίους συγκαταλέγει και τον G. Weigand ονομαστικά: <<ο Ρουμάνος ούτος περιηγητής του οποίου αι πληροφορίαι δέον να γίνωσι δεκταί μετά πάσης επιφυλάξεως (αι προκαλέσασαι την διαμαρτυρίαν και αυτών των αλβανοφίλων της Ιταλίας) ισχυρίζεται ότι της Μοσχοπόλεως οι κάτοικοι ''ελάχιστα γνωρίζουσι την ελληνικήν, τινές δε εξαυτών αγνοούσιν αυτήν τελείως''. Ενώ όμως παραδέχεται ότι τα τοπικά άσματα είναι ελληνικά, ο ρουμάνος ιεραπόστολος ελέγχεται ως μη δυνάμενος να αποκρύψη την αλήθειαν της αναμφισβητήτως ελληνικής συνειδήσεως εν μια εκ των χωρών ένθα οι την ρουμανικήν ιδέαν εξυπηρετούντες... εφαντάσθησαν ότι ανεύρον τον Ρουμάνον... υπό την επιδερμίδα του Κουτσοβλάχου, συγκατοικούντος μετά του Έλληνος εν αγαστή αρμονία, ενίοτε δε εν αφομοιώσει αμφοτέρων των γλωσσικών ιδιωμάτων, πάντοτε όμως εν αδιασπάστω ενότητι, εν τη ειλικρινεί της ελληνικής συνειδήσεως εμμονή>>. Παράλληλα ο Σπ. Λάμπρος έσπευσε και στην υπεύθυνη και έγκυρη ενημέρωση της ελληνικής κοινής γνώμης, καθώς και των λεγομένων αρμοδίων, δημοσιεύοντας άρθρο επιγραφόμενο Ηπειρωτικά!

Παρά ταύτα το επωνυμικά βαρύγδουπο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ), επιχορηγούμενο κιόλας από το Ελληνικό Δημόσιο, σε συλλογική συγγραφή με τίτλο Ο Ελληνισμός της Αλβανίας, διαχωρίζει τους Ορθόδοξους της γειτονικής χώρας στις επόμενες τέσσερις εθνότητες: Βλαχική, Αλβανική, Ελληνική, Σλαβική, αγνοώντας μελέτημα επιγραφόμενο Καταγωγή και επίτομη ιστορία των Βλάχων της Αλβανίας, Ιωάννινα 1994 (ανάτ. από Ηπειρωτικό Ημερολόγιο (1993-94) της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών), ταυτόχρονα δε αυτοτελώς και στην αλβανική γλώσσα με χορηγό τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο. 
Εξίσου περιεργότατα διαπράχθηκε ασύγγνωστο λάθος και κατά το τρέχον έτος, 2012! Το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού με διαδικτυακό κείμενο, επιγραφόμενο <<Οι ελληνικές παροικίες στην Ουγγαρία>> παραπληροφορεί γράφοντας πρωτοσέλιδα τα εξής παντελώς ανεπιστημονικά και εθνικώς απαράδεκτα: <<Υπό τον όρο Έλληνες εννοούνται και στην Ουγγαρία -όπως και στη Βιέννη- όχι μόνο οι Έλληνες στο γένος, αλλά και οι ορθόδοξοι βαλκάνιοι λαοί που μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, δηλαδή οι Μακεδονοβλάχοι, Σέρβοι και Βούλγαροι...>>!

Από έρευνα του Σπ. Λάμπρου (Σελίδες εκ της ιστορίας του εν Ουγγαρία και Αυστρία μακεδονικού ελληνισμού, εν Αθήναις 1912, 32) συνάγεται ότι οι Βλάχοι της Αυστρίας και Ουγγαρίας <<..συναποτελούν μέλος της ελληνικής οικογενείας αδιαίρετον εν τε ταις πατρίσι και εν τη ξένη>>. Το πόρισμα της έρευνας Λάμπρου επιδοκιμάζεται από Ρουμάνους ακαδημαϊκούς. Κατά τον I. Coteanu (Limba Romana, 8, 1959, 9-10) οι απόδημοι Βλάχοι δεν αισθάνθηκαν ποτέ ότι ανήκουν στον ίδιο λαό με τους Ρουμάνους. Ο δε C. C. Giurescu (Istoria Bucurestilor, Bucuresti 1979, 220) τονίζει ότι για τον ρουμανικό λαό Κουτσόβλαχος σημαίνει Έλληνας. Ενωρίτερα ο  N. Iorga σε αρχειοδιφικό  δημοσίευμα, επιγραφόμενο Note Polone (Balcania, 1, 1938, 233-4) ανακοινώνει ότι οι απόδημοι Βλάχοι στην Πολωνία δηλώνουν στις τοπικές αρχές Graecus! Ο Tr. Stoianovich (<<Ο κατακτητής ορθόδοξος βαλκάνιος έμπορος>>, στο συλλογικό τόμο Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας ιε'-ιθ' αι.. Εισαγωγή-επιλογή κειμένων: Σπ. Ι. Ασδραχάς <<Μέλισσα>>, Αθήνα 1979, Ευρετήριο λ. Βλάχοι, 644β), γνωστοποιεί ότι οι Βλάχοι και από τους άλλους λαούς, μεταξύ των οποίων ζουν στην ξενιτειά, εκλαμβάνονται Έλληνες. Εξάλλου στον δωδέκατο τόμο της συγγραφής Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων (Βιέννη 1832, 530-531), ο οποίος κυκλοφορείται και αυτοτελώς επιγραφόμενος Οι Έλληνες, ο συγγραφέας Κων. Μ. Κούμας, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Βιέννης και αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Βερολίνου και Μονάχου, απέδειξε ότι οι Βλάχοι είναι <<Έλληνες το γένος>>. Προσθέτει δε και τα εξής: <<Συμπεριφέρονται αδελφικώς με τους Γκραικούς ως Γκραικοί και δεν δείχνουν ούτ' εκείνοι ούτε ούτοι καμμίαν εθνικήν διαφοράν προς αλλήλους, καθώς τωόντι είναι αμφότεροι οι λαοί μιας πατρίδος τέκνα και των αυτών προγόνων απόγονοι>>. 

Κατά την καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ελευθερία Νικολαϊδου, [Η ρουμανική προπαγάνδα στο βιλαέτι Ιωαννίνων και στα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου, τ. Α' (Μέσα 19ου αι. -1900), Ιωάννινα 1995, 22], <..στον χώρο της ελληνικής επιστημονικής έρευνας τη θέση αυτή, που διατύπωσε πρώτος ο Κων. Κούμας.., υποστηρίζει σθεναρά κι ο Απ. Ε. Βακαλόπουλος.. και επαναλαμβάνει με σοβαρά επιχειρήματα ο Λαζάρου.. και η Μαρία Νυσταζοπούλου>>. Ο Βακαλόπουλος το 1983 έχει συγγράψει και επίτομο μελέτημα επιγραφόμενο <<Ο γλωσσικός εκλατινισμός των κατοίκων της Ηπειρωτικής Ελλάδας>> (Ιστορία της Μακεδονίας από τα προϊστορικά χρόνια ως το 1912, Θεσσαλονίκη 1983, 48-49), στο οποίο ασπάζεται όσα έγραψε ο Κούμας και όσα έχει ιστορήσει ο επί Ιστουνιανού καθηγητής του Πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως και διοικητής της βυζαντινής επαρχίας Ευρώπη, όπως τότε ονομαζόταν τα σημερινά Βαλκάνια, Ιωάννης Λυδός, δηλαδή ότι οι κάτοικοι της χερσονήσου του Αίμου, <<αν και οι περισσότεροι ήσαν Έλληνες μιλούσαν τα λατινικά, προ πάντων οι δημόσιοι υπάλληλοι>> ήσαν λατινόφωνοι ή και δίγλωσσοι. Ιδού και στο πρωτότυπο: <<Νόμος αρχαίος ην πάντα μεν τα οπωσούν πραττόμενα παρά τοις επάρχοις, τάχα δέ και ταις άλλαις των αρχών, τοις Ιταλών εκφωνείσθαι ρήμασιν... τα δε περί την Ευρώπην πραττόμενα την αρχαιότητα διεφύλαξεν εξ ανάγκης, δια το τούς αυτής οικήτορας, καίπερ Έλληνας εκ του πλείονος όντας τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή, και μάλιστα τους δημοσιεύοντας>>. (Περί των αρχών, 261.68 Bonn)
Η προηγούμενη επιστημονικά πολύτιμη μαρτυρία έγινε πλέον αποδεκτή από την συντριπτική πλειονότητα των ειδικών επιστημόνων, Απ. Βακαλόπουλο. Κ. Βαβούσκο, Αντ. Μπουσμπούκη, Μιλτ. Χατζόπουλο, Bruno Helly, Miche Dubuisson, Eugene Lozovan, Cicerone Poghire. Οι δύο τελευταίοι είναι σύγχρονοι μας Ρουμάνοι.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και διαφωτιστικές είναι επίσης οι επιτόπιες διαπιστώσεις Ελλήνων διπλωματών για τους Βλάχους κατά τα λοίσθια της τουρκοκρατίας στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Από Σέρρες την 4 Δεκεμβρίου 1903 προς το επί των Εξωτερικών Β[ασιλικόν] Υπουργείον αναφέρει ο Πρόξενος Ίων Δραγούμης
<<... Η απώλεια των Βλάχων εν Μακεδονία είναι η πλήρης καταστροφή του ελληνισμού της Μακεδονίας...>>. Προσθέτει δε και τα εξής: <<... Είναι αξία θαυμασμού η εθνική αντοχή και τα άλλα των Βλάχων προτερήματα, των τε συνοικισθέντων εις τας κώμας και πόλεις ως και των κατεχόντων τα όρη νομάδων ποιμένων, απορώ δε πως έχοντες εν Μακεδονία τοιούτο στοιχείον, τοιούτο γένος, ορεινόν, νοήμον, υπερήφανον και φιλοπόλεμον ου μόνον δεν μετεχειρίσθημεν αυτό, όσον έπρεπε, προς περιφρούρησιν των εν τη χώρα δικαίων ημών, αλλά και αφήκαμεν αυτό να αποδεκατισθή εκ των επιθέσεων των ενόπλων Βουλγάρων. Λύπης αίσθημα προξενεί η καταστροφή αόπλων υπερηφάνων υφ' ωπλισμένων ταπεινών>>. Επιπρόσθετα στη σημείωση της επόμενης σελίδας αποκαλύπτει: <<Οι δε επί των ορέων νομάδες Βλάχοι από ετών απηνώς καταδιωκόμενοι υπό των Βουλγάρων οίτινες ουδέποτε έπαυσαν φονεύοντες τους κρατίστους αυτών και ζημιούντες τα ποίμνια αυτών, εξασθενούνται, ζημιούμενοι εις επίμετρον τελευταίον και υπό των στρατιωτικών αποσπασμάτων>>. Κατά τον ίδιο διπλωμάτη, οι ικανότητες των Βλάχων δεν πέρασαν απαρατήρητες και αναξιοποίητες από την Υψηλή Πύλη: <<Επειδή τα παραμεθώρια διαμερίσματα ελυμαίνοντο από του 1878 (και πρότερον ίσως) βουλγαρικαί ληστρικαί συμμορίαι η Τουρκία είχε αναθέσει εις τους Βλάχους την εξόντωσιν αυτών (οπλίσασα αυτούς). Έπειτα όμως άφησαν αυτούς (αγνοών διατί) και έμειναν φθίνοντες υπό τα κτυπήματα των Βουλγάρων ληστών, οίτινες βραδύτερον μετετράπησαν εις κομίτας [κομιτατζήδες]>>.

Γενναίοι σε φρόνημα ελληνικό δεν ήσαν μόνον οι κτηνοτρόφοι, αλλά και οι αστοί κάθε επιτηδεύματος, επιστήμονες και κατ' εξοχήν εκπαιδευτικοί. Η παραγνώρισή τους από το Ίδρυμα Μείζοντος Ελληνισμού δεν είναι απλώς επίμεμπτη... Διότι στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούν πρόσωπα αξιομνημόνευτα, αξιοθαύμαστα και αξιέπαινα. Λαμπρή επιστημονική προσωπικότητα, ο Πέτρος Παπαγεωργίου εύσχημα και αξιοπρεπέστατα αποποιείται πρόσκληση Ελευθερίου Βενιζέλου για έδρα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου προυπήρχε συμπατριώτης του Κρουσοβίτης, ο Ιωάννης Πανταζίδης, μνημονευόμενος από τον G. Weigand, με σημαντική εθνική-ελληνική προσφορά σε συνεργασία με τον Σπ. Λάμπρο. Έπονται δε πάμπολλοι, όπως οι Αλέξανδρος Σβώλος, Κ. Βαβούσκος, Γ. Νιτσιώτας, Αντ. Ταχιάος, Αναστ. Τάχος κ.α Από το Κρούσοβο φέρεται καταγόμενος και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ' ο Μεγαλοπρεπής. Ο Μοναστηριώτικος και της ευρύτερης μακεδονικής χώρας Ελληνισμός παλεύει τότε απεγνωσμένα. Πρωτίστως επιδιώκει την τόνωση του πατριωτικού φρονήματος, την εμφύσηση ελπίδας επιβιώσεως στους σκληρότατα ταλαιπωρημένους ομογενείς. Στην επίμοχθη και επισφαλή αυτή εθνική δράση ατάραχοι πάντοτε ήσαν οι μυημένοι ή συμπαθούντες τη <<Νέα Φιλική Εταιρεία>> Φλώρινας, της οποίας έμμετρο Χρονικό έχει συνθέσει ο Δημήτριος Τσιάπανος, γνωστό περισσότερο χάρη σε απόγονο του, αληθινό Υπερατλαντικό Ακρίτα του Ελληνισμού, τον Γεώργιο Τσάπανο. Ηγετική συμπεριφορά επέδειξε και μετά τη διάλυση της ο ιδρυτής Ν. Φιλιππίδης, ο οποίος συνέχισε τον αγώνα. Ανέπτυξε νέα δράση ως γυμνασιάρχης Καβάλας. Ισάξια θαρραλέος αναδείχθηκε ο Αλέξανδρος Ζουμετίκος, ο οποίος έχει θυσιάσει καθηγεσία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών συνεχίζοντας την εθνική αποστολή του ως γυμνασιάρχης Αδριανουπόλεως!

Εξάλλου οι Βλάχοι έχουν πρωτοστατήσει στον μακεδονικό αγώνα με πολυάριθμη και αξιόμαχη παρουσία ενόπλων, αλλά και με μεγάλη συμβολή στους τομείς του δικτύου πληροφοριών, επισιτισμού και υγειονομικής περιθάλψεως. Απτή απεικόνιση της δράσεως ιατρών, διδασκάλων και ιδίως διδασκαλισσών, επιχειρηματιών και απλών πολιτών έδωσε στα Απομνημονεύματα του ο Ζάννας από το Λιβάδι Ολύμπου. Ακατάπαυστα και συντονισμένα έδρασαν οι Βλάχοι αντιμετωπίζοντας Τούρκους, Βουλγάρους και ρουμανίσαντες από δίδυμο του Βορρά Κρούσοβο-Μοναστήρι έως το νότιο δίδυμο Κοκκινοπλός-Λιβάδι Ολύμπου. Αξιομνημόνευτη είναι η μαρτυρία του Michel Paillares του 1904: <<Στο Μοναστήρι, ρουμανικό κέντρο δράσης, όλοι οι Κουτσόβλαχοι είναι Έλληνες ως τα βάθη της καρδιάς τους, με ελληνικές παραδόσεις και ιδανικά>>.
Έτσι εξηγείται ότι και σε μικρά και σε μεγάλα αστικά κέντρα, στα οποία ασκήθηκε πολύχρονη και δαπανηρή ρουμανική προπαγάνδα, αναδείχθηκαν ενδοξότατοι Βλάχοι Μακεδονομάχοι, υπέροχοι υπέρμαχοι του Μακεδονικού Ελληνισμού. Ο Γ. Θ. Λυριτζής στον πίνακα τοπωνυμίων συγγραφής του παραθέτει και ονόματα μακεδονομάχων Βλαχοχωριών. Υπενθυμίζεται ότι η εμπλοκή της Ρουμανίας στη Μακεδονία επιβλήθηκε απειλητικά από την αψβουργική αυτοκρατορία και έτυχε ''συμπτωματικά'' της εσκεμμένης συνδρομής των Λαζαριστών του αββά Faveyrial, του οποίου το ασυγκράτητο μίσος κατά του Ελληνισμού έχει αποκαλύψει ο ίδιος ο Weigand: <<Συζητώντας με τον ηλικιωμένο ιερέα, που μένει εδώ και πολλά χρόνια στο Μοναστήρι και που νοιάζεται πάρα πολύ για την υποστήριξη του ρουμανικού σχολείου, πέρασε πολύ γρήγορα ο χρόνος. Με ιδιαίτερη εμπάθεια μιλούσε για τους ''maudits Grecs'' (καταραμένους Έλληνες), που οι Λαζαριστές είναι οι αδιόρθωτοι αντίπαλοι τους, όσο και να ξετρελαίνεται ο γαλλικός λαός για την Ελλάδα>>.

Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γ. Πλουμίδης γράφει για κάποιες πτυχές της πολύπλευρης δράσεως και τρόπων προσεγγίσεως της αθηναϊκής νεολαίας από Βλάχους Μακεδονομάχους, ακριβέστερα ενός Σαμαριναίου: <<..στην Αθήνα είχε κάμει την εμφάνισή του, στην Ομόνοια, όπως ειδικά αναφέρεται, ένας λεβεντόκορμος άνδρας 40-45 ετών με μαύρη φουστανέλλα, μαύρο πουκάμισο και φουντωτά μαύρα τσαρούχια. Τέτοια ήταν η εντύπωση που προκαλούσε η κορμοστασιά του, που ο γλύπτης Μιχαήλ Τόμπρος τον είχε ως μοντέλο κλασσικού αγάλματος. Πρόκειται για τον Γεώργιο Αρκούδα ή Λεπεντάτο, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, που είχε ανεβεί στη Μακεδονία πριν από τον Παύλο Μελά και κατέβαινε στην Αθήνα για να στρατολογεί νέους αντάρτες. Ανάμεσα στους φοιτητές και στους νέους προπαγάνδιζε τον αγώνα, πράγμα που έγινε απρόσκοπτα το 1904 και το 1905>>.
Εφάμιλλη αγωνιστική διάθεση και έντονο πατριωτικό παλμό είχαν εκδηλώσει και στο άκουσμα ότι επίκειται πόλεμος για την οριστική απελευθέρωση της Μακεδονίας, της υπόλοιπης Θεσσαλίας, Ηπείρου και όλων των υπό τουρκική κατοχή εδαφών, Θράκης και Αρχιπελάγους Αιγαίου. Ως σπουδαιότερη και θαυμαστότερη εκτιμήθηκε η σπουδή των αποδήμων Βλάχων, οι οποίοι, αν και δεν διέτρεχαν κίνδυνο διώξεων, ιδίως οι υπερπόντιοι, δηλαδή οι ξενιτεμένοι στην Αμερική, και οι οποίοι δεν είχαν καν προλάβει να οικονομήσουν τα ναύλα, βρήκαν δυνατότητα να καταταγούν ως εθελοντές, επικοινωνώντας κιόλας με την πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της πατρίδας, όπως έπραξαν οι Βλάχοι Κοκκινοπλού Ολύμπου
Ο Σπυρίδων Λάμπρος την 30 Ιανουαρίου 1908, κατά τα εγκαίνια του Εθνικού Οικοτροφείου, χαιρετίζοντας τα παιδιά σλαβοφώνων και βλαχοφώνων μακεδονομάχων και παρουσιάζοντας την αποστολή του Ιδρύματος βροντοφώναξε: <<Εκείνοι μεν όσοι εκ των εθνικών περιπετειών εν ημέραις στυγνής του όλου έθνους δουλείας ητύχησαν ν' αποβάλωσι την πάτριον γλώσσαν χωρίς ν' αποξενωθή η ψυχή των οικογενειών αυτών των πατροπαραδότων θρησκευτικών δογμάτων και των εθνικών πόθων θα δυνηθώσι ν' ακούσωσι τα χείλη αυτών επιστρέφοντα εις την εύστομον λαλιάν των προγόνων. Έλληνες δε τέλειοι όχι πλέον μόνον την ψυχήν, αλλά και την γλώσσαν θα δυνηθώσιν, επιστρέφοντες εις την Μακεδονίαν, να μεταδώσωσι και καταστήσωσι αγαπητόν μέχρι των εσχάτων αυτής γωνιών το εύγλωττον εκείνο φώνημα, δι' ου έδιδε τα παραγγέλματα αυτών ο Μέγας Αλέξανδρος εις τους Μακεδόνας συστρατιώτας, νικών εν ταις μάχαις τους εχθρούς του Ελληνισμού, την υψηλήν γλώσσαν δι' ης εμεγαλοφώνει ο Μακεδών Αριστοτέλης τας μεγάλας αυτού φιλοσοφικάς θεωρίας, την γλυκείαν εκείνην γλώσσαν, δι' ης διέδωσε τον Χριστιανισμόν εν Μακεδονία ο μέγας απόστολος του Ιησού, ο Παύλος>> (Λόγοι και αναμνήσεις εκ του Βορρά, εν Αθήναις 1909, 10).

Ήδη κατά την πρώιμη τουρκοκρατία οι υπόδουλοι Έλληνες έχουν συνειδητή βεβαιότητα της συνέχειας του Ελληνισμού. Ο Κρητικός Πατριάρχης Αλεξανδρείας (1590-1601) Μελέτιος Α' ο Πηγάς κάνοντας την παρατήρηση για το μεταβλητό αυτοκρατοριών, ταυτόχρονα υπενθυμίζει και την κοινή καταγωγή των συγχρόνων του Ελλήνων από τους αρχαίους Μακεδόνες, δηλαδή υπογραμμίζει την ελληνικότητα των Μακεδόνων: Ιδού δείγμα του μνημειώδους κηρύγματος του: <<Εσείς είσθε το γένος εκείνο το περιφρονημένον των Ρωμαίων, το οποίον εκυρίευσε όλην την οικουμένην με την δύναμιν των αρμάτων. Η Πρώτη μοναρχία των Περσών μετετέθη εις Αιγυπτίους, από τους Αιγυπτίους εις Μακεδόνας, οι οποίοι ήσαν Έλληνες, το γνήσιον γένος σας. Από εκείνους δε εις τους Ρωμαίους, από τους οποίους εσείς και κρατάτε και λέγεσθε. Εσείς είσθε εκείνοι, των οποίων οι πατέρες εφώτισαν την οικουμένην, την ορθοδοξίαν της Χριστού πίστεως. Τα λείψανα είσθε εσείς της βασιλείας των Ρωμαίων, εσείς τα λείψανα της ορθοδοξίας>>.

Η πολυωνυμία μας δεν αποτελεί αποκλειστικότητα. Υπάρχουν και άλλοι λαοί με τρία εθνωνύμια, π.χ οι Γερμανοί, οι οποίοι επιπρόσθετα αποκαλούνται Νέμτζοι από τους ανατολικούς γείτονες τους και Αλλαμανοί από τους νότιους. Ωστόσο, στην ελληνική περίπτωση αιφνιδιάζει η συνύπαρξη και των τριών στο ίδιο εκτενέστατο ποίημα, επιγραφόμενο Θρήνος και Κλαυθμός περί Κωνσταντινουπόλεως, του οποίου ο στιχουργός, λόγιος Ηπειρώτης, ο μητροπολίτης Μυρέων, Ματθαίος παρενθέτει κατά τον 16ο αιώνα και τα τρία:

Αλλοίμονον, αλλοίμονον στο γένος των Ρωμαίων

...................................................................................
ω πως εκαταστάθηκε το γένος των Ελλήνων
...................................................................................
σ' εμάς εις όλους τους Γραικούς ναλθής τούτην την ώραν!


Το 1878 στο Βουκουρέστι ο Τριαντάφυλλος Μπάρτας είχε διακηρύξει την ελληνική καταγωγή των Βλάχων <<εν ταις κατοικουμέναις υπό των Ρωμαίων, Ελλήνων την φυλήν Βλάχων, ως είπομεν της Ελλάδος>>. Όμως οι Ελληνόβλαχοι αυτοαποκαλούνται Αρμάνοι, όρος παραγόμενος από το πανάρχαιο ελληνικό προθετικό Α- και ρωμάνος με συγκοπή του -ω,  σύμφωνα με την αποκάλυψη του Ρωσοαμερικανού βυζαντινολόγου Α. Α. Vasiliev, ασπαστή από τον ακαδημαϊκό Διονύσιο Ζακυθηνό, ο οποίος προσθέτει σαφώς ότι: <<οι Έλληνες ονομάζουν τη χώρα τους Αρμανία (Ρωμανία)>>. Προ της εξαπλώσεως άλλως τε της λέξεως Βλάχος στην ελληνική χερσόνησο, μονόγλωσσοι και διγλωσοι Έλληνες αδιακρίτως φέρουν το κοινό όνομα Ρωμαίοι! Τούτο επιβεβαίωσε πρόσφατα και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου Cicerone Poghirc. Ωστόσο το εθνωνύμιο Έλληνες ενυπάρχει και στις παραδόσεις των Αρμάνων-Βλάχων, όπως έχει επισημάνει ο Ι. Θ. Κακριδής. Καίρια είναι και η επισήμανση του F. E. Peters, ο οποίος διακρίνει τον Ελληνισμό ως Ελληνικό και ως Λατινικό τονίζοντας: <<Αμφότεροι οι κλάδοι, ο Λατινικός και ο Ελληνικός, προέκυψαν υπό την πολιτικήν κυριαρχία της Οικουμενικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας...>>. Ο δε Ζακυθηνός προβαίνει στην ακόλουθη παρατήρηση: <<Υπό το νέον τούτο πρίσμα ορωμένη, η Ρωμαιοκρατία και γενικώτερον η Ρωμαϊκή Ιστορία αποτελεί επιστημονικόν χώρον εκτάκτου εθνικής σημασίας>>.

Πολύ ενωρίτερα ο Λάμπρος εξιστορώντας την κατάκτηση της Ελλάδος από τους Φράγκους σχεδόν διαβεβαιώνει: <<Ότι δε οι Βλάχοι είναι καταγωγής ρωμαϊκής δεν υπόκειται εις αμφιβολίαν>>, φράση, την οποία και στις ημέρες μας τα περιτρίμματα της προπαγάνδας δεν έχουν διστάσει να επικαλεσθούν προς άγραν θυμάτων, ενώ η επίμαχη φράση βασιζόταν σε συγγράμματα καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών, π.χ του Ευθυμίου Καστόρχη και ξένων, όπου γίνεται λόγος για <<Ιταλία ελληνίδα>> ή <<Italia panellenica>>! Εξίσου ελκυστική ήταν και η συγγραφή του Γουσταύον Χερτσβεργ (1826-1907), Ιστορία της Ελλάδος επί της Ρωμαϊκής κυριαρχίας εκτιθεμένης κατά τας πηγάς (Αθήναι 1902), Β', 64: <<Εις τους Έλληνας τους έχοντας φύσιν δεξιάν εις μεγάλα επιτηδεύματα εν τω βίω και προς ταύτα οργώντας ήτο πάντως ικανώς εύκολον να διανοίξωσιν εαυτοίς οδόν εις το να μετέχωσιν απ' ευθείας του πολιτικού βίου και ιδίως της πολιτικής και στρατιωτικής υπηρεσίας του παγκοσμίου κράτους, ενταυτώ δε να επιζητήσωσι και τα πολυειδή προσωπικά συμφέροντα, καθ'α ο Ρωμαίος πολίτης (civis Romanus) και επί των αυτοκρατόρων, μέχρι της μεγάλης ισοπολιτειακής πράξεως του Καρακάλλα επλεονέκτει των λοιπών υπηκόων των αυτοκρατόρων..>>. Αλλά κατά τον Σπ. Λάμπρο και ο Καρακάλλας <<δια της επεκτάσεως του δικαιώματος Ρωμαίου πολίτου εις άπαντας τους ελευθέρους κατοίκους της αυτοκρατορίας παρέσχεν εις τους Έλληνας ευκαιρίαν, ήν δεν εβράδυναν να επωφεληθώσι. Και δη απ' εκείνου του χρόνου αι θύραι της ρωμαϊκής διοικήσεως ανεώχθησαν εις απάσας τας φυλάς των ρωμαϊκών κτήσεων, ούτω δε οι ευφυείς Έλληνες απέκτησαν εν αυτή υπεροχήν οιαν και πολύ αργότερον επί τουρκοκρατίας. Από του χρόνου δ' εκείνου προσέτι εθεώρουν εαυτούς Ρωμαίους και το όνομα τούτο έμεινε προσκεκολλημένον εις αυτούς και πολύν χρόνον μετά την κατάλυσιν της ρωμαϊκής αρχής>>.

Με τον τέλεια διαφαινόμενο πνευματικό και επιστημονικό εξοπλισμό του Σπ. Λάμπρου οπωσδήποτε σωτήρια για τον Ελληνισμό θα απέβαινε η παρουσία του ως συνοδού του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Συνδιάσκεψη του Βουκουρεστίου (1913), όπου οι Ελληνόβλαχοι αφέθηκαν αμανάτι στη Ρουμανία με απλές επιστολές Βενιζέλου-Μαγιορέσκο, αν και το ενέχυρο είχε χρόνο λήξεως έως την απελευθέρωση της Τρανσυλβανίας από την αψβουργική κατοχή, όπως έχει ομολογήσει από το βήμα της ρουμανικής Βουλής <<εις εκ των σπουδαίων πολιτικών ανδρών της Ρομουνίας (προφ. Ρουμανίας>>, ο Mihail Kogalniceanu, που είχε διετελέσει υπουργός Εξωτερικών και εξήγησε: <<Έκαστος λαός έχει ανάγκην να στρέφη τας σκέψεις και τους εθνικούς αυτού πόθους προς εν οιονδήποτε ιδανικόν. Η Μακεδονική ρωμουνική (ρουμανική) πολιτική εφευρέθη προς αποτροπήν του ρωμουνικού λαού από της περί των εν Τρανσυλβανία υποδούλων αδελφών αυτών μερίμνης. Εάν εγκαταλείψωμεν την μακεδονικήν πολιτικήν, οι συμπατριώται ημών θα αναγκασθώσι να στραφώσι προς την Τρανσυλβανίαν. Αλλ' εν τοιαύτη περιπτώσει αι σχέσεις ημών προς την Αυστροουγγαρίαν θα διαταραχθώσι σπουδαίως, το οποίον εκ παντός τρόπου δέον ν' αποφύγωμεν υπό τας παρούσας περιστάσεις. Διά τούτο είναι αναγκαίον επί του παρόντος να διευθύνωμεν την προσοχήν του Ρωμουνικού λαού προς την Μακεδονίαν>>. Ο δε περιορισμός ''επί του παρόντος'' έληγε το 1918!

Αυτά ήσαν δημοσιευμένα και στην ελληνική γλώσσα ήδη από το 1905 σε βιβλίο του Αντ. Θ. Σπηλιωτόπουλου, επιγραφόμενο Οι βλαχόφωνοι Έλληνες και η Ρωμουνική προπαγάνδα, το δε προηγούμενο έτος 1904, ο πρωθυπουργός και αρχηγός του νεοπαγούς ρουμανικού κράτους Al. Sturdza είχε συγγράψει στη γαλλική γλώσσα βιβλίο με τίτλο Η Ρουμανία δεν ανήκει στην καθ' αυτήν Βαλκανική Χερσόνησο ούτε ως έδαφος ούτε ως φυλή ούτε ως κράτος! Εξάλλου ο Λάμπρος θα είχε την ευτυχία συνεργασίας με τον επιφανέστατο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ''Ρουμάνο'' διπλωμάτη, τον Ελληνόβλαχο Ν. Μίσσιο, εγκέφαλο της Συνδιασκέψεως, τον οποίο ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετά τη λήξη των εργασιών έσπευσε στην παρασημοφόρησή του, κατά την οποία έμαθε για την ελληνική καταγωγή και την επιβλαβέστατη για τον Ελληνισμό αδικία του, από το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, όταν σε διαγωνισμό είχε αριστεύσει, αλλά η θέση δόθηκε σε αποτυχόντα, γόνο πολιτικής οικογένειας! Σπουδαία επίσης και εθνικά επωφελής για τις δύο χώρες, Ρουμανία-Ελλάδα, εκτιμάται η επικοινωνία του Λάμπρου με διακεκριμένη ρουμανική προσωπικότητα, τον ακαδημαϊκό Al. Philippide, μακρινό συγγενή του πρώτου ιστορικού της Ρουμανίας Πηλιορείτη Δανιήλ Φιλιππίδη, πρωτοξαδέλφου του Γρηγορίου Κωνσταντά. Διότι ο Αλέξανδρος Φιλιππίδης με δίτομη ογκώδη συγγραφή είχε αποδείξει αντί καθόδου λατινοφώνων από Δακία άνοδο χρήστων λατινογενούς ιδιώματος από τον εντεύθεν του Δουνάβεως βαλκανικό χώρο αναιρώντας καθ' ολοκληρίαν τη ρουμανική πολιτική προς τη Μακεδονία. Επιστημονικό επίτευγμα, που επιδοκιμάστηκε από τους τότε ακραιφνείς Ρουμάνους επιστήμονες, προ πάντων δε από τους συγχρόνους μας.

Βέβαια ο Σπ. Λάμπρος δεν είχε ροπή προς την πολιτική. όμως ποτέ δεν αρνήθηκε οποιαδήποτε συνδρομή του σε πολιτικούς φορείς προς όφελος της πατρίδας, κατ' εξοχήν δε προς ανακούφιση των σκλαβωμένων ομογενών. Έτσι ερμηνεύεται η δράση του στα πλαίσια της Εθνικής Εταιρείας το έτος 1896. Προφανέστατα με την ίδια αντίληψη δέχθηκε το 1916 την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως από τον βασιλειά Κωνσταντίνο. Φρονούσε ότι ως απόλυτα ακομμάτιστος θα συναντούσε μικρότερες δυσχέρειες στην επιδίωξη αποκαταστάσεως φιλικών σχέσεων προς την Ελλάδα των κρατών, που τότε πολεμούσαν εναντίον της Γερμανίας. Δεν φαίνεται άλλως τε αβάσιμο εντελώς το ενδεχόμενο συναντιλήψεως της αποστολής του, δοθέντος ότι τόσο η βασιλική οικογένεια όσο και ο Ελευθέριος Βενιζέλος συμμετείχαν ενεργώς στις εθνωφελείς δραστηριότητες του ''Παρνασσού'', του οποίου ομολογουμένως κινητήρια δύναμη ήταν ο Λάμπρος. Αλλά η ωμή επέμβαση των Γάλλων και η κορύφωση του εθνικού διχασμού είχαν ως αποτέλεσμα την εκτόπιση του στην Ύδρα και κατόπιν την εξορία του στη Σκόπελο.
Εκεί εξόριστος πρωτοαισθάνθηκε το σύμπτωμα της αρρώστιας. Αλλά πάλι χωρίς την παραμικρή μνησικακία για τους διώκτες του επιδόθηκε με ψυχικό σθένος και αξιοθαύμαστη ψυχραιμία στη μετάφραση της γραμμένης γερμανικά πεντάτομης Ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του Ρουμάνου ακαδημαϊκού N. Iorga, ελληνικής εξ αμφοτέρων των γονέων καταγωγής. Σε κάποια διαλείμματα έδωσε διέξοδο και στην ποιητική σύνθεση. Ενδεδειγμένο είναι το παρατιθέμενο τετράστιχο επίγραμμα, απότοκο της έντονης επιθυμίας του για εμψύχωση των οικείων του:


Πλέξτε και αυτά τα λιγοστά της εξορίας λουλούδια 
μαζί με της αγάπης σας το δροσερό στεφάνι, 
και ας είναι όλη η ζωή για σας χαρά, τραγούδια 
και ευτυχία που σύγνεφο ποτέ να μην πικράνει. 


Δεν είναι το μοναδικό ποίημα του. Ήδη καταμετρήθηκαν 190! Δυστυχώς οι εμπαθείς διώκτες του διανοήθηκαν και την παραπομπή του σε δίκη. Μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Όμως, λόγω επιδείνωσης της αρρώστιας του, παρέμεινε φρουρούμενος στην κατοικία του, όπου την 23 Ιουλίου 1919 άφησε την τελευταία πνοή του. Η Ελλάδα έχασε τον Πανέλληνα!

(Οι ενδιαφερόμενοι για περισσότερη τεκμηρίωση βλ. Ευρετήρια ονομάτων στην τετράτομη συγγραφή Αχ. Γ. Λαζάρου, Ελληνισμός και λαοί νοτιοανατολικής Ευρώπης, Αθήνα 2009-2010).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.