Ο πρώτος Βούλγαρος έξαρχος
Ιλαρίων (1800-1884)
|
Η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας
Μετά το Χάττι Χουμαγιούν, το Πατριαρχείο αρχικά κράτησε μια μετριοπαθή πολιτική απέναντι στις ήδη εμφανιζόμενες αντιδράσεις των Βουλγάρων. Το 1858 πραγματοποιήθηκε συνέλευση αντιπροσώπων στο Πατριαρχείο, στην οποία συμμετείχαν και Βούλγαροι. Όμως, οι υπερβολικές αξιώσεις τους για σχεδόν πλήρη αυτονόμηση του βουλγαρικού κλήρου και επέκτασή του στις λεγόμενες μικτές περιοχές, δήλωναν ξεκάθαρα τον εθνοφυλετικό χαρακτήρα τους. Το Πατριαρχείο αντιπρότεινε ένα σχέδιο 15 άρθρων με αρκετές υποχωρήσεις, που έγινε αρχικά δεκτό από τη μετριοπαθή μερίδα των Βουλγάρων αλλά τελικά απορρίφθηκε. Ακολούθησε μια σειρά διαβουλεύσεων που θα καθόριζαν σε ποιες επαρχίες θα τοποθετούνταν βούλγαροι ιερείς, υπο τη σκέπη πάντα του Πατριαρχείου. Το 1867 το ζήτημα φάνηκε πως θα λυθεί μετά τις προτάσεις του Πατριάρχη Γρηγορίου Στ’ για αυτοδιοικούμενη βουλγαρική εκκλησία στις βόρειες περιοχές, που θα είχε όμως πνευματικούς δεσμούς με το Πατριαρχείο[1]. Ομοίως με τα προηγούμενα, το σχέδιο αυτό απορρίφθηκε και η οθωμανική διοίκηση ύστερα από ρωσικές πιέσεις αναγνώρισε με φιρμάνι του 1870 την Αυτοκέφαλη Βουλγαρική Εκκλησία με επικεφαλή έξαρχο. Το φιρμάνι όριζε τη δικαιοδοσία της Εξαρχίας ανάμεσα στην οροσειρά του Αίμου και τον Δούναβη μαζί με την Δοβρουτζά, ενώ επεκτάθηκε αργότερα δυτικά στην ζώνη των Σκοπίων, του Κιουστεντίλ, της Αχρίδας και των Βελεσσών. Από τις παραπάνω περιοχές εξαιρούνταν η παραθαλάσσια περιοχή της Βάρνας, η Φιλιππούπολη, η Στενήμαχος και τα γύρω χωριά τους, όπου ζούσαν ελληνικοί πληθυσμοί[2]. Η Πανορθόδοξη Σύνοδος που συγκλήθηκε το 1872 κήρυξε ως σχισματική την Βουλγαρική Εξαρχία λόγω του καθαρά εθνοτικού χαρακτήρα της και της μη μνημόνευσης του Πατριάρχη κατα τις λειτουργίες, γεγονότα παράτυπα σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση. Έτσι, προκλήθηκε το σχίσμα στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία που εξυπηρετούσε συνάμα τα συμφέροντα των Οθωμανών, καθώς αποφεύχθηκε προς το παρόν η κοινή δράση των χριστιανών εναντίον τους. Επίσης, ο άκρατος εθνοφυλετισμός της Εξαρχίας καθόρισε σε απόλυτο σχεδόν βαθμό την ταύτιση της έννοιας του εξαρχικού με αυτή του Βούλγαρου. Δεν είναι τυχαίο που η ίδρυση της Βουλγάρικης Εκκλησίας αποτελεί την απαρχή του Μακεδονικού Ζητήματος, που θα μετατραπεί σε ένοπλη αντιπαράθεση κατα τις επόμενες δεκαετίες.
Η Συνθήκη του Αγ. Στεφάνου και το Συνέδριο του Βερολίνου
Η υπογραφή της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου μεταξύ
του Σαφβέτ Πασά και του ρώσου πρέσβη στην
Κωνσταντινούπολη Ν. Ιγνατίεφ (Μαρ. 1878)
|
Η ελληνική συμμετοχή στο Συνέδριο του Βερολίνου με προεξάρχοντα τον Θ. Δηλιγιάννη |
~ Φωτο: Τα σύνορα της μεγάλης αυτόνομης Βουλγαρίας που προέβλεπε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878). Στην περιοχή της Καστοριάς το σύνορο οριζόταν με τη γραμμή Κλεισούρα-Άργος Ορεστικό-Πεντάβρυσος-Γράμμος, με το βόρειο τμήμα να προσέρχεται στην αυτόνομη Βουλγαρία και το μικρότερο νότιο να παραμένει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η αντίδραση από την ελληνική πλευρά ήταν έντονη. Υποβλήθησαν πολλά υπομνήματα διαμαρτυρίας που προβλημάτισαν τη Ρωσία[6]. Ακόμη, οι όροι της συνθήκης απορρίφθηκαν από τις δυτικές δυνάμεις, καθώς φοβήθηκαν την μονομερή λύση εις όφελος των Ρώσων. Έτσι, τον Ιούνιο του 1878 συκλήθηκε το Συνέδριο του Βερολίνου, όπου συμμετείχαν εκπρόσωποι από όλα τα εμπλεκόμενα κράτη (δυτικές και κεντρικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, Ρωσία, Τουρκία, βαλκανικά κράτη). Εκεί αποφασίστηκε ο δραστικός περιορισμός των βουλγαρικών εδαφών και η ίδρυση της αυτόνομης Ανατολικής Ρωμυλίας. Για την Ελλάδα προβλεπόταν σε θεωρητική βάση η διευθέτηση της συνορικής γραμμής με την Τουρκία, που έληξε τρία χρόνια αργότερα με την προσάρτηση της Θεσσαλίας.
Η αντίδραση από την ελληνική πλευρά ήταν έντονη. Υποβλήθησαν πολλά υπομνήματα διαμαρτυρίας που προβλημάτισαν τη Ρωσία[6]. Ακόμη, οι όροι της συνθήκης απορρίφθηκαν από τις δυτικές δυνάμεις, καθώς φοβήθηκαν την μονομερή λύση εις όφελος των Ρώσων. Έτσι, τον Ιούνιο του 1878 συκλήθηκε το Συνέδριο του Βερολίνου, όπου συμμετείχαν εκπρόσωποι από όλα τα εμπλεκόμενα κράτη (δυτικές και κεντρικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, Ρωσία, Τουρκία, βαλκανικά κράτη). Εκεί αποφασίστηκε ο δραστικός περιορισμός των βουλγαρικών εδαφών και η ίδρυση της αυτόνομης Ανατολικής Ρωμυλίας. Για την Ελλάδα προβλεπόταν σε θεωρητική βάση η διευθέτηση της συνορικής γραμμής με την Τουρκία, που έληξε τρία χρόνια αργότερα με την προσάρτηση της Θεσσαλίας.
Πρώϊμες ελληνικές δράσεις και η Επανάσταση του 1878
Ο Α. Πηχεών (1836-1913) αποτέλεσε
αναμφισβήτητα την κυρίαρχη μορφή του
Μακεδονικού Αγώνα στην Δυτική Μακεδονία
κατά την πρώϊμη περίοδο μέχρι το 1890
|
Κυριάρχη μορφή για την Καστοριά στην εποχή που εξετάζουμε είναι ο Αναστάσιος Πηχεών (1836-1913), ο οποίος ήταν μοσχοπολίτικης καταγωγής και γεννήθηκε στην Αχρίδα. Μετά τις σπουδές του σε Αχρίδα, Μοναστήρι και Αθήνα (και μετά από μια προσωρινή φυλάκιση κατά την στάση του Ναυπλίου εναντίον του βασιλιά), τοποθετήθηκε το 1862 ως δάσκαλος στην Κλεισούρα[7]. Εκεί, συνδέθηκε με τον βογατσιώτη ιατρό Ιωάννη Αργυρόπουλο (1852-1920), ο οποίος πριν την εγκατάστασή του στην Κλεισούρα είχε σπουδάσει στην Αθήνα και είχε εργαστεί για κάποιο διάστημα στην Κωνσταντινούπολη[8]. Η σύγκρουση των δύο με την φιλορουμάνικη μερίδα της κωμόπολης και τον Α. Μαργαρίτη ήταν αναπόφευκτη. Ακόμη, πολεμήθηκαν ιδιαίτερα από τον προϊστάμενο της Καθολικής Σχολής των Λαζαριστών του Μοναστηρίου Φαβεριάλ, καθώς η ουνίτικη προπαγάνδα ήδη είχε εξαπλωθεί και προσπαθούσε να προσυλητίσει σλαβόφωνους και βλαχόφωνους πληθυσμούς.
Ο Βογατσιώτης ιατρός Ι. Αργυρόπουλος
(1852-1920), που πρωτοστάτησε στους
αγώνες των κλεισουραίων έναντι στη
ρουμανική προπαγάνδα
|
Η κατάσταση στο Ελληνικό Κράτος εκείνη την εποχή χαρακτηριζόταν από πολιτική αστάθεια και ξένες πιέσεις. Τον Ιανούαριο του 1878 επιχειρήθηκε η προώθηση του στρατού στον Δομοκό, εκτός των συνόρων, που όμως ανακλήθηκε αμέσως. Το ίδιο διάστημα ιδρύθηκε στην Αθήνα επιτροπή Μακεδόνων υπό τον Στέφανο Δραγούμη (με καταγωγή από το Βογατσικό) για την οργάνωση επανάστασης στη Μακεδονία. Η προπαρασκευή του αγώνα στη Δυτική Μακεδονία γίνεται έκδηλη μέσα από επιστολές, υπομνήματα και διαμαρτυρίες[11]. Τον Φεβρούριο του 1878 περιοδεύει εδώ ο άγγλος αστυνομικός διευθυντής της Θεσσαλονίκης H. Synge και ανακοινώνει ότι η περιοχή θα περιέλεθει στην αυτόνομη Βουλγαρία ύστερα από την συμφωνία Αγγλίας – Ρωσίας[12]. Η επιτροπή των Μακεδόνων της Αθήνας συγκεντρώνει πυρομαχικά και εθελοντές. Μεταξύ των εθελοντών οι προερχόμενοι από την επαρχία Καστοριάς : Α. Παντολέων, Δ. Γκίκας, Χ. Δάνος, Α. Βούζας, Α. και Μ. Δημητρίου, Α. Οικονόμου, Λ. Αθανασίου, Δ. Μανέλλης, Π. Αθανασίου[13]. Ταυτόχρονα ξεσπά η επανάσταση σε Όλυμπο και Δυτική Μακεδονία. Ο Κ. Δουμπιώτης αποβιβάζεται με 600 εθελοντές στην Πιερία και με τη σύμπραξη του επισκόπου Κίτρους και τοπικών προκρίτων ιδρύουν την Προσωρινή Κυβέρνηση Ολύμπου. Για λίγες ημέρες ελέγχουν την περιοχή από τα Τέμπη ως τον Κολινδρό, αλλά ο τουρκικός στρατός καταστέλει το κίνημα καταστρέφοντας εκ θεμελίων το Λιτόχωρο (4 Μαρτίου 1878)[14]. Οι επαναστάτες καταφεύγουν στην νότια Ελλάδα και υπογράφεται η ανακωχή στο Σμόκοβο Καρδίτσας, με την παρέμβαση της Αγγλίας. Στη Δυτική Μακεδονία ο Ιωσήφ Λιάτης συγκεντρώνει επαναστάτες στο όρος Βούρινο νότια της Σιάτιστας και ανακηρύσεται η ‘’Προσωρινή Κυβέρνησις της εν Μακεδονία Επαρχίας Ελιμείας’’ με πρόεδρο τον Ι. Κοβανδάρο και γραμματέα τον Α. Πηχεών. Στην περιοχή Καστοριάς – Φλώρινας εμφανίζονται οι οπλαρχηγοί Β. Ζούρκας, Στέφος, Ν. Νταλίπης, Ν. Καράτζας, Ν. Μάτσος, Μάλαμος, Ν. Γκίζας, Λ. Ανδρέου και Ν. Κορδίστας, που μάχονται εναντίον των τούρκων Μπέηδων[15]. Οι Τούρκοι και οι Τουρκαλβανοί προέβησαν σε αντίποινα, παρά την αμνηστεία των επαναστατών που είχε δωθεί στο Σμόκοβο. Η επανάσταση στη Δυτική Μακεδονία δεν φαίνεται όμως να είχε το αιματηρό τέλος αυτής του Ολύμπου.
Η σημαία των Δυτικομακεδόνων κατά την
επανάσταση του 1878 στο όρος Βούρινο
|
Πηχεωνικά
Όπως προαναφέρθηκε, στις παραμονές του Ρωσοτουρκικού πολέμου άτακτοι Τουρκαλβανοί της Δίβρας προέβησαν σε εκτεταμένες λεηλατικές επιδρομές που κράτησαν μέχρι το 1882. Παράλληλα, βουλγάρικα αντάρτικα σώματα δρούσαν στις περιοχές των Σερρών, του Μελενίκου, της Δράμας και της Στρώμνιτσας, υποστηριζόμενα από βούλγαρους πράκτορες και τον υπάλληλο του ρωσικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη Μπόσκο. Το 1879 έκαναν την πρώτη εμφάνισή τους στα Κορέστεια, λεηλάτησαν αρκετούς οικισμούς και συλήφθησαν από τους Τούρκους. Κατά την ανάκρισή τους ομολόγησαν πως ανήκαν στα σώματα εθνοφρουράς της Ανατολικής Ρωμυλίας και στάλθηκαν να υπερασπίσουν τις ‘’βουλγάρικες’’ επαρχίες από τα ελληνικά αντάρτικα σώματα[16]. Συνοπτικά, οι ντόπιοι ελληνικοί πληθυσμοί της περιοχής αντιμετώπιζαν εκτός τις παραπάνω επιδρομές, τις σποραδικές τούρκικες αυθαιρεσίες, τις εχθρικές αναφορές των ξένων απεσταλμένων στην Μακεδονία , την εκπαιδευτική προπαγάνδα Βουλγάρων και Ρουμάνων, ακόμη και τις ληστείες ελλήνων κλεφτών. Οι Οθωμανοί κρατούσαν μια μεταβαλλόμενη στάση απέναντι στους εξαρχικούς, άλλοτε εχθρική και άλλοτε ανεκτική ή υποθάλπτουσα, όπως κατά την πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας τον Σεπτέμβριο του 1885.
Η οικία του Α. Πηχεών στην πλατεία του Ντολτσό
στην Καστοριά, όπου διατάχθηκε έρευνα από
τον Κιανή Μπέη. Σήμερα στεγάζει το Μουσείο
Μακεδονικού Αγώνα της πόλης
|
Ο Χαλίλ Ρηφάτ Πασάς (1820-1901)
διετέλεσε Βαλής του Μοναστηρίου
κατά την περίοδο των Πηχεωνικών (1887)
|
πηγές εικόνων:
- αρχείο Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Θεσσαλονίκης
- αρχείο Ιστορικού Λαογραφικού και Φυσικής Ιστορίας Μουσείου Κοζάνης
- S. Tefvik, Devlet-i-Aliye-i Osmaniye ve Yunan muharebesi (τουρκ), Istanbul, 1899
- panoramio.com
- en.wikipedia.org (public domain)
[1] Χ. Παπαστάθης, Η Εκκλησία και ο Μακεδονικός Αγώνας, Συμπόσιο Μακεδονικού Αγώνα (1984), ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1987, σ. 64-66
[2] Ε. Κωφός, Ο Ελληνισμός στην περίοδο 1869-1881, από το τέλος της Κρητικής Επανάστασης στην προσάρτηση της Θεσσαλίας, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1981, σ.
[3] Κ. Βακαλόπουλος, Ο βόρειος ελληνισμός κατά την πρώϊμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1878-1894). Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχεώνα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1983, σ. 75
[4] Ο σημαντικότερος και αυταρχικότερος τοπάρχης της Καστοριάς ήταν ο τουρκαλβανός Σαχίν Μπέης που είχε πάρει το προσωνύμιο ‘’Κοστούρης’’. Διοικησε την πόλη για 50 περίπου χρόνια από τα τέλη της δεκαετίας του 1820 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1870.
[5] Χαρακτηριστική είναι η ίδρυση του Βαλκανικού Κομιτάτου στο Λονδίνο, που στην ουσία προπαγάνδιζε μόνο υπέρ των βουλγαρικών αξιώσεων
[6] Ε. Κωφός, Η Επανάστασις της Μακεδονίας κατά το 1878, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1969, σ. 38
[7] Κ. Βακαλόπουλος, Ο βόρειος ελληνισμός κατά την πρώϊμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1878-1894). Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχεώνα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1983, σ. 354-373
[8] Ν. Σιώκης, Ο μακεδονομάχος ιατρός Ιωάννης Αργυρόπουλος (1852-1920) μέσα από τις σελίδες μιας ανέκδοτης εξιστόρησης του βίου και της εθνικής δράσης του, Συνέδριο Μακεδονικός Αγών. 100 χρόνια από τον θάνατο του Παύλου Μελά (2004), Θεσ/νίκη, 2006, σ. 195, 196
[9] Ε. Κουτσιαύτης, Ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Καστοριάς (1872-1876), Θεσ/νίκη, 2010, σ. 62-72
[10] Ιδρυτικά μέλη του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Καστοριάς ήταν οι: Μητροπολίτης Νικηφόρος, Ι. Σιώμος, Α. Πηχεών, Ν. Δράσκας, Δ. Καραμπίνας, αδελφοί Τζιάττα, Θ. Σκούταρης, Ι. Αϊβάζης, Ι. Ισιδωρίδης και Ι. Παπαμαντζάρης.
[11] Ι. Νοτάρης, Αρχείο Στέφανου Νικ. Δραγούμη. Ανέκδοτα έγγραφα για την Επανάσταση του 1878 στη Μακεδονία, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1966
[12] Ε. Κωφός, Η Επανάστασις της Μακεδονίας κατά το 1878, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1969, σ. 197
[13] Ι. Νοτάρης, Αρχείο Στέφανου Νικ. Δραγούμη. Ανέκδοτα έγγραφα για την Επανάσταση του 1878 στη Μακεδονία, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1966, σ. 57
[14] Ε. Κωφός, Ο Επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος και η Επανάσταση του 1878: τα ανέκδοτα απομνημονεύματά του, περ. Μακεδονικά 20 (1980), ΕΜΣ, Θεσ/νίκη, σ. 193-208
[15] Α. Κωστόπουλος, Η συμβολή της Δυτικής Μακεδονίας εις τους απελευθερωτικούς αγώνας του έθνους, Σύνδεσμος Γραμμάτων και Τεχνών Νομού Κοζάνης, Θεσ/νίκη, 1970, σ. 150, 151
[16] Κ. Βακαλόπουλος, Ο βόρειος ελληνισμός κατά την πρώϊμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1878-1894). Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχεώνα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1983, σ. 79
[17] ο.π, σ. 405, 406
[18] ο.π, σ. 427-429
[19] ο.π, σ. 241-244
[20] ο.π, σ. 308
Πηγή: Ιστορικά Καστοριάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.