Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Ντούσαν Πόποβιτς (Dušan Popović) - O Cincarima


Dušan Popović - O Cincarima

Το περισπούδαστο αυτό σύγγραμμα δημοσιεύει εξαιρετικής σημασίας τεκμηριωμένες πληροφορίες που αποδεικνύουν λεπτομερώς ότι επί τρεις αιώνες, από τον 17ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού, οι Βλάχοι κατείχαν δεσπόζουσα θέση στα Βαλκάνια και στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων όπου ανέπτυξαν την ελληνική παιδεία, την οικονομία, τον Διαφωτισμό και την κατά τόπους αστική τάξη στις βαλκανικές χώρες και σε μεγάλο τμήμα της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Γι' αυτό, επί 83 έτη το σύγγραμμα παραμένει κεντρικό σημείο αναφοράς στη διεθνή βιβλιογραφία και η έκδοσή του στην ελληνική γλώσσα καλύπτει ένα κενό της ελληνικής επιστήμης. (Πηγή: Εδώ)

Το ανά χείρας βιβλίο του καθηγητού Ντούσαν Πόποβιτς, "Ο Τσιντσάριμα" στη σερβική γλώσσα κυκλοφόρησε το 1937 στο Βελιγράδι. Επί εβδομήντα χρόνια αποτελεί κεντρικό σημείο αναφοράς στην ελληνική βιβλιογραφία και διαπραγματεύεται την παρουσία των βλαχοφώνων Ελλήνων, αλλά και των ταυτόσημων άλλων ελληνικών κοινοτήτων, στα Βαλκάνια και στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων με επίκεντρο τον ευρύ χώρο της Γιουγκοσλαβίας. [...]

Συγχωριανοί του Πόποβιτς, Κρουσοβίτες βλαχόφωνοι Έλληνες, είναι σήμερα εν ζωή στη Θεσσαλονίκη μεταξύ άλλων ο προηγούμενος επί 30 χρόνια Πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών καθηγητής Κωνσταντίνος Βαβούσκος, οι εταίροι μας καθηγητής Γεώργιος Νιτσιώτας εκ των ιδρυτών της Πολυτεχνικής Σχολής Θεσσαλονίκης, καθηγητής Αντώνιος Αιμίλιος Ταχιάος επί έτη Πρόεδρος του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου και της Ελληνικής Εταιρείας Σλαβικών Μελετών και δεκάδες επιφανείς Θεσσαλονικείς. Με τον Δήμο Κρουσόβου ολοκλήρωσε, μόλις πέρσι, ευρωπαϊκό πρόγραμμα Διασυνοριακής Συνεργασίας η βλαχόφωνη γενέτειρά μου Κοινότης Νυμφαίου Φλωρίνης. Εξ άλλου στόχος των Βουλγάρων κομιτατζήδων το 1903 υπήρξαν αποκλειστικά τα τρία ισχυρότερα ακροπύργια του βλαχοφώνου ελληνισμού Κρούσοβο, Νέβεσκα-Νυμφαίον και Κλεισούρα. Σε σημερινά μνημεία του, αναμνηστικά μετάλλιά του, πανηγύρια του και τάχα ιστορικά συγγράμματά του το ιδεολόγημα του «μακεδονισμού» χωρίς ντροπή επιδεικνύει τα τρία αυτά αρχοντικά βλαχοχώρια μας σαν «κοιτίδα του μακεδονικού έθνους»!...

Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι ο Κρουσοβίτης συγγραφέας του ανά χείρας συγγράμματος δεν επιτρέπει αμφιβολία ότι οι Τσίντσαροι, δηλαδή οι Βλάχοι, ταυτίσθηκαν με τον ελληνισμό υπερβάλλοντας σε εθνικό ζήλο τους άλλους Έλληνες. Και η δράση τους στα Βαλκάνια ταυτίζεται με την ευεργετική δράση που διεθνώς αναγνωρίζεται στους Έλληνες. Σε επόμενες σελίδες του βεβαιώνει ότι:
Οι Τσίντσαροι μαζί με τους Έλληνες διέδιδαν το ελληνικό πνεύμα και τον ελληνικό πολιτισμό στη Δύση και ιδιαίτερα στη Βαλκανική Χερσόνησο. Έτσι, στο πέρασμα των αιώνων, οι έννοιες Έλληνας και ελληνικό, τουλάχιστον στις δικές μας περιοχές, έγιναν σχεδόν ταυτόσημες με τις έννοιες Τσίντσαρος και τσιντσαρικό (…)
Για τους Τσίντσαρους έχει παρατηρηθεί από παλαιά ότι εμφανίζονταν περισσότερο Έλληνες από τους γεννημένους Έλληνες (…)
Κρατούν όλο το εμπόριο, εισαγωγικό και εξαγωγικό. Την εποχή εκείνη αποτελούν σημαντικό παράγοντα στην κοινωνία του Βελιγραδίου. Οι πασάδες του Βελιγραδίου δανείζονταν χρήματα από αυτούς (….) Στην εποχή τους μπορούμε να πούμε ότι επηρέασαν αποφασιστικά στη δημιουργία και στην εξέλιξη της σύγχρονης αστικής ζωής (…)
Δεν υπάρχει ούτε μα εθνική ομάδα στα Βαλκάνια που να μη την ευεργέτησαν και μάλιστα πολύ (…) Οι Τσίντσαροι ήσαν οι κύριοι αρχιτέκτονες της ενιαίας βαλκανικής κουλτούρας: της υλικής, της πνευματικής και της ηθικής.

Παρ’ όλα αυτά γίνεται φανερό ότι ο Πόποβιτς θεωρεί τους Τσίντσαρους εθνικό φύλο διαφορετικό από τους Έλληνες έναντι των οποίων μπορεί ενίοτε και να εμφανίζεται δηκτικός. Πώς εξηγείται αυτό;

Ο Πόποβιτς έχει εκσερβίσει πλήρως το ονοματεπώνυμό του, το 1927 είναι ανερχόμενο μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητος της Σερβίας και επιδιώκει να διορισθεί καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου–όπως και έγινε. Υπό τις περιστάσεις του Μεσοπολέμου, όμως, αμέσως μετά τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, οι εθνικές συγκρούσεις είχαν πνίξει στο αίμα τους συνοίκους βαλκανικούς Λαούς και οι εκατέρωθεν εθνικές διεκδικήσεις εναντίον αλλήλων βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους, ήταν αδιανόητο να δεσπόζει στην πρωτεύουσα της Σερβίας και να διδάσκει τα παιδιά των Σέρβων ένας Έλληνας. Επί πλέον η Γιουγκοσλαβία μόλις είχε διαμορφωθεί ως ενιαίο Βασίλειο των Σέρβων, των Σλοβένων και των Κροατών αλλά σπαρασσόταν από τις εθνικές αντιθέσεις Σέρβων–Κροατών και η Σερβία διεκδικούσε –και ασκούσε– ηγεμονικό ρόλο τόσο στο τριαδικό Βασίλειο όσο και στα Βαλκάνια όπου η Ελλάδα αντέτεινε τη δική της θέση. Το Βελιγράδι έτρεφε ανοικτές διεκδικήσεις στην ελληνική Μακεδονία με αιχμή το στρατηγικό λιμάνι της Θεσσαλονίκης και, ήδη από το 1913, επιχειρούσε συστηματικά να εκσερβίσει βίαια τους νότιους πληθυσμούς του σερβικού κράτους. Έκλεισε όλα τα ελληνικά σχολεία τα οποία ανθούσαν στο Μοναστήρι και στα μεγάλα βλαχοχώρια της επικρατείας του, εξανάγκασε όλους τους υπηκόους του να εκσερβίσουν τα επίθετά τους και απαγόρευσε ακόμη και την κατ’ οίκον διδασκαλία της Ελληνικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη γενέτειρα του Πόποβιτς, το Κρούσοβο, οι σερβικές αρχές φυλάκισαν πολλές φορές την Ελληνοβλάχα διδασκάλισσα Φανή Σίρμου, διευθύντρια του κλειστού πια ελληνικού Παρθεναγωγείου, με την κατηγορία ότι δίδασκε ιδιωτικά κατ’οίκον την Ελληνική στα Βλαχόπουλα. Μετά την αποφυλάκισή της όμως, εκείνη ξανάρχιζε να διδάσκει τα ελληνικά.
Φαντάζεται κανείς τι θα συνέβαινε αν ένας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου αυτοδηλωνόταν Έλληνας! Άλλωστε, τότε, το καθεστώς της Γιουγκοσλαβίας κυμαίνονταν ανάμεσα στην συγκεκαλυμμένη και στην ανοικτή δικτατορία των Μεγαλο-Σέρβων εθνικιστών. Εξοικονομώντας τον καιρόν, λοιπόν, οι Βλάχοι αυτοδηλώνονταν απλώς Βλάχοι. Έτσι, γλύτωναν τις εθνικές διώξεις, αυτός ο αυτοπροσδιορισμός τους συνέφερε τα εθνικιστικά καθεστώτα διότι οι Βλάχοι δεν αποτελούσαν καμιάν αξιόλογη πληθυσμιακή ομάδα ούτε αξίωναν ποτέ, φυσικά, να αναγνωρισθούν ως ξεχωριστή εθνότητα που θα απειλούσε την «εθνική καθαρότητα» των συνοίκων τους. Ταυτόχρονα, όμως, υποδήλωναν την ελληνική συνείδησή τους. Αυτό πράττουν έως σήμερα στα Βαλκάνια και επιβιώνουν.

Ωστόσο, ευθύς μόλις το 1927 κυκλοφόρησε σε πρώτη έκδοση με πολύ περιορισμένη ύλη το πρώτο Ο Τσιντσάριμά του, ο Ντούσαν Πόποβιτς δέχθηκε σκληρές επιθέσεις των Σέρβων. Το υπονοεί σαφέστατα προλογίζοντας τη δεύτερη έκδοση τού ολοκληρωμένου πια, ανά χείρας, συγγράμματός του όπου σημειώνει:
Σχετικά με την πρώτη έκδοση του βιβλίου έχουν γραφεί αρκετά, ίσως περισσότερα από κάθε άλλο βιβλίο μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο (…) Σχηματίσθηκε μια μικρή βιβλιογραφία μαζί και με άρθρα που δημοσιεύθηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες. Το βιβλίο σχολιάσθηκε από πολλές απόψεις, αλλά πιο πολύ από μια άποψη με την οποία η επιστήμη δεν έχει καμιά σχέση.
Είναι προφανές ότι δέχθηκε από πολλές πλευρές πολύ σκληρές επιθέσεις των Σέρβων «με τις οποίες η επιστήμη δεν έχει καμιά σχέση». Υπό καθεστώς δικτατορίας δεν μπορούσε να αναφέρει περισσότερα. Φυλάγεται. Και κρίνει αναγκαίο για την επιβίωσή του να απολογηθείως «εθνικόφρων Σέρβος». Γράφει:
Εμείς πάντως είχαμε μπροστά μας ως οδηγό μόνον την επιστημονική πλευρά του θέματος. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει πως εμείς δεν επιθυμούσαμε το καλό του Λαού μας με το έργο μας αυτό. Το επιθυμούσαμε, οπωσδήποτε, αλλά υπό ένα όρο: να πούμε την αλήθεια.

Έτσι μπόρεσε να σταδιοδρομήσει στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου και να επιβιώσει. Γεννήθηκε το 1894 και πέθανε στο Βελιγράδι του 1985 σε βαθύ γήρας. Υπήρξε εξέχων ιστορικός. Μεταξύ άλλων έγραψε την Ιστορία της επαρχίας Βοϊβοντίνα, του Βελιγραδίου και των Σέρβων χαϊντούκων-αρματολών. Είχε στενές σχέσεις με τη συγχωριανή του Φανούλα Παπάζογλου, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου και κορυφαία βυζαντινολόγο στα Βαλκάνια, η οποία αυτοδηλωνόταν επίσης, για τους ίδιους λόγους, Σερβίδα. Ήταν πρωτεξαδέλφη του καθηγητού και πολιτικού Αλεξάνδρου Σβώλου.
Εξ αίματος συγγενής του, Βλάχος από το Κρούσοβο, ήταν ο Κότσα Πόποβιτς επί μακρά έτη Υπουργός Εξωτερικών της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, ο οποίος την περίοδο 1958-1963 είχε συχνές και γόνιμες διαπραγματεύσεις με τον ομόλογό του Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδος Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα, Βλάχο από το Μέτσοβο. Αντήλλασσαν μεταξύ τους χαιρετισμούς και αστεία στα βλάχικα, την κοινή τους λαλιά. Μέχρι τον θάνατό του ο Κότσα Πόποβιτς ήταν μέλος του Συλλόγου των Βλάχων Βελιγραδίου και μετείχε στις εκδηλώσεις χορεύοντας τους πατρώους χορούς μας....

Από την εισαγωγή, Νικόλαος Ι. Μέρτζος
Πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών
Πηγή: Εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.