Δυστυχώς μέχρι και σήμερα, η Ρουμανία δεν εγκαταλείπει την άκαρπη προπαγάνδα
που καταβάλει για τον προσηλυτισμό του
βλαχόφωνου ελληνισμού και της
διασποράς του για να κλείσει αυτό το θέμα
οριστικά. Είναι θλιβερό που η μακραίωνη
σχέση των δυο λαών (ελληνικού και ρουμανικού) δεν αξιοποιείται κατάλληλα και επισκιάζεται
από ανόητες μεθοδεύσεις!
Στους καιρούς μας, ωστόσο, το ζήτημα δεν περιορίζεται μόνο στη ρουμανική προπαγάνδα...
Στο κείμενο που ακολουθεί μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι ο ρουμανικός φιλελληνισμός, εδραιωμένος από αιώνες, έχει πολλαπλές πτυχές
και όψεις μια και η παρουσία των Ελλήνων
στα εδάφη της Ρουμανίας έχει βαθιές ρίζες...
που καταβάλει για τον προσηλυτισμό του
βλαχόφωνου ελληνισμού και της
διασποράς του για να κλείσει αυτό το θέμα
οριστικά. Είναι θλιβερό που η μακραίωνη
σχέση των δυο λαών (ελληνικού και ρουμανικού) δεν αξιοποιείται κατάλληλα και επισκιάζεται
από ανόητες μεθοδεύσεις!
Στους καιρούς μας, ωστόσο, το ζήτημα δεν περιορίζεται μόνο στη ρουμανική προπαγάνδα...
Στο κείμενο που ακολουθεί μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι ο ρουμανικός φιλελληνισμός, εδραιωμένος από αιώνες, έχει πολλαπλές πτυχές
και όψεις μια και η παρουσία των Ελλήνων
στα εδάφη της Ρουμανίας έχει βαθιές ρίζες...
~~~~~~~~
Το ελληνικό Βουκουρέστι
Τη χαρτογράφηση της παρουσίας των Ελλήνων, για περισσότερα από 550 χρόνια, στο χώρο της σημερινής πρωτεύουσας της Ρουμανίας επιχειρεί η πρωτότυπη έκδοση που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ομόνοια» του Βουκουρεστίου.
«Το δίγλωσσο λεύκωμα, με τίτλο Το Ελληνικό Βουκουρέστι (Bucureştiul grecesc), της Georgeta Filitti αποτελεί αναμφίβολα τίτλο αναφοράς στην αφιερωμένη στον Ελληνισμό της Ρουμανίας βιβλιογραφία, αλλά και απαραίτητο οδηγό για όσους επιθυμούν να εμβαθύνουν στην ιστορία της πόλης που κατοικούν ή επισκέπτονται» δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ από το Βουκουρέστι η ιδρύτρια της Ομόνοιας, καταξιωμένη νεοελληνίστρια Έλενα Λαζάρ.
Πρόκειται για μια εικονογραφημένη εγκυκλοπαίδεια, η οποία «ανασυνθέτει» τη μοίρα των Ελλήνων που πέρασαν από το Βουκουρέστι και έμειναν εκεί, αλλά και τη συμβολή τους στην ανάπτυξη της πόλης, που είναι ομόφωνα αναγνωρισμένη. Όπως εξηγεί η κ. Λαζάρ, η ιστορία αυτών των Ελλήνων συνδέεται στενά με την ιστορία του Βουκουρεστίου, καθώς πολλοί εξ αυτών εγκαταστάθηκαν οριστικά εκεί και διακρίθηκαν ως λαμπρές προσωπικότητες στη ρουμανική κοινωνία.
«Είναι γνωστό ότι το Βουκουρέστι αποτέλεσε για τους Έλληνες πολυπόθητο προορισμό, που τους προσέφερε πολλαπλές προοπτικές ανάδειξης», σημειώνει η κ. Λαζάρ προσθέτοντας ότι οι Έλληνες είχαν προνομιακή θέση στην κοσμοπολίτικη αυτή πόλη.
Τον ρόλο των Ελλήνων στην οικονομική, πολιτική, κοινωνική, θρησκευτική, επιστημονική, πολιτιστική και καλλιτεχνική ζωή του Βουκουρεστίου αποδεικνύουν πολυάριθμες μαρτυρίες: 2.000 ελληνικά χειρόγραφα που στεγάζει η Βιβλιοθήκη της Ρουμανικής Ακαδημίας και άλλα, ομοίως πολύτιμα, που βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ρουμανίας, αλλά και τα διάφορα μνημεία-εκκλησίες, φιλανθρωπικά ιδρύματα, κτίρια και ανάκτορα, που αντέχουν ακόμα και σήμερα στη συλλογική μνήμη.
«ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΟΥ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ» ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΠΡΩΪΝΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ (1897) |
Μέσα από τις 208 σελίδες, στα επτά κεφάλαια της ιστορικής σύνθεσης που υπογράφει η Georgeta Filitti, «σχολιάζονται» στιγμιότυπα από τη ζωή της ελληνικής κοινότητας του Βουκουρεστίου, συνοδευόμενα από πλούσιο εικονογραφικό υλικό (περίπου 360 επιλεγμένες φωτογραφίες – ναοί, χειρόγραφα, ελληνικές εκδόσεις ή μεταφράσεις ελληνικών έργων, χρυσόβουλα, εφημερίδες κ.λπ.).
«Το υλικό αυτό είναι εν μέρει ανέκδοτο και είναι γενναιόδωρη προσφορά εκ μέρους ιδρυμάτων ή προσώπων, που τους ευχαριστούμε θερμά. Οι εικονογραφήσεις “σχολιάζονται”, με τη σειρά τους, με πλούσιες λεζάντες που συμπληρώνουν με ανεκτίμητες πληροφορίες το κυρίως κείμενο», εξηγεί η κ. Λαζάρ.
«Η πραγματοποίηση μιας τόσο φιλόδοξης και κομψής έκδοσης δεν θα ήταν εφικτή χωρίς την ευγενική υποστήριξη του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού ΑΡΚΑΔΙΑ, ενός ιδρύματος που στηρίζει ταυτόχρονα το ελληνικό σχολείο “Αθηνά” και που εντάσσεται τώρα στους Ρουμάνους ή Έλληνες πρωτεργάτες του ελληνισμού της Ρουμανίας», προσθέτει.
Την ιδιαίτερη σημασία του έργου, που φανερώνει τον δυναμισμό της ελληνικής συνιστώσας του Βουκουρεστίου, υπογραμμίζουν δύο ακαδημαϊκοί, ο Razvan Theodorescu, μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας, και ο Ευάγγελος Μουτσόπουλος, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, που το προλογίζουν. Η ελληνική μετάφραση του κειμένου είναι του δρα Tudor Dinu, αναπληρωτή καθηγητή, συντονιστή του Τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών της Σχολής Ξένων Γλωσσών και Λογοτεχνιών του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου.
Λίγα λόγια για τη Georgeta Filitti
Διδάκτορας Ιστορίας, ειδικευμένη στη σύγχρονη ιστορία της Ρουμανίας, η Georgeta Filitti είναι συγγραφέας και εκδότρια πολλών έργων και άρθρων αφιερωμένων στην ιστορία της πόλης του Βουκουρεστίου και στις προσωπικότητες που διακρίθηκαν στην ιστορία των Ρουμάνων.
Έχει ασχοληθεί, εδώ και πολλά χρόνια, με την έκδοση μερικών βασικών έργων της ρουμανικής ιστοριογραφίας, όπως είναι η βραβευμένη από τη Ρουμάνικη Ακαδημία 9τομη έκδοση των έργων του Mihail Kogalniceanu ή του Nicolae Iorga. Έχει δημοσιεύσει πάνω από 400 άρθρα ή μελέτες, σε ρουμανικά ή ξένα περιοδικά, σε αφιερώματα, σε εγκυκλοπαίδειες και θεματικές ανθολογίες. Το πάθος της για τον ελληνικό κόσμο και το ενδιαφέρον για τις σχέσεις αυτού με τον ρουμανικό υλοποιήθηκαν σε πολλά έργα [Ρουμάνοι περιηγητές στην Ελλάδα. Ανθολόγιο (2004), Οι Ρουμάνοι για τον Ρήγα. Ιστορικές αναφορές (2007), Πάντα μαζί. Ρουμανία-Ελλάδα. 130 χρόνια διπλωματικών σχέσεων (2010) κ.ά.].
Πηγή: Εδώ
Ελληνισμός και φιλελληνισμός στο ρουμανικό χώρο
Ελένα Λάζαρ,
Μεταφράστρια και εκδότρια
Δεν είμαι ιστορικός. Δεν είμαι ούτε κοινωνιολόγος, ούτε μελετητής των νοοτροπιών. Είμαι μια απλή απόφοιτος της Σχολής Κλασσικών Γλωσσών του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου, και έμαθα, στην αρχή από περιέργεια, την ελληνική γλώσσα και έγινα μεταφράστρια νεοελληνικής λογοτεχνίας, -μια δραστηριότητα απ’ την οποία προέκυψαν ως σήμερα 37 μεταφρασμένα βιβλία (τα 6 σε συνεργασία με άλλους νεοελληνιστές). Η γνώση της γλώσσας μου επέτρεψε την πρόσβαση στη λογοτεχνία και μετά στην έρευνα των Ελληνικών Γραμμάτων και της απήχησής τους στο ρουμανικό χώρο (με 5 σχετικά βιβλία μέχρι τώρα). Το 1991 ίδρυσα τον Εκδοτικό Οίκο «Ομόνοια», που αποκλειστικός του σκοπός είναι η προβολή του ελληνικού πολιτισμού στη Ρουμανία.
Μετά το τέλος των σπουδών μου, το 1972, και επί 35 χρόνια από τότε, ήλθα σε άμεση επαφή με όλο το ελληνικό και φιλελληνικό περιβάλλον της Ρουμανίας, γνώρισα μια σειρά προσωπικοτήτων – μεταφραστές, νεοελληνιστές κτλ. – που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην έρευνα των πολλαπλών πτυχών του Ελληνισμού που βλάστησε και άνθισε στο έδαφος της Ρουμανίας. Αυτό το εκλεκτό περιβάλλον με ενθάρρυνε να παρακολουθήσω, με τη σειρά μου, τη δράση και την απήχηση των Ελλήνων στην ρουμάνικη ιστορία, καθώς και τις πολιτιστικές ελληνο-ρουμανικές αλληλοεπιδράσεις. Το ένα τρίτο από τα βιβλία της «Ομόνοιας» έχουν ως κύριο θέμα τον ελληνισμό της Ρουμανίας. Ο τόμος με τον ίδιο τίτλο, που εκδόθηκε το 2006, είναι ιστορικό χρονολόγιο των πιο σημαντικών στιγμών που σημάδεψαν την τρισχιλιετή παρουσία των Ελλήνων στο ρουμανικό χώρο. Η πρώτη μελέτη με τον ίδιο τίτλο, δημοσιευμένη το 1912, οφείλεται στον Δημοσθένη Ρούσσο, ιδρυτή των Νεοελληνικών Σπουδών στη Ρουμανία.
Η εισήγηση που θα παρακολουθήσετε απόψε δε φιλοδοξεί να ανακοινώσει νεώτερα επιστημονικά δεδομένα, στηριζόμενα σε έγγραφα. Σας παρακαλώ να τη δεχθείτε μόνον σαν σεμνή μαρτυρία ενός προσεκτικού παρατηρητή της ρουμανικής σχολής νεοελληνικών σπουδών. Όπως θα διαπιστώσετε από την εικόνα που θα προσπαθήσω να περιγράψω, βρισκόμαστε μπροστά σε μια ξεχωριστή περίπτωση της ευρωπαϊκής ιστορίας, όταν χαρακτηριστικά ιστορικά συμφραζόμενα έχουν δημιουργήσει επί αιώνες το περίπλοκο φαινόμενο που αποκαλούμε ''ο ελληνισμός της Ρουμανίας''. Στο έδαφος της σημερινής Ρουμανίας εξελίχτηκε, από την αυγή της Αρχαιότητας μέχρι την σύγχρονη εποχή, αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε μια δεύτερη ‘’ Magna Graecia” ( ή „Magna Graecia του Βορρά’’ , όπως αποκάλεσε τα δακικά μέρη ο σπουδαίος Έλληνας βυζαντινολόγος ακαδημαϊκός Διονύσιος Ζακυθηνός). Η ζωή δίπλα και μαζί με τους Έλληνες δημιούργησε στην ψυχή των Ρουμάνων ποικίλα, κυρίως φιλελληνικά, αισθήματα, που απέκτησαν, ανάλογα με την εποχή, καινούργιες όψεις, ώστε σήμερα οι ειδικοί να θεωρούν τον φιλελληνισμό σημαντική συντεταγμένη του ρουμανικού πολιτισμού.
''Εμείς οι Ρουμάνοι βρισκόμαστε γεωγραφικά και πνευματικά πιο κοντά από κάθε άλλο λαό στην αρχαία Ελλάδα.'' Τα λόγια του διάσημου καθηγητή George Călinescu, θαυμαστή του ελληνικού κλασσικισμού, έχουν, νομίζω, πλήρη εγκυρότητα και ταιριάζουν ακόμα κι όταν αναφερόμαστε στη σύγχρονη Ελλάδα.
Η Ρουμανία οφείλει το όνομά της σ’ ένα Θεσσαλό λόγιο του 19ου αιώνα. Ο Δανιήλ Φιλιππίδης είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε το όνομα Ρουμανία στο έργο του Ιστορία της Ρουμανίας τυπωμένο το 1816 στη Λειψία.*
Η ελληνική παρουσία στο ρουμανικό χώρο. Σύντομο σχεδιάγραμμα
Την ιστορία των Ρουμάνων και την ιστορία των Ελλήνων δεν μπορεί να τις μελετήσει κανείς ανεξάρτητα τη μια από την άλλη, έλεγε, στη δεκαετία του 50 του 19ου αιώνα ένας ρουμάνος λόγιος-κληρικός ελληνικής καταγωγής. Και αυτό επειδή, απ’ όλους τους λαούς της Νότιο-Ανατολικής Ευρώπης, οι Ρουμάνοι και οι Έλληνες έχουν διατηρήσει τις πιο στενές, μακροχρόνιες , καρποφόρες και για τις δυο πλευρές, σχέσεις.
Στο έδαφος της σημερινής Ρουμανίας η ελληνική διασπορά κατέγραψε ένα από τα πιο λαμπρά της κεφάλαια. Από την ίδρυση, τον 7ο-6ο αιώνα προ Χριστού, των πρώτων ελληνικών αποικιών στη ρουμανική ακτή της Μαύρης Θάλασσας μέχρι σήμερα, όπου οι ελληνικές επιχειρήσεις παίζουν σημαντικό ρόλο στην ρουμανική αγορά, οι σχέσεις των δυο λαών ήταν συνεχείς, δε διακόπηκαν σχεδόν ποτέ. Να μην ξεχάσουμε ότι το μεγαλύτερο λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας, η Κωνστάντσα, ήταν στην αρχαιότητα η περίφημη πόλη Τόμι, ιδρυμένη πριν από 2500 χρόνια από Έλληνες της Μιλήτου.
Με την άνοδο της Κωνσταντινούπολης, της δεύτερης Ρώμης, στη σκηνή της ιστορίας, ο βυζαντινός πολιτισμός αντανακλάται, επί μια ολόκληρη χιλιετία, στα βόρεια του Δούναβη. Άνθρωποι – έμποροι, αγρότες, κληρικοί, λόγιοι, αρχιτέκτονες, οικοδόμοι -, αγαθά, έθιμα και ιδέες, νομικοί κώδικες, εκκλησιαστική τέχνη, όλα, κυκλοφορούν ανεμπόδιστα σ’ αυτά τα μέρη. Η σφραγίδα του βυζαντινού πολιτισμού – πιο φανερή κυρίως στη Βλαχία και τη Μολδαβία – βρίσκεται παντού – στην Εκκλησία (οι Ρούμανοι έμειναν ορθόδοξοι μέχρι σήμερα), στους κρατικούς θεσμούς, στο δίκαιο, στον πολιτισμό. Οι Έλληνες και οι Ρουμάνοι βρίσκονται μαζί (αλληλέγγυοι), πάνω από μια χιλιετία, στον πνευματικό κόσμο της Ορθοδοξίας.
Μετά το 1453, η έξοδος των Ελλήνων προς τις Ρουμανικές Χώρες, μαζί με όλη τους την πνευματική κληρονομιά, συμβάλλει στη δημιουργία/συγκρότηση? ενός αληθινού ‘’Βυζαντίου μετά το Βυζάντιο’’, για να χρησιμοποιήσουμε την εύγλωττη έκφραση του μεγαλύτερου Ρουμάνου ιστορικού Nicolae Iorga. Ο ελληνικός κόσμος θεωρεί τις Ρουμανικές Χώρες ως λιμάνι, ως όαση, ώστε, κατά μια λαϊκή έκφραση, ‘’μόνο ο Παράδεισος είναι καλύτερος από την Βλαχία’’. Η αλήθεια είναι ότι στις Ρουμανικές Χώρες ο έλεγχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν τόσο αυστηρός όπως στα υπόλοιπα Βαλκάνια, όπου η κυριαρχία της Πύλης ήταν απόλυτη και πανίσχυρη.
Η ελληνική γλώσσα, lingua franca στην Αρχαιότητα, έγινε, από το 15ο αιώνα μέχρι το κατώφλι της σύγχρονης εποχής, η γλώσσα του εμπορίου και του πολιτισμού. ‘’Το παράθυρο από το οποίο ο ρουμανικός πολιτισμός αρχίζει να βλέπει την παγκόσμια λογοτεχνία’’, κατά την εμπνευσμένη έκφραση ενός Ρουμάνου συγγραφέα (Alexandru Ciorănescu). Η δε νέα ελληνική, γίνεται, από το 17ο αιώνα, η γλώσσα του σχολείου και των επιστημών, και αποτελεί, για πολλά χρόνια, όχημα για την διείσδυση της Δύσης/ του δυτικού πολιτισμού στη Νοτιανατολική Ευρώπη. Κατά τον Nicolae Iorga, η ελληνική γλώσσα ήταν ‘’ εργαλείο διανοητικής προόδου, η μεγάλη γλώσσα του πολιτισμού στην Ανατολή’’.
Το εκκλησιαστικό περιβάλλον ήταν ένας από τους κύριους τομείς διείσδυσης των Ελλήνων στην εσωτερική ζωή και στον πολιτισμό της μεσαιωνικής ρουμανικής κοινωνίας, αρχίζοντας από το 16ο αιώνα. Η πρώτη ελληνική έκδοση της Βίβλου τυπώνεται το 1687 στη Βενετία χάρη στην υποστήριξη του Ρουμάνου ηγεμόνα Şerban Cantacuzino. Ένα χρόνο αργότερα, κυκλοφορεί και η Βίβλος του Βουκουρεστίου, μεταφρασμένη από τα ελληνικά στα ρουμανικά από μια ομάδα διανοουμένων, υπό την καθοδήγηση του Γερμανού της Νύσσας.
Οι Έλληνες είναι παρόντες παντού και διακρίνονται σε όλους τους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής των Ρουμάνων. Χαρακτηριστικές για το εμπόριο των Ελλήνων στο ρουμανικό χώρο είναι οι ελληνικές εμπορικές κομπανίες του Braşov και Sibiu. Οι πρώτες και οι μοναδικές στο είδος τους κομπανίες σε όλη την Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη, έχουν εξασφαλίσει, επί δυο αιώνες και παραπάνω, το διαμετακομιστικό εμπόριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Τα πλούσια αρχεία τους, που μελετήθηκαν από Ρουμάνους και Έλληνες ειδικούς, αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη ζωή των Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν σταθερά στις δυο όμορφες πόλεις της Τρανσυλβανίας.
Πριν να αρχίσουν να ελέγχουν, το 18ο αιώνα, επί των Φαναριωτών, την πολιτική ζωή των Ρουμανικών Πριγκιπάτων, γνωστές ελληνικές οικογένειες ήταν ήδη από το 16ο -17ο αιώνα, αφομοιωμένες από τη ρουμανική κοινωνία, έχοντας ριζώσει στη ρουμανική γη, όπως λένε οι χρονογράφοι της εποχής. Ονόματα όπως Catargiu, Ghica, Sturdza, Mourouzi, Cantacuzino γίνονται πολύ γνωστά στην πολιτική σκηνή, και από τα μέλη τους διακρίνονται προσωπικότητες που θα καταλάβουν υψηλά αξιώματα στο κράτος (μια σειρά πρωθυπουργών, από τον Απόστολο Αρσάκη ή Barbu Catargiu, μέχρι τον 20ο αιώνα, έχουν ελληνικές ρίζες). Και, μια και είναι εγκαταστημένοι στη ρουμανική γη, οι Έλληνες γίνονται καλοί Ρουμάνοι, συμβάλλοντας στην ευημερία των κοινοτήτων στα πλαίσια των οποίων ζουν.
Παράλληλα : καθηγητές, φιλόσοφοι, γιατροί, νομικοί, λόγιοι, κληρικοί, καλλιτέχνες που έρχονται απ’ όλο τον ελληνικό χώρο, βρίσκουν στη ρουμανική γη τη δεύτερη πατρίδα τους, όπου, όπως σημειώσαμε, υπήρχαν καλύτερες συνθήκες για μια πιο ελεύθερη και άνετη ζωή. Πουθενά στην Ευρώπη, κατά τον 16ο έως 18ο αιώνα, η ελληνική διασπορά δε βρήκε πιο προστατευμένο και καρποφόρο καταφύγιο για να συνεχίσει την ζωή της. Εδώ οι Έλληνες αφιερώνονται στα ιδανικά για την ανάταση του γένους και την κατάκτηση της ελευθερίας. Η συμβολή τους στην αναμόρφωση των σοσιαλ-πολιτικών δομών και των νοοτροπιών της ρουμανικής κοινωνίας, όπου ζούσαν , είναι σήμερα ομόφωνα αναγνωρισμένη.
Η άνθιση και η ακμή του ελληνισμού στις Ρουμανικές Χώρες επισημαίνεται κατά την φαναριώτικη εποχή (1711/1716 – 1821). Εκτός από καλοί διαχειριστές, αρκετοί από τους 31 φαναριώτες ηγεμόνες είναι οι ίδιοι λόγιοι ή άνθρωποι που αγαπάνε τα γράμματα και τον πολιτισμό. Ο πρώτος φαναριώτης ηγεμόνας στα Πριγκιπάτα, ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος, λόγιος του πρώιμου Διαφωτισμού, σχημάτισε στο Βουκουρέστι τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη στα νοτιοανατολικά της Ευρώπης, η φήμη της οποίας έφθασε μέχρι την αυλή του Βασιλιά της Γαλλίας. Ο κύκλος λογίων που υπήρχε στο Βουκουρέστι γύρω από τον Δημήτρη Καταρτζή, ‘’μαικήνα των λογίων της Βλαχίας’’ ή ‘’πατριάρχη των λογίων’’, όπως τον αποκαλούσαν οι σύγχρονοί του, είναι καθοριστικός για το πνευματικό κλίμα της εποχής. Οι Ρουμανικές Χώρες έγιναν εστία του ελληνικού Διαφωτισμού και, με τη σειρά τους, οι Ρουμάνοι λόγιοι αφομοίωσαν τις θετικές επιδράσεις του κινήματος αυτού. Η Βιβλιοθήκη της Ρουμανικής Ακαδημίας στεγάζει 2000 χειρόγραφα των Ελλήνων λογίων που πέρασαν από τη ρουμανική γη, αλλά τέτοια πολύτιμα ντοκουμέντα βρίσκονται και σε άλλα κέντρα (Ιάσιο, Μπρασόβ, Σιμπίου) και περιμένουν υπομονετικά από αιώνες τους Ελληνες και Ρουμάνους μελετητές τους.
Στη γη της Ρουμανίας γράφτηκε μια λαμπρή – και ταυτόχρονα τραγική – σελίδα της Ελληνικής Επανάστασης. Από το Ιάσιο ξεκινάνε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και η Φιλική Εταιρεία τον αγώνα για την Ελευθερία. Ένας Ρουμάνος ποιητής, ο Γρηγόριος Αλεξανδρέσκου (1810-1885) και ο εθνικός ποιητής της Ελλάδος Κωστής Παλαμάς αφιερώνουν και οι δύο συγκινητικά ποιήματα στην ηρωική στιγμή του Δραγατσανίου.
Την εκπαίδευση στα ελληνικά στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες την εκπροσωπούν οι περίφημες Ηγεμονικές Ακαδημίες του Βουκουρεστίου και Ιασίου (που ιδρύθηκαν το 1684 και το 1707 αντίστοιχα, πολλά χρόνια πριν από την ίδρυση της Αθωνικής Ακαδημίας και της Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης), και ήταν αληθινά πανεπιστήμια της Ανατολής. Από τις έδρες τους πέρασαν, επί ενάμισι αιώνα (κλείστηκαν το 1821), σχεδόν όλη η ελίτ των Ελλήνων διανοουμένων της εποχής. Οι μαθητές τους ήταν όχι μόνον Έλληνες και Ρουμάνοι, αλλά και νέοι που έρχονταν απ’ όλη την Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη. Στην Ακαδημία του Βουκουρεστίου, που φιλοδοξούσε να αναβιώσει το ‘’Λύκειον’’ του Αριστοτέλη, ο αριθμός των μαθητών το 1816, όταν διευθυντής ήταν ο ηπειρώτης Νεόφυτος Δούκας, έφθανε στους 400. Οι πιο αντιπροσωπευτικές ρουμανικές προσωπικότητες, στις οποίες οφείλεται η πολιτιστική αναγέννηση του τέλους του 18ου αιώνα, είναι απόφοιτοι αυτών των ιδρυμάτων. Εκτός από τις Ακαδημίες, υπήρχαν επί αιώνες δεκάδες και δεκάδες ιδιωτικών σχολών διαφόρων επιπέδων, όπου σπούδασαν Έλληνες και Ρουμάνοι με και χωρίς ελληνικές ρίζες.
Και η ιστορία του ελληνικού τύπου έχει την αρχή της στα ρουμανικά μέρη. Τα πρώτα ελληνικά έντυπα της Ορθόδοξης Ανατολής εκδίδονται το 1680 στο τυπογραφείο που ίδρυσε στο μοναστήρι Cetăţuia, κοντά στο Ιάσιο, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος. Από δω και πέρα, επί πολλούς αιώνες, από τα πιεστήρια των ελληνικών τυπογραφείων της Ρουμανίας κυκλοφορούν πολλές σημαντικές εκδόσεις. Επίσης πρέπει να τονίσουμε ότι αρκετές εκδόσεις Ελλήνων λογίων που τυπώθηκαν στο Ιάσιο, στο Βουκουρέστι ή στη Βιέννη ή σε άλλα κέντρα, δε θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν χωρίς την συμβολή των Ρουμάνων συνδρομητών.
Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ως το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο ελληνισμός μπαίνει σε νέα εποχή. Στις λιμενικές πόλεις (μερικές γίνονται porto-franco το 1837) αλλά και σε άλλα κέντρα ανθίζουν δυνατές ελληνικές κοινότητες (Κωνστάντσα, Βράιλα, Γαλάτσι, Σουλίνα) κυρίως μετά το 1860, όταν γίνονται νομικά πρόσωπα. ‘’Λεωφόρος του βυζαντινού στόλου’’, ο Δούναβης, γίνεται, το 19ο αιώνα ‘’το σύμβολο του ελληνισμού στο ρουμανικό χώρο’’ (Ştefan Petrescu). Στα ρουμανικά λιμάνια του Δούναβη κυμάτιζαν περισσότερες ελληνικές σημαίες από το Πειραιά, όπως θα διαπίστωνε με έκπληξη, το 1913, σε μια από τις τρεις του επισκέψεις στη Ρουμανία ο έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος. Κατά το 1940, ο αριθμός των μελών των ελληνικών κοινοτήτων ξεπερνούσε τις 50 000. Μια δεκαετία αργότερα, οι περισσότεροι απ’ αυτούς θα είναι αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν τα μέρη στα οποία έχουν ριζώσει και ευημερήσει. Για την Ρουμανία ανοίγεται τώρα μια ιστορική παρένθεση από την οποία θα βγει ύστερα από 45 χρόνια, τον Δεκέμβρη 1989. Ωστόσο, η συνέχεια της ελληνικής παρουσίας δε διακόπτεται. Στην αρχή της δεκαετίας του 50 η Ρουμανία φιλοξενεί περί τους 10 000 Έλληνες, από τους οποίους 3000 είναι παιδιά, οδυνηρή συνέπεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Αν και ο αριθμός τους μειώθηκε αισθητά σήμερα, οι Έλληνες είναι παρόντες μέσω του πολιτισμού τους, που ήταν πάντα κοντά στην καρδιά των Ρουμάνων. Σήμερα στην Ρουμανία ζουν περί τους 7000 Έλληνες, οργανωμένους σε 24 κοινότητες σκορπισμένες σε όλη την χώρα. Η δραστηριότητά τους εξελίσσεται, όπως το έχουν συνηθίσει από αιώνες, σε στενή σχέση μ’ εκείνη της ρουμανικής πλειονότητας. Η ζωή πλέκεται αρμονικά, με υποδειγματικό τρόπο. Τους επαναπατρισμένους Έλληνες είναι εύκολο να τους αναγνωρίσει κανείς – όλοι νοσταλγούν τη πατρίδα που τους υιοθέτησε σε δύσκολους καιρούς.
Η εικόνα που περιγράψαμε μέχρι τώρα θα μπορούσε να φανεί πολύ ειδυλλιακή. Η ερώτηση αν η αρμονία αυτή ήταν πάντα πλήρης θα ήταν πολύ φυσική. Βέβαια τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι και η κοινή πορεία των δυο λαών δεν ήταν πάντα ευθύγραμμη. Οι ανωμαλίες και οι πιο αυστηρές αντιδράσεις εκ μέρους της ρουμανικής κοινωνίας σημειώθηκαν κυρίως κατά τη φαναριώτικη εποχή και λίγο μετά. Αντιδράσεις δεν έλειψαν όμως και πριν από τους Φαναριώτες. Αγανακτήσεις και διαμαρτυρίες διαφόρων ειδών ήρθαν απ’ όλες της κοινωνικές τάξεις, ακόμα από το 16ο αιώνα. Κάθε σχετική κατηγορία είχε τα δικά της παράπονα. Οι άρχοντες φοβόνταν οτι θα χάσουν τα πιο προνομιούχα αξιώματα. Οι δωρεές των ρουμάνων ηγεμόνων προς το Αγιον Ορος, ή προς τα άλλα μοναστήρια που βρίσκονταν υπό τουρκική κατοχή, ήταν επίσης λόγος δυσαρέσκειας. Το φορολογικό βάρος και οι αυθαιρεσίες της εξουσίας μερικών Ελλήνων αξιωματούχων προκαλούσαν συχνά την εξέγερση των χωρικών. Η πορεία της Ελληνικής Επανάστασης στη ρουμανική γη καθώς και οι σχέσεις των ελλήνων επαναστατών με το ρουμανικό επαναστατικό κίνημα, που έγινε την ίδια περίοδο, πρέπει να επανεξεταστούν με την αναγκαία αποστασιοποίηση από τους ρουμάνους και έλληνες ιστορικούς. Η δίκη Ζάππα, το θέμα των Βλάχων, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, προκάλεσαν επίσης παρεξηγήσεις και τριβές με δυσάρεστες συνέπειες, που έφθασαν μέχρι τη πρόσκαιρη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων. Όλες αυτές τις μαύρες στιγμές πρέπει όμως να τις εξετάζει κανείς κάθε φορά με αντικειμενικότητα, sine ira et studio, και τα δεδομένα τους εξαρτώνται από τα αντίστοιχα ιστορικά ισχύοντα κάθε εποχής και κάθε λαού. Το σίγουρο πάντως είναι ότι δε διατάρασσαν καθόλου την φιλική συμβίωση των δυο μερών.
Ρουμανικός Φιλελληνισμός
Η σταθερή παρουσία των Ελλήνων στο έδαφος της σημερινής Ρουμανίας δημιούργησε στη ψυχή των Ρουμάνων αισθήματα που γνώρισαν διάφορους τόνους από μια εποχή στην άλλη. Η πρώτη γενεά ρουμάνων ιστορικών του 19ο αιώνα καλλιέργησε τον αντιφαναριωτισμό, που πολλές φορές εξομοιώθηκε με τον αντιελληνισμό. Ωστόσο, ο φιλελληνισμός, αν και αρχίζει να σχηματίζεται ως αυτόνομο κίνημα στο ρουμανικό πολιτισμό στο κατώφλι του 20ου αιώνα, εντούτοις υπήρχε από πολύ πριν. Οι αποδείξεις της ύπαρξής του βρίσκονται αμέτρητες στους προηγούμενους αιώνες.
Αν κοιτάζει κανείς τη ρουμανική λαογραφία, που είναι πιστός καθρέφτης της λαϊκής νοοτροπίας,θα διαπιστώσει ότι ο Ρουμάνος πάντα έτρεφε συμπάθεια για τον Έλληνα, τον έβλεπε ως φίλο, ώς ομόθρησκο με τον οποίο μοιραζόταν τις ίδιες αντιξοότητες. Μια προσεκτική συγκριτική μελέτη των νοοτροπιών θα μπορούσε να μας προσφέρει χτυπητές ομοιότητες και συγγένειες μεταξύ των δύο λαών. Ελληνικά λογοτεχνικά έργα ριζώνουν στη ρουμανική γη, γίνονται λαϊκά αναγνώσματα. Τα αριστουργήματα του κρητικού θεάτρου, η Ερωφίλη και ο Ερωτόκριτος γνωρίζουν μεγάλη απήχηση. Ο Ερωτόκριτος μεταφράζεται δυο φορές ακόμα από το 18ο αιώνα και εκδίδεται δυο φορές το 19ο αιώνα. Τον Θούριο, το επαναστατικό εμβατήριο του ‘’νέου Τιρταίου της Ελλάδας’’, Ρήγα Βελεστινλή, τον τραγουδούσαν με ενθουσιασμό οι κάτοικοι του Βουκουρεστίου στην αρχή του 19ου αιώνα. Ο Θούριος επανεκδίδεται στο Ιάσιο το 1821, στη συλλογή Ασματα και πονημάτια διαφόρων. Το πρώτο φύλλο της Χάρτας της Ελλάδας του Ρήγα επανεκδίδεται το 1885 από το δημοσιογράφο και συγγραφέα Θωμά Πασχίδη ‘’εν Βουκουρεστίοις της Δακίας’’, η Χάρτα της Μολδαβίας μεταφράζεται στα ρουμανικά και επανεκδίδεται το 1924 από τη Νομαρχία Ιασίου. Ο Ion Heliade Rădulescu (1802-1872 ) (πρώην μαθητής του Κωνσταντίνου Βαρδαλάχου), πρόδρομος του ρουμανικού πολιτισμού, φίλος του Χιώτη επιστήμονα από το Παρίσι, Αδαμάντιου Κοραή, με τον οποίο αλληλογραφούσε, έμαθε τα νεοελληνικά και ήταν τόσο αφοσιωμένος στο ελληνικό ιδεώδες, ώστε πρόσθεσε στο όνομα του και το επίθετο Ηλιάδης. Ο Mihai Eminescu (1850-1889), ο ‘’Παλαμάς της Ρουμανίας’’, αν και δεν ταξίδεψε ποτέ στην Ελλάδα, έτρεφε βαθύ θαυμασμό γι’ αυτήν (‘’Ο, Ελλάδα, Πάνθεον είναι όλη η γη σου’’). ‘’Ο ελληνικός πολιτισμός, ιδιαίτερα η μυθολογία και ο φιλοσοφικός στοχασμός έχουν ασκήσει αληθινή μαγεία πάνω στον Εμινέσκου’’ (Cezar Papacostea).
Ως τα μισά του 19ου αιώνα η νεοελληνική γλώσσα κατέχει προνομιούχα θέση. Αξιοσημείωτο είναι ότι στη γλωσσική διαμάχη μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής, διαμάχη που αναπτύχθηκε και στις Ρουμανικές Χώρες, οι Ρουμάνοι λόγιοι εκφράζουν τη προτίμησή τους για τη δημοτική. Μετά το 1850 οι κλασσικές γλώσσες, η λατινική και η αρχαία ελληνική, γίνονται ‘’ η βάση των σπουδών’’ , κατά τη γνώμη του ιστορικού Α. Δ. Ξενόπολ. Υιοθετώντας την άποψη του Ρουμάνου επιστήμονα και ηγεμόνα Δημητρίου Καντεμίρ, ότι Έλληνας δεν είναι μόνον αυτός που γεννήθηκε στην Ελλάδα, αλλά οποιοσδήποτε τρέφεται από το θησαυρό της ζωής των Ελλήνων και του πολιτισμού τους, ο ρουμανικός πολιτισμός απέδειξε σταθερή αφοσίωση προς τις κλασσικές αξίες. Στον τομέα των κλασσικών σπουδών, η παράδοση των οποίων ξεπερνάει ένα μισό αιώνα, διακρίθηκαν λαμπρές προσωπικότητες όπως ο Αλέξανδρος Odobescu (1834-1895), υπό την καθοδήγηση του οποίου καθιερώθηκαν πολλοί ελληνιστές, ο Vasile Pârvan (1882-1927), επονομασμένος ‘’ ο Νέος Σωκράτης’’, ιδρυτής της ρουμανικής σχολής αρχαιολογίας, ο Tudor Vianu (1897-1964), που λάτρευε το ιδεώδες της Καλοκαγαθίας, ο φιλόσοφος Constantin Noica (1909-1987), μεταφραστής του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη ή του Κορυδαλλέα, ο George Murnu, που μετέφρασε τα ομηρική έπη.
Παράλληλα με τις κλασσικές σπουδές, στη Ρουμανία ανθίζει, στο τέλος του 19ου αιώνα, μια περίφημη σχολή βυζαντινολογίας, με τις ανεκτίμητες συμβολές του Nicolae Iorga (1871-1940), ιδρυτή του Ινστιτούτου Βυζαντινών Σπουδών στο Βουκουρέστι, του Nicolae Bănescu (1878-1971), του Gheorghe I. Brătianu (1898-1953), του Vasile Grecu (1885-1972) και πολλών άλλων.
Με την ίδρυση, το 1914, του Ινστιτούτου Μελέτης της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης στη Ρουμανία, εγκαινιάζονται επίσημα οι νεοελληνικές σπουδές. Αρκετοί πάντως Ιστορικοί και μελετητές του νέου ελληνισμού διακρίθηκαν από το 19ο αιώνα ( V. A. Urechia, C. Erbiceanu, E. Hurmuzaki, Al. D. Xenopol, Ioan C. Filitti κ.ά. ). Η ρουμανική σχολή νεοελληνικών σπουδών, γνωστή για την ακρίβεια της, γνωρίζει μια περίοδο ακμής στον μεσοπόλεμο, χάρη στον επιστήμονα Δημοσθένη Ρούσσο (1869-1938), το έργο του οποίου θα συνεχίσουν με επιτυχία ονόματα όπως η Αριάδνη Καμαριανού-Cioran, ο Nestor Camariano, ο Alexandru Elian, η Maria Marinescu-Himu. Στον κατάλογο των Ρουμάνων νεοελληνιστών περιλαμβάνονται και πολλά άλλα ονόματα, μέχρι τους σημερινούς μελετητές του Ινστιτούτου Νοτιο-Ανατολικών Ευροπαικών Σπουδών (που συνεχίζει την παράδοση του Ινστιτούτου του Iorga). Οι καρποί της δουλειάς τους είναι και πιο αξιέπαινοι αν σκεφτεί κανείς τις, συχνά αξεπέραστες, δυσκολίες της κομμουνιστικής εποχής όπου έζησαν και δούλεψαν οι περισσότεροι απ’ αυτούς.
Φιλορουμανικά αισθήματα των Ελλήνων
Είδαμε τις αιτίες που οδήγησαν στην δημιουργία του ρουμανικού φιλελληνισμού, Αλλά δεν μπορούμε να αποσιωπήσουμε κι ότι τα ίδια ελατήρια, οι ίδιες αιτίες δημιούργησαν παρόμοια αισθήματα και στην ψυχή των Ελλήνων. Εύγλωττο παράδειγμα αποτελεί ο θεσμός του χορηγού, του Μαικηνα.. Πολλών Ελλήνων που έζησαν στη Ρουμανία τα ονόματα έχουν εγγραφεί στην ιστορία του ρουμανικού πολιτισμού χάρη στις μεγαλόψυχες τους δωρεές. Ο Μητροπολίτης και λόγιος Δοσίθεος Φιλίττις, ο γιατρός και πολιτικός Απόστολος Αρσάκης, ο Ευάγγελος Ζάππας ή ο Παναγής Χαροκόπος είναι μόνον μερικά λαμπρά παραδείγματα, αλλά ο κατάλογος των Ελλήνων ευεργετών της Ρουμανίας είναι ακόμα πιο πλούσιος. Άλλο παράδειγμα για τα αμοιβαία αισθήματα των δύο μερών αφορά στην έκδοση του πρώτου ελληνικού περιοδικού, ο ‘’Λόγιος Ερμής’’. Η έκδοση του στη Βιέννη έγινε δυνατή χάρη στην οικονομική υποστήριξη της Ελληνο-ρουμανικής Φιλολογικής Εταιρείας (που ιδρύθηκε στο Βουκουρέστι το 1810) με πρόεδρο Ρουμάνο και γραμματέα Έλληνα. Τα μέλη της Εταιρείας ήταν γνωστοί λόγιοι της εποχής, άρχοντες και έμποροι, Ρουμάνοι και Έλληνες (ανάμεσά τους και ο Αδαμάντιος Κοραής). Οι αποδείξεις αμοιβαιότητας και αλληλεγγύης είναι αμέτρητες και η παράδοσή τους είναι και σήμερα ισχυρή.
Τα Ελληνικά Γράμματα στη Ρουμανία
Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των ρουμανο-ελληνικών σχέσεων, στην δημιουργία και στην εδραίωση του φαινομένου που αποκαλούμε σήμερα ‘’ρουμανικό φιλελληνισμό’’ κατέχει ο πολιτισμός. Ο σταθερός διάλογος ανάμεσα στους δύο πνευματικούς χώρους γνώρισε στη ροή των αιώνων μορφές εντυπωσιακής ποικιλίας. Το πρώτο ελληνικό θέατρο λειτούργησε στην αρχή του 19ου αιώνα στην πρωτεύουσα της Μολδαβίας, το δεύτερο στη πρωτεύουσα της Βλαχίας. Από την δεκαετία του 40 του 19ου αιώνα, στο έδαφος της Ρουμανίας κυκλοφόρησαν 31 εφημερίδες ή περιοδικά στην ελληνική γλώσσα. Μερικά απ’ αυτά συνεχίζουν να εκδίδονται ως το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής λογοτεχνίας δημιουργήθηκε σε ρουμανική γη ( αναφέρω εδώ ότι το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα, Φιλοθέου Πάρεργα του ηγεμόνα-λογίου Νικολάου Μαυροκορδάτου γράφτηκε στην αρχή του 18ου αιώνα σε μια πόλη της Τρανσυλβανίας, Alba Iulia. Πολλά άλλα έργα αναφοράς των Ελληνικών Γραμμάτων γράφτηκαν ή εκτυπώθηκαν στην ίδια φιλόξενη εστία των Ρουμανικών Χωρών).
Πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι οι αρχές της σύγχρονης ρουμανικής λογοτεχνίας είναι στενά δεμένες με τις αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η πρώτη γενιά ρουμάνων ποιητών του 19ου αιώνα αναπνέει κάτω απ’ τη ‘’βαριά σκιά’’ (κατά τη έκφραση του Δημαρά) του φαναριώτη Αθανασίου Χριστοπούλου. Οι περισσότεροι ρουμάνοι διανοούμενοι του πρώτου μισού του 19ου αιώνα μιλάνε την ελληνική (είναι πρώην μαθητές την Αυθεντικών Ακαδημιών ή των πολλών ιδιωτικών ελληνικών σχολών) και κάνουν το ντεμπούτο τους στην λογοτεχνία με μεταφράσεις από τα ελληνικά. Μερικοί, όπως είναι ο Vasile Cârlova, κυπριακής καταγωγής, γράφουν στίχους στα ελληνικά. Η Ελλάδα, κλασσική και σύγχρονη, μένει ακόμα σταθερή πηγή έμπνευσης για ένα σημαντικό αριθμό Ρουμάνων συγγραφέων. Ο εθνικός ποιητής των Ρουμάνων, ο Mihai Eminescu, τον οποίο ανέφερα και προηγουμένως, άφησε στα χειρόγραφά του δυο παραφράσεις των ομηρικών επών. Στη βιβλιοθήκη του βρισκόταν τόσο ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου όσο και ο Θούριος του Ρήγα. Ο ελληνολάτρης ποιητής Ion Pilat (1891-1944) έγραψε δυο συλλογές με ‘’ελληνικά σονέττα’’. Ποιήματα αλλά και μυθιστόρημα με ελληνικό θέμα έγραψε ο Duiliu Zamfirescu (1858-1922), πρέσβης της Ρουμανίας στην Ελλάδα. Ο λογοτεχνικός κριτικός Eugen Lovinescu (1881-1922) παρουσίασε το 1909 στο Παρίσι τη διατριβή του με θέμα ‘’Γάλλοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα το 19ο αιώνα’’. Ο λυρισμός του Alexandru Philippide (1900-1979) , απόγονου του λογίου Δανιήλ Φιλιππίδη, είναι ένα πάντρεμα ανάμεσα στον ελληνικό και τον γετοδακικό πολιτισμό. Τις συγγένειες των δύο λογοτεχνιών τις μελετάει προσεχτικά ο George Călinescu, στη μνημειώδη του ιστορία της ρουμανικής λογοτεχνίας.
Ο πιο άμεσος τρόπος διαλόγου ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς είναι οι μεταφράσεις. Ότι η Ρουμανία βρίσκεται σε μια από τις πρώτες θέσεις στην Ευρώπη όσον αφορά τον αριθμό μεταφράσεων δεν πρέπει να ξαφνιάζει κανένα. Η εξήγηση είναι απλή και βρίσκεται σε όσα είπαμε ως τώρα. Οι πρώτες μεταφράσεις νεοελληνικής λογοτεχνίας γίνονται το 17ο αιώνα (αρχικά σε χειρόγραφη μορφή, κι έπειτα, από το 1837 και πέρα, σε πολλαπλές εκδόσεις). Μια ματιά στον κατάλογο μεταφράσεων που πραγματοποιήθηκαν στη Ρουμανία, από το 1837, όπου τυπώνεται στο Sibiu ( τη φετινή πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης) η μετάφραση του Νέου Ερωτοκρίτου του Διονυσίου Φωτεινού από την Πάτρα, μέχρι σήμερα, θα μας οδηγήσει σε μια ευχάριστη διαπίστωση – απ’ όλες της λογοτεχνίες των λαών της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης, η πιο γνωστή στη Ρουμανία είναι η ελληνική λογοτεχνία.
Η εξέλιξη των ρουμανικών μεταφράσεων ελληνικής λογοτεχνίας παρουσιάζει μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα που οφείλονται στη ξεχωριστή θέση που ο ελληνικός πολιτισμός κατέχει στη ρουμανική γη. Ο χάρτης της μεταφρασμένης στα ρουμανικά ελληνικής λογοτεχνίας κάνει εντύπωση όχι μόνο ως προς τον αριθμό των μεταφρασμένων έργων, αλλά και ως προς την ποικιλία των επιλογών. Από τους 340 τίτλους μεταφράσεων ελληνικής λογοτεχνίας που κυκλοφόρησαν στη Ρουμανία τα τελευταία 170 χρόνια, 286 ανήκουν σε 125 συγγραφείς, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι του 20ού αιώνα, και καλύπτουν σχεδόν όλα τα λογοτεχνικά είδη. Η βιβλιογραφία μεταφράσεων περιλαμβάνει επίσης 33 ανθολογίες. Θεματικές ή ανά λογοτεχνικά είδη, οι ανθολογίες προσφέρουν επιλογές από το έργο 250 συγγραφέων, που τα ονόματα των περισσοτέρων είναι γνωστά και ανήκουν σ’ όλες τις εποχές. Αν σε άλλους λογοτεχνικούς χώρους κυριαρχούν οι μεταφράσεις ποίησης, στη Ρουμανία πάνω από το μισό του συνόλου των μεταφρασμένων έργων προέρχονται απ’ την πεζογραφία. Στη πραγματοποίηση των 340 τίτλων έχουν συμβάλλει Ρουμάνοι και Ελληνες – 157 μεταφραστές, μερικοί ελληνικής καταγωγής, οι περισσότεροι όμως Ρουμάνοι, 74 ρουμάνοι επιμελητές και 60 Ελληνες.
Ο Καβάφης στη Ρουμανία
Ο πιο σπουδαίος Έλληνας ποιητής του 20ου αιώνα, ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης είναι και ο πιο μεταφρασμένος Έλληνας ποιητής στη Ρουμανία και σίγουρα ένας από τους πιο αγαπημένους. Με 6 εκδόσεις (5 την τελευταία δεκαετία), αλλά και με τις μεταφράσεις που περιλαμβάνονται στις ποιητικές ανθολογίες ή που δημοσιεύτηκαν στον ρουμανικό φιλολογικό τύπο τα τελευταία 50 χρόνια, ο Καβάφης απέκτησε, κατά την έκφραση ενός Ρουμάνου ακαδημαϊκού, ‘’δικαίωμα πολίτη’’ στον ρουμανικό πολιτισμό.
Ο Καβάφης είναι ο πρώτος – και ο μόνος προς το παρόν – Έλληνας συγγραφέας τα Άπαντα του οποίου εκδόθηκαν στα ρουμανικά. Επίσης, ο Κανόνας των 154 ποιημάτων του κυκλοφόρησε και σε δίγλωσση έκδοση.
Ίσως η απήχηση που ο Αλεξανδρινός γνωρίζει στη Ρουμανία από 68 χρόνια τώρα οφείλεται και στο γεγονός ότι πολλοί από τους προγόνους του είχαν ρίζες στην Μολδαβία. Ένας προπάππος του, ο Γιάννης Καβάφης (1701-1762) διετέλεσε, το 1750, ‘’κυβερνήτης Ιασίου’’. Θείες του και άλλοι συγγενείς κατάγονται από την πρωτεύουσα της Μολδαβίας. Το 1868 ο εμπορικός οίκος του πατέρα του έκανε εμπόριο με σιτάρι στο Δούναβη, στη Βλαχία. Οι πρώτες μεταφράσεις ποιημάτων του έγιναν το 1939, ο πρώτος τόμος με τα Αναγνωρισμένα εκδόθηκε το 1971. Τα πιο γνωστά ποιήματά του (Περιμένοντας τους βαρβάρους, Ιθάκη, Τα κεριά κτλ.) μεταφράστηκαν περισσότερες φορές από σημαντικούς Ρουμάνους μεταφραστές. Παράλληλα, το έργο του έγινε θέμα διατριβών των νέων μελετητών ή αγαπημένο θέμα των λογοτεχνικών κριτικών. Ο ελληνο-ρουμάνος φιλόλογος και κριτικός Βίκτωρ Ιβάνοβιτς βρήκε Ρουμάνους ποιητές που γράφουν à la manière de Καβάφη, ένας Έλληνας καθηγητής από το Παρίσι, ο Κωνσταντίνος Μακρής, ταύτισε καβαφικές απηχήσεις στο έργο μερικών σπουδαίων ρουμάνων ποιητών .
Ο Καζαντζάκης στη Ρουμανία
Αν ο Αλεξανδρινός μένει ο πιο γνωστός Έλληνας ποιητής στη Ρουμανία, ο κρητικός Νίκος Καζαντζάκης είναι ο πιο μεταφρασμένος Έλληνας πεζογράφος και, πιθανόν, ο πιο αγαπημένος, αν και ο ρουμάνος αναγνώστης έχει στη διάθεση του πολλά άλλα έργα των κλασσικών της ελληνικής πεζογραφίας.
Οι πρώτες μεταφράσεις από τον Καζαντζάκη γίνονται πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και οφείλονται στο ρουμάνο Pericle Martinescu που το 1937 ταξίδεψε στην Αίγινα για να γνωρίσει τον συγγραφέα. Η Ρουμανία έγινε όμως οικεία στον Καζαντζάκη και στη συντρόφισσα του Ελένη, πολύ πριν από τη γνωριμία με τον Martinescu χάρη στη συνάντησή τους με τον ελληνο-ρουμανο-γάλλο Παναίτ Ιστράτι. Ο Καζαντζάκης ταξιδεύει με τον Ιστράτι , το φθινόπωρο του 1927, στη Σοβιετική Ενωση και από κει φθάνουν μαζί, τον Δεκέμβρη, στην Αθήνα. Είναι το πρώτο και το μοναδικό ταξίδι του Ιστράτι στην πατρίδα του πατέρα του (ο πατέρας του, Γεώργιος Βαλσάμης, κατάγεται από τη Κεφαλλονιά). Ο Καζαντζάκης δημοσιεύει στην ‘’Πρωία’’ ένα εγκωμιαστικό άρθρο για τον φίλο του από τη Βράιλα και τον Ιανουάριο 1928, στο θέατρο Αλάμβρα, παρουσιάζουν οι δυο τις εντυπώσεις τους από το ταξίδι στη Ρωσία, γεγονός που καταλήγει σε απέλαση του Ιστράτι. Οι επιστολές που αντάλλάξαν οι δυο τιτάνες των Γραμμάτων αποτελούν σήμερα πολύτιμο ντοκουμέντο για την ιστορία της λογοτεχνίας. Για τον ‘’ασύγκριτο μας Παναΐτ’’ η Ελένη Καζαντζάκη γράφει ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 1938 στο Σαντιάγο της Χιλής.
Από το 1962, όταν εκδόθηκε στο Βουκουρέστι ο Καπετάν Μιχάλης, μέχρι το 2006, όταν κυκλοφόρησε η έκτη έκδοση του Αλέξη Ζορμπά, από το έργο του Καζαντζάκη μεταφράστηκαν στα ρουμανικά 9 τίτλοι σε 15 εκδόσεις. Τα τιράζ των έργων αυτών έφθασαν και τα 100 000 αντίτυπα για μια έκδοση (η περίπτωση του έργου Χριστός ξανασταυρώνεται). Επί εποχής του κομμουνισμού οι εκδόσεις του Καζαντζάκη αποτελούσαν το πιο εμπνευσμένο και πολύτιμο δώρο για φίλους. Εντυπωσιακή είναι και η βιβλιογραφία των μεταφράσεων από έργα του Νίκου Καζαντζάκη στον φιλολογικό τύπο. Το έργο του Κρητικού είναι επίσης αντικείμενο μελέτης για τους κριτικούς. Το πιο πρόσφατο δείγμα, ο τόμος Συγγραφείς ανάμεσα σε Σειρήνες αφιερωμένος το 2006 στον Παναίτ Ιστράτι και Νίκο Καζαντζάκη από ρουμάνο κριτικό.
Όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε, οι δύο κλασσικοί της ελληνικής λογοτεχνίας όχι μόνον μεταφράζονται πολλές φορές, όχι μόνον είναι δεκτοί σε επίπεδο μάζας (περίπτωση του Καζαντζάκη), αλλά και αφομοιώνονται από τον ρουμανικό πολιτισμό με την επίδραση που ασκούν πάνω στους ρουμάνους συναδέλφους τους (περίπτωση του Καβάφη) και το ενδιαφέρον που το έργο τους παρουσιάζει για τους ρουμάνους ιστορικούς και κριτικούς της λογοτεχνίας.
Η περίπτωσή τους – χωρίς να είναι μοναδική – εικονίζει, νομίζουμε, τη συνέχεια και το βάθος των φιλελληνικών αισθημάτων των Ρουμάνων. Τέτοια αισθήματα είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν οι πολλοί Έλληνες ταξιδιώτες στην Ρουμανία - από συγγραφείς ( ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Γιώργος Σεφέρης, Ο Αγγελος Τερζάκης, ο Πέτρος Χάρης, ο Τάκης Χατζηαναγνώστου), ερευνητές, ανθρώπους των Γραμμάτων ή επισημότητες μέχρι επιχειρηματίες, φοιτητές ή απλούς τουρίστες.
Συμπεράσματα
Προσπάθησα να σχεδιάσω εδώ, συνοπτικά, σε πολύ γενικές γραμμές, τις κύριες στιγμές της ιστορίας των Ελλήνων της Ρουμανίας καθώς και μερικούς από τους πολλούς τομείς όπου αυτοί άφησαν αναμφίβολη σφραγίδα. Ο φιλελληνισμός παρουσιάζει, όπως γνωρίζουμε, χαρακτηριστικά γνωρίσματα που διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Αν σε πολλά μέρη του κόσμου συνδέεται ιδιαίτερα με τον θαυμασμό για την κλασσική Ελλάδα, στο ρουμανικό χώρο ο φιλελληνισμός έχει πολλαπλές πτυχές και όψεις, που προέρχονται από την ιδιαιτερότητα των ρουμανο-ελληνικών σχέσεων. Στο ρουμανικό φιλελληνισμό, εδραιωμένο από πολλών αιώνων, η κλασσική Ελλάδα συγκατοικεί αρμονικά με την σύγχρονη.
Η βιβλιογραφία που αφιερώθηκε στον ελληνισμό της Ρουμανίας όχι μόνον από Έλληνες και Ρουμάνους ειδικούς, αλλά από πλειάδα μελετητών απ’ όλο τον κόσμο, είναι αφάνταστα πλούσια και επιβάλλεται η καταγραφή της σ’ ένα μνημειώδες έργο. Ίσως ήρθε η ώρα ώστε ένα εκλεκτό Ίδρυμα– γιατί όχι το Ιδρυμα Κόκκαλη ?– να αναλάβει αυτό το φιλόδοξο σχέδιο που προϋποθέτει τη συγκέντρωση όσων γραπτών μαρτυριών μιλάνε για ένα από τα πιο πλούσια κεφάλαια της ελληνικής διασποράς.
Το ξεκίνημα ενός προγράμματος επιστημονικής έκδοσης των πιο σημαντικών ελληνικών χειρογράφων που στεγάζονται στις ρουμανικές βιβλιοθήκες, καθώς και μερικών ιστορικών πηγών (λ.χ., το έργο Τα μετά την Αλωση του Αθανασίου Υψηλάντη-Κομνηνού, αληθινό ιστορικό έπος, με 1000 σελίδες!, η πιο σημαντική πηγή για την φαναριωτική εποχή, που δεν εκδόθηκε ούτε στα ελληνικά παρά αποσπασματικά) αποτελεί ακόμα μια προτεραιότητα. Σίγουρα, το πρόγραμμα αυτό προϋποθέτει την εκπαίδευση μιας ομάδας νέων ειδικών, ο ενθουσιασμός των οποίων χρειάζεται ενθάρρυνση και οικονομική υποστήριξη. Η συστηματική έρευνα στα αρχεία που υπάρχουν στις κύριες εστίες ελληνισμού – Βουκουρέστι, Ιάσιο, Σιμπίου, Μπρασόβ, αλλά και σε όλες τις πόλεις όπου άνθισαν ελληνικές κοινότητες (Βράιλα, Γαλάτσι, Σουλίνα, Κωσντάντσα, Τούρνου Σεβερίν κ.α.) σίγουρα θα έβγαζε στο φως αποκαλυπτικές/ πολύτιμες μαρτυρίες για τη ζωή των Ελλήνων στη ρουμανική γη, και θα βοηθούσε στην ακριβή αναπαράσταση βιογραφιών μερικών προσωπικοτήτων πρώτης σημασίας για τον ελληνισμό. Τα 31 ελληνικά έντυπα (εφημερίδες και περιοδικά) που κυκλοφόρησαν επί 150 χρόνια σε διάφορες ρουμανικές πόλεις και φιλοξενούσαν συνεργασίες με λαμπρές υπογραφές απ’ όλο τον ελληνικό κόσμο αποτελούν, με την σειρά τους, πολύτιμα ντοκουμέντα εποχής. Η ελληνική γλώσσα θα μπορούσε να αντικαταστήσει τα αγγλικά στις χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις που άνοιξαν τις πόρτες τους τα τελευταία χρόνια στη Ρουμανία. Η ελληνική λογοτεχνία πρέπει, βέβαια, να κρατήσει τη θέση της και να εδραιώσει την απήχηση που γνώρισε από αιώνες στη Ρουμανία.
Ωστόσο, όλοι αυτοί οι στόχοι κινδυνεύουν να μείνουν απλά ζητούμενα χωρίς την κατάλληλη οικονομική υποστήριξη. Η δυναμική επέμβαση των δύο μερών, και ο συντονισμός του επιστημονικού δυναμικού και των δύο χωρών, επιβάλλονται ιδιαίτερα σήμερα, γιατί οι προοπτικές που ανοίγονται στις ελληνο-ρουμανικές σχέσεις είναι αμέτρητες και πιο φωτεινές από ποτέ. Οι Ρουμάνοι και οι Έλληνες έχουν το ηθικό καθήκον, στο όνομα της παράδοσης που προσπάθησα να ζωγραφίσω (evoquer) απόψε – δεν είμαι σίγουρη αν το πέτυχα- να ερευνήσουν μαζί το κοινό τους παρελθόν.
Επιλογή βιβλιογραφίας
Stelian Brezeanu, Constantin Iordan ş.a., Relaţiile româno-elene. O istorie cronologică (Οι ρουμανο-ελληνικές σχέσεις. Ιστορικό χρονολόγιο), Βουκουρέστι, 2003.
Ariadna Camariano-Cioran, Les Académies princières de Bucarest et Jassy et leurs professeurs, Θεσσαλονίκη, 1974.
Αθανάσιος Καραθανάσης, Ο ελληνισμός στη Τρανσυλβανία, ρουμανική μετάφραση, Βουκουρέστι, 2003.
Pashalis M. Kitromilides, Anna Tabaki, Relations gréco-roumaines. Interculturalité et identité nationale, Athènes, 2004.
Μαριάννα Κορομηλά, Οι Ελληνες στη Μαύρη Θάλασσα, Αθήνα, 2001.
Μαριάννα Κορομηλά, Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα, Αθήνα, 2005.
Elena Lazăr, Literatura neoelenă în România (1837-2005). O bibliografie (Η νεοελληνική λογοτεχνία στη Ρουμανία. 1837-2005. Βιβλιογραφία), Βουκουρέστι, 2005.
Maria Marinescu-Himu, Ελληνο-ρουμανικές πνευματικές σχέσεις, Αθήνα, [1995].
Cornelia Papacostea-Danielopolu, Comunităţile greceşti în România în secolul al XIX-lea (Οι ελληνικές κοινότητες στη Ρουμανία το 19ο αιώνα), Βουκουρέστι, 1996.
Leonidas Rados (εκδότης), Interferenţe româno-elene (secolele XV-XX) (Ρουμάνο-ελληνικές σχέσεις), Ιάσιο, 2003.
Demosthene Russo, Studii istorice greco-române (Ελληνο-ρουμανικές ιστορικές σχέσεις), 2 vol., Βουκουρέστι, 1939.
Paula Scalcău, Grecii din România (Οι Ελληνες της Ρουμανίας), 2η έκδοση, Βουκουρέστι, 2005.
Paula Scalcău, Elenismul în România (Ο ελληνισμός στη Ρουμανία), Βουκουρέστι, 2006.
Πηγή: Εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.