Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Τα κινήματα του Κατσαντώνη, του Νικοτσάρα και του Θύμιου Μπλαχάβα


Απόσπασμα από το 
''Ιστορικό Ημερολόγιο Σερρών'', σελ. 187:

1806: Ο αρματολός Νικοτσάρας από το Βλαχολείβαδο* του Ολύμπου επιστρατεύοντας 500 επίλεκτα παλικάρια, αποβιβάστηκε στην Κατερίνη και δια μέσου της οροσειράς Μπέλες έφτασε στο Νέο Πετρίτση (Βέτερνα), απ' όπου πέρασε το Στρυμόνα και κατέληξε στο Σιδηρόκαστρο. Από εκεί έφτασε στις Σέρρες, όπου και πολιορκήθηκε σε ένα από τα κεντρικά χάνια της πόλης από 4000 Τούρκους και Αλβανούς, οι οποίοι διατελούσαν κάτω από την καθοδήγηση του Ισμαήλ Μπέη των Σερρών. 
Ο Νικοτσάρας και τα παλικάρια του κάψανε το χάνι και διέφυγαν προς το Μενοίκιον όρος και από εκεί στη Ζίχνη, την οποία και κατέλαβαν. Εναντίον τους εκστράτευσαν δεκαπέντε χιλιάδες Τούρκοι αλλά ο Νικοτσάρας επιχείρησε αντιπερισπασμό εξορμώντας προς τις εκβολές του Στρυμόνα και ελπίζοντας ότι θα τον περιμένουν ο Ρωσικός στόλος και ο ναύαρχος Σινιάβιν. Οι προσδοκίες του διαψεύσθηκαν και με τα εναπομείναντα 250 παλικάρια επιχείρησε με μια ηρωική προσπάθεια να περάσει τη γέφυρα του ποταμού Αγγίτη που τη φρουρούσαν χιλιάδες Οθωμανοί. Ο Νικοτσάρας έσπασε με το σπαθί του τις αλυσίδες της γέφυρας καταφέρνοντας να περάσει και με τους εναπομείναντες 150 άνδρες του έφτασε στο Πράβι (Ελευθερούπολη), κατέβηκε στον κόλπο του Ορφανού και από εκεί κατέληξε στη Χαλκιδική. [Πηγή: Εδώ]
* Γεννήθηκε το 1774 στο χωριό Γιαννωτά, στις πλαγιές του Ολύμπου και πατέρας του ήταν ο κλεφταρματολός Πάνος Τσάρας. Σε ηλικία 18 χρονών, μετά τη δολοφονία του πατέρα του, κατέφυγε στην φιλική προς την οικογένεια του φατρία των Λαζαίων, μαζί με τον αδερφό του Κώστα και με τη βοήθεια τους έγινε αρχηγός του αρματολικιού στο Βλαχολίβαδο και διακρίθηκε για τη φιλοτιμία του, την αφιλοχρηματία του και τα σωματικά του χαρίσματα.
Επίσης, διαβάστε: Η καταγωγή του Νικοτσάρα


Τα κινήματα του Κατσαντώνη, του Νικοτσάρα και του Θύμιου Μπλαχάβα

Η συνθήκη του Τίλσιτ (Ιούλιος 1807) και η είδηση της ανακωχής των Ρώσων και Τούρκων, καθώς και η προσωρινή λήξη των εχθροπραξιών ευνοεί τον Αλή πασά των Ιωαννίνων, ό οποίος τώρα αποβλέπει στην καταστροφή των δυνάμεων των Ελλήνων. Ο Κατσαντώνης και ό Μπότσαρης, καθώς και οι άλλοι οπλαρχηγοί, αποσύρονται στην Ακαρνανία και απ’ εκεί στην Πάργα και στην Κέρκυρα, όπου συγκεντρώνονται 3.500 άνδρες, ενώ οι κλέφτες του Ολύμπου, Νικοτσάρας, Λαζαίοι και λοιποί καταφεύγουν στις Βόρειες Σποράδες, Σκιάθο κ.λ. και μεταβάλλονται σε πειρατές. Ο Κατσαντώνης το 1807 ξαναγυρίζει πάλι στα γνώριμά του λημέρια και μάχεται εναντίον των στρατιωτικών σωμάτων, τα οποία στέλνει εναντίον του ό Αλή πασάς, ωσότου τελικά συλλαμβάνεται άρρωστος από ευλογιά στην σπηλιά του Μοναστηρακιού των Αγράφων και θανατώνεται στα Ιωάννινα με φρικτό τρόπο. Τα κατορθώματα και η μορφή του γρήγορα καλύφθηκαν με την ομίχλη του θρύλου. Γι’ αυτό παρουσιάζει δυσκολίες ιδίως η χρονολογική τοποθέτηση των διαφόρων συγκρούσεων και του θανάτου. Τα ρωσικά αρχεία ίσως μας δώσουν τα αναγκαία ιστορικά στοιχεία, αν ό Έλληνας στρατηγός Εμμανουήλ Παπαδόπουλος, πού υπηρετούσε στον ρωσικό στρατό στην Κέρκυρα και με τον οποίο είχε κάποιες σχέσεις ό Κατσαντώνης, έστελνε σχετικές εκθέσεις στην Πετρούπολη.

Πολύ περισσότερα γνωρίζουμε για την παράτολμη επιχείρηση του Έλληνα κλεφτοπειρατή Νικοτσάρα, η οποία συνδέεται με την είσοδο των ρωσικών και των εθελοντικών ελληνικών στρατευμάτων στην Μολδαβία και Βλαχία και με την προώθησή τους προς την γραμμή του Δούναβη.
Η πρώιμη άγνωστη δράση του Νικοτσάρα πρέπει να τοποθετηθή μεταξύ 1793-1795, κατά την οποία πλήθος από πειρατές δρούσαν στα Θεσσαλομακεδονικά παράλια του Θερμαϊκού κόλπου. Λίγα χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1801, κάνει την εμφάνισή του στο Άγιον Όρος. Τότε στέλνονται εναντίον του τουρκικές δυνάμεις. Αυτός όμως κρύβεται και μόνον τον Ιούνιο εξορμά και εκμηδενίζει τουρκικές ενισχύσεις στην θέση Καλλίτσα, κοντά στην μονή Χιλανδαρίου. Οι Τούρκοι τον έχουν από κοντά, συμπλέκονται μαζί του σε διάφορες θέσεις του Αγ. Όρους και τελικά τον αναγκάζουν ν’ αποσυρθή στην Σκιάθο.

Ο Νικοτσάρας με τις θυελλώδεις πολεμικές του επιχειρήσεις εναντίον των κατακτητών αποτελεί επιβλητικό παράδειγμα αρχηγού ομάδων καταδρομών, άξιο προσοχής και μελέτης. Γιος του Τσάρα, πρωτοπαλλήκαρου του Ζήδρου, υψώνεται πολύ νωρίς επάνω από τις περιορισμένες φιλοδοξίες των οπλαρχηγών για την κατοχή ενός αρματολικιού και αποβλέπει στο κοινό συμφέρον του έθνους. Αρνούμενος κάθε συμβιβασμό με τον Αλή πασά είχε αποσυρθή, όπως είδαμε, στον Όλυμπο και απ’ εκεί στις Βόρειες Σποράδες με 700 άνδρες. Κατόπιν, αφού εξασφάλισε τις οικογένειές τους στην χερσόνησο τής Κασσάνδρας και στα νησιά, αρχίζει έναν αμείλικτο πόλεμο στην ξηρά και στην θάλασσα εναντίον των κατακτητών. «Με μόνον τα ξίφη εις τας χείρας, γράφει ό Κασομούλης, δοθέντες μετά σπουδής και επιτυχίας εις το έργον τής πειρατείας, συνειθίσαντες κατ’ ολίγον εις την θάλασσαν να κωπηλατούν και οι ίδιοι, και να διευθύνουν τα πειρατικά πλοιάρια και μόνοι των, χωρίς τινα δυσκολίαν τρέχοντες από την θάλασσαν εις την ξηράν και από την ξηράν εις την θάλασσαν, στήνοντες τον ένα πόδα έξω και τον άλλον εις τα πλοία, παρουσιαζόμενοι εις τούς Οθωμανούς όλους, και ιδιαιτέρως εις τον Αλήπασιαν τρομακτικώτεροι, άρχισαν εντεύθεν να καταφρονούν περισσότερον τούς εχθρούς και μιμούμενοι το παράδειγμά των οι μεταγενέστεροι να φέρουν μυρίας δυσκολίας και κινδύνους εις τον εχθρόν». Την εποχή εκείνη αποθανάτισε το λαϊκό δίστιχο•

Στη Σκιάθο και στη Σκόπελο ποτέ κριτής δεν κρένει,
τ’ είναι λημέρι του Σταθά, βίγλα του Νικο – Τσάρα.

Ο προαναφερόμενος Σταθάς πρέπει να είναι γιος ή συγγενής του Γιωργάκη Σταθά, πού είδαμε ότι δολοφονήθηκε στην Πρέβεζα στα 1785.
Ορμητήρια είχε ό Νικοτσάρας, όπως λέγει και το τραγούδι, τα παραπάνω νησιά, τα οποία βρίσκονταν σε κατάσταση ανταρσίας: αρνούνταν να πληρώσουν στην Πύλη τους συνηθισμένους φόρους και ν’ αποστείλουν τούς καθορισμένους ναύτες στον αυτοκρατορικό ναύσταθμο. Η Πύλη όμως απειλεί τούς νησιώτες και ό Νικοτσάρας, για να μη τούς φέρη σε δύσκολη θέση, εφόσον μάλιστα δεν θα ήταν έτοιμος να τούς βοηθήση αποτελεσματικά, προκρίνει να φύγη στις αρχές του χειμώνα 1806-1807 μέσω Ύδρας στην Επτάνησο, για να παραχειμάση και να συνεννοηθή με τούς εκεί φυγάδες Κατσαντώνη και Κίτσο Μπότσαρη.

Ο μόνος Έλληνας οπλαρχηγός, στον οποίο ό Αλή πασάς εξακολουθεί να έχη εμπιστοσύνη είναι ό Θύμιος Μπλαχάβας, αρματολός των Χασίων (γεννημένος στο χωριό Ισμόλια), γιος φημισμένου αρματολού της περιοχής. Το σώμα του Θύμιου Μπλαχάβα και των αδελφών του, πού αποτελούνταν από 60 περίπου μέλη, εξακολουθούσε να μισθοδοτήται από το βιλαέτι των Τρικάλων με την εντολή να το προστατεύη εναντίον των ληστών.
Οι Έλληνες κλεφτοπειρατές προσπαθούν να επωφεληθούν από τα μεγάλα διεθνή γεγονότα τής ευρωπαϊκής ηπείρου, τα οποία έχουν τις επιπτώσεις τους στην ΝΑ Ευρώπη. 
Η τουρκική αυτοκρατορία είναι σύμμαχος τώρα με την Γαλλία, αλλά βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση τόσο με την Ρωσία, όσο και με την Αγγλία. Τον Φεβρουάριο του 1807 ό Άγγλος ναύαρχος Duckworth εκβιάζει τα στενά των Δαρδανελλίων προς μεγάλη κατάπληξη των στρατιωτικών τής Ευρώπης και εμφανίζεται εμπρός στην Κωνσταντινούπολη, αλλά το παράτολμο αυτό επιχείρημα δεν απολήγει σε καμιά ουσιαστική επιτυχία. Οι Τούρκοι, καθοδηγούμενοι από τον Γάλλο στρατηγό και πρεσβευτή Sebastiani, κατορθώνουν να κερδίσουν καιρό με άγονες διαπραγματεύσεις και στο μεταξύ να οχυρώσουν καλά την τουρκική πρωτεύουσα και τα Στενά. Τελικά, όταν την 1 Μαρτίου ό Άγγλος ναύαρχος αποφασίζει ν’ αποχωρήση και να ξαναπεράση τα Στενά, δέχεται ευστοχώτερα και πυκνότερα πυρά, πού του προξενούν αρκετές ζημίες.

Στις 8 Μαρτίου με την σειρά του ό Ρώσος ναύαρχος Σενιάβιν προσβάλλει το φρούριο της Τενέδου, το οποίο βομβαρδίζει και αναγκάζει την φρουρά του να παραδοθή με όρους. Με την κατοχή του νησιού αυτού αποκλείει ουσιαστικά τα Στενά και την Κωνσταντινούπολη. Όλοι οι Έλληνες, προ πάντων όμως οι Υδριώτες, οι Σπετσιώτες, οι Μανιάτες και οι Σουλιώτες, ενθαρρύνονται από την άφιξη και δράση του ρωσικού στόλου στις ελληνικές θάλασσες και παίρνουν ενεργό μέρος στις επιχειρήσεις.
Κατά τα μέσα Μαρτίου 1807 η κατάσταση στην ΝΑ Ευρώπη φαίνεται κάπως να βελτιώνεται. Ο αγγλικός στόλος, αποτελούμενος από 29 καράβια, αδρανεί αγκυροβολημένος στην Τένεδο. Μολαταύτα οι δρόμοι τής ξηράς είναι ακόμη κλεισμένοι και ό διοικητής της Θεσσαλονίκης διατάζεται να μη δέχεται κανένα αγγλικό πλοίο μέσα στο λιμάνι της. Στις αρχές Απριλίου, όπως διαβάζουμε σε έκθεση του Αυστριακού προξένου της, τα πνεύματα μέσα στην πόλη είναι ακόμη φοβισμένα, μολονότι διασπείρονται ειδήσεις για υπογραφή ειρήνης μεταξύ τής Τουρκίας από το ένα μέρος και τής Ρωσίας και Αγγλίας από το άλλο. Αιτία των ανησυχιών ήταν ότι στις αρχές Απριλίου αλλεπάλληλα ρωσικά και αγγλικά καράβια είχαν κάνει την εμφάνισή τους εμπρός στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.

Την εποχή ακριβώς αυτήν κάνει την εμφάνισή του στο Βόρειο Αιγαίο ό Νικοτσάρας, προερχόμενος από την Ζάκυνθο, και τον Μάιο αρχίζει να δρα με βάση ασφαλώς τις Βόρειες Σποράδες. Ο Ρώσος ναύαρχος Σενιάβιν ανησυχεί, γιατί φοβάται αντίποινα των Τούρκων σε βάρος των Ελλήνων χωρικών και, για να τον απομακρύνη από σπασμωδικά και άσκοπα κινήματα, τον προσκαλεί στις αρχές Ιουνίου 1807 να έλθη να τον συναντήση στην Τένεδο, όπου ναυλοχεί. Ο Νικοτσάρας ήλθε πράγματι εκεί, είδε τον Σενιάβιν και κατέστρωσε ίσως μαζί του το παράτολμο σχέδιο να διασχίση τις βαλκανικές χώρες και να ενωθή με τα ρωσικά στρατεύματα της Βλαχίας. Σκοπός τους από το ένα μέρος ήταν ν’ αναταράξουν και να ξεσηκώσουν τούς χριστιανούς ραγιάδες και από το άλλο να καταπλήξουν και να τρομοκρατήσουν τούς Τούρκους.
Και το σχέδιο αυτό, ορμητικός καθώς ήταν ό Νικοτσάρας, επεχείρησε να το πραγματοποιήση αμέσως. Ξεκίνησε από την Τένεδο ή Σκόπελο, αποβιβάστηκε στον Σταυρό τής Χαλκιδικής με 200 ανδρείους Έλληνες και 120 Τουρκαλβανούς, ακολούθησε τον πιο σύντομο δρόμο, πέρασε τον Στρυμόνα κοντά στο χωριό Αχινός και προχώρησε προς την Ζίχνα (βλ. χάρτη 19). Εναντίον του έρχεται ό Ισμαήλ μπέης των Σερρών με 8.000 άνδρες και συμπλέκεται μαζί του στην θέση «Χάντακας», θέση στενή και απόκρημνη στην δεξιά όχθη του Στρυμόνα, κοντά στην γέφυρα του Πραβιού.
Ύστερα όμως από τρεις μέρες οι Τουρκαλβανοί συμπολεμιστές του παραδίδονται και έτσι μένει μόνος ό Νικοτσάρας με 100 άνδρες. Απελπισμένοι οι Έλληνες κάνουν την νύχτα ένα τολμηρό γιουρούσι με τα γιαταγάνια στα χέρια μέσα από τα πλήθη των εχθρών, υποχωρούν από τον ίδιο δρόμο, απωθούν την Τουρκική φρουρά τής γέφυρας και τέλος ύστερ’ από πολλούς κόπους μπαίνουν στο Αγ. Όρος, όπου ξεκουράζονται μερικές μέρες. Είχαν γλυτώσει ό αρχηγός, τα πρωτοπαλλήκαρα και 60 περίπου άνδρες. Από τα παλληκάρια του που αιχμαλωτίστηκαν, άλλα φυλακίστηκαν στην λιθόκτιστη παγαποθήκη του τοπάρχη του Ροδολείβους και άλλοι στην Δράμα, όπου και κρεμάστηκαν το 1807.
Έτσι ναυάγησε η παράτολμη εκείνη επιχείρηση, αλλά συγκίνησε βαθιά τον ελληνικό λαό, ό οποίος τραγούδησε με λεπτό λυρισμό τον θυελλώδη αρχηγό της. Μιά από τις παραλλαγές του τραγουδιού του έχει ως εξής:

Τρία πουλάκια κάθονταν, τα τρί’ αράδ’ αράδα•
Το ‘να τηράει τον Όλυμπον, τ’ άλλο την Αλασσώναν,
Το τρίτον, το καλύτερον, του Πράβι το γεφύρι.
Μοιργιολογούσε κ’ έλεγε, μοιργιολογάει και λέγει•
«Τον Νικοτσάρα έκλεισαν στου Πράβι το γεφύρι•
«Τρεις μέρες κάμνει πόλεμον, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
«Χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς ύπνο στο μάτι.
«Τα παλληκάρια χούϊαξε, τα παλληκάρια κράζει•
«Σύρετε τα σπαθάκια σας, πάρτε τα στο χέρι,
«Κ’ ευθύς ορμήν να κάμουμε στου Πράβι το γεφύρι».

Κατά τα τέλη Ιουνίου είχε λήξει κιόλας η επιχείρησή του και τότε ή στις πρώτες μέρες του Ιουλίου έκανε νέα εμφάνιση στο Λιτόχωρο, όπου και βρήκε τον θάνατο πολεμώντας εναντίον Τούρκων στρατιωτών και στρατολογημένων Ελλήνων χωρικών, πού ήταν κουρασμένοι και αγανακτισμένοι από τις αναστατώσεις των κλεφτοπειρατών. Δηλαδή είχαν περάσει 20 περίπου μέρες από την απόβαση του Νικοτσάρα στον Σταυρό της Χαλκιδικής ως την επιστροφή του. Οι σύντροφοί του μετέφεραν το πτώμα του στην Σκιάθο και το έθαψαν στην μονή της Ευαγγελίστριας. Σύμφωνα όμως μ’ ένα τραγούδι, πού ίσως τραγουδιέται ακόμη στο νησί:

Συντρόφοι τον εσκότωσαν, συντρόφοι τον θρηνούσαν
και δε ντο μαρτυρούσαν.
Ούτε σε χώρα τάφηκε ούτε σε μοναστήρι,
μόν’ πήγαν και τον έθαψαν στου Λεχουνιού το ρέμα.
Χρήμα πολύ του βάλανε στο τάφο του μαζί του,
μαζί και το τουφέκι του, μαζί και το σπαθί του

Την προσωπικότητα το Νικοτσάρα, που στάθηκε υπόδειγμα ανδρείας και τόλμης στους μεταγενεστέρους, μόνον ένας μεγάλος μπορούσε να εκτιμήση ορθά. Και πραγματικά, πολλά χρόνια αργότερα, αμέσως μετά την άλωση της Τριπολιτσάς (Σεπτέμβριος 1821), ό Κολοκοτρώνης, πού είχε γνωρίσει τον Νικοτσάρα στα Επτάνησα, αναπολώντας μιά νύχτα τα περασμένα εξυμνούσε την προσωπικότητά του εμπρός στην συντροφιά πού τόν &κουε Προσεκτικά. Έλεγε ότι ήταν ό μόνος από τούς Ολυμπίους, πού θα μπορούσε να προσφέρη μεγάλες υπηρεσίες στην Επανάσταση, και δάκρυζε για τον πρόωρο χαμό του.

Ο ερεθισμός και η αναστάτωση των ελληνικών πνευμάτων ήταν αδύνατο να μην επηρεάση και τον Μπλαχάβα πού ως τότε έδειχνε ότι αδρανεί. Φαίνεται όμως ότι είχε κάποια επαφή με τούς 3.000 περίπου Έλληνες οπλοφόρους των Ιονίων, πού βρίσκονταν στην ρωσική υπηρεσία, καθώς και με τούς απωθημένους στα νησιά του Αιγαίου κλέφτες, γιατί τον βλέπουμε να κάνη ένα ταξίδι σ’ αυτά το καλοκαίρι του 1807. Είναι πολύ πιθανόν ότι τότε, οπότε ό Σενιάβιν είχε συντρίψει τον τουρκικό στόλο όχι μακριά από το Άγιον Όρος (19 Ιουνίου), θα ήλθε σε επαφή με αυτόν και με τούς κλέφτες - αρματολούς, αλλά δεν θα του έμεινε καιρός να προχωρήση σε συγκεκριμένες ενέργειες, ούτε άλλωστε θα μπορούσε να υπολογίζη στην φανερή συμπαράσταση των Ρώσων, γιατί στις 12 Αυγούστου κιόλας ό Σενιάβιν είχε πάρει διαταγή του τσάρου να πάψη τις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων. Είχε άραγε ό Μπλαχάβας κάποιες κρυφές ενθαρρύνσεις του Σενιάβιν; Ίσως τότε να συσκέφθηκε με τούς αρματολούς και κλέφτες των Νησιών και να κατέστρωσε με μερικούς απ’ αυτούς κοινό σχέδιο εναντίον των Τούρκων. Σ’ αυτήν την υπόθεση μας οδηγούν όσα έκαμε μετά τον γυρισμό του στο αρματολίκι τον χειμώνα τού 1807. Εφοδιασμένος ασφαλώς με σχετικές οδηγίες προσεταιρίστηκε κλέφτες, φυγάδες και επικηρυγμένους από κάθε γωνιά τής Ελλάδας. Από που τις πήρε αυτές τις οδηγίες; Κανείς δεν το ξέρει.

Ο Σάθας, άγνωστο που στηριζόμενος, γράφει ότι στις αρχές του 1808 ήρθαν από την Σερβία στον Όλυμπο Ρώσοι απεσταλμένοι με επιστολές του Καραγιώργη και του συμβούλου του ρωσικού κράτους Ροδοφοινίκιν, ελληνικής καταγωγής, οι οποίοι παρακινούσαν τούς Έλληνες ν’ αρπάξουν για τελευταία φορά τα όπλα και να μιμηθούν το παράδειγμα των Σέρβων. Οι ενέργειες των Ρώσων απεσταλμένων φαίνεται ότι ερέθισαν τα πνεύματα και αναπτέρωσαν πάλι τις ελπίδες των Ελλήνων.
Τι συνέβηκε τότε; «Ενθύμηση» πού δημοσιεύει ό Ν. Α. Βέης μνημονεύει ότι τον χειμώνα, πριν ξεσηκωθή ο Μπλαχάβας, «Γέντζαγας (;) έκοψε τούς καπιταναρέους». Ποιος είναι αυτός ό Γέντζ αγάς και σε ποια άραγε γεγονότα αναφέρεται η «ενθύμηση»; Νομίζω πώς με αυτήν πρέπει να συνδεθή μιά άλλη «ενθύμηση» πού αναφέρει ότι στις 29 Ιανουαρίου 1808 ήλθε ό πασάς στα Τρίκαλα με 7.000 άνδρες και έφερε στο παζάρι 100 κεφάλια από την Καλαμπάκα. Πολύ πιθανή είναι η υπόθεση ότι τα κεφάλια αυτά πρέπει να είναι των διαφόρων κλεφτοκαπεταναίων πού αναφέρονται παραπάνω. Έτσι δύο ισχνές «ενθυμήσεις» ρίχνουν κάποιο φως και αποκαλύπτουν άγνωστα τραγικά γεγονότα, τα οποία φαίνεται ότι αναστάτωσαν τον νομιμόφρονα ως τότε Μπλαχάβα και τον έσπρωξαν προς την ανταρσία.
Ποια είναι ή έκταση των επαναστατικών ζυμώσεων, τα σχέδια των επαναστατών και ό αριθμός των μυημένων σ’ αυτά, είναι προβλήματα ακόμη ανεξιχνίαστα. Ο Σάθας συνεχίζοντας λέγει τα εξής γενικά, πού όμως είναι ανάγκη να ελεγχθούν: ότι κατά τα μέσα Φεβρουαρίου 1808 ό Μπλαχάβας συγκάλεσε συνέλευση των καπετάνιων, ότι ονομάστηκε απ’ όλους αρχηγός, ότι άρχισε να εργάζεται για τον προσηλυτισμό και των άλλων αρματολών τής Στερεάς, ακόμη και των Τούρκων τής Λάρισας και των Τρικάλων, πού μισούσαν το τυραννικό καθεστώς του Αλή, ότι ό αριθμός των μυημένων συνεχώς μεγάλωνε και ότι νέα συνέλευση στον Όλυμπο όρισε την έκρηξη του απελευθερωτικού κινήματος συμβολικά στις 29 Μαΐου, αλλά ό αρματολός του Μετσόβου Δεληγιάννης πρόδωσε στον Αλή την 1 Μαΐου το σχέδιο και τις διακλαδώσεις τής ανταρσίας. Νομίζω ότι πολλές ανακρίβειες υπάρχουν στην διήγηση αυτή του Σάθα.

Ο Leake λέγει ότι ό Μπλαχάβας άρχισε την επανάσταση σκοτώνοντας παντού τούς Τούρκους. Αυτό όμως δεν φαίνεται να είναι σωστό, γιατί παλιά «ενθύμηση» μνημονεύει ότι ό Θύμιος και Θοδωράκης Μπλαχάβας ξεσηκώθηκαν εναντίον των Α ρ β α ν ι τ ώ ν στις 5 Μαΐου 1808, ημέρα Τρίτη, και σκότωσαν «άλλους εις τα τερβένια, άλλους εις τα χάνια». Η μαρτυρία αυτή ενισχύεται και από την σχετική είδηση του Κασομούλη, ό οποίος γράφει ότι, πριν ακόμη επαναληφθούν οι επιχειρήσεις Ρωσίας και Τουρκίας, οι αδελφοί Μπλαχαβαίοι και ό καπετάνιος του Δομενίκου Γιώτας Τζίμου ξεσηκώθηκαν εναντίον των καταπιεστών Αλβανών δερβεναγάδων και σουμπασάδων (επιστατών των μεγαλοκτηματιών Τούρκων μπέηδων) και άρχισαν να τούς εξοντώνουν, όπου τούς έβρισκαν, σαν κοινούς εχθρούς των χριστιανών ραγιάδων και των Οσμανλήδων. Επομένως δεν πείραξαν κανέναν Οθωμανό. Εκτός από τον Μπλαχάβα, δρούσαν και μερικοί Αλβανοί και Τούρκοι, δυσαρεστημένοι από τον Αλή πασά. Σκοπός του Μπλαχάβα ήταν να ξεσηκώση και τούς Τούρκους μπέηδες και αγάδες τής θεσσαλικής πεδιάδας, αλλ’ αυτοί αρνήθηκαν. Δηλαδή και εδώ, όπως και στην Πελοπόννησο, παρατηρούμε τάσεις συνεργασίας Ελλήνων και Τούρκων εναντίον του κοινού τυραννικού ζυγού. Το θέμα είναι ενδιαφέρον και πρέπει να ερευνηθή προσεκτικά.

Οι Μπλαχαβαίοι είχαν συνεννοηθή και με τον αρματολό του Μετσόβου Δεληγιάννη (Τσάπα) και με τον Ευθύμιο Στουρνάρη να καταλάβουν τα στενά Μετσόβου και Καλαριτών, ώστε να εμποδίσουν τον Αλή να περάση με τον στρατό του στην Θεσσαλία, ώσπου να παγιώσουν τις θέσεις τους σ’ αυτήν. Αλλ’ αυτοί, παρά τις υποσχέσεις τους, επέτρεψαν την δίοδο 6.000 περίπου Αλβανών, πού με αρχηγό τον Μουχτάρ πασά, γιό του Αλή, όρμησαν στα χωριά των Τρικάλων και στην Καλαμπάκα. Στην εποχή ασφαλώς αυτή αναφέρεται και η πυρπόληση των χωριών Πόρτα, Μπελέσι, Βαρυμπόμπη κ.ά., Περίπου 20 χωριών, η οποία σημειώνεται σε «ενθύμηση» σχετική με την εξέγερση του Μπλαχάβα και των φίλων του.
Το μεγαλύτερο μέρος των χωρικών τής Θεσσαλικής πεδιάδας δεν κινήθηκε, γιατί εισάκουσε τις παραινέσεις του μητροπολίτη Λάρισας Γαβριήλ, πού τον είχε στείλει ό Αλή αμέσως προς τις περιοχές τής ανταρσίας με σκοπό να πίεση τούς δυσαρεστημένους να μείνουν ήσυχοι. Η σύγκρουση έγινε στο Καστράκι, στα Μετέωρα (βλ. εκ. 47), έξω από την Καλαμπάκα και βάσταξε 24 ώρες. Σοβαρές ήταν οι απώλειες και από τα δύο μέρη. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ό αδελφός του Θύμιου Μπλαχάβα, ό Θοδωράκης.
Η φήμη ότι τα στενά του Μετσόβου είχαν αφεθή ελεύθερα και ότι πλήθη Αλβανών καταπολεμούσαν τον Θοδωράκη Μπλαχάβα και τούς άνδρες του έκαμε τούς άλλους Έλληνες οπλοφόρους, πού δεν είχαν προλάβει να πάρουν μέρος στον αγώνα (ανάμεσα σ’ αυτούς και τον ίδιο τον Θύμιο Μπλαχάβα), να υποχωρήσουν προς τον Όλυμπο, και απ’ εκεί— για να μη ξεθυμάνουν οι αντίπαλοί τους στους χωρικούς— ν’ ανεβούν στα καράβια τους και να καταφύγουν στα γνωστά άσυλά τους, στην Σκιάθο, Σκόπελο και Σκύρο. Με τα νησιά αυτά ως ορμητήρια άρχισαν πάλι τις καταδρομές τους στο Αρχιπέλαγος.

Την εποχή αυτή πιάστηκε ό μοναχός Δημήτριος από την Σαμαρίνα με την αίτια ότι παρακινούσε τούς χωρικούς σε ανταρσία, ενώ στην πραγματικότητα προσπαθούσε να κατευνάση τα πνεύματα εφαρμόζοντας τις παραινέσεις του μητροπολίτη Γαβριήλ. Ο Δημήτριος βασανίστηκε τότε σκληρά, για να καταδώση τούς δήθεν συντρόφους του και να εξομόση, αλλά έμεινε ως τον θάνατό του πιστός στην θρησκεία του και κέρδισε τον στέφανο του μαρτυρίου. Ανάμεσα σ’ αυτούς πού πιάστηκαν τότε ήταν και ό Κωνστ. Οικονόμου (ό εξ Οικονόμων), ό γνωστός έπειτα δάσκαλος του Γένους, ό οποίος ρίχθηκε στις φυλακές των Ιωαννίνων και σώθηκε μόνο με την καταβολή πολλών χρημάτων.
Η τύχη του Μπλαχάβα είναι γνωστή: παρασυρμένος από την ελπίδα αμνηστείας, πού του προβάλλει ως δόλωμα ό καπουδάν πασάς, παρουσιάζεται σ’ αυτόν, αλλά παραδίδεται στον Αλή πασά των Ιωαννίνων, ό οποίος τον φυλακίζει και ύστερ’ από τρεις μήνες τον εκτελεί. Η Κύρια αιτία τής θανατώσεώς του, λέγει ό Leake, ήταν η ανακάλυψη εγγράφων πού φανέρωναν την ύπαρξη αλληλογραφίας του με τούς Ρώσους της Κερκύρας για μιά σοβαρή εξέγερση των Ελλήνων. Για να τον αναγκάσουν μάλιστα να φανερώση τούς συντρόφους του, τον κράτησαν τρεις μήνες στην φυλακή άλλοτε βασανίζοντάς τον και άλλοτε προβάλλοντας εμπρός του ελπίδες για την απελευθέρωσή του. Ο Μπλαχάβας όμως δεν μίλησε.
Το σημείο ακριβώς αυτό των σχέσεών του με τούς Ρώσους αξίζει να διαλευκανθή και να διαφωτιστή, γιατί, όταν ξεσηκώθηκε ό Μπλαχάβας, οι Ρώσοι είχαν εγκαταλείψει τα Ιόνια Νησιά και τα είχαν καταλάβει οι Γάλλοι, σύμφωνα με την συνθήκη του Τίλσιτ (25 Ιουνίου17 Ιουλίου 1807). Επομένως, αν τα έγγραφα αυτά πραγματικά ανακαλύφθηκαν και τον ενοχοποιούσαν, θα πρέπει να ανάγωνται στην περίοδο πριν από το ταξίδι του στα νησιά του Αιγαίου. Τότε, φαίνεται, θα ήλθε για πρώτη φορά σ’ επαφή με τούς αρματολούς και γενικά με τούς αρχηγούς του ελληνικού σώματος των 3.000 περίπου ανδρών πού έδρευε στα Ιόνια Νησιά.
Στις σχέσεις λοιπόν του Μπλαχάβα με τούς οπλαρχηγούς αυτούς και έμμεσα με τούς Ρώσους, καθώς και στις υποσχέσεις συνδρομής του, θα πρέπει ν’ αναφέρονταν τα έγγραφα πού ενοχοποιούσαν τον Μπλαχάβα. Σ’ αυτές τις ενθαρρυντικές υποσχέσεις, καθώς και σε νεώτερες ακόμη, και ιδίως εκείνες πού του έδωσαν οι Ρώσοι πράκτορες, απεσταλμένοι του Καραγιώργη και του Ροδοφοινίκιν, πιστεύοντας ό Θύμιος Μπλαχάβας προχώρησε στο παράτολμο πραγματικά εγχείρημά του
Έχει άραγε καμιά σχέση με την κίνηση αυτή η σύγκρουση του Νάκα, πρωτοπαλλήκαρου του αρματολού των Γρεβενών γέρο-Τόσκα με πολυάριθμους πεζούς και ιππείς Τούρκους, την ό οποία ό ποιητής Κ. Κρυστάλλης τοποθετεί στα 1808; Πάντως μαζί με τον Μπλαχάβα αναφέρεται να συμπράττη και ό Ζιάκας. Τα σκοτεινά όμως αυτά σημεία προβάλλονται προς έρευνα.

Γεγονός πάντως είναι ότι οι ευρωπαϊκές επαρχίες τής οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι ανάστατες. Ισχυρός μάλιστα είναι ό αντίκτυπος των συγκρούσεων Ρώσων και Σέρβων με τούς Τούρκους στα μέτωπα του Δούναβη και του εσωτερικού τής Σερβίας. Οι συνέπειες τής καταστάσεως αυτής με τις δυσχέρειες πού δημιουργούν κατά τόπους και με την ανασφάλεια των δρόμων είναι ολέθριες για την διακίνηση των εμπορευμάτων. Έτσι π.χ. το Καλοκαίρι του 1808 κλέφτες πολιορκούν την Βέροια και προχωρώντας ως τα τείχη της Νάουσας αιχμαλωτίζουν παιδιά, καθώς μεγάλα και μικρά ζώα. Στο τέλος ό Αλή πασάς στέλνει εναντίον τους τον έμπιστο του Μέτζο Μπόνο, ό οποίος άλλους διασκορπίζει και άλλους πιάνει αιχμαλώτους. Ξεφεύγουν μόνο λίγοι με αρχηγό τον Αλβανό Σουλού Προσχόβα, ό οποίος βρίσκει καταφύγιο στην ορεινή περιοχή Μοναστηρίου, Πρίλεπ και Βελεσών απ’ όπου ήταν δύσκολο να τον εκτοπίσουν. Τα χωριά γενικά του Βερμίου καταπιέζονται τόσο από τούς κλέφτες, όσο και τούς Αλβανούς αντιπάλους των. Έτσι η γνωστή Καστανιά είχε ερημωθή: δύο - τρία μόνο σπίτια κατοικούνταν. Γι’ αυτό ό Αλή πασάς έκανε προσπάθειες να προσελκύση πάλι τούς κατοίκους με διάφορες υποσχέσεις.
Επίσης ό Αλή ήταν αδύνατο να εκκαθαρίση τον Όλυμπο, καθώς και τα υψώματα γύρω από τα Τέμπη, τα οποία κλεφτοκρατούνται. Ο Clarke, μη γνωρίζοντας καλά τα πράγματα, νομίζει ότι οι κλέφτες ήταν Αρβανίτες, κάτοικοι του Ολύμπου. Στην σύγχυση αυτή τον παρέσυρε ασφαλώς το γεγονός ότι σε μερικά χωριά, όπως είδαμε, είχαν εγκατασταθή πριν από αιώνες Βλάχοι ή και Αρβανιτόβλαχοι ή ίσως και οπλοφόροι Αρβανίτες πού είχαν καταδιωχθή μετά τα Ορλωφικά. Ακόμη πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη ότι το όνομα «Αρβανίτης» σήμαινε όχι μόνο την εθνικότητα, αλλά γενικά τον οπλοφόρο.
Αλλά και στην θάλασσα, στο Βόρειο Αιγαίο, ιδίως στην περιοχή του Αγίου Όρους, συνεχίζεσαι η δράση των κλεφτοπειρατών. Στα 108 μάλιστα έγινε φοβερή λεηλασία τής Συκής Θεσσαλομαγνησίας από το κλέφτικο σώμα του Νικόλα Τσέλιου. Άλλοι πάλι τον Οκτώβριο του 1808 πιάνουν σκλάβους τα δυό παιδιά του τοπάρχη της Περγάμου Καραοσμάνογλου, τα οποία απελευθερώνουν μόνον ύστερ’ από την καταβολή 1.500 γροσίων. Νέοι λοιπόν φόβοι και αγωνίες των Αγιορειτών, οι οποίοι αναγκάζονται να καταβάλουν οι ίδιοι τα λύτρα. Οι Τούρκοι εξαγριωμένοι προσπαθούν να εξαλείψουν την ληστεία στο Άγιον Όρος και αναθέτουν στον καπετάν Γιαννάκη, αρχηγό των σερδάρηδων, να εξοντώση τον ασύλληπτο Βέργο, πράγμα πού το κατορθώνει επιτέλους στις αρχές Απριλίου 1811. Το γεγονός όμως αυτό δεν είχε ουσιαστική σημασία στην βελτίωση τής καταστάσεως.

Επιτυχής ήταν, κατά τα μέσα 1809, η επιχείρηση του τουρκικού στόλου εναντίον του νησιού Μικρή Τσάμλιτζα (Ηλιοδρόμια ή Χιλιοδρόμια). Μικρά και μεγάλα γαλεόνια προσέβαλαν την πειρατική φωλιά, συνέλαβαν τα καράβια τους και αιχμαλώτισαν τούς 600 περίπου άνδρες με τις οικογένειές τους (400 γυναίκες και παιδιά). Οι άνδρες αυτοί, οι οποίοι αποτελούσαν τα σώματα, ζήτησαν και πέτυχαν ν’ αμνηστευθούν και να μεταφερθούν στα χωριά τους, από τα οποία κατάγονταν.
Μολαταύτα οι πειρατείες συνεχίζονται. Έτσι ό Χοσρέφ Μεχμέτ πασάς με διαταγή τής 27 Ιουλίου 1815 καλεί τούς Τρικεριώτες να σπεύσουν να πληρώσουν τα καθυστερούμενα ποσά για τον εξοπλισμό μιας φρεγάτας «προς εξολόθρευσιν των κλεφτών».

Πηγή: Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού –Δ’ τόμος, Θεσσαλονίκη 1973.
Το διαβάσαμε: Εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.