Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Βλαχόφωνοι Έλληνες: Αυτονόητα και μη, που πρέπει να υπενθυμίζονται


Γραμμουστιάνοι Βλάχοι του Ροδολίβους
Θεωρώ ότι κατά καιρούς πρέπει να τονίζονται τα αυτονόητα, που έχουν να κάνουν με τις ελληνικές πληθυσμιακές ομάδες. Και ο λόγος για τους βλαχόφωνους της χώρας μας. Είναι, βέβαια, προφανές ότι, κανένας - συμπεριλαμβανομένης και της ‘αφεντιάς μου’- δεν έχει το μονοπώλιο να ομιλεί δημόσια για αυτούς.

Θα πρέπει, λοιπόν, να υπενθυμίζονται επιστημονικές απόψεις σημαντικών ερευνητών, ιστορικών κ.λπ. όπως, των παρακάτω ενδεικτικά: Κ. Κούμα, Κ. Νικολαΐδη, Ν. Κατσάνη, Κ. Ντίνα, Α. Κατσανεβάκη, Α. Λαζάρου, A. Μπουσμπούκη, Α. Κουκούδη, Α. Κεραμόπουλλου κ.ά.).

Έτσι, οφείλουμε να επαναλαμβάνουμε τα παρακάτω αυτονόητα και μη:

• Να υπενθυμίζει κανείς την ελληνικότητά τους. 
• Να αντιδρά κανείς σε ορισμένα δημοσιεύματα (άρθρα, βιβλία κλπ), που δίνουν την εικόνα τους ως μία αυτόνομη οντότητα, τόσο εντός, όσο και εκτός του ελλαδικού χώρου. 
• Να επανεκθέτει κανείς τις απόψεις επιστημόνων, όπως του πρώτου νεοέλληνα ιστορικού, του Κωνσταντίνου Κούμα (1777-1836). Ο συγκεκριμένος Λαρισαίος δάσκαλος του Γένους, διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Βιέννης και αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Βερολίνου και Μονάχου, στο έργο του ‘Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων’ (Βιέννη, τόμος 12, 1832, σ. 521-522) γράφει ότι οι Βλάχοι είναι ‘Έλληνες το γένος’ (επίσης, ‘Ιστορία του Νέου Ελληνισμού’,Τ.1, Θεσ/νίκη 1974, β΄ έκδοση, σ.35 και ‘Γλωσσικός εκλατινισμός των κατοίκων της Ηπειρωτικής Ελλάδος’, ΕΜΣ, Θεσ/νίκη, 1983, 49-50). Το ίδιο υποστηρίζει και ο Μετσοβίτης λόγιος Ν. Τζαρτζούλης (1708-1772), επικεφαλής της Ηγεμονικής Ακαδημίας του Ιασίου. 
• Να επαναλαμβάνει κανείς τη μαρτυρία του χρονογράφου Ιωάννη Λυδού (σχετικά με τον γλωσσικό εκλατινισμό των Βαλκανίων), την οποία η πλειονότητα των σύγχρονων Ελλήνων και ξένων επιστημόνων θεωρεί πολύ σημαντική. Η μαρτυρία του εν λόγω χρονογράφου, που έζησε τον 6ο μ.Χ. αιώνα και που ήταν καθηγητής του Πανεπιστημίου Κων/πολης και διοικητής των Βαλκανίων, έχει ως εξής: 
«…τα δε περί την Ευρώπην [όπως ονομαζόταν τότε η Βαλκανική] πραττόμενα πάντα διεφύλαξεν εξ ανάγκης δια το της αυτής οικήτορας, καίπερ Έλληνας εκ του πλείονος όντας τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή…», δηλαδή «Αν και οι περισσότεροι είναι Έλληνες, μιλούν λατινικά…». 
Επίσης, ο Α.Ε. Βακαλόπουλος, κορυφαίος νεοέλληνας ιστορικός του 20ου αιώνα, στην ‘Ιστορία του Νέου ελληνισμού’, τ.1, Θεσ/νίκη 1961 α΄ έκδοση σελ. 36, σχολιάζοντας το παραπάνω απόσπασμα του Ι. Λυδού, γράφει χαρακτηριστικά: 
«…Τι απέγιναν αυτοί οι λατινόφωνοι ή οι δίγλωσσοι; Εξαφανίστηκαν χωρίς να αφήσουν κανένα ίχνος; Η πρόδηλη μου, φαίνεται, απάντηση στο ερώτημα συμβάλλει στη λύση του προβλήματος των Βλάχων...». 
• Να έχει κανείς διαφορετική άποψη από κάποιους, οι οποίοι προσπαθούν έμμεσα να υπονοήσουν ‘εθνικότητα Βλάχων’, αντιπαραβάλλοντάς τους με τους ‘Γραικούς’ και χρησιμοποιώντας ‘αποδεικτικά στοιχεία ’ κειμένων ξένων περιηγητών (πλείστοι εξ αυτών των περιηγητών δεν ήταν σοβαροί ερευνητές και μάλιστα αρκετοί εκπροσωπούσαν ξένα συμφέροντα) [Σημείωση: εδώ ισχύει η ‘λογική’ του παρελθόντος;]. Όμως, οι κύριοι αυτοί αγνοούν ή επιλέγουν να αγνοούν ότι στη Νέα Ακαδημία (εκπαιδευτήριο) της βλαχόφωνης πόλης της Μοσχόπολης και στα σχολεία των βλαχοχωριών της Βόρειας Ηπείρου διδάσκονταν η ελληνική γλώσσα και παιδεία. Αποσιωπούν το γεγονός ότι, πολύ πριν την ίδρυση του ελληνικού κράτους, τα περισσότερα βλαχοχώρια του ελληνικού χώρου και γενικά των Βαλκανίων διέθεταν σχολεία και η παιδεία στα σχολεία αυτά ήταν αμιγώς ελληνική. Ονομαστά ήταν επίσης τα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, που είχαν ιδρυθεί από βλαχόφωνους της Διασποράς στη Σερβία, στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και αλλού, στα οποία είχαν φοιτήσει ή διδάξει αρκετοί βλαχόφωνοι δάσκαλοι του Γένους. 
• Να αναδημοσιεύει κανείς απόψεις της εθνομουσικολόγου Αθηνάς Κατσανεβάκη, εθνομουσικολόγου, από τη διδακτορική της διατριβή με τίτλο ‘Βλαχόφωνα και Ελληνόφωνα τραγούδια της βορείου Πίνδου. Ιστορική εθνομουσικολογική προσέγγιση: Ο αρχαϊσμός τους και η σχέση τους με το ιστορικό υπόβαθρο (Θεσ/νίκη 1998)’. Το παρακάτω απόσπασμα της διατριβής της είναι σαφές: 
«…πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτή η έντονη παρουσία των ελληνόφωνων τραγουδιών στη μουσική παράδοση των βλαχοφώνων της Πίνδου πηγάζει όχι από μια εξωτερική επιρροή αλλά μέσα από μια έντονη αυτοσυνειδησία εσωτερικής και μακροχρόνιας σχέσης με τον ελληνισμό, μια σχέση που για τους Αρμάνους της Πίνδου δεν είναι τυχαία αλλά, όπως δείχνουν τα δεδομένα, πηγάζει από την ίδια τους την καταγωγή…». 
• Να ξαναγράφει κανείς την άποψη του Ν. Κατσάνη, καθηγητή γλωσσολογίας του ΑΠΘ, σε εργασία του με τίτλο ‘Κουτσοβλάχικα τραγούδια-μνήμη S. Baud Bovy’, (ΑΠΘ, σελ. 3), η οποία έχει ως εξής: 
Η βλαχόφωνη μουσική και ποίηση αποτελεί τμήμα της ελληνικής δημοτικής μουσικής κληρονομιάς’. 
Επίσης, ο διάσημος Ελβετός εθνομουσικολόγος S. Baud Bovy (1906-1986), δύο μήνες πριν το θάνατό του σε διεθνές συμπόσιο στους Δελφούς το 1986, προανήγγειλε ενώπιον των συνέδρων τα πορίσματα του για τα τραγούδια των βλαχοφώνων, τονίζοντας ότι η μουσική του βλάχικου δημοτικού τραγουδιού είναι ελληνική (‘Ηπειρωτικό Ημερολόγιο’, 1988, ‘Ιστορία του βλάχικου δημοτικού τραγουδιού, Αχ. Λαζάρου, σελ. 375). 
• Να τονίζει πάλι κανείς ότι παραλείπονται επιλεκτικά ορισμένες επιστημονικές απόψεις των γλωσσολόγων Ν. Κατσάνη & Κ. Ντίνα για τα βλάχικα / αρμάνικα. Συγκεκριμένα αυτοί οι επιστήμονες στην εισαγωγή (σελ. 11) του βιβλίου τους με τίτλο ‘Γραμματική της Κοινής Κουτσοβλαχικής’, Θεσσαλονίκη, 1990, γράφουν: 
«…Η σύνθεση μιας ΚΒ Γραμματικής σήμερα έχει περισσότερο επιστημονικό χαρακτήρα παρά χρηστικό. Η ΚΒ ανήκει σε εκείνα τα γλωσσικά ιδιώματα που δεν ευτύχησαν, για ποικίλους λόγους, να αποκτήσουν γραπτή μορφή και να δημιουργήσουν αντίστοιχα γραπτή παράδοση και ιδιαίτερο πολιτιστικό παρελθόν. Η συμβίωση των Βλάχων με τον ελληνικό κόσμο και η προφανής ιστορική και πολιτιστική τους καταγωγή απ’ αυτόν, συνετέλεσαν ώστε να μην αισθανθούν την ανάγκη να χρησιμοποιήσουν το επίκτητο γλωσσικό τους όργανο για να εκφράσουν τα πολιτιστικά τους αγαθά, αφού αυτά ταυτίζονταν με εκείνα του ελληνόφωνου κόσμου…». 
• Να αντιδρά ξανά κανείς σε ‘νεοτερισμούς’ και ‘ομογενοποιήσεις’, που μειώνουν την αξία της παράδοσης. Κατά πόσον αυτά τα φαινόμενα μπορούν να θεωρηθούν ως αυτό που λέμε ‘Παράδοση’ είναι ένα θέμα που χρειάζεται πολλή συζήτηση. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι το θέμα (νεοτερισμοί) πρέπει να ληφθεί υπόψη των ερευνητών για την εξαγωγή στέρεων επιστημονικών συμπερασμάτων. Εκφράζοντας την προσωπική μου ταπεινή άποψη, θεωρώ ότι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, οφείλουν να είναι προσεκτικοί στη σημερινή εποχή και να προσπαθούν να συνεχίσουν την πλούσια τους παράδοση, έτσι όπως την κληρονόμησαν από τους προγόνους τους. Μια παράδοση, που δεν ήταν, βέβαια, όπως είναι φυσικό, ‘στατική’, όμως εξελίσσονταν ομαλά μέσα σε καθαρά παραδοσιακό περιβάλλον. Ωστόσο, παρατηρούνται ορισμένοι ‘νεοτερισμοί’, ‘μεταλλάξεις’ και ‘ομογενοποιήσεις’ τα τελευταία χρόνια, λόγω των ξέφρενων ρυθμών της αστικοποιημένης μας εποχής, αλλά και λόγω πολιτικών, ας μου επιτραπεί, σκοπιμοτήτων.

Ο πολιτισμός είναι μια γενικότερη έννοια, που χαρακτηρίζει έναν λαό με πλούσια ιστορία και συμπεριλαμβάνει πολιτιστικά στοιχεία σε μεγάλο βάθος χρόνου και σε όλο το πολιτιστικό φάσμα (γράμματα, τέχνες, ιστορία, θρησκεία, γλώσσα, παιδεία, κοινωνία, επιστήμες, ήθη και έθιμα, ασχολίες, μουσική, χορός, ενδυμασία, κατοικία κλπ). Χωρίς αμφιβολία, αυτό συμβαίνει στον ελληνικό πολιτισμό (βάση του σημερινού δυτικού πολιτισμού). Θεωρώ, επίσης, ότι η χρήση των λέξεων ‘πολυπολιτισμικότητα’ και ‘ετερότητα’ και τα συναφή μέσα στους ίδιους Έλληνες αδικεί αυτούς και τον ελληνικό πολιτισμό.
Σαφέστατα υπάρχουν ξεχωριστά πολιτιστικά χαρακτηριστικά σε κάποιες πληθυσμιακές ομάδες, όπως, λόγου χάρη, τα προφορικά γλωσσικά ιδιώματα των βλαχοφώνων, σλαβοφώνων, αρβανιτοφώνων κλπ, όμως, αν δούμε, για παράδειγμα, τα γενικά πολιτιστικά στοιχεία του βλαχόφωνου Ελληνισμού στην ολότητα τους θα διαπιστώσουμε περίτρανα ότι είναι ελληνικά [ήθη και έθιμα, δημοτικά τραγούδια, παραδοσιακές κτηνοτροφικές συνήθειες, λαϊκή οικία, ενδυμασία, χορός και τόσα άλλα (βλ.: Άγγλοι ερευνητές Wace & Thompson, Ρουμάνα λαογράφος E. Moldoveanu, εθνολόγος γιουγκοσλάβος I. Cvijic, ακαδημαϊκός T. Papahagi, ακαδημαϊκοί Α. Κεραμόπουλλος, Σ. Μαρινάτος, Κ. Ρωμαίος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Βελιγραδίου D. Popovic, καθηγητής του πανεπιστημίου Θεσ/νίκης Ι. Παπαδριανός κ.α.). Είναι, βέβαια, ξεκάθαρο και προφανές ότι αυτές οι προαναφερθείσες πληθυσμιακές ομάδες οφείλουν να διατηρήσουν όσο μπορούν όλα τους τα ιδιαίτερα πολιτιστικά στοιχεία, που κληρονόμησαν από τους προγόνους τους.

Είναι πλέον επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι η γλώσσα ενός λαού, ή μιας πληθυσμιακής ομάδας, δεν είναι καθοριστικά στοιχεία της εθνικής τους ταυτότητας. Ο νέγρος που ομιλεί αγγλικά δεν είναι ασφαλώς άγγλος, ή ο μεξικάνος που ομιλεί ισπανικά δεν είναι ισπανός ή ο βραζιλιάνος, που ομιλεί πορτογαλικά δεν είναι πορτογάλος. Να μη ξεχνάμε ότι η εβραϊκή διασπορά σε όλο τον κόσμο διατήρησε την εθνότητα της και τα πολιτιστικά της στοιχεία μέσα στον ωκεανό των άλλων εθνών εδώ και αιώνες, χωρίς τη χρήση της βιβλικής της γλώσσας. Μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα την επανέφερε μετά από 1700 έτη (εβραίος γλωσσολόγος Ελιέζερ Μπεν-Γεχούντα). Άρα, δεν είναι απόλυτο να λέμε ότι ένας έλληνας δεν είναι έλληνας, ή ένας εβραίος δεν είναι εβραίος αν δεν ομιλεί αντίστοιχα ελληνικά ή εβραϊκά. Εκείνο που χαρακτηρίζει ένα λαό (εθνική ταυτότητα) περισσότερο, είναι το σύνολο των πολιτιστικών του στοιχείων διαχρονικά, συμπεριλαμβανόμενης ασφαλώς και της εθνικής του συνείδησης.

Είναι αντιεπιστημονικά, είναι αντιδεοντολογικά, είναι φοβικά, είναι γραφικά τα παραπάνω; Δεν πρέπει να υπενθυμίζονται;
Είναι αντιδεοντολογικό ακόμα το να αντιστέκεται κανείς στον αγγλικό γλωσσικό ιμπεριαλισμό, στα αρνητικά της Παγκοσμιοποίησης και να επισημαίνει τη πενία της ελληνικής γλώσσας (ΜΜΕ, λογοτεχνία, πολιτικός λόγος και greeklish της νεολαίας μας);
Είναι αντιεπιστημονικό και γραφικό να αναφέρεται κανείς στην Ιστορία; Οποιοσδήποτε επιστήμονας κοινωνιολογικών, γλωσσικών, ανθρωπιστικών, εθνολογικών κλπ ερευνών, ο οποίος αγνοεί ή δεν μελετάει Ιστορία, θεωρούμε ότι δύσκολα μπορεί να εξάγει επιστημονικά και ασφαλή συμπεράσματα στο αντικείμενό του; Ακόμα κι ένας απλός πολίτης οφείλει να γνωρίζει την ιστορία του τόπου του.‘ Δεν μπορείς να ξέρεις που πηγαίνεις αν δεν ξέρεις από πού ήρθες’, λέει ο σοφός λαός.
Είναι επίσης ‘φοβικό’ να υπενθυμίζει κανείς τη ρουμανική προπαγάνδα, η οποία ταλάνισε τον βλαχόφωνο ελληνισμό εδώ και δυόμιση αιώνες;

Μπορούμε να αγνοούμε ότι οι ίδιοι οι βλαχόφωνοι κατέστησαν ‘de facto’ ανενεργά τις εξής αποφάσεις; :
1) Τον Ιραδέ (απόφαση) του 1905, όπου ο Σουλτάνος αναγνωρίζει βλάχικη εθνότητα, 
2) Την παραχώρηση των βλαχοφώνων μας στη Ρουμανία το 1913, με υπογραφή του Ελευθέριου Βενιζέλου, 
3) Την Ανακήρυξη Αλβανο-Βλαχικής Δημοκρατίας το 1917 και 
4) Την Ανακήρυξη Πριγκιπάτου Βλάχων της Πίνδου το 1941.

Ακόμα και οι ίδιοι, μεμονωμένα, αλλά και ως συλλογικά θεσμικά όργανα (ΠΟΠΣΒ), έκαναν πρόσφατα de facto ανενεργές Θέσεις, Αποφάσεις και Συστάσεις του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της ΕΕ. Συγκεκριμένα το "Ευρωπαϊκό Γραφείο για τις Ολιγότερο Ομιλούμενες Γλώσσες" (EBLUL) ομιλούσε για "βλάχικη" και "μακεδονική" μειονότητα στην Ελλάδα. Το δε Ευρωκοινοβούλιο, τον Φεβρουάριο του 1994, επιδίκασε πέντε μειονότητες στην Ελλάδα, με πρώτη την βλάχικη. Και άλλα πολλά…

Οι ίδιοι αγνόησαν επίσης και απόψεις ξένων ερευνητών. Αναφέρω ενδεικτικά τους εξής δύο: Tom Winnifrith & Thede Kahl. Ο πρώτος, Άγγλος συγγραφέας στο βιβλίο του ‘The Vlachs’ London, 1987, χαρακτηρίζει τους ‘Βλάχους της Ελλάδας ως μη Έλληνες’. Ο δε δεύτερος, Γερμανός ανθρωπογεωγράφος, στο βιβλίο του ‘Για την Ταυτότητα των Βλάχων’, εκδόσεις ΚΕΜΟ, σελίδα 162, Αθήνα 2009, εκφράζει την άποψη ότι:
Αν οι Αρμάνοι κατηγοριοποιούνται ως μειονότητα στα Βαλκάνια, το ίδιο θα έπρεπε να συμβαίνει και στην Ελλάδα, ακόμα κι αν αυτοί το αρνιούνται…’ (δηλαδή μόνο που δεν τους μαλώνει!!). Πιο κάτω στην ίδια σελίδα, αρέσκεται στον όρο ‘ελληνόφωνοι Βλάχοι’ και όχι ‘βλαχόφωνοι Έλληνες’ (απαξιώνοντας έτσι τον δεύτερο όρο).

Είναι έτσι γεγονός ότι, στο παρελθόν έγιναν προσπάθειες δημιουργίας εθνικής συνείδησης τους (στα τέλη του 19ου αιώνα, το 1917 και 1941). Αλλά και στη σημερινή εποχή έχουμε το «Συμβουλίου των Αρμάνων» (βλ. π.: makedonarman-council.org), το οποίο ούτε λίγο, ούτε πολύ επιθυμεί δημιουργία «Περιφερειακού Λαού Βλάχων» και αναγνώριση μειονοτικών δικαιωμάτων, στα κράτη, όπου αυτοί ζούνε (υπάρχει σχετικό τους ψήφισμα στη Μοσχόπολη της Β. Ηπείρου το καλοκαίρι του 2010). Επίσης οι Ρουμάνοι ακόμα και τώρα επίσημα με νόμο τους (Βουλή των Ρουμάνων: αρ. 299, 13.11.2009) διεκδικούν ως Ρουμάνους όλους τους λατινόφωνους της Βαλκανικής.
Άρα η ‘λογική’ του παρελθόντος και του 19ου αιώνα πάντοτε υπάρχει. Απλά αλλάζει μορφή και προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα. Η εφαρμογή της αρχής των εθνοτήτων ήταν και είναι μια συνταγή βίας (V. Dedijer στο βιβλίο “The road to Serajevo”, London 1966, σελίδα 73) και τέτοια εξακολουθεί να παραμένει ακόμη και σήμερα, στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Όσον αφορά στο θέμα, ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι η ομιλία του Χούπη Θ.. με θέμα ‘πολιτισμός και πολιτική: η περίπτωση των Βλάχων’ στο, 8ο Συμπόσιο Ιστορίας, Λαογραφίας βλάχικης μουσικής παράδοσης και χορών, Λιβάδι Ολύμπου, Μάιος 2006 (βλ. vlahoi.net) ο οποίος ομιλεί για ‘μονόφθαλμους επαγγελματίες’, ‘εργολάβους γλωσσικών ή άλλων ανθρώπινων δικαιωμάτων’ και ‘σύγχρονους πλασιέ της ‘Μικροκρατίας’ στα Βαλκάνια.
Μήπως δεν έχουμε έξαρση σωβινισμού με το κράτος των Σκοπίων σήμερα;; Μήπως δεν έχουμε σωβινισμό των Αλβανών, των Τούρκων κλπ, οι οποίοι επιθυμούν να φτάσουν μέχρι τον Παγασητικό Κόλπο, τη Θράκη & τα νησιά μας αντίστοιχα;

Κάποιοι - μέσα κι έξω από τον ελλαδικό χώρο - ενοχλούνται από τον προσδιορισμό ‘βλαχόφωνοι Έλληνες’ και λόγω έλλειψης επιχειρημάτων απαντούν με προσωπικές επιθέσεις και μειωτικούς χαρακτηρισμούς. Πιθανόν, για τους δικούς τους λόγους, είναι απογοητευμένοι που, για πάνω από έναν αιώνα συστηματικής προπαγάνδας από ξένα κέντρα ο βλαχόφωνος ελληνισμός - στην συντριπτική του πλειονότητα - τους γύρισε την πλάτη. Αυτό τους πειράζει; Γιατί όμως; Ίσως τα συνειδησιακά τους προβλήματα ή οι ενοχές, τους εμποδίζουν να αντιληφθούν ορισμένα απλά ζητήματα σχετικά με τους αλλόφωνους Έλληνες.

Όπως έχει τονιστεί: 
«Ο ελληνισμός, στην ιστορική του πορεία των 4000 χρόνων, δημιούργησε τεράστιες πολυεθνικές αυτοκρατορίες (πολυεθνικές, αλλά ποτέ πολυ-πολιτισμικές, ο πολιτισμός ήταν ένας, ο ελληνικός), αχανή Βασίλεια, είχε εμπορικές σχέσεις με δεκάδες λαούς και χώρες, αλλά συχνότατα υπέστη και επιδρομές βαρβάρων λαών, κατακτήθηκε πλήρως ή εν μέρει από ξένους στρατούς, ενώ εκτοπίσθηκαν τμήματά του από προαιώνια ελληνικά εδάφη. Αποτέλεσμα όλων αυτών των ιστορικών εξελίξεων ήταν κάποιοι ελληνικοί πληθυσμοί να αλλοφωνήσουν, όπως ορισμένοι μικρασιάτες (τουρκόφωνοι Έλληνες), να λατινοφωνήσουν (βλαχόφωνοι Έλληνες), να σλαβοφωνήσουν (σλαβόφωνοι Έλληνες), να αλβανοφωνήσουν (αρβανιτόφωνοι Έλληνες) ή να ιταλοφωνήσουν (Γρεκάνοι της Magna Grecia).

Άς θυμηθούμε αυτό, το οποίο κάτοικοι της πόλης του Μοναστηρίου (Βιτώλια) τόνιζαν στην επιστολή διαμαρτυρίας που έστειλαν, το 1903, προς τις Μεγάλες Δυνάμεις: 
«...λαλούμεν ελληνιστί, βλαχιστί, αλβανιστί, βουλγαριστί, αλλά ουδέν ήττον εσμέν άπαντες Έλληνες και ουδενί επιτρέπομεν να αμφισβητεί προς ημάς τούτο...».

Πιστεύω ότι τα παραπάνω ξεκαθαρίζουν τα πάντα, όσοι κατάλαβαν, κατάλαβαν και ‘έκαστος εφ’ ω ετάχθη’. 

Κείμενο: Γιάννης Τσιαμήτρος
Πηγή: arive.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.