Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

Η εμπορική και οικονομική δραστηριότητα του ελληνισμού στο βόρειο τμήμα του δυτικομακεδονικού χώρου


Ελληνικά Κεραμοποιεία Μοναστηρίου: Αφοι Χατζηλία
Το Μοναστήρι υπήρξε η μεγαλύτερη πόλη του βιλαετίου Μοναστηρίου και δεύτερη σε πληθυσμό έπειτα από την Θεσσαλονίκη σε ολόκληρη την Μακεδονία. Η στρατηγική σημασία της θεωρούνταν πολύ μεγάλη εφόσον η γεωγραφική θέση της επέτρεπε στα τουρκικά στρατεύματα να ελέγχουν ολόκληρο τον μακεδονικό και τον νότιο σερβικό χώρο. Το Μοναστήρι ήταν το δεύτερο σε εμπορική σημασία οικονομικό κέντρο της Μακεδονίας μετά την Θεσσαλονίκη. Το ύψος των εμπορικών συναλλαγών που πραγματοποιύνταν στο Μοναστήρι, διατηρήθηκε σε υψηλό επίπεδο σε ολόκληρη την διάρκεια του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα. 

Στα μέσα του 19ου αιώνα μνημονεύονται στο Μοναστήρι 116 Έλληνες έμποροι, οι οποίοι αποκόμιζαν τεράστια κέρδη από την εισαγωγή αγγλικών βιομηχανικών προϊόντων και θεωρούνταν οι κύριοι φορείς του εξωτερικού εμπορίου σε ολόκληρη την Βορειοδυτική Μακεδονία. Η Τεργέστη, το Δυρράχιο και το Βελιγράδι αποτελούσαν σημαντικά οικονομικά κέντρα του αυστριακού εμπορίου, από την παρουσία των οποίων επωφελούνταν κυρίως οι Έλληνες έμποροι του Μοναστηρίου, οι οποίοι διέθεταν εμπορικά καταστήματα στην Βιέννη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Γερμανία, στο Manchester, στην Μασσαλία και σε άλλα ευρωπαϊκά κέντρα. 
Στην Βιέννη έδρευε ο σημαντικός εμπορικός οίκος των αδελφών Νιτσιώτα του Κρουσόβου, ο οποίος έφτασε στα μέσα του 19ου αιώνα στο υψηλότερο πεδίο της οικονομικής δραστηριότητας του. Οι αδελφοί Νιτσιώτα συνήθιζαν κάθε χρόνο να συναντιούνται στο Κρούσοβο, για να μετρήσουν το κεφάλαιο τους, να εκτιμήσουν τα κέρδη και τις ζημιές τους και να υπογράψουν όλοι μαζί νέο συμφωνητικό.

Λεξικό Ελληνικής Γλώσσας με σφραγίδα από
ελληνικό βιβλιοπωλείο του Μοναστηρίου
Οι Έλληνες έμποροι του Μοναστηρίου διέθεταν μεγάλα κεφάλαια και συνεργάζονταν όχι μόνο με την Κωνσταντινούπολη και τα ευρωπαϊκά κέντρα, αλλά και με τις παραδουνάβιες ηγεμονίες και ορισμένες ασιατικές πόλεις. Έντονη χρηματιστηριακή δράση είχαν αναπτύξει και οι Έλληνες και Εβραίοι τραπεζίτες του Μοναστηρίου, οι οποίοι επωφελούνταν άμεσα από τις απότομες χρηματιστηριακές διακυμάνσεις και την οικονομική αστάθεια. Πλουσιότατη υπήρξε η συντεχνιακή οργάνωση του ελληνισμού του Μοναστηρίου. Στα 1856 αναφέρονται 41 χριστιανικές συντεχνίες, 19 τουρκικές και 8 εβραϊκές. Πέρα από τα πολυάριθμα εσνάφια των ειδών διατροφής, ιδιαίτερα ανεπτυγμένες ήταν οι συντεχνίες των υφαντάδων, των πιλοποιών, των μπογιατζήδων, των σελοποιών, υων τσαρουχάδων, των παπλωματάδων, των πεταλωτήδων, των καλαϊτζήδων, των λαναράδων, των τουφεξήδων και πολλών άλλων επαγγελματικών κλάδων. Ωστόσο το σπουδαιότερο εσνάφι της πρωτεύουσας του βιλαετίου Μοναστηρίου (στα μέσα του 19ου αιώνα) όχι μόνο ως προς τον αριθμό των εργαστηρίων του (γύρω στα 186, από τα οποία τα 113 ανήκαν σε χριστιανούς και 73 σε Εβραίους) και του απασχολούμενου εργατικού δυναμικού (περίπου 1000 άτομα), αλλά κυρίως ως προς το μέγεθος και τον κύκλο εργασιών του, ήταν των ραφτάδων, οι οποίοι είχαν αναπτύξει ζωηρότατη εμπορική δράση σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Τουρκία, την Ασία και την Κωνσταντινούπολη. Εξίσου ξακουστά ήταν τα κεντητά του Μοναστηρίου που είχαν ιδιαίτερη ζήτηση σε ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια.

Ελληνικό κατάστημα στο Μοναστήρι. 
Εφημερίδα ΕΡΜΗΣ, 29 Απριλίου 1880. Πηγή: εδώ 
Σοβαρή οικονομική δραστηριότητα είχαν αναπτύξει και οι Έλληνες του Κρουσόβου. Οι περισσότεροι από τους Κρουσοβίτες αποδημούσαν στην Αυστρία, στην Αίγυπτο και στην Ρουμανία, όπου ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο. Στις ονομαστότερες ελληνικές οικογένειες του Κρουσόβου συγκαταλέγονταν εκείνες των Κατσουγιάννη, Σκαλιστήρη, Νιτσιώτα, Κετσέα, Κριάστα, Παπάζογλου, Κράλη, Κόκκου και Βοσνιάκου. 

Αξιόλογη εμπορική ανάπτυξη παρατηρήθηκε και στην Ρέσνα από όπου το ελληνικό στοιχείο ξενιτευόταν κυρίως στην Αμερική και διαδραμάτιζε πολυσήμαντο ρόλο τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. 

Ελληνικά Κεραμοποιεία Μοναστηρίου: Ν. Φίκη
Μεγάλη οικονομική ακμή γνώρισε η Αχρίδα μέχρι τα μέσα του 19ου αι. χάρη στο εμπόριο των γουναρικών. Οι Έλληνες έμποροι της Αχρίδας έφερναν από την Γερμανία, την Ρωσία και την Κωνσταντινούπολη ακατέργαστες γούνες και τις επεξεργάζονταν για να τις εξαγάγουν και πάλι στο εξωτερικό. Ο συνολικός ετήσιος τζίρος του εμπορευματικού τομέα των δερμάτων έφτανε στα μέσα του 19ου αιώνα τα 6 εκατομ. πιάστρα. Το ελληνικό στοιχείο της Αχρίδας διακινούσε μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων και διέθετε υψηλά κεφάλαια. Στα 1853 σχηματίσθηκε ο ελληνικός εμπορικός οίκος των αδελφών Ρόμπη.
Μετά τα μέσα όμως του 19ου αι. ανακόπηκε η οικονομική δράση των Ελλήνων της Αχρίδας απότομα λόγω του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού και οι περισσότεροι υποχρεώθηκαν να ξενιτευθούν στην Γερμανία, την Ιταλία, την Ρωσία και την Ρουμανία. Έπειτα από το 1870 ο ελληνισμός της Αχρίδας συρρικνώθηκε απόλυτα και ελάχιστες ελληνικές οικογένειες απέμειναν πιά στην πόλη. Πάντως τα ίχνη του ελληνισμού στην Αχρίδα ήταν τόσο έντονα ακόμη και στα τέλη του περασμένου αιώνα ώστε αρκετές συνοικίες της πόλης διατηρούσαν τις βυζαντινές ονομασίες τους, όπως Γεροκομείο, Πλινθοκοπείο,Παντάνασσα. 
Στην νοτιοδυτική άκρη της λίμνης της Αχρίδας βρισκόταν η βυζαντινή μονή του Οσίου Ναούμ, η οποία συνέχισε να βρίσκεται σε ελληνικά χέρια μέχρι τους Βαλκανικούς πολέμους. Τελευταίος επίτροπος της μονής του Οσίου Ναούμ διετέλεσε ο αδερφός του Αναστάσιου Πηχεών, Πέτρος Πηχεών, ο οποίος υπήρξε και ο τελευταίος Έλληνας δάσκαλος στην Αχρίδα.

Νεκροταφείο Σκοπίων: Δημήτριος Κομμάτης,
απεβίωσε στα 1900, έμπορος στα Σκόπια εκ
Κρουσόβου Πελαγονίας
Μικρότερα σε οικονομική σπουδαιότητα εμπορικά κέντρα του βορειοδυτικού μακεδονικού χώρου αποτελούσαν η Στρούγγα, η Νιζόπολη, η Μηλόβιστα, το Μεγάροβο και το Τίρνοβο, όπου το ελληνικό στοιχείο διατηρούσε την πληθυσμιακή υπεροχή σε ολόκληρη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας. 

Ανθηρές ελληνικές κοινότητες αναφέρονται κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα στα Σκόπια και στα Βελεσά. Οι ελληνοβλαχικές κοινότητες των Σκοπίων και των Βελεσών που είχαν εγκατασταθεί στις δυο αυτές πόλεις κατά τον 18ο αιώνα, διακρίθηκαν αποκλειστικά στο εμπόριο και δημιούργησαν πολυάριθμους εμπορικούς οίκους. Μάλιστα το ελληνικό στοιχείο των Βελεσών είχε επιδοθεί με ιδιαίτερη επιτυχία στους εμπορευματικούς τομείς του μεταξιού, των ερίων, των γεωργικών, κτηνοτροφικών και των αγγειοπλαστικών ειδών.

Πηγή: Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού - Μακεδονία, Αφοι Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 1990, σελ.326-329.

~ Φωτογραφίες: florinamak.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.