Γράφει ο Γιάννης Τσιαμήτρος
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ‘Ημερήσια‘ της Βέροιας στις 26-10-2017.
Στο σημερινό σημείωμα παραθέτουμε την ψύχραιμα επιστημονική γνώμη (υπό έκδοση) του Αντώνη Μπουσμπούκη, ομότιμου καθηγητή Γλωσσολογίας του ΑΠΘ για τα βλάχικα / αρμάνικα. Οι απόψεις ειδικών επιστημόνων είναι προφανές ότι έχουν βαρύτητα. Μάλιστα, οι ειδικοί και οι βαθιοί γνώστες της επιστήμης, που διακονούν, ποτέ δεν αποφαίνονται τελεσίδικα ότι η επιστήμη ‘μίλησε’, όπως μερικοί μη ειδικοί το κάνουν. Διότι πάντοτε ο κάθε επιστήμονας ερευνητής-μελετητής έχει τη δυνατότητα, την υποχρέωση, αλλά και το δικαίωμα να προσθέσει νέα στοιχεία, προωθώντας έτσι προς το καλύτερο την επιστήμη του. Περισσότερο μάλιστα δεοντολογικό είναι να εκθέτει τις απόψεις του προς συζήτηση σε επιστημονικά συμπόσια ή συνέδρια μεταξύ άλλων ειδικών για το συγκεκριμένο πεδίο της επιστήμης του. Έτσι ο Α. Μπουσμπούκης μας λέει:
«…Στο χώρο της Βαλκανικής, κατά τους πρώτους αιώνες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που οι κάτοικοί της την έλεγαν Ρωμανία και όχι Βυζάντιο, η λαϊκή λατινική άρχισε την αυτόνομη πορεία της τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Έτσι, ανάμεσα στον 5ο με 7ο αιώνα, σύμφωνα με την Ιστορία της Ρουμάνικης Γλώσσας, δοκίμιο που συνέταξε η Ακαδημία Βουκουρεστίου (1968,15), η ρωμανική ή αλλιώς λαϊκή λατινική περνάει από τη φάση της όψιμης λατινικής στη φάση νεολατινικών ιδιωμάτων.
Πριν, όμως, από την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που συνέβη με την κατάληψη της Ρώμης (476 μ.Χ.) από γερμανικά φύλα, οπότε κόπηκε ο ομφάλιος λώρος της λατινοφωνίας ανάμεσα στην Ιταλία και στα Βαλκάνια, στις δύο απέναντι χερσονήσους ακούγονταν ρωμανικές διάλεκτοι που σχημάτιζαν την απενινο - βαλκανική γλωσσική ομάδα.
Έκτοτε η διαφοροποίηση ήταν αναπόφευκτη ανάμεσα στα ιδιώματα των δύο χερσονήσων και γενικά με τη λατινόφωνη Δύση. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα η νοητή γραμμή La Spezia - Rimini, που χωρίζει γλωσσικά την Κεντρική από τη Βόρεια Ιταλία, εξακολουθεί να ορίζει στα νότιά της το continuum / συνεχές της ρωμανοφωνίας, που εκτείνεται μέχρι τον βαλκανικό χώρο. ‘Έτσι, μιλάμε για νεολατινικά ιδιώματα της δυτικής Ρωμανίας (Β. Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία και Πορτογαλία) και της ανατολικής Ρωμανίας (Κεντρική και Ν. Ιταλία και Βαλκάνια). Γι αυτό, οι ιδιαίτερες ομοιότητες ανάμεσα στα ρωμανικά της Βαλκανικής και της Ιταλίας (νότια της γραμμής La Spezia - Rimini) μας επιτρέπουν την ασφαλή υπόθεση ότι τα νεολατινικά της Βαλκανικής μεταγγίστηκαν από φορείς που διακινούνταν ανάμεσα στο Bari, το Brindesi, και τ’ αντίπερα λιμάνια του Δυρραχίου, της Αυλώνας και της Απολλωνίας, όπου κατέληγαν παρακλάδια της Εγνατίας Οδού. Έτσι, τα ρουμάνικα, έξω από τα όρια της μεσαιωνικής Ρωμανίας (Βυζαντίου), τα ιστρορουμάνικα στη χερσόνησο της Ίστριας, τα μογλενίτικα ανάμεσα από Κιλκίς και Πέλλα και τα αρμάνικα της Πίνδου διαμορφώθηκαν σ’ ένα ευρύ πλαίσιο γεωγραφικού και ιστορικού χώρου, όπου οι αλληλοεπιδράσεις ήταν φυσικό επακόλουθο. Αυτό εξηγεί τόσο την ομοιότητα όσο και τη μεταξύ τους διαφοροποίηση.
Η αρμάνικη δεν είναι -ασφαλώς- κόρη της λατινικής, όπως είναι η πιο πιστή συνέχειά της, η τοσκάνικη / φλωρεντινή διάλεκτος, που αναβαθμίστηκε σε εθνική των Ιταλών γλώσσα, είναι ωστόσο εγγονή της. Εγγονές της λατινικής είναι ακόμα οι άλλες ιταλικές διάλεκτοι, τα ρουμανικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά και τα πορτογαλικά. Εγγονή της λαϊκής λατινικής, η αρμάνικη παραμένει αρκετά πιστή σε φωνητικό, γραμματικό (μορφολογικό) και λιγότερο σε λεξικό επίπεδο, όπου ο λατινογενής πυρήνας της περιτυλίσσεται μ’ ελληνική λεξική επένδυση.
Στο φωνητικό επίπεδο, για παράδειγμα, τα βαλκανικά ρωμανικά ιδιώματα παρουσιάζουν έντονα το φαινόμενο της επικέντρωσης / centralization, δηλ. την πολύ κλειστή προφορά των άτονων φωνηέντων: vâtâmárâ «σκότωσαν» (από το λατιν. victimare «θυσιάζω»). Το ίδιο παρατηρούμε και σε νότια ιταλικά ιδιώματα αλλά εκεί μόνο στο τέλος των λέξεων. Έτσι, με την εμπρόθετη έκφραση (a) Barî «στο Μπάρι» ομοηχεί το (la) barâ «στη μπάρα / λίμνη» της αρμάνικης. Στον ίδιο χώρο ακούμε, για παράδειγμα, το «βλαχοπρεπές» lu picuraru, συνώνυμο με το βλάχικο picurarlu «τσοπάνης».
Για τις αρχικές λέξεις από την ελληνική, πρέπει να σημειωθεί ότι οι Αρμάνοι, ζώντες για αιώνες σ’ ελληνόφωνο περιβάλλον, τις άκουγαν παράλληλα να προφέρονται με τη νεοελληνική προφορά, προς την οποία και τελικά τις προσάρμοσαν. Έτσι, πολλές δάνειες λέξεις από το ελληνικό υπόστρωμα αποχρωματίστηκαν ηχητικά και γι αυτό θεωρούνται νεώτερα δάνεια. Ωστόσο, κάποιες ξέφυγαν από τη τάση αυτή και ακούγονται «αρχαιοπρεπώς»: ciumâ «φούντα μαλλιών», «κορυφή» από το κύμα, sturŭ «στύλος» και στούλος στην Κάλυμνο, njurismâ «μύρισμα» κ.ά. Στις αρχικές λέξεις, που η αρμάνικη προσέλαβε από την ελληνική, σημειώνω εδώ -εντελώς δειγματοληπτικά- μόνο τις ακόλουθες:
- oarâ «προσοχή»: nu lj bâgai oara «δεν του έδωσα προσοχή, δεν τον/το πρόσεξα». Η λέξη αυτή ανάγεται στην ὤρα «προσοχή, ενδιαφέρον, φροντίδα» και όχι στην ὥρα (> oarâ) «εποχή του έτους, ώρα».
- liγuria «το πράγμα» από το ολιγωρία «αμέλεια, περιφρόνηση». Η σημασία «πράγμα» στ’ αρμάνικα προέκυψε από τον φόβο του θαυμασμού για κάτι, που του προκαλεί το μάτιασμα. Το ίδιο ακριβώς προληπτικά λέγεται και tutiputa «βιός, περιουσία, κυρίως σε ζωντανά», καθώς με το τίποτα μειώνεται ο θαυμασμός ή -το πιθανότερο- ο βάσκανος φθόνος. Έτσι, η ολιγωρία / liγurίa εμπεριέχει τη σημασία «αδιαφορία / περιφρόνηση» που αποτρέπουν τη βασκανία.
- kelke «ποτήρι - στους Γραμουστιάνους» από το κύλιξικος «ποτήρι» κλπ.
Στον χώρο του λεξικού, τ’ αρμάνικα, ως γλώσσα ενδοοικογενειακή και μη κρατική, δέχθηκε πολλές δάνειες λέξεις από τα ελληνικά, τα τούρκικα και τις γλώσσες του βαλκανικού περίγυρου. Ωστόσο, το βασικό λεξιλόγιό τους παραμένει λατινικό. Έτσι, ο πρωτογενής τομέας, κτηνοτροφία, και γεωργία, εμπεριέχει σε συντριπτικό βαθμό λατινικούς όρους. Οι κτηνοτροφικοί όροι εξειδικεύτηκαν τόσο πολύ, που πέρασαν και κυριαρχούν σήμερα στο χώρο των ελληνόφωνων κτηνοτρόφων της στεργιανής Ελλάδας. Είναι όροι, που τους λείανε η μακρόχρονη χρήση ως προς τη μορφή και τη σημασία τους και που, ριζωμένοι στο γλωσσικό επαγγελματικό αίσθημα του λαού, δεν δικαιολογούν τον Γιάννη Βλαχογιάννη, ο οποίος διατυπώνει τη λύπη του διότι οι ελληνόφωνοι Σαρακατσάνοι δεν έχουν σχετική ελληνική ορολογία, όπως οι νησιώτες κτηνοτρόφοι, αλλά έχουν βλάχικη.
Τα βλάχικα - αρμάνικα έχουν δική τους (λατινογενή) ορολογία και σε άλλους τομείς, όπως, για παράδειγμα, στη «θρησκευτική ζωή», όπου η χρήση λατινικών όρων μαρτυρεί τον εκχριστιανισμό τους πριν από τον εκχριστιανισμό των Σλαύων. Το ίδιο σημειώνεται και στα σημασιολογικά πεδία, όπως «άνθρωπος», «φυτά», «ζώα», «καιρικά φαινόμενα» και άλλα. Βλ. μελέτη μου Σημασιολογικές μεταβολές απ’τα λατινικά και ιταλικά ιδιώματα, Θεσ/νίκη 2003.
Η βλαχοφωνία βρίσκεται σήμερα σε φθίνουσα πορεία στ’ αστικά κέντρα, όπου μένουν οι περισσότεροι Αρμάνοι. Εδώ περιορίζεται όλο και πιο πολύ στο στόμα ηλικιωμένων, που την παρεμβάλλουν και στην κυρίαρχη πια ελληνοφωνία τους. Σε χωριά μόνιμης εγκατάστασης (Μέτσοβο, Λιβάδι, Κουτσούφλιανη, Καλοχώρι Λάρισας κ.ά.) η νέα γενιά τα ομιλεί ή απλώς τα καταλαβαίνει. Ο μοντέρνος τρόπος ζωής και η απειλούμενη επικράτηση της διεθνούς αγγλικής ως δεύτερης εθνικής γλώσσας σήμερα και ως μόνης αύριο, επισκιάζει όχι μόνο περιφερειακές γλώσσες αλλά κι εθνικές / επίσημες γλώσσες. Κατά τα άλλα, η τάση των ομιλητών να χρησιμοποιούν όλο και λιγότερο γλώσσες έξω από τον κορμό της εθνικής / κρατικής γλώσσας, τουλάχιστον στα Βαλκάνια, εξηγείται από την επιθυμία για αποφυγή έξωθεν διαχωριστικών παρεμβολών….».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.