Ρωμανιστή – Βαλκανολόγου
Πρὸ δεκαετίας στὴν ἐφημερίδα «Χριστιανική» δημοσιεύτηκε ἄρθρο τοῦ Ἀπ. Π. Παπαδόπουλου, ἐπιγραφόμενο: Οἱ Βλαχόφωνοι Βορειοηπειρῶτες καὶ πάλι στὸ στόχαστρο τῆς ρουμανικῆς προπαγάνδας.
Ἐκτενεῖς ἀναφορὲς στὶς παντοειδεῖς ἐπιπτώσεις της ἔκαμε ἡ καθηγήτρια τοῦμ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων Ἐλευθερία Ἰ. Νικολαΐδου σὲ διαδοχικὰ συγγράμματά της:
Ἐκτενεῖς ἀναφορὲς στὶς παντοειδεῖς ἐπιπτώσεις της ἔκαμε ἡ καθηγήτρια τοῦμ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων Ἐλευθερία Ἰ. Νικολαΐδου σὲ διαδοχικὰ συγγράμματά της:
α) Ξένες προπαγάνδες καὶ ἐθνικὴ ἀλβανικὴ κίνηση στὶς μητροπολιτικὲς ἐπαρχίες Δυρραχίου καὶ Βελεγράδων κατὰ τὰ τοῦ 19ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνα. (Ἐκδόσεις ΙΜΙΑΧ, Ἰωάννινα 1978). β) Ἡ ρουμανικὴ προπαγάνδα στὸ βιλαέτι Ἰωαννίνων καὶ στὰ βλαχόφωνα χωριὰ τῆς Πίνδου (τ. Α’, μέσα 19ου-1900. Ἰωάννινα 1995). Στὸ δεύτερο, ἡ Νικολαΐδου γνωστοποιεῖ ὅτι ἡ ἑλληνικότητα τῶν Βλάχων ἦταν ἀποδεδειγμένη καὶ δημοσιευμένη ἤδη ἀπὸ τὸν πρῶτο Νεοέλληνα ἱστορικὸ Κωνσταντῖνο Μ. Κούμα (1777-1836), διδάκτορα τοῦ Πανεπιστημίου Λειψίας καὶ ἀντεπιστέλλον μέλος τῶν Ἀκαδημιῶν Βερολίνου καὶ Μονάχου, στὸν 12ο τόμο, κυκλοφορούμενο καὶ αὐτοτελῶς μὲ τὸ συμβολικὸ τίτλο, Οἱ Ἕλληνες, τῆς συγγραφῆς του. Ἱστορίαι τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων. (Βιέννη 1832).
Κατά τήν καθηγήτρια Νικολαΐδου, τὴν ἑλληνικότητα τῶν Βλάχων τὴν ὁποία πρῶτος κατέγραψε ὁ Κούμας, «ὑποστηρίζει σθεναρὰ καὶ ὁ Ἀπ. Ε. Βακαλόπουλος, Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, τ.1, Θεσσαλονίκη 1974, β΄ ἔκδ. σ. 35 κ.ἑξ. καὶ ἐπαναβεβαιώνει μὲ σοβαρὰ ἐπιχειρήματα ὁ Λαζάρου, Ἡ Ἀρωμουνική, ὅ.π. σ. 91-114 καὶ ἡ Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Συμβολὴ στὴν ἔρευνα γιὰ τὴν ἐθνολογικὴ κατάσταση τῆς Μακεδονίας πρὶν ἀπὸ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους, Δωδώνη, τεῦχ. Α΄ τ.20 (1991) σ. 351». Γιὰ τὸν δεύτερο, προσθέτει, «Στὶς ἐργασίες τοῦ Λαζάρου δημοσιεύεται πλήρης ἑλληνικὴ καὶ ξένη βιβλιογραφία γύρω ἀπὸ κάθε πτυχή τοῦ Κουτσοβλαχικοῦ ζητήματος. Συντριπτικὰ ἐπιχειρήματα γιὰ «ἀντίπαλες» θέσεις 7 κ.ἑξ. περιέχει ἡ πρόσφατη μελέτη του, Καταγωγὴ καὶ ἐπίτομη ἱστορία τῶν Βλάχων τῆς Ἀλβανίας, Ἠπειρωτικό Ἡμερολόγιο τ.15 (1993- 994) σ. 427 κ.ἑξ.
Τά ἐπιχειρήματά του ἀναφέρονται τόσο στὴν καταγωγὴ τῶν Κουτσοβλάχων ὅσο καὶ στὴν πληθυσμιακὴ κατανομή τους, ἰδιαίτερα στὸν χῶρο τῆς Ἀλβανίας».
Ὁ Βακαλόπουλος ὁ ὁποῖος στό πολύτομο ἱστορικὸ ἔργο του μνημονεύει καί τήν ἀνεκτίμητη μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου Λυδοῦ γιὰ Ἕλληνες δημογραφικὰ ὑπέρτερους, κατὰ τὸν 6ο αἰ. μ.Χ., ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ, στὴ χερσόνησο τοῦ Αἵμου, ἡ ὁποία τότε ἔφερε τὸ ὄνομα Εὐρώπη, καὶ χρῆστες τῆς λατινικῆς, Βλάχους, ἐπανέρχεται μὲ μελέτημά του ἐπίτομο, ἐπιγραφικὰ δὲ εὐγλωτότατο. Ὁ γλωσσικὸς ἐκλατινισμὸς τῶν κατοίκων τῆς Ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδας. Ἀκριβῶς γράφει ὅτι τὴν ἄποψη τοῦ ἐκλατινισμοῦ τῶν ἐντόπιων ἑλληνικῶν πληθυσμῶν τὴ διατύπωσε πρὶν ἀπὸ 150 χρόνια κιόλας ὁ πρῶτος Νεοέλληνας ἱστορικός, ὁ Κων. Κούμας (1777-1836) μὲ πολὺ ἁπλοὺς καὶ πειστικοὺς συλλογισμούς, ἀλλὰ τὸ ἔργο του δὲν μελετήθηκε ἔκτοτε συστηματικὰ καὶ οἱ παρατηρήσεις του πέρασαν ἀπαρατήρητες καὶ ἀνεκμετάλλευτες».
Ἡ θέση τοῦ Κούμα ἐπιβεβαιώθηκε πρωτίστως ἐπιστημονικὰ ἀπό τόν G. Hertzberg (1826-1907). Τὸ δὲ 1892 στὴν Πρακτικὴ Σχολὴ Ἀνωτάτων Σπουδῶν τῆς Σορβόνης ὁ Leon Lafoscade, τοῦ ὁποίου ἡ μελέτη ἐπιγράφεται Ἐπίδραση τῆς λατινικῆς στὴν ἑλληνικὴ, δηλώνει ὅτι ἡ ἐξάπλωση τῆς λατινικῆς στὴν Ἑλλάδα γίνεται αἰσθητὴ κατὰ ζῶνες καὶ νησίδες.
Τὸ 1976 ὁ Bruno Helly, καθηγητὴς τοῦ 2ου πανεπιστημίου Λυών, ὡς συνεργάτης στὴν Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, (Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν), μὲ συγγραφικὴ συμμετοχή, ἐπιγραφόμενη Θεσσαλία, καθορίζει τὶς Θεσσαλικὲς περιοχές, ὅπου σημειώθηκε ἐκλατινισμὸς τῶν Ἑλλήνων. Στὸ δὲ πρωτότυπο γαλλικὸ κείμενο, ἀναγνωρίζει τοὺς Βλάχους τῆς Θεσσαλίας ὡς ἐπιβίωση Θεσσαλῶν, ποὺ ἐπηρεάστηκαν βαθύτερα ἀπὸ τὴ λατινικὴ γλῶσσα.
Τὸ 1981 ὁ Βέλγος Michel Dubuisson, καθηγητὴς τοῦ πανεπιστημίου Λιέγης, ἀποκαλύπτει καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἡ ἐξάπλωση τῆς λατινικῆς στὴν Ἀνατολὴ ἐν γένει παραμένει περιορισμένη καὶ δὲν ἐγγίζει ὁλοκληρωτικά τούς Ἕλληνες. Γιὰ πρώτη δὲ φορά στὴν ἱστορία τους οἱ Ἕλληνες ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ὠθοῦνται στὴν ἐκμάθηση καὶ χρήση μίας ξένης γλώσσας – στὴ διγλωσία». Συνεπῶς δὲν λατινοφωνοῦν ὅλοι οἱ Ἕλληνες. Ὁπωσδήποτε δὲ ἡ λατινοφωνία ἁπλώνεται καὶ πέρα τῶν ὑψηλῶν κοινωνικῶν τάξεων. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Dubuisson δέχεται ὡς παράγοντα ἐκλατινισμοῦ καὶ τὸ ὁδικὸ δίκτυο, τὸ ὁποῖο στὸ βορειοελλαδικὸ χῶρο εἶναι πανάρχαιο καὶ πολυφημισμένο, π.χ. ἡ Ἐγνατία καὶ οἱ πρὸς βορρᾶν καὶ πρὸς τὸ νότο διακλαδώσεις της, ὅπου ἀναγκαστικὰ τοποθετοῦνται γι᾿ ἀσφάλεια φρουρές, δυνάμεις ἀσφαλείας, σταθμοὶ ἀνεφοδιασμοῦ, πραγματικοὶ πόλοι ἕλξεως ἐμπόρων καὶ ἄλλων ἐπιχειρηματιῶν, μεταφορέων, πανδοχείων, ταχυδρόμων…
Τὸ 1976 ὁ Bruno Helly, καθηγητὴς τοῦ 2ου πανεπιστημίου Λυών, ὡς συνεργάτης στὴν Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, (Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν), μὲ συγγραφικὴ συμμετοχή, ἐπιγραφόμενη Θεσσαλία, καθορίζει τὶς Θεσσαλικὲς περιοχές, ὅπου σημειώθηκε ἐκλατινισμὸς τῶν Ἑλλήνων. Στὸ δὲ πρωτότυπο γαλλικὸ κείμενο, ἀναγνωρίζει τοὺς Βλάχους τῆς Θεσσαλίας ὡς ἐπιβίωση Θεσσαλῶν, ποὺ ἐπηρεάστηκαν βαθύτερα ἀπὸ τὴ λατινικὴ γλῶσσα.
Τὸ 1981 ὁ Βέλγος Michel Dubuisson, καθηγητὴς τοῦ πανεπιστημίου Λιέγης, ἀποκαλύπτει καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἡ ἐξάπλωση τῆς λατινικῆς στὴν Ἀνατολὴ ἐν γένει παραμένει περιορισμένη καὶ δὲν ἐγγίζει ὁλοκληρωτικά τούς Ἕλληνες. Γιὰ πρώτη δὲ φορά στὴν ἱστορία τους οἱ Ἕλληνες ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ὠθοῦνται στὴν ἐκμάθηση καὶ χρήση μίας ξένης γλώσσας – στὴ διγλωσία». Συνεπῶς δὲν λατινοφωνοῦν ὅλοι οἱ Ἕλληνες. Ὁπωσδήποτε δὲ ἡ λατινοφωνία ἁπλώνεται καὶ πέρα τῶν ὑψηλῶν κοινωνικῶν τάξεων. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Dubuisson δέχεται ὡς παράγοντα ἐκλατινισμοῦ καὶ τὸ ὁδικὸ δίκτυο, τὸ ὁποῖο στὸ βορειοελλαδικὸ χῶρο εἶναι πανάρχαιο καὶ πολυφημισμένο, π.χ. ἡ Ἐγνατία καὶ οἱ πρὸς βορρᾶν καὶ πρὸς τὸ νότο διακλαδώσεις της, ὅπου ἀναγκαστικὰ τοποθετοῦνται γι᾿ ἀσφάλεια φρουρές, δυνάμεις ἀσφαλείας, σταθμοὶ ἀνεφοδιασμοῦ, πραγματικοὶ πόλοι ἕλξεως ἐμπόρων καὶ ἄλλων ἐπιχειρηματιῶν, μεταφορέων, πανδοχείων, ταχυδρόμων…
Ἡ ἰσχύς καί ἡ ἐφαρμογὴ τους παρατηροῦνται πρό πάντων μετὰ τήν ἵδρυση τῆς ρωμαϊκῆς ἐπαρχίας Μακεδονία, ἡ ὁποία συμπεριλαμβάνει Θεσσαλία, Ἤπειρο κ.ἄ. Κατὰ τὸν ἴδιο Ρουμᾶνο ἐπιστήμονα, ἡ ἔναρξη τῆς λατινοφωνίας σὲ χῶρο ἑλληνικὸ ἐγκαινιάζεται πολὺ ἐνωρίτερα τὸ 229 π.Χ., ὅταν Ρωμαῖοι καὶ Ἕλληνες τῶν παραλίων τῆς ἑνιαίας Ἠπείρου καὶ τῶν παρακειμένων Ἰονίων νησιῶν συμπράττουν στρατιωτικὰ πρὸς ἀπόκρουση ἰλλυρικῶν ἐπιδρομῶν, βλαπτικῶν καὶ γιὰ τοὺς δύο λαούς, Ἕλληνες καὶ Ρωμαίους. Ἡ δὲ σύμπραξη καθιστοῦσε ἐπιτακτικὴ καὶ ἀπαραίτητη τὴ στοιχειώδη μύηση τῶν Ἑλλήνων στὴ λατινικὴ στρατιωτικὴ ὁρολογία γιὰ τὴν ἀποτελεσματικὴ πραγμάτωση τῆς συμμαχικῆς ἐπιχειρήσεως.
Ἑπομένως περίτρανα ἀποδεικνύεται ἡ αὐτοχθόνια τῶν Βλάχων, παραδεκτὴ δὲ καὶ ἀπὸ διακεκριμένους ἐκπροσώπους τῆς ρουμανικῆς ἐπιστήμης, π.χ. τοὺς A. D. Xenopol, A. Philippide, V. Parvan, T. Panpahagi, R. Vulpe, A. Procopovici, Th. Capidan…… Ὁ δὲ τελευταῖος, ἀφοῦ εἶχε μεσουρανήσει ὡς πρωταγωνιστής τῆς ρουμανικῆς προπαγάνδας, κατὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς του ἔφτασε καὶ σὲ ἀντιδικία μὲ τὸν καθηγητή του στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Λειψίας G. Weigand, πασίγνωστο μίσθαρνο ὄργανο!
Μεταξὺ δὲ τῶν ἐπιστημόνων ἄλλων χωρῶν, οἱ ὁποῖοι ὑποστηρίζουν τὴν αὐτοχθονία τῶν Βλάχων, συγκαταλέγονται καὶ οἱ R. Pinon, Wace-Thompson, L. Niederle, Fr. Taillez, T. Vukanovic, M. Sivignon, A. Failler, P. Lemerle…… Ἐπιπρόσθετα ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου καὶ ἀκαδημαϊκὸς N. Iorga ἰχνηλατώντας στὴν Πολωνία τοὺς ἀπόδημους Βλάχους τῆς Ἀλβανίας ἔχει ἀποκαλύψει μὲ τὴν ἔρευνα στὰ Πολωνικὰ Ἀρχεῖα, ὅτι στὶς τοπικὲς πολωνικὲς ἀρχές, κατὰ τὸν 19ο αἰῶνα, οἱ Βλάχοι Βορειοηπειρῶτες μαζὶ μὲ τὸ ἐπάγγελμα, ποὺ ἀσκοῦσαν, δήλωναν συνάμα ὅτι εἶναι Ἕλληνες!
Οἰ ἀπόδημοι Βλάχοι, κατὰ τον Stoianovich, καὶ στὶς ἄλλες χῶρες ταυτίζονται μὲ τοὺς Ἕλληνες, ἀκόμη καὶ στὴ Ρουμανία, ὅπου ἡ λέξη Κουτσόβλαχοι σημαίνει Ἕλληνες, σύμφωνα μὲ τὸν ἀκαδημαϊκὸ C. C. Ggiurescu καὶ τὸν Βυζαντινολόγο P. Nasturel.
Τά πορίσματα ἄλλωστε τῆς ρουμανικῆς διεπιστημονικῆς ἔρευνας ἀπομακρύνουν τοὺς Ρουμάνους ἀπὸ τὴ χερσόνησο τοῦ Αἵμου. Συγκεκριμένα, κατὰ τὸν Ρουμᾶνο γεωγράφο J. Haikin, ἡ Ρουμανία δὲν εἶναι χώρα βαλκανική, καθὼς καὶ ἡ ρουμανικὴ γλῶσσα, κατὰ τὸν Ρουμᾶνο καθηγητὴ τοῦ Πανεπιστημίου Κοπεγχάγης Eugene Lozovan. Κατὰ δὲ τὸν Ioan Mitrea, ἡ ἐθνογένεση τοῦ ρουμανικοῦ λαοῦ ἔλαβε χώραν στὴν καρπαθιο-δουναβικὴ περιοχή, ἡ ὁποία συμπίπτει μὲ τὸ ἔδαφος τῆς ἀρχαίας Δακίας. Ὁ δὲ N. Iorga ὡς πολιτικός, ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν καὶ πρωθυπουργὸς τῆς Ρουμανίας, τονίζει στὸν Ἀλέξανδρο Παπαναστασίου, ὅτι οἱ Ρουμᾶνοι δὲν ἔχουν τίποτε στὰ Βαλκάνια. Ἐν τέλει ὁ πρῶτος Ἡγεμόνας τῶν Ἡνωμένων Παραδουνάβιων Ἡγεμονιῶν, δηλαδὴ τῆς Ρουμανίας, ἀποστομώνει τοὺς προπαγανδιστὲς τῶν ἡμερῶν μας καὶ μόνο μὲ τὸν τίτλο συγγραφῆς τοῦ Alexandru Stourdza, ἡ Ρουμανία δὲν ἀνήκει στὴν καθ᾿ αὐτὴν βαλκανικὴ χερσόνησο, οὔτε ὡς ἔδαφος, οὔτε ὡς φυλὴ, οὔτε ὡς κράτος (Βουκουρέστι 1904).
Δυρράχιο - Ερείπια του αμφιθεάτρου της αρχαίας Επιδάμνου |
Ὁ καθηγητής τοῦ πανεπιστημίου τῆς Σορβόννης V. Berard σὲ συγγραφὴ του μεταφρασμένη καὶ στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἀπὸ τὸ 1897, ἀναφέρεται στὸν Ἑλληνισμὸ τοῦ Δυρραχίου δίνοντας τὶς ἑπόμενες πληροφορίες:
«Σὲ ὅλα τὰ ὑπαίθρια καφενεῖα μιλοῦν ἑλληνικά. Τὸ Δυρράχιο ἦταν τὸ φυσικό τους (τῶν Βλάχων) λιμάνι γιὰ τὶς σχέσεις μὲ τὴν Ἀγκῶνα, τὴ Ραγούλα, ἢ τὴ Βενετία». Συμπληρώνει δὲ ὅτι ἕνα αἰῶνα μετὰ τὴν ἑλληνικὴ ἐπανάσταση τὸ Δυρράχιο «παραμένει κουτσοβλάχικο λιμάνι». Σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς συγγραφῆς του ὁ Berard ἀποκαλύπτει: «Ἡ βλάχικη συνοικία τοῦ Ἐλβασάν, ὅπως καὶ ἡ ἄλλη τοῦ Πεκινί, σημειώνει καὶ αὐτὴ ἕνα σταθμὸ στὸ μεγάλο ἐμπορικὸ δρόμο τῶν Βλάχων ἀπὸ τὴν Πίνδο στὸ Δυρράχιο. Οἱ Βλάχοι αὐτοὶ ἔχουν τὴν δική τους Ἐκκλησία, τὴ δική τους γλῶσσα καὶ τὰ δικά τους σχολεῖα (…). Ἑλληνικὸς ὁ κλῆρος τους, ἑλληνικὴ ἡ λειτουργία τους (…). Καὶ στὰ δύο τους σχολεῖα, ἀρρένων καὶ θηλέων, ἡ διδασκαλία γίνεται στὰ Ἑλληνικά. Οἱ ἴδιοι μιλοῦν Βλάχικα στὴν συνοικία τους καὶ Ἑλληνικὰ ἢ Αρβανίτικα στὸ παζάρι. Κι᾿ αὐτοὶ ἐπίσης στέλνουν σπουδαστὲς στὸ πανεπιστήμιο τῆς Ἀθήνας. Κοντολογὶς ἔχουν ἑλληνικὴ συνείδηση καὶ δηλώνουν Ἕλληνες». Μάλιστα ὡς Ἕλληνες ἀγωνίσθηκαν ἤδη κατὰ τὰ προεπαναστατικὰ κινήματα καὶ ὁμόθυμα κατὰ τὴν μεγάλη ἐθνικὴ ἐπανάσταση.
Ἰδοὺ τί γράφει ὁ Εὐάγγελος Ζάππας: «Ἀπὸ τὸ 1821 μέχρι τὸ 1830 ἐδούλευσα πιστότατα τὴν πατρίδα μου στρατιωτικῶς. Πάντα ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν τοῦ μακαρίτου Μάρκου ΜΠΟΤΣΑΡΗ σὲ ὅλους τούς πολέμους τοῦ Σουλίου μέχρι τελευταίως τῆς Σπλάντζας μὲ τὸν Λάμπρον ΒΕΪΚΟΝ καὶ τὸν Βασίλειον ΖΕΡΒΑΝ. Μετέπειτα ἀπέρασα εἰς τὰ Σάλωνα ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν τοῦ Πανουρία καὶ Ἰ. Γκούρα. Εἰς ὅλους τούς πολέμους τῆς Ἀν. Ἑλλάδος, Βασιλικῶν, Θερμοπυλῶν, Νευρόπολιν, Πατρατζικίου, Αἰτοῦ, Γραβιᾶν καὶ ἐσχάτως τῆς Ἀμπριλιανῆς ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν τοῦ ἀθανάτου καπ. Κίτσου Τζαβέλλα, ἐπικεφαλῆς ὅλων τῶν βλαχοχωρίων τοῦ Σαλώνου μὲ βαθμὸ Ταξιάρχου τῆς ἐνεργείας καὶ τελευταίως ἐπικεφαλῆς τῶν στρατιωτῶν μου καὶ τῶν στρατιωτῶν τοῦ Ν. Πανουρία (…) καὶ διάλυσαν αὐτοῦ τοῦ πολέμου ἀπέρασα εἰς Πελοπόννησον μέχρι τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἰ. Καποδιστρίου…… Καὶ μάρτυρας δὲ τούτου ἐπικαλοῦμαι αὐτοὺς τοὺς πολλὰ ὀλίγους ἐκ τοῦ ἐπαναστατικοῦ πολέμου σωθέντας ἥρωας… (…) μὲ τοὺς ὁποίους ἐσυμπολεμήσαμεν εἰς αὐτάς τὰς μάχας θάπτοντας συγγενεῖς καὶ στρατιώτας, βάφοντας πέτρες καὶ τὴ γῆ μὲ τὸ αἷμα μας ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας τῆς φιλτάτης ἡμῶν πατρίδος, καὶ μετὰ τὸ τέλος ὅλων αὐτῶν ἦλθα ἐδῶ εἰς Βουκουρέστιον μετερχόμενος τὸ ἐμπόριον καὶ ἀενάως βοηθῶν καὶ συνδράμων τοὺς ἐδῶ πτωχοὺς καὶ ἀδυνάμους Ἕλληνας».
Ἰδοὺ τί γράφει ὁ Εὐάγγελος Ζάππας: «Ἀπὸ τὸ 1821 μέχρι τὸ 1830 ἐδούλευσα πιστότατα τὴν πατρίδα μου στρατιωτικῶς. Πάντα ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν τοῦ μακαρίτου Μάρκου ΜΠΟΤΣΑΡΗ σὲ ὅλους τούς πολέμους τοῦ Σουλίου μέχρι τελευταίως τῆς Σπλάντζας μὲ τὸν Λάμπρον ΒΕΪΚΟΝ καὶ τὸν Βασίλειον ΖΕΡΒΑΝ. Μετέπειτα ἀπέρασα εἰς τὰ Σάλωνα ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν τοῦ Πανουρία καὶ Ἰ. Γκούρα. Εἰς ὅλους τούς πολέμους τῆς Ἀν. Ἑλλάδος, Βασιλικῶν, Θερμοπυλῶν, Νευρόπολιν, Πατρατζικίου, Αἰτοῦ, Γραβιᾶν καὶ ἐσχάτως τῆς Ἀμπριλιανῆς ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν τοῦ ἀθανάτου καπ. Κίτσου Τζαβέλλα, ἐπικεφαλῆς ὅλων τῶν βλαχοχωρίων τοῦ Σαλώνου μὲ βαθμὸ Ταξιάρχου τῆς ἐνεργείας καὶ τελευταίως ἐπικεφαλῆς τῶν στρατιωτῶν μου καὶ τῶν στρατιωτῶν τοῦ Ν. Πανουρία (…) καὶ διάλυσαν αὐτοῦ τοῦ πολέμου ἀπέρασα εἰς Πελοπόννησον μέχρι τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἰ. Καποδιστρίου…… Καὶ μάρτυρας δὲ τούτου ἐπικαλοῦμαι αὐτοὺς τοὺς πολλὰ ὀλίγους ἐκ τοῦ ἐπαναστατικοῦ πολέμου σωθέντας ἥρωας… (…) μὲ τοὺς ὁποίους ἐσυμπολεμήσαμεν εἰς αὐτάς τὰς μάχας θάπτοντας συγγενεῖς καὶ στρατιώτας, βάφοντας πέτρες καὶ τὴ γῆ μὲ τὸ αἷμα μας ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας τῆς φιλτάτης ἡμῶν πατρίδος, καὶ μετὰ τὸ τέλος ὅλων αὐτῶν ἦλθα ἐδῶ εἰς Βουκουρέστιον μετερχόμενος τὸ ἐμπόριον καὶ ἀενάως βοηθῶν καὶ συνδράμων τοὺς ἐδῶ πτωχοὺς καὶ ἀδυνάμους Ἕλληνας».
Λοιπόν, αὐτός ὁ Βορειοηπειρώτης Βλάχος Εὐαγγέλης Ζάππας, δὲν εἶναι Ἕλληνας ἐπειδὴ χρησιμοποιοῦσε ἴσως καὶ δεύτερη προφορικὴ λαλιά, ἕνα λατινογενὲς γλωσσικὸ ἰδίωμα, τὰ Βλάχικα κατάλοιπο μακραίωνης ρωμαιοκρατίας, ὅταν ἄλλως τε ἐπίσης ἀκραιφνέστατοι ἐθνικὰ Συνέλληνες στὸ διάβα τῶν αἰώνων ἔχουν τουρκοφωνήσει, σλαβοφωνήσει, ἀλβανοφωνήσει, ἰταλοφωνήσει, ἐνῶ ἡ συνείδησή τους διαφυλάχθηκε ἐθνικὰ ὁλοζώντανα ἑλληνικὴ καὶ ἐντελῶς ἀλώβητη? Στὴν περίπτωση τοῦ Ζάππα τὸ μεγαλεῖο τῆς ἑλληνικότητας θριάμβευσε ὑπερβαίνοντας τὴν ἀνθρώπινη φαντασία. Διότι ὁ Ζάππας δὲν ἔχει μνησικακήσει κατὰ τῆς πατρίδας του, τῆς αἰωνίας Ἑλλάδας, ἡ ὁποία μὲ κατάπαυστο νόμο, τὸν περιβόητο Περὶ αὐτοχθόνων καὶ Ἑτεροχθόνων, ἐπειδὴ γεννήθηκε βορειότερα τῶν τότε συνόρων τοῦ Δομοκοῦ, ἐξαναγκάστηκε στὸν πικρὸ ξενιτεμό, ὅπου, ὅπως ὅλοι οἱ ξενιτεμένοι, γεύθηκε ἀτέλειωτες πικρίες μὲ καϋμοὺς καὶ στεναχώριες. Παρὰ ταῦτα ἀποκτώντας πλούτη ἀμύθητα, χωρὶς τὸν παραμικρὸ δισταγμὸ στὴν κρίσιμη ὥρα τοῦ τερματισμοῦ τῆς ἐπίγειας ζωῆς τὰ διέθεσε στὴν πατρίδα Ἑλλάδα.
Ἄλλος Βορειοηπειρώτης Βλάχος τὸ 1897 στὸν ἀποκαλούμενο πόλεμο τῆς Ντροπῆς ἔσωσε τὴν τιμὴ τῶν ἑλληνικῶν ὅπλων καὶ τῆς πατρίδας του. Κατὰ τὸν Παῦλο Μελᾶ, πολεμιστὴ τοῦ 97, «ὁ Κωνσταντῖνος Σμολένσκης μάχεται σὰν λιοντάρι, ὅπου καὶ ἂν τὸν στείλουν. Ὅλοι οἱ Ἕλληνες πρέπει νὰ τὸν λατρεύωμεν, διότι εἶναι ὁ μόνος ἀνώτερος ἀξιωματικός, ποὺ προτάσει τῆς γενναίαν του καρδίαν εἰς τὸν ἐχθρόν. Εἰς τὸ Ρεβένι πολλάκις ἀπώθησε τοὺς Τούρκους καὶ μόνος αὐτὸς ἦλθε ἐν τάξει εἰς τὰ Φάρσαλα. Πάλιν αὐτός ἔσωσε τό Βελεστῖνον τρὶς νικήσας τοὺς Τούρκους». Ἐν τούτοις στὴ σύγχρονή μας Ἑλλάδα ἡ ἑλληνικότητά του ἀγνοεῖται καὶ ἀπὸ διδάκτορες Ἱστορίας!
Απολλωνία - Φιέρι |
Τὶς παραπάνω ἀλήθειες παραδέχεται καί ὁ πλέον ἐθνικιστὴς Ἀλβανός ἡγέτης, ὁ πολύδραστος καὶ πολυτιτλοῦχος Bastri-Bey, σὲ γαλλόγλωσσο δημοσίευμά του, στὸ ὁποῖο μὲ παρρησία καὶ τόλμη γνωστοποιεῖ στὴν Εὐρώπη ἐπιγραμματικὰ τὰ ἀκόλουθα.
«Ἀναγνωρίζουμε τόν ἑλληνικὸ χαρακτῆρα τῆς νότιας Ἀλβανίας, ὅπου τὸ ὑπεραιωνόβιο πολιτισμικὸ ἔργο τῶν σχολῶν της κυριαρχεῖ ἠθικὰ καὶ ἐθνικά».
Οἱ Βορειοηπειρῶτες Βλάχοι δέν ἀπουσιάζουν ἀπό κανένα κορυφαῖο ἐθνικὸ-ἑλληνικὸ ἐπίτευγμα, ὅπως ἡ Αὐτονομία τῆς Βορείου Ἠπείρου καὶ τὸ διηνεκῶς ἐν ἰσχὺ Πρωτόκολλο τῆς Κέρκυρας. Ἀρκεῖ ἁπλούστατη καὶ ἐντελῶς ἐνδεικτικὴ ὑπόμνηση τοῦ ὀνόματος Γεώργιος Χρηστάκη Ζωγράφος.
Δυστυχῶς τὸ Ἑλληνικὸ Ἵδρυμα Εὐρωπαϊκῆς καὶ Ἐξωτερικῆς Πολιτικῆς -συντομογραφικὰ ΕΛΙΑΜΕΤ- ἐπιχορηγούμενο καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὸ «πλούσιο» ἑλληνικὸ κράτος, ἔχει ἐκδώσει συλλογικὴ συγγραφὴ μὲ τίτλο Ὁ Ἑλληνισμὸς τῆς Ἀλβανίας (Ἀθήνα, Ἀπρίλιος 1994, 97) διαιρώντας τοὺς Ὀρθοδόξους τῆς γειτονικῆς χώρας σὲ τέσσερες (4) ἐθνότητες: 1) Βλάχικη, 2) Ἀλβανικὴ, 3) Ἑλληνικὴ, 4) Σλαβικὴ.
Ὅμως ὁ Ζάππας δέν αἰσθάνθηκε…… «Βλαχικῆς ἐθνότητας οὔτε ζώντας, εὐδοκιμώντας, διαπρέποντας στὸ …Βουκουρέστι! Ἔνοιωθε πάντοτε Ἕλληνας ἢ σωστότερα Μεγαλοέλληνας καὶ γι᾿ αὐτὸ κληρονόμο τῆς περιουσίας του ἄφησε τὴν Ἑλλάδα! Ἐξ ἄλλου ὁ Σίνας ἀλληλογραφώντας μὲ τὸν πρῶτο Κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδος Ἰωάννη Καποδίστρια ὑπέγραφε σεμνότατα καὶ ἐθνοπρεπέστατα ὡς Πρόεδρος τῆς Ἀδελφότητας τῶν Γραικο-Βλάχων Βιέννης!
Αὐτή ἡ παντελῶς ἀπαράδεκτη ἐπιστημονικὰ περικοπὴ τῆς ἐκδόσεως τοῦ ΕΛΙΑΜΕΠ, ἀποδιδόμενη σὲ καθηγητὴ πανάσχετο, παρώθησε πρὸς τῆς Ἀπογραφῆς στὴν Ἀλβανία ἐπίσημη ἐπίσκεψη τοῦ Προέδρου τῆς Ρουμανικῆς Δημοκρατίας μὲ τὴν προσδοκία ὑπομνήσεως τῆς «ρουμανικότητας» τῶν Βλάχων τῆς γειτονικῆς χώρας. Ἀλλὰ ἀποχώρησε ἀνεξεταστέος ὁ ξένος ἐπίσημος ἐπισκέπτης. Διότι ὁ Ἀλβανὸς Ekrem Vlora σὲ προγενέστερο δημοσίευμά του ἔχει διακηρύξει ὅτι οἱ πρόγονοι τῶν Ἀρβανιτοβλάχων ὑπῆρχαν σ᾿ αὐτὸν τὸν χῶρο αἰῶνες πρὸ τοῦ ἐκρωμαϊσμοῦ τῶν Δακῶν, προγόνων τοῦ Ρουμάνου Προέδρου.
Ἐπιπρόσθετα ἄλλο ἑλληνικὸ ἵδρυμα, τὸ Κέντρο Ἐρευνῶν Μειονοτικῶν Ὁμάδων (ΚΕΜΟ), ἐπίσης ἐπιχορηγούμενο ἀπ᾿ τὸ «πλούσιο» ἑλληνικό κράτος καί ὄχι μόνον, χαλκεύει μειονότητα Βλαχικὴ στὴν Ἑλλάδα, μολονότι ἀρκούντως πρωτύτερα ὁ Γερμανὸς καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Mannheim H. Richter ἀποκλείει μειονοτικὸ χαρακτηρισμὸ καὶ πιστοποιεῖ ὅτι οἱ Βλάχοι ἔχουν ἀπόλυτα ἑλληνικὴ ταυτότητα. Συνάμα δὲ στὸ ἴδιο συμπέρασμα ὁδηγοῦν καὶ οἱ ἔρευνες τοῦ Βουλγάρου ἀνθρωπολόγου Peter Boev, κατὰ τὸ ὁποῖο οἱ Ἕλληνες Βλάχοι δὲν διαφέρουν ἀνθρωπολογικὰ ἀπὸ τοὺς γειτονικοὺς μὴ βλάχικους πληθυσμοὺς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου. Μὲ τὸν ξένο ἐπιστήμονα συμφωνεῖ καὶ ὁ ὁμόλογός του στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν Θεόδωρος Κ. Πίτσιος, κατὰ τὸν ὁποῖο «- Βλάχοι- Σαρακατσάνοι καὶ Ἠπειρῶτες χαρακτηρίζονται ἀπὸ τοὺς κοινοὺς ἀνθρωπολογικοὺς τύπους καὶ τῆς ἴδια ἀνθρωπολογικὴ σύνθεση».
(Οἱ ἐνδιαφερόμενοι γιά τήν τεκμηρίωση πληρέστερη βλ. Εὑρετήριο ὀνομάτων στήν τετράτομη συγγραφή Ἀχ. Γ. Λαζάρου, Ἑλληνισμὸς καὶ λαοὶ νοτιοανατολικῆς (ΝΑ) Εὐρώπης, Ἀθήνα 2009-2010).
(Πηγή: εδώ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.