Γιάννης Α. Αναγνώστου
Δρ Ιστορίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Οι αρχηγοί των σωμάτων της Ε.Μ.Ε.Ο., βρισκόμενοι στη δύσκολη θέση αντιμετώπισης των αντίστοιχων ελληνικών, απεμπόλησαν το απελευθερωτικό προσωπείο, για το οποίο υποτίθεται ότι είχαν συνταχθεί και προχώρησαν στη σύναψη σχέσεων με τις τουρκικές στρατιωτικές αρχές, μέσω της προδοσίας των ελληνικών ενόπλων σωμάτων, με την παροχή μηνιαίου χρηματικού επιδόματος. Η ελληνική ένοπλη παρουσία όντως δοκιμάστηκε σκληρά, γι αυτό και η ελληνική κυβέρνηση, με διάβημά της, διαμαρτυρήθηκε στις οθωμανικές αρχές. Το θέμα έγινε γνωστό στο σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Χαν το Β', ο οποίος πείστηκε από το επιχείρημα του διαβήματος -που τόνιζε ότι τα ευρισκόμενα στη Μακεδονία ελληνικά ένοπλα σώματα δεν αποσκοπούσαν να πλήξουν την οθωμανική κυριαρχία του σουλτάνου, αλλά μόνο να αποκρούσουν το βουλγαρικό επεκτατισμό, για να διαβεβαιώσει με τη σειρά του την ελληνική πλευρά ότι συμφωνεί μαζί της, με την προϋπόθεση ότι, μετά την εκκαθάριση της βουλγαρικής παρουσίας στη Μακεδονία, τα ελληνικά ένοπλα σώματα θα επιστρέψουν πάραυτα στην Ελλάδα. [218]
Οι τουρκικές διώξεις σταμάτησαν, στην Ευρώπη, όμως, δημιουργήθηκε έντονο κλίμα δυσφορίας της κοινής γνώμης κατά της Ελλάδας. Η Ε.Μ.Ε.Ο και ειδικότερα η εθνικιστική ηγεσία της Βουλγαρίας, μέσω του δικτύου προπαγανδιστικής ενημέρωσης, πληροφορούσε τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ότι η Ελλάδα συμμάχησε με τους τούρκους και εναντιώνεται ένοπλα στην απελευθέρωση της Μακεδονίας. Ο ημερήσιος και περιοδικός τύπος της Βουλγαρίας παρουσίαζε την Ελλάδα στο Παρίσι, το Λονδίνο και το Βερολίνο ως το χωροφύλακα της Τουρκίας στη Μακεδονία. [219]
Κατά τη διάρκεια της ένοπλης παρουσίας της Ελλάδας στη Μακεδονία (1904-1908) η περιπλοκότητα και η ιδιομορφία της μετέωρης κατάστασης του Μακεδονικού χώρου δεν εξαντλείται με την Οθωμανική κυριαρχία και τις επεκτατικές διαθέσεις της Βουλγαρίας. Απέναντι στο Βουλγαρικό επεκτατισμό και τις κατά καιρούς διώξεις των τουρκικών στρατιωτικών αποσπασμάτων, η ελληνική πλευρά είχε να αντιμετωπίσει και την ταυτόχρονη δράση των ρουμανιζόντων οργανώσεων, οι οποίες δρούσαν από κοινού με τις αντίστοιχες βουλγαρικές, σε όλη σχεδόν την περιφέρεια της Μακεδονίας. Από το 1855 η Ρουμανία επιχείρησε, με προπαγανδιστικές μέθοδες, να δημιουργήσει, σε γεωγραφικά διαμερίσματα της Μακεδονίας, ζώνες επιρροής διεσπαρμένων βλάχικων πληθυσμών. [220] Οι πληθυσμοί αυτοί ζούσαν, ως ποιμένες, κατά νομάδες ή ήταν συγκεντρωμένοι κατά κοινότητες σε πόλεις της Μακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας. Η πλειονότητα αυτών ζούσε στην περιοχή του Μοναστηρίου και της οροσειράς της Πίνδου και οι ασχοληθέντες μετά το 1860 με την εθνολογική τους καταγωγή, με βάση το ιδιαίτερο γλωσσικό τους ιδίωμα και διάφορες εικασίες, εξαιτίας της ανεπάρκειας ιστορικών δεδομένων, οδηγήθηκαν σε ατεκμηρίωτα συμπεράσματα, τα οποία εκμεταλλεύτηκε η ρουμανική και αυστριακή πολιτική για ίδια πολιτικά συμφέροντα στη Βαλκανική χερσόνησο. [221]
Μέχρι το 1878, που ξέσπασε η Ανατολική κρίση, δεν υπήρξαν δραστηριότητες εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, τις οποίες συντηρούσε το κέντρο του Βουκουρεστίου. Από το 1885, με την ανακήρυξη της Ρουμανίας σε βασίλειο, η εθνολογική προπαγάνδα [222] απέσπασε τη χρηματική υποστήριξη της Ρουμανικής κυβέρνησης και το ρουμανικό βλάχικο κομιτάτο, προσεταιριζόμενο σημαντικούς παράγοντες του φιλελεύθερου κόμματος, ενέτεινε την πολιτική δραστηριότητα του στη Μακεδονία, στρεφόμενο κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των πατριαρχικών ιερέων της Μακεδονίας. Η ρουμανική προπαγάνδα οργανώθηκε μεθοδικότερα, με τη διαδοχή του κόμματος των φιλελευθέρων από αυτό των συντηρητικών, το οποίο διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά για ίδρυση σχολείων, βίαιο προσηλυτισμό μαθητών και γενικότερες ενέργειες αφύπνισης εθνολογικής βλάχικης συνείδησης. [223] Πολιτικοί λόγοι ωθούσαν την κυβέρνηση του Βουκουρεστίου όχι να ανέχεται, αλλά εμφανώς να στηρίζει πολιτικές μεθοδεύσεις μειονοτικών κινήσεων διαμορφώνοντας στο λαό την πλάνη και το διχασμό και προχωρώντας σε διώξεις των Ελλήνων της Ρουμανίας.
Μετά το 1903 η δράση του κομιτάτου των ρουμανιζόντων Βλάχων στη Μακεδονία έγινε εντονότερη, με τη χρηματοδότηση των κομιτάτων από τη ρουμανική κυβέρνηση με το υψηλό ποσό των 800 χιλιάδων φράγκων. Την ίδια χρονιά η Τουρκία, με πράξη, αναγνώριζε Ρουμανική εθνότητα στη Μακεδονία, γεγονός που ενεθάρρυνε την ηγεσία του βλάχικου κομιτάτου, το οποίο, σε στενή συνεργασία με την Ε.Μ.Ε.Ο., διαμόρφωσε το γνωστό συναρπαστικό, αλλά τραγικό τοπίο για τη ζωή των κατοίκων της ΒΔ Μακεδονίας. [224] Με την ένοπλη παρουσία της Ελλάδας στη Μακεδονία, από τον πρώτο χρόνο της δράσης των ελληνικών αντάρτικων σωμάτων, οι προπαγανδιστικές οργανώσεις διαλύθηκαν και απογυμνώθηκαν οι πολιτικές επιδιώξεις των αδρά χρηματοδοτούμενων υποκινητών βλάχικης εθνότητας, οι Βλάχοι σύσσωμοι και οικειοθελώς τάχθηκαν στο πλευρό της δράσης των Ελληνικών σωμάτων, το γεγονός δε της κατάρρευσης προκάλεσε την έκρηξη της Ρουμανίας με το γνωστό ανθελληνικό διωγμό του 1905. [225]
Κατά το 1906 τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα στη Μακεδονία είχαν πλήρως επιβληθεί των αντίστοιχων βουλγαρικών, μάλιστα η δράση των σωμάτων αυτών είχε φτάσει μέχρι το ύψος του Περιστερίου και του Περλεπέ και είχε επεκταθεί σε όλη την περιφέρεια του βιλαετίου των Σερρών. [226]
Το τελευταίο έτος της ένοπλης φάσης και παρουσίας των ελληνικών σωμάτων στη Μακεδονία σηματοδοτεί την ύφεση της δράστης, εξαιτίας της επέμβασης των Ευρωπαϊκών δυνάμεων και της εγγυητικής υπόσχεσης τους, όσο αφορά στην ασφαλή διαβίωση των κατοίκων και την επιβολή της τάξης στη Μακεδονία. Η υπόσχεση της Ευρώπης παραπλάνησε την Αθήνα και ανέστειλε την αποστολή ενόπλων, το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό και με τις έριδες που προέκυψαν μεταξύ Προξενείου Θεσσαλονίκης και Μακεδονικού κομιτάτου της Αθήνας ενεθάρρυνε την Ε.Μ.Ε.Ο., η οποία, αφού συμμάχησε εκ νέου με τη Ρουμανική προπαγάνδα, ενέτεινε τη δράση με μεγαλύτερο φανατισμό και ένταση. [227]
Η Ελληνική κυβέρνηση αναίρεσε τις επιφυλάξεις της και αποφάσισε εκ νέου να ενισχύσει το Μακεδονικό κομιτάτο στην Αθήνα και το Προξενείο της Θεσσαλονίκης. Αρχές Μαρτίου 1908 απέστειλε στη Μακεδονία νέα σώματα για τη συνέχιση του αγώνα. Η φάση αυτή ήταν βραχεία, γιατί είχε ήδη αρχίσει να ενεργεί το Νεοτουρκικό κίνημα, το οποίο, εξαιτίας του κινδύνου κατάρρευσης της Οθωμανικής κυριαρχίας, προέβη στις 11 Ιουλίου 1908 στην επανάσταση, με την οποία δημιούργησε, μέσω του νέου συνταγματικού πολιτεύματος, νέα πολιτική κατάσταση στην Οθωμανική αυτοκρατορία, συνέπεια της οποίας ήταν η άμεση αποχώρηση όλων των ανταρτικών σωμάτων τόσο της Βουλγαρίας όσο και της Ελλάδας.
Παραπομπές
[218] Ibid, σελ. 72.
[219] Η χαρακτηριστική της προπαγανδιστικής και συκοφαντικής κατά της Ελλάδας τακτική αποτυπώνεται στην καλαίσθητη και περίτεχνη έκδοση του ''La Macedoine et les reformes'' που γράφτηκε από τον V. Berard.
[220] ''Οι Έλληνες, στη καταγωγή και τη συνείδηση, Βλάχοι (γνωστοί και ως Κουτσόβλαχοι και Αρωμούνοι, επίσης και κατά περιοχές και ως Αρβανιτόβλαχοι, Καραγκούνοι, Φρασαριώτες κ.λπ) είναι δίγλωσσοι έλληνες ποιμένες και κτηνοτρόφοι...που παράλληλα προς τα ελληνικά μιλούν μια λατινογενή διάλεκτο, τα Βλάχικα ή Κουτσοβλάχικα ή Αρωμουνικά. Η γλωσσική τους συγγένεια (όχι εθνολογική) με τους Ρουμάνους οφείλεται στο ότι τόσο τα Αρωμουνικά όσο και τα Ρουμανικά ανάγονται σε κοινή γλωσσική πηγή, την Ανατολική ή Βαλκανική Λατινική. Η ονομασία Βλάχοι, ανάγεται γλωσσικά στο όνομα γαλατικού φύλου Volcae (εκλατινισμένου από τις επιδρομές του σε ρωμαιοκρατούμενες περιοχές), που οι Γερμανοί ονόμασαν Valah, χαρακτηρίζοντας μ αυτή όλους τους λατινόφωνους υπήκοους του ρωμαϊκού κράτους. Από το γερμανικό Valah προήλθαν οι εθνικές ονομασίες Ουαλοί (Βρετανία), Βαλλόνοι (Βέλγιο), Γκωλουά (π.β. Ντε Γκωλ) (Γαλλία), και Valah>Vlah>Βλάχος (Βυζάντιο)''. Βλ., Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998, λήμμα Βλάχοι-Ουαλοί-Βαλλόνοι. Επίσης, βλ., Αχ. Γ. Λαζάρου, Η Αρωμουνική και οι μετά της ελληνικής σχέσεις αυτής, Αθήνα 1986.
[221] Βλ., Αχ. Γ. Λαζάρου, Βλέψεις Ρουμανίας και Ελληνικότητα Βλάχων Αρωμούνων, Ιωάννινα 1986. Επίσης, ο αείμνηστος Ευάγγελος Αβέρωφ για τους ρουμανίζοντες και την ανθελληνική δραστηριότητα τους έλεγε ότι, μολονότι αντιπροσωπεύουν το 3% των Κουτσοβλάχων -το υπόλοιπο 97% είναι υπερέλληνες- εντούτοις αποτελούν κίνδυνο. Βλ., Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού κινήματος, Αθήνα 1948 (3η έκδοση 1992). Βέβαια το ''υπερέλληνες'' συνειρμικά οδηγεί σε καταστάσεις φυλετικής υπεροχής, όμως χαρακτηρίζονται υπερβολικά έτσι από τον Αβέρωφ για να τονιστεί η ελληνικότητα της εθνικής της συνείδησης ως αντίβαρο της προπαγάνδας για δήθεν βλάχικη μειονότητα στην Ελλάδα. Ο ίδιος.
[222] Η εθνολογική προπαγάνδα για ''αλύτρωτους'' Βλάχους - όπως τα ομολογουμένως προπύργια του ελληνισμού: Βλαχοκλεισούρα, Κρούσοβο, Λιβάδι Ολύμπου, χωριά οροσειράς Πίνδου, Μοναστηρίου, Μοσχόπολης κ.λπ είναι και αστεία και αμαρτωλή. Ο Κούρτιος και στη συνέχεια ο νεοέλληνας ιστορικός Κωνσταντίνος Κούμας μας εξηγούν απόλυτα τη γένεση των Βλάχων σε όλες τις χώρες και ερμηνεύουν την ελληνικότητα εκείνων της Ελληνικής χερσονήσου. Παρ' όλα αυτά η εθνολογική προπαγάνδα συνεχίστηκε με διάφορα τεχνάσματα σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα και φτάνει μέχρι σήμερα, τις μέρες της παγκοσμιοποίησης και της ''χαλαρότητας'' των εθνικών κρατών. Τελευταία προκλητική εκδήλωση εθνολογικής αλύτρωτης βλάχικης προπαγάνδας είναι η ανοιχτή πρόκληση του αυτοαποκαλούμενου ''Συμβουλίου των Αρμάνων ή Μακεδονοαρμάνων'' στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο (23 Ιουνίου 2010) από την οποία ζητούσαν την εκπροσώπηση των Βλάχων για διεκδίκηση δικαιωμάτων που δεν τους παραχωρούνται. Η προκλητική ενέργεια προκάλεσε την οργιστική απάντηση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων των Βλάχων, η οποία, μεταξύ των άλλων, ''εκφράζει και καταδικάζει τις προκλητικές ενέργειες των αυτόκλητων προστατών'' και ταυτόχρονα δηλώνουν ότι ''εμείς οι Βλάχοι της Ελλάδας... απολαμβάνουμε όλων των δικαιωμάτων και ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ελληνικής Πολιτείας...''. Βλ., Ανακοίνωση-καταγγελία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων (Π.Ο.Π.Σ.Β.), 17-6-2010.
Η αναζωπύρωση του ''Βλάχικου ζητήματος'' δεν είναι αθώα ούτε αμελητέα παρά το γεγονός ότι η ιστορική έρευνα έχει αποδείξει την ελληνικότητα των Βλάχων του Ελλαδικού χώρου. Η εποχή μας είναι τόσο ρευστή όσο ήταν και το 1922 όταν ο Bouche de Belle τόνιζε ότι στα Βαλκάνια και εκ του μηδενός είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μειονοτικό ζήτημα. Η ανακοίνωση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων για τους ''Αρμάνους'' θέτει τη σοβαρότητα του ζητήματος, αποκαλύπτει τη δική μας αδιαφορία στη συστηματική προπαγανδιστική τακτική και υπενθυμίζει, σε ότι αφορά το Μακεδονικό, την πολιτική και όχι εθνολογική διάσταση του ζητήματος. Ο ίδιος.
[223] Ιθύνων νους της προσπάθειας αφύπνισης εθνολογικής βλάχικης συνείδησης ήταν ο Έλληνας δάσκαλος Απόστολος Μαργαρίτης, ο οποίος συνέταξε ομάδα αδρά αμειβόμενη από τη Ρουμανική κυβέρνηση και ''επέτυχε να εμφυσήσει την διχόνοιαν μεταξύ ικανών κοινοτήτων [βλάχικων] και να προκαλέσει πράγματα και εις την ελληνικήν και εις την τουρκικήν κυβέρνησιν''. Βλ., Γ. Ασπρέα, ό.π., σελ. 76. Λεπτομερέστατη ανάπτυξη και σχολιασμό, βλέπε: Αχ. Γ. Λαζάρου, Απόπειρες αφελληνισμού των Βλάχων της ελληνικής χερσονήσου, Κοινωνικές Τομές 27 (1991). Επίσης, η Ρουμανική προπαγάνδα αξιοποίησε, με τον πλέον κατάλληλο τρόπο, το καλαίσθητο φωτογραφικό και κινηματογραφικό υλικό των αδελφών Μανάκια, προκειμένου να προσδώσει, πέραν του γλωσσικού ιδιώματος των Βλάχων, και πολιτισμική χροιά τέτοια που να διεγείρει την ''εθνολογική ιδιαιτερότητα των Βλάχων''. Βλ., Οικονομικός Ταχυδρόμος, Διάλογος, Βλάχοι υπερέλληνες και ρουμανίζοντες, 6 Ιουνίου 1996, σσ. 74-75.
[224] Η ρουμανική προπαγάνδα, μετά την κρίση του 1878, επειδή δεν μπορούσε να οργανώσει σοβαρό πυρήνα δράσης ή να προσελκύσει το βλάχικο πληθυσμό, εργαζόταν στο να συντηρεί ''ασήμαντον εν Βουκουρεστίω κέντρον και μισθωτούς τινάς εν Μοναστηρίω, Νεβέσκα [Νυμφαίο], Πρισρένη και Σαμαρίνη''. Βλ., Γ. Ασπρέα, ό.π. σσ 75-76.
Η προπαγάνδα κορυφώθηκε στην εξέγερση του Ίλιν-ντεν με το πρόσχημα, όπως αναφέρθηκε, της απελευθέρωσης από την Οθωμανική κυριαρχία.
[225] Βλ., Γ. Ασπρέα, ό.π., σ.77. Η ρουμανίζουσα προπαγάνδα δεν είναι και δεν εξαντλείται στα όρια της παρούσας εργασίας. Εδώ γίνεται μια συνοπτική αναφορά κυρίως για να τονιστεί η ιδιαιτερότητα και περιπλοκότητα του Μακεδονικού πολιτικού ζητήματος. Πριν της υπογραφής της συνθήκης του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913), ο Ελευθέριος Βενιζέλος με το ρουμάνο ομόλογό του, με επιστολές που αντάλλαξαν, συμφώνησαν στην αναγνώριση εκπαιδευτικών και θρησκευτικών προνομίων των Βλάχων της Μακεδονίας και της Ηπείρου, τη σύσταση Επισκοπής των Βλάχων, η δε ρουμανική κυβέρνηση, θα χρηματοδοτεί τα ρουμανικά σχολεία στην Ελλάδα υπό την επίβλεψη της ελληνικής κυβέρνησης. Η αποδοχή από το Βενιζέλο των όρων της συμφωνίας ήταν ένας διπλωματικός ελιγμός, ο οποίος αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της υποστήριξης από τη Ρουμανία στην κατακύρωση της Καβάλας στην Ελλάδα. Το γεγονός της συμφωνίας δημιούργησε αργότερα αρκετά προβλήματα μεταξύ των δυο χωρών και παράλληλα έδινε τη δυνατότητα στους ρουμανίζοντες να κινούνται ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς. Οι ρουμανίζοντες Βλάχοι επανήλθαν με το γνωστό Αλκιβιάδη Διαμάντη, ο οποίος στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου επιχείρησε, με την υποστήριξη των ιταλικών στρατιωτικών αρχών, να συστήσει ''Βλάχικο κράτος της Πίνδου''. Οι Βλάχοι αντέδρασαν και ο Διαμάντης υποχρεώθηκε να φύγει από την Ελλάδα και να καταδικαστεί ερήμην για προδοσία και απόπειρα απόσπασης ελληνικού εδάφους. Αναλυτικότερα βλ., Λ. Αρσενίου, Το έπος των Θεσσαλών αγροτών και οι εξεγέρσεις τους 1881-1993, σ. 151.
Η ελληνική πολιτεία στο μεσοπόλεμο αμνήστευσε τον Αλκ. Διαμάντη, ο οποίος, ως έμπορος των ρουμανικών πετρελαίων και ξυλείας, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στην ιταλική κατοχή, με την στήριξη των ιταλικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών (Μεραρχία Πινερόλο), ο Διαμάντης επιχειρεί ξανά να ιδρύσει ''Αυτόνομο Βλάχικο κράτος της Πίνδου'' που θα έφτανε μέχρι τη Δομοκό της Λαμίας, αρχηγός θα ήταν ο ίδιος (πριν τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο είχε πάρει στην Ιταλία τον τίτλο του κομαντατόρε) και πρωθυπουργός ο δικηγόρος από τη Σαμαρίνα Νικόλαος Ματούσης. Από τους κατευθύνοντες την κίνηση των ρουμανιζόντων διαμορφώθηκε το πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό μανιφέστο εξέγερσης των Βλάχων από τα κάτω, δημιουργίας κονσόρτσιουμ που θα διακινούσε μονοπωλιακά προϊόντα μείζονος σημασίας διατροφής για την κατοχή και στρατιωτικής στελέχωσης με έλληνες βλάχικης καταγωγής. Οι Έλληνες Βλάχοι, παρά τις πιέσεις και τους διωγμούς, δεν ακολούθησαν πλην μερικών εκατοντάδων (300 περίπου) δωσιλόγων της Πίνδου και η επιχείρηση αφύπνισης σταμάτησε αμέσως με την ιταλική κατάρρευση. Ο Αλκιβιάδης Διαμάντης έφυγε στη Ρουμανία, ο δε Ν. Ματούσης αρχικά στην Ιταλία και μετέπειτα στη Ρουμανία. Στη δίκη του Ειδικού Δικαστηρίου Δωσιλόγων και οι δυο καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο για προδοσία. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι ο Ματούσης ξαναγύρισε στην Ελλάδα (παρέλευση χρόνου παραγραφής) για να ισχυρισθεί ότι η όλη απόπειρα αποσκοπούσε στη δίωξη του κομμουνιστικού κινδύνου και τη μη κάθοδο του Βουλγαρικού στρατού κατοχής στη Θεσσαλονίκη. Σημειώνεται δε ότι ο Ματούσης ξεκίνησε ως μέλος του ΚΚΕ (ήταν εκπρόσωπος στο Β' Συνέδριο του Κ.Κ.Ε) για να καταλήξει στην αγαστή συνεργασία του με τον ιταλικό ιμπεριαλιστικό επεκτατισμό. Η αναφορά γίνεται όχι για να θίξουμε την αγωνιστική παρουσία των μελών του Κ.Κ.Ε, αλλά για να θιχτεί η προσωπικότητα του δωσίλογου. Στο παράρτημα II και ΙΙΙ βλέπε:
Απόφαση Ειδικού Δικαστηρίου Δωσίλογων (1948) και
Αθωωτική απόφαση του Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων (1951).
Η αθωωτική απόφαση δικαιώνει τον Ευάγγελο Αβέρωφ, ο οποίος προφητικά έγραφε: '' Το Κουτσοβλαχικό υπάρχει πάντα γιατί υφίστανται τα δυο σκέλη τα οποία από τη δημιουργία του στηρίχθηκε. Αφ' ενός πυρήνες των ρουμανιζόντων και αφετέρου η χώρα που τους επροστάτευσε. Ας μην παραπλανήσει το γεγονός ότι οι ρουμανίζοντες δεν εκφράζονται. Είχαν το ατύχημα πολλοί από τους δικούς τους να συνδυάσουν την κίνηση τους με την Αξονική πολιτική και λεηλασία και το έγκλημα και γι αυτό να καταδικαστούν και να είναι στις φυλακές. Είχαν το ατύχημα πολλοί δικοί τους να έχουν παίξει φανερά το χαρτί του φασισμού και του εγκλήματος. Φοβούνται και γι αυτό δεν μιλούν. Βλέπε αναλυτικότερα: Ευαγγέλου Αβέρωφ-Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού, ό.π. Επίσης βλέπε: Λάζαρος Αρσενίου, Η Θεσσαλονίκη στην Αντίσταση, σσ 44-74 όπου παρατίθενται υπομνήματα ρουμανιζόντων προς την Ελληνική κατοχική κυβέρνηση, το μανιφέστο Διαμάντη-Ματούση καθώς και άρθρα για την ρουμανίζουσα βλάχικη προσπάθεια. Επίσης, γενικά για την ιστορία και την καταγωγή, βλ., Γιάννη Παπαθανασίου, Ιστορία των Βλάχων Εικονογραφημένη, έκδ. Μ. Μπαρμπουνάκη, 1994 και Σωκράτη Λιάκου, Η καταγωγή των Αρμανίων (Τουπίκλην Βλάχων), Μικροευρωπαϊκές (Βαλκανικές) μελέτες, 1965.
[226] Σε αντίποινα της επικράτησης των ελληνικών σωμάτων, η Βουλγαρία, τον Ιούλιο του 1906, απάντησε με τους διωγμούς των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας, οι κάτοικοι της Βάρνας, Φιλιππούπολης και Αγχιάλου υπέστησαν σκληρές δοκιμασίες με σφαγές και πυρπολήσεις. Ο ίδιος.
[227] Απότοκος του φανατισμού ήταν η δολοφονία μέσα στη Θεσσαλονίκη του διερμηνέα του ελληνικού προξενείου Θεόδωρου Ασκητή καθώς και η δολοφονία του μητροπολίτη Κορυτσάς Φωτίου. Βλ., Γ. Ασπρέα, ό.π., σ. 79.
Η υπόσχεση της Ευρώπης αφορούσε το σχέδιο Μύρτσστεγκ, το οποίο στην πράξη οι όροι του δεν εφαρμόστηκαν, πλην ελαχίστων περιπτώσεων, από τις Οθωμανικές αρχές. Η ελληνική κυβέρνηση σεβάστηκε την υπόσχεση για την άμεση εφαρμογή των όρων του σχεδίου, εξ αιτίας των ''περιπλανημένων αντιλήψεων της''. Βλ., Γ. Ασπρέα, ό.π.
Στο ίδιο θέμα αναφέρεται και ο Ι. Κ. Μαζαράκης-Αινιάν σημειώνοντας ότι οι Τούρκοι ''για τις μεταρρυθμίσεις πολύ λίγο ενδιαφέρονταν. Εξάλλου από το σχέδιο Μύρτσστεγκ μόνο η αναδιοργάνωση της χωροφυλακής είχε προχωρήσει. Η τουρκική διπλωματία εκμεταλλευόταν την αδυναμία συνεννοήσεως των ευρωπαϊκών Δυνάμεων και τον οξύ ανταγωνισμό τους...Οι Αυστριακοί τα Σκόπια, οι Ιταλοί το Μοναστήρι-Φλώρινα-Καστοριά, οι Ρώσοι τη Θεσσαλονίκη και την κεντρική Μακεδονία, οι Γάλλοι τις Σέρρες και οι Άγγλοι τη Δράμα και την Καβάλα''. Βλ., Μαζαράκη-Αινιάν, ό.π., σ. 100.
Πηγή: Γιάννης Α. Αναγνώστου, Το Μετέωρο Βήμα της Μακεδονίας (1870-1945), Ιωάννινα 2011.
* Οι επισημάνσεις είναι δικές μας.
Δρ Ιστορίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Οι αρχηγοί των σωμάτων της Ε.Μ.Ε.Ο., βρισκόμενοι στη δύσκολη θέση αντιμετώπισης των αντίστοιχων ελληνικών, απεμπόλησαν το απελευθερωτικό προσωπείο, για το οποίο υποτίθεται ότι είχαν συνταχθεί και προχώρησαν στη σύναψη σχέσεων με τις τουρκικές στρατιωτικές αρχές, μέσω της προδοσίας των ελληνικών ενόπλων σωμάτων, με την παροχή μηνιαίου χρηματικού επιδόματος. Η ελληνική ένοπλη παρουσία όντως δοκιμάστηκε σκληρά, γι αυτό και η ελληνική κυβέρνηση, με διάβημά της, διαμαρτυρήθηκε στις οθωμανικές αρχές. Το θέμα έγινε γνωστό στο σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Χαν το Β', ο οποίος πείστηκε από το επιχείρημα του διαβήματος -που τόνιζε ότι τα ευρισκόμενα στη Μακεδονία ελληνικά ένοπλα σώματα δεν αποσκοπούσαν να πλήξουν την οθωμανική κυριαρχία του σουλτάνου, αλλά μόνο να αποκρούσουν το βουλγαρικό επεκτατισμό, για να διαβεβαιώσει με τη σειρά του την ελληνική πλευρά ότι συμφωνεί μαζί της, με την προϋπόθεση ότι, μετά την εκκαθάριση της βουλγαρικής παρουσίας στη Μακεδονία, τα ελληνικά ένοπλα σώματα θα επιστρέψουν πάραυτα στην Ελλάδα. [218]
Οι τουρκικές διώξεις σταμάτησαν, στην Ευρώπη, όμως, δημιουργήθηκε έντονο κλίμα δυσφορίας της κοινής γνώμης κατά της Ελλάδας. Η Ε.Μ.Ε.Ο και ειδικότερα η εθνικιστική ηγεσία της Βουλγαρίας, μέσω του δικτύου προπαγανδιστικής ενημέρωσης, πληροφορούσε τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ότι η Ελλάδα συμμάχησε με τους τούρκους και εναντιώνεται ένοπλα στην απελευθέρωση της Μακεδονίας. Ο ημερήσιος και περιοδικός τύπος της Βουλγαρίας παρουσίαζε την Ελλάδα στο Παρίσι, το Λονδίνο και το Βερολίνο ως το χωροφύλακα της Τουρκίας στη Μακεδονία. [219]
Κατά τη διάρκεια της ένοπλης παρουσίας της Ελλάδας στη Μακεδονία (1904-1908) η περιπλοκότητα και η ιδιομορφία της μετέωρης κατάστασης του Μακεδονικού χώρου δεν εξαντλείται με την Οθωμανική κυριαρχία και τις επεκτατικές διαθέσεις της Βουλγαρίας. Απέναντι στο Βουλγαρικό επεκτατισμό και τις κατά καιρούς διώξεις των τουρκικών στρατιωτικών αποσπασμάτων, η ελληνική πλευρά είχε να αντιμετωπίσει και την ταυτόχρονη δράση των ρουμανιζόντων οργανώσεων, οι οποίες δρούσαν από κοινού με τις αντίστοιχες βουλγαρικές, σε όλη σχεδόν την περιφέρεια της Μακεδονίας. Από το 1855 η Ρουμανία επιχείρησε, με προπαγανδιστικές μέθοδες, να δημιουργήσει, σε γεωγραφικά διαμερίσματα της Μακεδονίας, ζώνες επιρροής διεσπαρμένων βλάχικων πληθυσμών. [220] Οι πληθυσμοί αυτοί ζούσαν, ως ποιμένες, κατά νομάδες ή ήταν συγκεντρωμένοι κατά κοινότητες σε πόλεις της Μακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας. Η πλειονότητα αυτών ζούσε στην περιοχή του Μοναστηρίου και της οροσειράς της Πίνδου και οι ασχοληθέντες μετά το 1860 με την εθνολογική τους καταγωγή, με βάση το ιδιαίτερο γλωσσικό τους ιδίωμα και διάφορες εικασίες, εξαιτίας της ανεπάρκειας ιστορικών δεδομένων, οδηγήθηκαν σε ατεκμηρίωτα συμπεράσματα, τα οποία εκμεταλλεύτηκε η ρουμανική και αυστριακή πολιτική για ίδια πολιτικά συμφέροντα στη Βαλκανική χερσόνησο. [221]
Μέχρι το 1878, που ξέσπασε η Ανατολική κρίση, δεν υπήρξαν δραστηριότητες εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, τις οποίες συντηρούσε το κέντρο του Βουκουρεστίου. Από το 1885, με την ανακήρυξη της Ρουμανίας σε βασίλειο, η εθνολογική προπαγάνδα [222] απέσπασε τη χρηματική υποστήριξη της Ρουμανικής κυβέρνησης και το ρουμανικό βλάχικο κομιτάτο, προσεταιριζόμενο σημαντικούς παράγοντες του φιλελεύθερου κόμματος, ενέτεινε την πολιτική δραστηριότητα του στη Μακεδονία, στρεφόμενο κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των πατριαρχικών ιερέων της Μακεδονίας. Η ρουμανική προπαγάνδα οργανώθηκε μεθοδικότερα, με τη διαδοχή του κόμματος των φιλελευθέρων από αυτό των συντηρητικών, το οποίο διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά για ίδρυση σχολείων, βίαιο προσηλυτισμό μαθητών και γενικότερες ενέργειες αφύπνισης εθνολογικής βλάχικης συνείδησης. [223] Πολιτικοί λόγοι ωθούσαν την κυβέρνηση του Βουκουρεστίου όχι να ανέχεται, αλλά εμφανώς να στηρίζει πολιτικές μεθοδεύσεις μειονοτικών κινήσεων διαμορφώνοντας στο λαό την πλάνη και το διχασμό και προχωρώντας σε διώξεις των Ελλήνων της Ρουμανίας.
Μετά το 1903 η δράση του κομιτάτου των ρουμανιζόντων Βλάχων στη Μακεδονία έγινε εντονότερη, με τη χρηματοδότηση των κομιτάτων από τη ρουμανική κυβέρνηση με το υψηλό ποσό των 800 χιλιάδων φράγκων. Την ίδια χρονιά η Τουρκία, με πράξη, αναγνώριζε Ρουμανική εθνότητα στη Μακεδονία, γεγονός που ενεθάρρυνε την ηγεσία του βλάχικου κομιτάτου, το οποίο, σε στενή συνεργασία με την Ε.Μ.Ε.Ο., διαμόρφωσε το γνωστό συναρπαστικό, αλλά τραγικό τοπίο για τη ζωή των κατοίκων της ΒΔ Μακεδονίας. [224] Με την ένοπλη παρουσία της Ελλάδας στη Μακεδονία, από τον πρώτο χρόνο της δράσης των ελληνικών αντάρτικων σωμάτων, οι προπαγανδιστικές οργανώσεις διαλύθηκαν και απογυμνώθηκαν οι πολιτικές επιδιώξεις των αδρά χρηματοδοτούμενων υποκινητών βλάχικης εθνότητας, οι Βλάχοι σύσσωμοι και οικειοθελώς τάχθηκαν στο πλευρό της δράσης των Ελληνικών σωμάτων, το γεγονός δε της κατάρρευσης προκάλεσε την έκρηξη της Ρουμανίας με το γνωστό ανθελληνικό διωγμό του 1905. [225]
Κατά το 1906 τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα στη Μακεδονία είχαν πλήρως επιβληθεί των αντίστοιχων βουλγαρικών, μάλιστα η δράση των σωμάτων αυτών είχε φτάσει μέχρι το ύψος του Περιστερίου και του Περλεπέ και είχε επεκταθεί σε όλη την περιφέρεια του βιλαετίου των Σερρών. [226]
Το τελευταίο έτος της ένοπλης φάσης και παρουσίας των ελληνικών σωμάτων στη Μακεδονία σηματοδοτεί την ύφεση της δράστης, εξαιτίας της επέμβασης των Ευρωπαϊκών δυνάμεων και της εγγυητικής υπόσχεσης τους, όσο αφορά στην ασφαλή διαβίωση των κατοίκων και την επιβολή της τάξης στη Μακεδονία. Η υπόσχεση της Ευρώπης παραπλάνησε την Αθήνα και ανέστειλε την αποστολή ενόπλων, το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό και με τις έριδες που προέκυψαν μεταξύ Προξενείου Θεσσαλονίκης και Μακεδονικού κομιτάτου της Αθήνας ενεθάρρυνε την Ε.Μ.Ε.Ο., η οποία, αφού συμμάχησε εκ νέου με τη Ρουμανική προπαγάνδα, ενέτεινε τη δράση με μεγαλύτερο φανατισμό και ένταση. [227]
Η Ελληνική κυβέρνηση αναίρεσε τις επιφυλάξεις της και αποφάσισε εκ νέου να ενισχύσει το Μακεδονικό κομιτάτο στην Αθήνα και το Προξενείο της Θεσσαλονίκης. Αρχές Μαρτίου 1908 απέστειλε στη Μακεδονία νέα σώματα για τη συνέχιση του αγώνα. Η φάση αυτή ήταν βραχεία, γιατί είχε ήδη αρχίσει να ενεργεί το Νεοτουρκικό κίνημα, το οποίο, εξαιτίας του κινδύνου κατάρρευσης της Οθωμανικής κυριαρχίας, προέβη στις 11 Ιουλίου 1908 στην επανάσταση, με την οποία δημιούργησε, μέσω του νέου συνταγματικού πολιτεύματος, νέα πολιτική κατάσταση στην Οθωμανική αυτοκρατορία, συνέπεια της οποίας ήταν η άμεση αποχώρηση όλων των ανταρτικών σωμάτων τόσο της Βουλγαρίας όσο και της Ελλάδας.
Παραπομπές
[218] Ibid, σελ. 72.
[219] Η χαρακτηριστική της προπαγανδιστικής και συκοφαντικής κατά της Ελλάδας τακτική αποτυπώνεται στην καλαίσθητη και περίτεχνη έκδοση του ''La Macedoine et les reformes'' που γράφτηκε από τον V. Berard.
[220] ''Οι Έλληνες, στη καταγωγή και τη συνείδηση, Βλάχοι (γνωστοί και ως Κουτσόβλαχοι και Αρωμούνοι, επίσης και κατά περιοχές και ως Αρβανιτόβλαχοι, Καραγκούνοι, Φρασαριώτες κ.λπ) είναι δίγλωσσοι έλληνες ποιμένες και κτηνοτρόφοι...που παράλληλα προς τα ελληνικά μιλούν μια λατινογενή διάλεκτο, τα Βλάχικα ή Κουτσοβλάχικα ή Αρωμουνικά. Η γλωσσική τους συγγένεια (όχι εθνολογική) με τους Ρουμάνους οφείλεται στο ότι τόσο τα Αρωμουνικά όσο και τα Ρουμανικά ανάγονται σε κοινή γλωσσική πηγή, την Ανατολική ή Βαλκανική Λατινική. Η ονομασία Βλάχοι, ανάγεται γλωσσικά στο όνομα γαλατικού φύλου Volcae (εκλατινισμένου από τις επιδρομές του σε ρωμαιοκρατούμενες περιοχές), που οι Γερμανοί ονόμασαν Valah, χαρακτηρίζοντας μ αυτή όλους τους λατινόφωνους υπήκοους του ρωμαϊκού κράτους. Από το γερμανικό Valah προήλθαν οι εθνικές ονομασίες Ουαλοί (Βρετανία), Βαλλόνοι (Βέλγιο), Γκωλουά (π.β. Ντε Γκωλ) (Γαλλία), και Valah>Vlah>Βλάχος (Βυζάντιο)''. Βλ., Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998, λήμμα Βλάχοι-Ουαλοί-Βαλλόνοι. Επίσης, βλ., Αχ. Γ. Λαζάρου, Η Αρωμουνική και οι μετά της ελληνικής σχέσεις αυτής, Αθήνα 1986.
[221] Βλ., Αχ. Γ. Λαζάρου, Βλέψεις Ρουμανίας και Ελληνικότητα Βλάχων Αρωμούνων, Ιωάννινα 1986. Επίσης, ο αείμνηστος Ευάγγελος Αβέρωφ για τους ρουμανίζοντες και την ανθελληνική δραστηριότητα τους έλεγε ότι, μολονότι αντιπροσωπεύουν το 3% των Κουτσοβλάχων -το υπόλοιπο 97% είναι υπερέλληνες- εντούτοις αποτελούν κίνδυνο. Βλ., Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού κινήματος, Αθήνα 1948 (3η έκδοση 1992). Βέβαια το ''υπερέλληνες'' συνειρμικά οδηγεί σε καταστάσεις φυλετικής υπεροχής, όμως χαρακτηρίζονται υπερβολικά έτσι από τον Αβέρωφ για να τονιστεί η ελληνικότητα της εθνικής της συνείδησης ως αντίβαρο της προπαγάνδας για δήθεν βλάχικη μειονότητα στην Ελλάδα. Ο ίδιος.
[222] Η εθνολογική προπαγάνδα για ''αλύτρωτους'' Βλάχους - όπως τα ομολογουμένως προπύργια του ελληνισμού: Βλαχοκλεισούρα, Κρούσοβο, Λιβάδι Ολύμπου, χωριά οροσειράς Πίνδου, Μοναστηρίου, Μοσχόπολης κ.λπ είναι και αστεία και αμαρτωλή. Ο Κούρτιος και στη συνέχεια ο νεοέλληνας ιστορικός Κωνσταντίνος Κούμας μας εξηγούν απόλυτα τη γένεση των Βλάχων σε όλες τις χώρες και ερμηνεύουν την ελληνικότητα εκείνων της Ελληνικής χερσονήσου. Παρ' όλα αυτά η εθνολογική προπαγάνδα συνεχίστηκε με διάφορα τεχνάσματα σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα και φτάνει μέχρι σήμερα, τις μέρες της παγκοσμιοποίησης και της ''χαλαρότητας'' των εθνικών κρατών. Τελευταία προκλητική εκδήλωση εθνολογικής αλύτρωτης βλάχικης προπαγάνδας είναι η ανοιχτή πρόκληση του αυτοαποκαλούμενου ''Συμβουλίου των Αρμάνων ή Μακεδονοαρμάνων'' στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο (23 Ιουνίου 2010) από την οποία ζητούσαν την εκπροσώπηση των Βλάχων για διεκδίκηση δικαιωμάτων που δεν τους παραχωρούνται. Η προκλητική ενέργεια προκάλεσε την οργιστική απάντηση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων των Βλάχων, η οποία, μεταξύ των άλλων, ''εκφράζει και καταδικάζει τις προκλητικές ενέργειες των αυτόκλητων προστατών'' και ταυτόχρονα δηλώνουν ότι ''εμείς οι Βλάχοι της Ελλάδας... απολαμβάνουμε όλων των δικαιωμάτων και ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ελληνικής Πολιτείας...''. Βλ., Ανακοίνωση-καταγγελία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων (Π.Ο.Π.Σ.Β.), 17-6-2010.
Η αναζωπύρωση του ''Βλάχικου ζητήματος'' δεν είναι αθώα ούτε αμελητέα παρά το γεγονός ότι η ιστορική έρευνα έχει αποδείξει την ελληνικότητα των Βλάχων του Ελλαδικού χώρου. Η εποχή μας είναι τόσο ρευστή όσο ήταν και το 1922 όταν ο Bouche de Belle τόνιζε ότι στα Βαλκάνια και εκ του μηδενός είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μειονοτικό ζήτημα. Η ανακοίνωση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων για τους ''Αρμάνους'' θέτει τη σοβαρότητα του ζητήματος, αποκαλύπτει τη δική μας αδιαφορία στη συστηματική προπαγανδιστική τακτική και υπενθυμίζει, σε ότι αφορά το Μακεδονικό, την πολιτική και όχι εθνολογική διάσταση του ζητήματος. Ο ίδιος.
[223] Ιθύνων νους της προσπάθειας αφύπνισης εθνολογικής βλάχικης συνείδησης ήταν ο Έλληνας δάσκαλος Απόστολος Μαργαρίτης, ο οποίος συνέταξε ομάδα αδρά αμειβόμενη από τη Ρουμανική κυβέρνηση και ''επέτυχε να εμφυσήσει την διχόνοιαν μεταξύ ικανών κοινοτήτων [βλάχικων] και να προκαλέσει πράγματα και εις την ελληνικήν και εις την τουρκικήν κυβέρνησιν''. Βλ., Γ. Ασπρέα, ό.π., σελ. 76. Λεπτομερέστατη ανάπτυξη και σχολιασμό, βλέπε: Αχ. Γ. Λαζάρου, Απόπειρες αφελληνισμού των Βλάχων της ελληνικής χερσονήσου, Κοινωνικές Τομές 27 (1991). Επίσης, η Ρουμανική προπαγάνδα αξιοποίησε, με τον πλέον κατάλληλο τρόπο, το καλαίσθητο φωτογραφικό και κινηματογραφικό υλικό των αδελφών Μανάκια, προκειμένου να προσδώσει, πέραν του γλωσσικού ιδιώματος των Βλάχων, και πολιτισμική χροιά τέτοια που να διεγείρει την ''εθνολογική ιδιαιτερότητα των Βλάχων''. Βλ., Οικονομικός Ταχυδρόμος, Διάλογος, Βλάχοι υπερέλληνες και ρουμανίζοντες, 6 Ιουνίου 1996, σσ. 74-75.
[224] Η ρουμανική προπαγάνδα, μετά την κρίση του 1878, επειδή δεν μπορούσε να οργανώσει σοβαρό πυρήνα δράσης ή να προσελκύσει το βλάχικο πληθυσμό, εργαζόταν στο να συντηρεί ''ασήμαντον εν Βουκουρεστίω κέντρον και μισθωτούς τινάς εν Μοναστηρίω, Νεβέσκα [Νυμφαίο], Πρισρένη και Σαμαρίνη''. Βλ., Γ. Ασπρέα, ό.π. σσ 75-76.
Η προπαγάνδα κορυφώθηκε στην εξέγερση του Ίλιν-ντεν με το πρόσχημα, όπως αναφέρθηκε, της απελευθέρωσης από την Οθωμανική κυριαρχία.
[225] Βλ., Γ. Ασπρέα, ό.π., σ.77. Η ρουμανίζουσα προπαγάνδα δεν είναι και δεν εξαντλείται στα όρια της παρούσας εργασίας. Εδώ γίνεται μια συνοπτική αναφορά κυρίως για να τονιστεί η ιδιαιτερότητα και περιπλοκότητα του Μακεδονικού πολιτικού ζητήματος. Πριν της υπογραφής της συνθήκης του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913), ο Ελευθέριος Βενιζέλος με το ρουμάνο ομόλογό του, με επιστολές που αντάλλαξαν, συμφώνησαν στην αναγνώριση εκπαιδευτικών και θρησκευτικών προνομίων των Βλάχων της Μακεδονίας και της Ηπείρου, τη σύσταση Επισκοπής των Βλάχων, η δε ρουμανική κυβέρνηση, θα χρηματοδοτεί τα ρουμανικά σχολεία στην Ελλάδα υπό την επίβλεψη της ελληνικής κυβέρνησης. Η αποδοχή από το Βενιζέλο των όρων της συμφωνίας ήταν ένας διπλωματικός ελιγμός, ο οποίος αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της υποστήριξης από τη Ρουμανία στην κατακύρωση της Καβάλας στην Ελλάδα. Το γεγονός της συμφωνίας δημιούργησε αργότερα αρκετά προβλήματα μεταξύ των δυο χωρών και παράλληλα έδινε τη δυνατότητα στους ρουμανίζοντες να κινούνται ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς. Οι ρουμανίζοντες Βλάχοι επανήλθαν με το γνωστό Αλκιβιάδη Διαμάντη, ο οποίος στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου επιχείρησε, με την υποστήριξη των ιταλικών στρατιωτικών αρχών, να συστήσει ''Βλάχικο κράτος της Πίνδου''. Οι Βλάχοι αντέδρασαν και ο Διαμάντης υποχρεώθηκε να φύγει από την Ελλάδα και να καταδικαστεί ερήμην για προδοσία και απόπειρα απόσπασης ελληνικού εδάφους. Αναλυτικότερα βλ., Λ. Αρσενίου, Το έπος των Θεσσαλών αγροτών και οι εξεγέρσεις τους 1881-1993, σ. 151.
Η ελληνική πολιτεία στο μεσοπόλεμο αμνήστευσε τον Αλκ. Διαμάντη, ο οποίος, ως έμπορος των ρουμανικών πετρελαίων και ξυλείας, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στην ιταλική κατοχή, με την στήριξη των ιταλικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών (Μεραρχία Πινερόλο), ο Διαμάντης επιχειρεί ξανά να ιδρύσει ''Αυτόνομο Βλάχικο κράτος της Πίνδου'' που θα έφτανε μέχρι τη Δομοκό της Λαμίας, αρχηγός θα ήταν ο ίδιος (πριν τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο είχε πάρει στην Ιταλία τον τίτλο του κομαντατόρε) και πρωθυπουργός ο δικηγόρος από τη Σαμαρίνα Νικόλαος Ματούσης. Από τους κατευθύνοντες την κίνηση των ρουμανιζόντων διαμορφώθηκε το πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό μανιφέστο εξέγερσης των Βλάχων από τα κάτω, δημιουργίας κονσόρτσιουμ που θα διακινούσε μονοπωλιακά προϊόντα μείζονος σημασίας διατροφής για την κατοχή και στρατιωτικής στελέχωσης με έλληνες βλάχικης καταγωγής. Οι Έλληνες Βλάχοι, παρά τις πιέσεις και τους διωγμούς, δεν ακολούθησαν πλην μερικών εκατοντάδων (300 περίπου) δωσιλόγων της Πίνδου και η επιχείρηση αφύπνισης σταμάτησε αμέσως με την ιταλική κατάρρευση. Ο Αλκιβιάδης Διαμάντης έφυγε στη Ρουμανία, ο δε Ν. Ματούσης αρχικά στην Ιταλία και μετέπειτα στη Ρουμανία. Στη δίκη του Ειδικού Δικαστηρίου Δωσιλόγων και οι δυο καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο για προδοσία. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι ο Ματούσης ξαναγύρισε στην Ελλάδα (παρέλευση χρόνου παραγραφής) για να ισχυρισθεί ότι η όλη απόπειρα αποσκοπούσε στη δίωξη του κομμουνιστικού κινδύνου και τη μη κάθοδο του Βουλγαρικού στρατού κατοχής στη Θεσσαλονίκη. Σημειώνεται δε ότι ο Ματούσης ξεκίνησε ως μέλος του ΚΚΕ (ήταν εκπρόσωπος στο Β' Συνέδριο του Κ.Κ.Ε) για να καταλήξει στην αγαστή συνεργασία του με τον ιταλικό ιμπεριαλιστικό επεκτατισμό. Η αναφορά γίνεται όχι για να θίξουμε την αγωνιστική παρουσία των μελών του Κ.Κ.Ε, αλλά για να θιχτεί η προσωπικότητα του δωσίλογου. Στο παράρτημα II και ΙΙΙ βλέπε:
Απόφαση Ειδικού Δικαστηρίου Δωσίλογων (1948) και
Αθωωτική απόφαση του Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων (1951).
Η αθωωτική απόφαση δικαιώνει τον Ευάγγελο Αβέρωφ, ο οποίος προφητικά έγραφε: '' Το Κουτσοβλαχικό υπάρχει πάντα γιατί υφίστανται τα δυο σκέλη τα οποία από τη δημιουργία του στηρίχθηκε. Αφ' ενός πυρήνες των ρουμανιζόντων και αφετέρου η χώρα που τους επροστάτευσε. Ας μην παραπλανήσει το γεγονός ότι οι ρουμανίζοντες δεν εκφράζονται. Είχαν το ατύχημα πολλοί από τους δικούς τους να συνδυάσουν την κίνηση τους με την Αξονική πολιτική και λεηλασία και το έγκλημα και γι αυτό να καταδικαστούν και να είναι στις φυλακές. Είχαν το ατύχημα πολλοί δικοί τους να έχουν παίξει φανερά το χαρτί του φασισμού και του εγκλήματος. Φοβούνται και γι αυτό δεν μιλούν. Βλέπε αναλυτικότερα: Ευαγγέλου Αβέρωφ-Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού, ό.π. Επίσης βλέπε: Λάζαρος Αρσενίου, Η Θεσσαλονίκη στην Αντίσταση, σσ 44-74 όπου παρατίθενται υπομνήματα ρουμανιζόντων προς την Ελληνική κατοχική κυβέρνηση, το μανιφέστο Διαμάντη-Ματούση καθώς και άρθρα για την ρουμανίζουσα βλάχικη προσπάθεια. Επίσης, γενικά για την ιστορία και την καταγωγή, βλ., Γιάννη Παπαθανασίου, Ιστορία των Βλάχων Εικονογραφημένη, έκδ. Μ. Μπαρμπουνάκη, 1994 και Σωκράτη Λιάκου, Η καταγωγή των Αρμανίων (Τουπίκλην Βλάχων), Μικροευρωπαϊκές (Βαλκανικές) μελέτες, 1965.
[226] Σε αντίποινα της επικράτησης των ελληνικών σωμάτων, η Βουλγαρία, τον Ιούλιο του 1906, απάντησε με τους διωγμούς των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας, οι κάτοικοι της Βάρνας, Φιλιππούπολης και Αγχιάλου υπέστησαν σκληρές δοκιμασίες με σφαγές και πυρπολήσεις. Ο ίδιος.
[227] Απότοκος του φανατισμού ήταν η δολοφονία μέσα στη Θεσσαλονίκη του διερμηνέα του ελληνικού προξενείου Θεόδωρου Ασκητή καθώς και η δολοφονία του μητροπολίτη Κορυτσάς Φωτίου. Βλ., Γ. Ασπρέα, ό.π., σ. 79.
Η υπόσχεση της Ευρώπης αφορούσε το σχέδιο Μύρτσστεγκ, το οποίο στην πράξη οι όροι του δεν εφαρμόστηκαν, πλην ελαχίστων περιπτώσεων, από τις Οθωμανικές αρχές. Η ελληνική κυβέρνηση σεβάστηκε την υπόσχεση για την άμεση εφαρμογή των όρων του σχεδίου, εξ αιτίας των ''περιπλανημένων αντιλήψεων της''. Βλ., Γ. Ασπρέα, ό.π.
Στο ίδιο θέμα αναφέρεται και ο Ι. Κ. Μαζαράκης-Αινιάν σημειώνοντας ότι οι Τούρκοι ''για τις μεταρρυθμίσεις πολύ λίγο ενδιαφέρονταν. Εξάλλου από το σχέδιο Μύρτσστεγκ μόνο η αναδιοργάνωση της χωροφυλακής είχε προχωρήσει. Η τουρκική διπλωματία εκμεταλλευόταν την αδυναμία συνεννοήσεως των ευρωπαϊκών Δυνάμεων και τον οξύ ανταγωνισμό τους...Οι Αυστριακοί τα Σκόπια, οι Ιταλοί το Μοναστήρι-Φλώρινα-Καστοριά, οι Ρώσοι τη Θεσσαλονίκη και την κεντρική Μακεδονία, οι Γάλλοι τις Σέρρες και οι Άγγλοι τη Δράμα και την Καβάλα''. Βλ., Μαζαράκη-Αινιάν, ό.π., σ. 100.
Πηγή: Γιάννης Α. Αναγνώστου, Το Μετέωρο Βήμα της Μακεδονίας (1870-1945), Ιωάννινα 2011.
* Οι επισημάνσεις είναι δικές μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.