Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Αδελφοί Μανάκια



Εθνογράφησαν” τα Βαλκάνια.
Οι πρώτες κινηματογραφικές 
λήψεις στην Ελλάδα.

Οι καταγώμενοι εκ Αβδέλλας Γρεβενών αδελφοί Ιωάννης και Μίλτος Μανάκιας,
ως πρωτοπόροι Έλληνες κινηματογραφιστές των Βαλκανίων 
στις αρχές του 20ού αιώνα!

Η οικογένεια Μανάκια, ελληνοβλαχικής καταγωγής, θεωρείται από τις παλιότερες του βλαχόφωνου κτηνοτροφικού χωριού, Αβδέλλα του Νομού Γρεβενών, οικογένεια κτηνοτροφική και εμπορική με ιστορία καταγραμμένη μέχρι και τις αρχές του 19ου αι. Τα δύο αδέλφια, Γιάννης και Μίλτος Μανάκια, τα μοναδικά αγόρια της οικογένειας (τα υπόλοιπα παιδιά ήταν κορίτσια) αποτελούν ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο της ιστορίας του χωριού αυτού, της Ελλάδας γενικότερα αλλά και ευρύτερα των Βαλκανίων.

Το έργο τους υπήρξε πρωτοποριακό και καινοτόμο ως προς τη σύλληψη και εκτέλεσή του για την εποχή τους, ανεκτίμητης αξίας και ιδιαίτερα σημαντικό για τις μετέπειτα επιστημονικές ιστορικές έρευνες. Παρόλ’ αυτά, είναι ακόμα άγνωστοι στο ευρύ κοινό. Υπήρξαν πρόδρομοι της φωτογραφίας και του κινηματογράφου και ταυτόχρονα χρονικογράφοι, με δραστηριότητα περίπου 66 χρόνων. 
Διατρέχοντας την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και των Βαλκανίων στις αρχές του 20ού αι., κατέγραψαν με τις φωτογραφικές και κινηματογραφικές μηχανές τους την αναμφισβήτητα ενδιαφέρουσα «ιστορία» του τόπου και τις συνθήκες που χάθηκαν, και που μέχρι πρόσφατα ήταν άγνωστες στο σύγχρονο Έλληνα ερευνητή, ιστορικό και εθνολόγο. Στάθηκαν με το φακό τους αδιάψευστοι μάρτυρες πολύ σημαντικών γεγονότων, όπως ήταν η επανάσταση των Νεότουρκων, η πτώση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι Βαλκανικοί και οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι, η δολοφονία του μητροπολίτη Αιμιλιανού, η επίσκεψη του Σουλτάνου στη Θεσ/νίκη, η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Μοναστηρίου – Θεσσαλονίκης κ.ά. Δυστυχώς, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και τα παραλειπόμενά του, υπήρξαν καθοριστικά για τη συνέχιση της επαγγελματικής τους πορείας.

Κατά την διάρκεια των δημιουργικών τους χρόνων οι αδελφοί Μανάκια έφτιαξαν ένα αρχείο με περισσότερες από 12.000 φωτογραφίες και 67 ταινίες μικρής διάρκειας συνολικού μήκους 1.500 μέτρων. Το αρχείο αυτό πουλήθηκε σε δύο δόσεις – και μετά από πολλές περιπέτειες – στο «Αρχείο της Μακεδονίας», ένα ίδρυμα της Δημοκρατίας των Σκοπίων, και στη συνέχεια πέρασαν στην ιδιοκτησία του Ιστορικού Αρχείου της Μπιτόλια.Οι ανεκτίμητες αυτές καταγραφές μιας εποχής και κάποιων συνθηκών που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί είχαν μείνει εν πολλοίς άγνωστες στην Ελλάδα μέχρι σχετικά πρόσφατα.

Την πρώτη τους ταινία, τις “Υφάντρες” (1905), τη γύρισαν στη γενέτειρά τους. Ολες τους οι ταινίες (συνολικά 1.500 μέτρα φιλμ) γυρίζονταν εκ του φυσικού. Απαθανάτιζαν τη ζωή των απλών ανθρώπων, αλλά και την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Γι’ αυτό, δικαίως, θεωρούνται από όλες τις ευρωπαϊκές σχολές κινηματογραφίας ως οι πρωτοπόροι του κινηματογραφικού, κυρίως του εθνογραφικού ντοκουμέντου.

Ο Γιάννης Μανάκιας γεννήθηκε στις 18/5/1878. Τελειώνοντας το δημοτικό σχολείο, γράφτηκε στο γυμνάσιο του Μοναστηρίου (Μπίτολα, ΠΓΔΜ) το έτος 1890-91, αγαπώντας από τότε αυτή την πόλη που κατοικούνταν κυρίως από βλαχόφωνους Έλληνες. Έλαβε το απολυτήριο του Λυκείου από εκεί με άριστα. Στη συνέχεια εργάσθηκε ως δάσκαλος στο Ιμέρ, στο Τσιέρνες και στα Γιάννενα, όπου παρέδιδε μαθήματα ζωγραφικής και παράλληλα άνοιξε δικό του φωτογραφικό εργαστήριο, προσλαμβάνοντας και βοηθούς, για το οποίο ταλαιπωρήθηκε πολύ από τους Τούρκους..Διωκόμενος από τα Γιάννενα, μετέφερε το εργαστήριό του το 1906 στο Μοναστήρι, όπου μαζί με τον αδελφό του, Μίλτο αγόρασαν μάλιστα οικόπεδο για να χτιστεί το ατελιέ τους. Η πόλη αυτή ήταν ένα εμπορικό και πνευματικό κέντρο της εποχής, με κατοίκους μουσουλμάνους, χριστιανούς (οι περισσότεροι βλαχόφωνοι) και λίγους εβραίους, έδρα Τούρκου Πασά, πρωτεύουσα βιλαετίου, έδρα του Έλληνα Μητροπολίτη Πελαγονίας, με 11 ελληνικά σχολεία στα τέλη του 19ου αι. Εκεί παραδίδει καλλιγραφία και ζωγραφική στο Γυμνάσιο, παράλληλα με τις φωτογραφικές του δραστηριότητες. 

Το διάστημα 1916-1919 ο Γιαννάκης Μανάκιας ήταν εξόριστος στη Φιλιππούπολη, γιατί μέσα στο φωτογραφείο τους είχαν βρεθεί όπλα και πυρομαχικά και γι’ αυτό είχε κατηγορηθεί ως κατάσκοπος από τους Βούλγαρους. Στο βουλγαρικό Πλόβντιφ λειτούργησε εκείνο το χρονικό διάστημα φωτογραφείο των Μανάκια. Ο Γιαννάκης φωτογράφησε μάλιστα τότε εκεί και το βασιλιά Φερδινάρδο.
Ο Γιαννάκης παντρεύτηκε το 1922 και το 1924 απέκτησε ένα γιο. Δυστυχώς το 1926 πέθανε σε ηλικία μόλις 29 ετών η γυναίκα του, Αναστασία. Μετά την καταστροφή δικής του κινηματογραφικής αίθουσας στο Μοναστήρι από πυρκαγιά το 1939, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου δίδαξε στη Ρουμάνικη Εμπορική Σχολή και εργαζόταν ως φωτογράφος στην παραλία.Μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε γλυκιά φυσιογνωμία, έξυπνος αλλά μοναχικός, με καλλιτεχνικές αγωνίες και θρήσκος. Ο Γιάννης Μανάκιας πέθανε σε ηλικία 76 ετών στη Θεσ/νίκη στις 19/5/1954, συντετριμμένος μετά και από το θάνατο του γιου του Δημήτριου σε ηλικία 22 ετών. Στο τέλος της ζωής του ήταν έρημος και πάμπτωχος.

Ο Μίλτος Μανάκιας γεννήθηκε στην Αβδέλλα το 1881 ή στις 9/9/1882 και επειδή δεν κατάφερε να τελειώσει το γυμνάσιο στα Γιάννενα εργάσθηκε από το 1898 στο φωτογραφικό εργαστήριο του αδελφού του, Γιάννη, εκεί. Από το 1933 ως την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, διαχειριζόταν το εργαστήριο αυτό μόνος του. Πολύ σύντομα αναδείχτηκε σε σπουδαίο δεξιοτέχνη της φωτογραφικής τέχνης, αφήνοντας «ιστορία» στο χώρο της φωτογραφίας και του κινηματογράφου.
Στο εργαστήριο πειραματιζόταν πολλές ώρες στη φωτογράφηση και εμφάνιση των φιλμ. Ήταν τίμιος, πολύ εργατικός, έμπιστος και ανοιχτόκαρδος, σε αντίθεση με τον αδελφό του Γιαννάκη, έπασχε όμως από χρόνιο διαβήτη που τον τυραννούσε.
Η γνώση 8 γλωσσών είναι μία ακόμη απόδειξη της μεγάλης προσωπικότητάς του. Δραστήριος κοινωνικά, υπήρξε μέλος του Ερυθρού Σταυρού, της Γιουγκοσλαβικής Ένωσης, της Κυνηγετικής Ομάδας και της Αερολέσχης, της Ένωσης Συνδικάτων και του Γαλλοσερβικού Συνδέσμου κ.ά.

Παντρεύτηκε μεγάλος το 1936 και δεν απέκτησε παιδιά, υιοθέτησε όμως έναν ανεψιό του από τη Λάρισα, τον Λεωνίδα Δαούκα, ο οποίος μεγάλωσε και ζει στη Γιουγκοσλαβία. Ο Μίλτος Μανάκιας ευτύχησε να δει και το πρόσωπό του σε γραμματόσημο που εκδόθηκε προς τιμήν του. Για τους Γιουγκοσλάβους δε, υπήρξε εθνικός κινηματογραφιστής και παρασημοφορήθηκε από τον στρατάρχη Τίτο. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ταξινομώντας τις χιλιάδες φωτογραφιών και τις δεκάδες ταινιών που δημιούργησαν τα δύο αδέλφια. Ο Μίλτος Μανάκιας ως το τέλος της ζωής του λαχταρούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα, δεν τα κατάφερε όμως. Συνέχισε να δουλεύει στο φωτογραφείο μέχρι τα 78 του. Πέθανε στα Μοναστήρι στις 5/3/1964 σε ηλικία 82 ετών, όπου και θάφτηκε με τιμές που του απέδωσε το γιουγκοσλαβικό καθεστώς του Τίτο, τον οποίο είχε φωτογραφήσει ο ίδιος.

Τα δύο αδέλφια πέθαναν χωρίς να συναντηθούν καθόλου μετά τον πόλεμο!Για τους ανθρώπους αυτούς δεν μπορούσαν οι πόλεις που συνδέθηκαν μαζί τους, να μην τους θυμηθούν και να τους τιμήσουν. Η πόλη των Γρεβενών, τιμώντας τους δύο αυτούς πρωτοπόρους των Βαλκανίων, έδωσε το όνομά τους στο Δημοτικό Κινηματογράφο (Σινέ Μανάκια). Στην πατρίδα τους, την Αβδέλλα Γρεβενών, διοργανώνονται κάθε χρόνο εκδηλώσεις προς τιμήν τους ξεκινούν στις 13 Αυγούστου με χορό στην πλατεία και συνεχίζονται με ομιλίες και έκθεση φωτογραφίας. 


Ιστορική προσέγγιση

Επιχειρήσαμε μια ιστορική προσέγγιση για τους πρωτοπόρους του κινηματογράφου στα Βαλκάνια. Δεν αρκεί όμως μια ιστορική αναφορά για αυτούς. Το 1918 οι Μανάκια επαναδραστηριοποίησαν το φωτογραφικό του εργαστήρι, μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα πνεύματα ήταν πλέον πιο ήρεμα και στην Μπίτολια (Μοναστήρι) δεν υπήρχε κινηματογραφική αίθουσα. Η ιδέα ήταν να προβάλλουν τις ταινίες που οι ίδιοι θα παρήγαγαν.
Αποφάσισαν να κάνουν πρώτα μια θερινή αίθουσα και συγχρόνως να χτίζουν την χειμερινή τους αίθουσα. Στις 26 Αυγούστου 1921 έγιναν τα εγκαίνια και πρόβαλαν την πρώτη ταινία. Έπρεπε όμως να λύσουν και άλλα προβλήματα, γραφειοκρατικά, που, για διάφορους λόγους, καθυστερούσαν την έκδοση της άδειας και, κατά συνέπεια, τη λειτουργία του κινηματογράφου.

Στις 7 Ιουλίου 1921 πήραν την άδεια και νοίκιασαν μια γεννήτρια από το Βλάχο Χρήστο Κίργιο ή Κυρατζή, ο οποίος είχε τυπογραφείο, για να μπορέσουν να λειτουργήσουν τον κινηματογράφο τους. Υπέγραψαν τη συμφωνία στις 9 Αυγούστου 1921 και δανείστηκαν μια μηχανή προβολής από τον Κώστα Τσιόμο, Βλάχος και αυτός, που ήταν ένας από τους κυριότερους διανομείς ταινιών στη Μακεδονία.Ένα χρόνο αργότερα, το 1922, το φθινόπωρο, απέκτησαν τη δική τους αίθουσα που την έκτισαν σε ένα οικόπεδο που το αγόρασαν από το Θεσσαλονικιό Λουκά Βρέττα. Αγόρασαν δικά τους μηχανήματα, συνεταιρίστηκαν με άλλους συμπατριώτες τους, όμως επειδή οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά, το 1927 αποχώρησαν από την επιχείρηση οι άλλοι και έμεινε μόνο σε αυτούς ο κινηματογράφος «Μανάκια». Με αυτό τον τρόπο θεμελίωσαν την επιχείρησή τους. Δυστυχώς η αίθουσά τους καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά, το 1939.Οι ταινίες που γύρισαν, παράλληλα με τις φωτογραφίες, είναι κυρίως εθνολογικού περιεχομένου, σήμερα θα τις ονομάζαμε ντοκιμαντέρ. Όσον αφορά στις φωτογραφίες το περιεχόμενό τους ήταν οικογενειακά ή αυτοβιογραφικά πορτρέτα, πορτρέτα άλλων οικογενειών, βαφτίσια, γάμοι και κηδείες, ζευγάρια και συντροφιές, πορτρέτα επαγγελματικών ενδυμασιών, πολιτικών και στρατιωτικών, δομημένοι χώροι και φύση, κατ’επέκταση οι ταινίες τους είχαν την ίδια θεματολογία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Μανάκια ήταν οι πρώτοι ρεπόρτερ στα Βαλκάνια. Το θέμα τους ήταν οι άνθρωποι και οι δραστηριότητές τους, έτσι οι ταινίες τους είναι ένα καλό εθνολογικό εργαλείο για τους μελετητές αυτής της εποχής. Για παράδειγμα, μια ταινία τους, το 1907, παρουσιάζει τη διδασκαλία μαθητών στην αυλή του σχολείου τους.

Εκεί βλέπουμε ένα είδος σκηνογραφίας, αλλά, πολύ περισσότερο την πείρα των κινηματογραφιστών στην ποιότητα της φωτογραφίας και στην αισθητική του κάδρου.Το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς τους είναι ένα καλό ρεπορτάζ όπου καταγράφονται τα σημαντικότερα γεγονότα της εποχής τους, όπως τις ιδιαίτερες στιγμές της επανάστασης των Νεότουρκων, γενικά γεγονότα που σημάδεψαν τη Βαλκανική χερσόνησο, κυρίως τις εξελίξεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι ταινίες τους ήταν βωβές, φυσικά, συνολικού μήκους 1.500 μέτρων, από τα οποία τα 1.244,40 μέτρα είναι εμφανίσιμα και μπορούμε να τα δούμε, αυτά που εμφανίστηκαν αμέσως, ενώ τα άλλα δεν μπορεί κάποιος να τα εμφανίσει, κυρίως επειδή δεν ξέρουμε τη διαδικασία εμφάνισης και στερέωσης που ακολουθούσαν οι αδελφοί Μανάκια εκείνη την εποχή. Απ’ότι ξέρουμε το 1905 οι Μανάκια αγόρασαν από το Λονδίνο την κινηματογραφική μηχανή λήψεως Bioscop. Κατά συνέπεια εκείνη την εποχή θα ξεκίνησαν τις κινηματογραφικές τους δραστηριότητες.
Ξέρουμε ότι το 1908 φωτογράφησαν και κινηματογράφησαν στρατιωτικές ασκήσεις των Νεότουρκων, υπό την καθοδήγηση του Νιάζι Μπέη. Το 1909 κινηματογράφησαν την επίσκεψη προσωπικοτήτων από τη Ρουμανία που επισκέφθηκαν το Γκόπεσι, το Ρέσεν, την Οχρίδα και το Σμίρντες. Το 1911 όμως έκαναν το πιο ολοκληρωμένο ρεπορτάζ για την επίσκεψη του Σουλτάνου Μεχμέτ Ε΄ Ρεσιάντ, την άφιξή του στη Θεσσαλονίκη, το ταξίδι του και την παραμονή του στην Μπίτολια. Ήταν εύκολο να φωτογραφίζουν και να κινηματογραφούν ακόμη και στις περιοχές όπου υπήρχαν αντάρτες (Νεότουρκοι) επειδή είχαν πολύ καλές σχέσεις με την αυλή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, κατά συνέπεια, ανάλογα χαρτιά και φιρμάνια.

Το αρχείο Μανάκια σήμερα ανήκει στη διαιρεμένη Γιουγκοσλαβία, δηλαδή σε Ταινιοθήκες στις Δημοκρατίες που δημιουργήθηκαν από τη Γιουγκοσλαβία. Είναι, λοιπόν, δύσκολο κανείς να μελετήσει σήμερα το αρχείο τους, σε όλη την έκτασή του.


Πηγή: εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.