το ταξίδι ποτέ δεν έγινε,
όλα από καιρό έχουν σιγήσει.
Κωστής Μοσκώφ
Για τον Έρωτα και την Επανάσταση
Η Μοσχόπολη ήταν μια πόλη που έλαμψε και χάθηκε ως φυσικό μετέωρο. Μια ελληνική βλαχόφωνη πόλη στα παλιά γεωγραφικά σύνορα της Ηπείρου και της Μακεδονίας, ξεχασμένη κι άγνωστη στους πολλούς, πέρα από τους ειδικούς ερευνητές και τους χιλιάδες απογόνους των παλιών κατοίκων της πόλης, που έχουν διασπαρεί σε όλη την Ευρώπη. Η Μοσχόπολη, ένα χωριό της Αλβανίας σήμερα, που προκαλεί με το μύθο του το ενδιαφέρον απλών φιλέρευνων για το ελληνικό παρελθόν στη Βαλκανική. Στον περιορισμένο χώρο μιας συνοπτικής παρουσίασης, θα επιχειρήσουμε να αναπλάσουμε την ακμή και την παρακμή της. Τη λάμψη και το έρεβος μιας πολυάνθρωπης πολιτείας, με εντυπωσιακή πρόοδο στα γράμματα και τις τέχνες.
Μοσχόπολη, ''αι Αθήναι της τουρκοκρατίας'', όπως τη χαρακτήρισαν πολλοί ξένοι που πέρασαν και θαύμασαν την πόλη πριν από την καταστροφή της και την εκούσια έξοδο των κατοίκων της.
Μπαίνουμε απομεσήμερο στη Μοσχόπολη, απλωμένη σ' ένα ανοιχτόκαρδο καταπράσινο οροπέδιο του Τόμαρου, 24 περίπου χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Κοριτσάς. Λίγα σκόρπια πέτρινα σπίτια με κεραμιδένιες στέγες και στάβλους οικόσιτων ζώων, το σημερινό άσημο αλβανικό χωριό, με το όνομα Voskopoje, από το πρώτο όνομα της πόλης Βοσκόπολη, που συγκροτήθηκε από νομάδες Βλάχους το 1330 περίπου. Ξαφνιαζόμαστε από τις πολλές και τεράστιες εκκλησιές ανάμεσα στα αραιοκατοικημένα σπίτια και τα χωράφια, τον Άγιο Νικόλαο, την Κοίμηση της Θεοτόκου, τον άγιο Μιχαήλ, τον Άγιο Αθανάσιο, τον Προφήτη Ηλία. Μεγάλες πετρόχτιστες από τα χέρια Ηπειρωτών μαστόρων εκκλησιές, με περίτεχνες καμάρες, με πελεκημένες πέτρες και πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο στις προσόψεις τους. Μας πιάνει νοσταλγία και βαρυθυμία καθώς γνωρίζουμε τον γοητευτικό μύθο και την ιστορία της Μοσχόπολης, της ''Αθήνας της τουρκοκρατίας'', όπως την αποκαλούσαν έκθαμβοι οι περιηγητές τον 18ο αι., πριν από την καταστροφή της. Έναν ποιμενικό σταθμό Βλάχων για το ξεκαλοκαίριασμα των κοπαδιών τους, που οι φιλοπρόοδοι κάτοικοί του με ελληνική συνείδηση και συνήθειες το μετέτρεψαν σε ένα από τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα ελληνικής παιδείας με πάνω από 50000 κατοίκους στη Μακεδονία.
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου που χτίστηκε το 1722 |
Το καμπαναριό της εκκλησίας της Κοίμησης της Θεοτόκου |
Χορηγός της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, που χτίστηκε το 1721-22, είναι ο Μοσχοπολίτης μεγαλέμπορας των Βαλκανίων Κωνσταντίνος Χατζηγιώργης, που ζωγραφίστηκε από τον Δαβίδ εκ Σελενίτζας στη νοτιοδυτική έξοδο της εκκλησίας. Γενειοφόρος, φορώντας το γούνινο μακρύ παλτό των αρχόντων της εποχής, ο δωρητής προσφέρει στον ένθρονο Άγιο Νικόλαο την εκκλησία. Παρά τον πολύχρονο κατατρεγμό της χριστιανικής πίστης από το καθεστώς Χότζα, τα μνημεία της χριστιανοσύνης στην Αλβανία άντεξαν στο χρόνο και την αναγκαστική εγκατάλειψη, με πολλά όμως τραύματα και καταστροφές. Κάνεις συγκρίσεις με τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία των γειτονικών χωρών, απ' όπου πέρασε για πενήντα χρόνια παρόμοιο καθεστώς. Εκεί, στα Σκόπια, στη Σερβία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, οι εκκλησίες διατηρήθηκαν, πέρα από τις λατρευτικές ανάγκες, ως μνημεία πολιτισμού, αναστηλώθηκαν με γνώση, καθαρίστηκαν οι τοιχογραφίες τους με ευλάβεια, μελετήθηκαν από σημαντικούς ντόπιους βυζαντινολόγους, προβλήθηκαν ως σημαντική αρχιτεκτονική κληρονομιά στον έξω κόσμο. Εδώ, στην Αλβανία, η μικρόνοια του αιρετικού κομμουνιστικού καθεστώτος, επηρεασμένου από την ανατρεπτική ''πολιτιστική επανάσταση'' της Κίνας κατέστρεψε με τη βία της μοναδικής εξουσίας αξίες, διαφορετικές εκφάνσεις πολιτισμού, απαγόρευσε ως εχθρό του λαού κοινωνικές παραδόσεις, αφού και η παραδοσιακή πίστη και τα χριστιανικά δρώμενα της λατρείας είναι κοινωνική έκφραση της λαϊκής ψυχής.
Η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου της Μοσχόπολης που χτίστηκε το 1724 |
Τοιχογραφίες στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου που φιλοτεχνήθηκαν το 1715 |
Το ερώτημα που έθεταν πολλοί περιηγητές αλλά και μελετητές του φαινομένου της Μοσχόπολης, ήταν πώς σωρεύτηκαν τα πολλά πλούτη στην ηπειρωτική πόλη, που στάθηκαν όμως μοιραία και για την καταστροφή της. Πέρα από την αναπτυγμένη κτηνοτροφία με τα μεγάλα κοπάδια αιγοπρόβατα, οι Μοσχοπολίτες εξελίχθηκαν πολύ σύντομα, μαζί με πολλούς Ηπειρώτες και Μακεδόνες, σε καλούς εμπόρους, που εμπορεύονταν με όλες τις πόλεις της Βαλκανικής και κυρίως με τη Βενετία, όπου πολλοί Μοσχοπολίτες είχαν ιδρύσει εμπορικούς οίκους και υποκαταστήματα.
Τα αρχεία της Βενετίας και του Υπουργείου Εξωτερικών της Γαλλίας διατηρούν πολλούς φακέλους με προξενικές εκθέσεις και αρκετές επιστολές γραμμένες στα ελληνικά, που γράφτηκαν από ή αναφέρονται σε Μοσχοπολίτες εμπόρους οι οποίοι συναλλάσσονταν με πόλεις της Ιταλίας, μέσω του λιμανιού του Δυρραχίου. Το λιμάνι αυτό είχε το παρωνύμιο ''το λιμάνι των Βλάχων'', καθώς από το Δυρράχιο διακινούσαν εμπορεύματα όλοι σχεδόν οι βλαχόφωνοι έμποροι της Ηπείρου και της Μακεδονίας, από τη Σκόδρα, την Αχρίδα, τον Αυλώνα, την Σιάτιστα, τη Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα. Ενετοί πρόξενοι στις αναφορές τους μιλούν εγκωμιαστικά από τις αρχές του 18ου αιώνα για τους ''mercanti moscopolitani'', τους Μοσχοπολίτες δηλαδή εμπόρους, που διακινούσαν προς τη Βενετία γιδόμαλλα, κερί, μετάξι και δέρματα σε μεγάλες ποσότητες που συγκέντρωναν απ' όλα τα Βαλκάνια.
Πηγή: Χρίστος Ζαφείρης, Βαλκάνιος Πραματευτής, Εκδόσεις Εξάντας.
Σχετικές αναρτήσεις:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.