Βεράτι / Berati |
Η καταγωγή του ήταν από το Βεράτιο, την αρχαία Πουλχερούπολη, που ήταν αποικία των Μακεδόνων. Ο πρώην ∆εβρών Άνθιµος ποίµανε την επαρχία από τις 7 Οκτωβρίου του 1876 ως τον Απρίλιο του 1880, όποτε και παραιτήθηκε οικειοθελώς.
Στις 27-8-1877 ο ιατρός Βασίλειος Πατρίκιος από το Αργυρόκαστρο ανέφερε στον Γ. Βασιλείου, σχετικά µε τον µητροπολίτη Άνθιµο ότι καταπρόδιδε και συκοφαντούσε εντίµους πολίτες, έσπερνε το φόβο παντού, επιτίθετο µετά κυνικής αναίδειας κατά των εχθρών, υποδαύλιζε τα µίση καθιστώντας τη θέση εντίµων οικογενειαρχών δυσχερή και παρεµπόδιζε τους άνδρες εκείνους που µπορούσαν να εξυπηρετήσουν τα συµφέροντα του Ελληνισµού, γι’αυτό ήταν απόλυτη ανάγκη να µετατεθεί από εδώ, αντί κάθε θυσίας. Για την αντίδραση αυτή του µητροπολίτη µετέβηκαν στο Αργυρόκαστρο, στις αρχές Σεπτεµβρίου του 1877, ως έξαρχοι ο µητρ. Κορυτσάς ∆ωρόθεος και ο επίσκοπος Βελλάς Βασίλειος, για να ανακρίνουν τον µητροπολίτη ∆ρυϊνουπόλεως. Κατά τις ανακρίσεις δεν τηρήθηκε κανένας τύπος, και οι περισσότεροι είχαν λόγους να αµφιβάλουν περί της ευθυδικίας ιδίως του Βελλά.
Στις µέρες του ξέσπασε η άτυχη επανάσταση του Λυκουρσίου (1878), κατά την οποία ο ίδιος βρέθηκε κοντά στους χριστιανούς της περιοχής αυτής. Ο Άνθιµος διαµαρτυρήθηκε έντονα προς το Πατριαρχείο για τις µεγάλες καταστροφές που είχαν υποστεί οι κάτοικοι της επαρχίας ∆ελβίνου, από τους ατάκτους. Η Πύλη έπειτα από σχετικό διάβηµα του Πατριαρχείου, διέταξε τον βαλή των Ιωαννίνων να διενεργήσει έρευνα σχετικά µε τη χορήγηση αποζηµιώσεως, αλλά αυτός επέρριψε τις ευθύνες των καταστροφών στους Έλληνες επαναστάτες του 1878.
Τον Οκτώβριο του 1879 ο Άνθιµος, ευρισκόµενος στην Κων/πολη, εξαπέλυσε εγκύκλιο προς τους χριστιανούς της επαρχίας ∆ρυϊνουπόλεως για την αντιµετώπιση της προπαγάνδας που ξεκίνησε ο Αλβανικός Σύνδεσµος που είχε έδρα αρχικά στο Βουκουρέστι µετά στην Πρισρένη, στην Κων/πόλη και σε άλλες αναπτυγµένες χώρες της Ευρώπης. Αργότερα ήρθε αντιµέτωπος µε τον πανίσχυρο Αλβανικό Σύνδεσµο, οπότε και υπέστη αρκετές ταλαιπωρίες από την περιπέτεια αυτή[1].
Ποιμαντορική εγκύκλιος του Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Ανθίμου Γκέτζη για την καταδίκη του Αλβανικού κομιτάτου (9 Σεπτεμβρίου 1879):
Ανατολικός Αστήρ Κωνσταντινουπόλεως, αρ. φ. 110, 9 Νοεμβρίου 1879[2].
Το 1894 επισημαίνεται αναζωπύρωση στο θέμα της εκλογής Ρουμάνου επισκόπου για τους βλαχόφωνους της Τουρκίας. Ο συντηρητικός Ρουμάνος υπουργός Εξωτερικών Al. Lahovari* βιαζόταν να πετύχει, σύμφωνα με τις ρουμανικές πηγές, ένα αποτέλεσμα για προεκλογικούς λόγους.
Οι Κουτσόβλαχοι αντιπρόσωποι είχαν προβάλει την υποψηφιότητα του I. Gheorgiade - Murnu, την οποία όμως ο Απ. Μαργαρίτης [πρωτεργάτης της ρουμανικής προπαγάνδας] απέκρουσε, με το πρόσχημα ότι ο υποψήφιος ήταν έγγαμος και έπρεπε να διαζευχθεί για να θέσει υποψηφιότητα, στην πραγματικότητα όμως γιατί υποστηριζόταν από τους καθηγητές του γυμνασίου Μοναστηρίου, με τους οποίους ο Μαργαρίτης είχε έρθει σε διάσταση. Ο Lahovari απείλησε το Μαργαρίτη με απόλυση αν δεν έβρισκε υποψήφιο. Τελικά, προτάθηκε ως υποψήφιος ο πρώην μητροπολίτης Αχριδών και Πρεσπών Άνθιμος Γκέτσης, ο Antim, όπως τον έλεγαν οι Ρουμάνοι. Ο Ρουμάνος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη M. Mitilineu βιάστηκε να κοινολογήσει τη συμφωνία για την επιλογή του Ανθίμου και ζήτησε τη γνώμη των κουτσοβλαχικών κοινοτήτων, που δεν βρέθηκαν όλες σύμφωνες με την απόφαση. Δεν συμφωνούσε με την εκλογή ακόμα και η συντηρητική κυβέρνηση του Βουκουρεστίου. Θα περνούσαν δυο χρόνια ακόμη για να μπορέσει ο Άνθιμος να τύχει γενικής αναγνώρισης από μέρους όλων των παραγόντων.
Η προβολή του Ανθίμου Γκέτση ως υποψηφίου Εξάρχου των Ρουμάνων συνδέεται άμεσα με τις δραστηριότητες της ρουμανικής προπαγάνδας στη σημερινή Νότια Αλβανία.
Το 1896 στάθηκε χρονιά σημαντικών εξελίξεων για την προπαγάνδα. Το σπουδαιότερο γεγονός, με το οποίο συνδέονται οι εξελίξεις αυτές, ήταν η ανακήρυξη του μητροπολίτη πρώην Μεσημβρίας Ανθίμου Γκέτση ως Εξάρχου των Ρουμάνων και η προσπάθεια για την αναγνώριση του από την Πύλη και το Πατριαρχείο.
Ο Άνθιμος ήταν Κουτσόβλαχος από το Βεράτι (είχε γεννηθεί στη συνοικία Περόη). Εκεί κατοικούσαν ακόμη ο αδελφός του και στενοί συγγενείς του, όπως ο Πέτρος Λάβδας, όργανα της προπαγάνδας, κυρίως από την εποχή που άρχισε να συζητείται η υποψηφιότητα του Ανθίμου. Την υποψηφιότητα του Ανθίμου υποστήριξε κι ο επικεφαλής της προπαγάνδας στο Βεράτι Χ. Γοτζαμάνος, πρώην ελληνοδάσκαλος που με αδρές επιχορηγήσεις αναδείχθηκε σε επιφανές στέλεχος της προπαγάνδας με πολύπλευρη δράση.
Υποψήφιος έξαρχος των Κουτσοβλάχων ήταν κι ο μητροπολίτης Δυρραχίου Βησσαρίων (1867-1899), με πολύ ισχυρότερη επιρροή στους κύκλους των Πατριαρχείων και την τουρκική κυβέρνηση, απ' ότι ο Άνθιμος. Είχαν γίνει ήδη συνεννοήσεις ανάμεσα στη προπαγάνδα και τον Βησσαρίωνα, που δεν κατέληξαν σε θετικό αποτέλεσμα, άγνωστο για ποιούς λόγους. Η φιλορουμανίζουσα στάση του Βησσαρίωνα και οι συνεννοήσεις του με την ρουμανική προπαγάνδα έγιναν γνωστά τόσο στο Πατριαρχείο, όσο και στην ελληνική κυβέρνηση. Γι' αυτό ανατέθηκε σε μητροπολίτες (Κορυτσάς, Μοναστηρίου, Καστοριάς) και σε προξένους να παρακολουθούν τις κινήσεις του. Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών είχε πειστεί για τις προθέσεις του Βησσαρίωνα, ανάλογη περίπου γνώμη είχαν σχηματίσει και οι αναφερθέντες μητροπολίτες. Η επίπλαστη έκρηξη αγανάκτησης του Βησσαρίωνα, όταν πληροφορήθηκε την ανακήρυξη του Ανθίμου ως Εξάρχου, δεν άμβλυνε την εντύπωση που είχε δημιουργηθεί. Εξηγείται ως προσπάθεια να λησμονηθούν και παραγραφούν οι δικές του ενέργειες που κατέτειναν στον ίδιο σκοπό και να σχηματιστεί η γνώμη, ότι ο ίδιος αντιπροσώπευε έναν από τους σθεναρούς πρόμαχους της ορθοδοξίας και του Ελληνισμού.
Κατά τις ρουμανικές πηγές, το καλοκαίρι του 1896 ο Sturdza, προσπάθησε να εξασφαλίσει την υποστήριξη της Αυστρίας, υποδεικνύοντας το ρωσικό κίνδυνο για να πετύχει παραχωρήσεις υπέρ των Κουτσοβλάχων από την Πύλη, η σπουδαιότερη από τις οποίες πρέπει να ήταν η αναγνώριση του Ρουμάνου Εξάρχου.
Το 1897 συνεχίστηκαν έντονες οι ενέργειες της προπαγάνδας για αναγνώριση του Ανθίμου, αλλά και εξίσου έντονες ήταν και οι αντιδράσεις του Πατριαρχείου και της Ελλάδας για να την αποτρέψουν.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, η συμπαράσταση της Αυστρίας στις δραστηριότητες της προπαγάνδας, οι οποίες αποσκοπούσαν να διαφοροποιήσουν το κουτσοβλαχικό στοιχείο από τον Ελληνισμό (εκκλησία, εκπαίδευση, κοινότητες), ήταν δεδομένη για την ελληνική πλευρά. Την ίδια γνώμη είχαν κι άλλες εκπροσωπήσεις ευρωπαϊκών κρατών στο Μακεδονικό και Ηπειρωτικό χώρο, όπως π.χ το γαλλικό υποπροξενείο Ιωαννίνων. Οι ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχοι, με την παρακίνηση της Αυστρίας, η οποία τους υποστήριζε και μυστικά τους καθοδηγούσε, άρχισαν να γίνονται εχθροί των Ελλήνων και ν' αποσπώνται πλήρως απ' αυτούς[3]. Και ο πρεσβευτής της Ρουμανίας στην Κωνσταντινούπολη Ollanesco έγραφε σε αναφορά του (1.11.1881): «Ο γενικός πρόξενος της Αυστροουγγαρίας στα Ιωάννινα είναι ο πιο ορμητικός αντάρτης (partisan) της αφυπνίσεως του ρουμανισμού στην Ήπειρο και στη Μακεδονία. Η Αυστρία κολακεύει, όπως πάντοτε έχει κολακεύσει αυτόν που θέλει να αφανίσει»[4].
Ο μητροπολίτης Άνθιμος Γκέτζης «αποσκίρτησε φανερά από τον ελληνισμό και την ορθοδοξία και έγινε τυφλό όργανο της Ρουμανικής ανθελληνικής προπαγάνδας. Έγινε αρχιερέας των Ρουμάνων και ανέλαβε τη Ρουμανική Εξαρχία στην Κωνσταντινούπολη με μισθό 40 χρυσά εικοσόφραγκα το μήνα. Οι Ρουμάνοι του πρόσφεραν όλες τις ανέσεις (του παραχώρησαν ακόμα και πολυτελέστατη οικία), αλλά γνωρίζοντας τον άστατο χαρακτήρα του, έβαλαν φρουρούς να τον παρακολουθούν μη τυχον ξαναρχίσει συνεννοήσεις και επαφές με το Ελληνορθόδοξο στοιχείο. Για να δικαιολογήσουν την παρουσία των φρουρών προφασίστηκαν ότι το κάνουν για την ασφάλεια του. Η παρακολούθηση όμως ήταν τόσο οφθαλμοφανής και προκλητική, ώστε έκανε τον Άνθιμο να αγανακτήσει και να καταληφθεί από τύψεις και από αισθήματα ενοχής και μεταμέλειας. Πικρά μετανοιωμένος πήγε στο Πατριαρχείο και ζήτησε γονατιστός συγχώρηση από τον Πατριάρχη. Ο Πατριάρχης του έδωσε άφεση αμαρτιών και του πρόσφερε αρκετή οικονομική ενίσχυση για να μπορεί να ζήσει με αξιοπρέπεια. Οι τύψεις όμως τον κατέτρωγαν και το Σεπτέμβριο του 1904 πέθανε περιφρονημένος από κάθε πλευρά»[5].
Πηγές
[1] Ευτυχία Αθ. Παππά, Η επαρχία Δρυϊνουπόλεως της Β. Ηπείρου κατά τη νεώτερη περίοδο (Τουρκοκρατία, 20ος αι.), Διαδακτορική διατριβή, Θεσ/νίκη 2009, σελ. 77-78, βλ. εδώ.
[2] Αθηνά Αντ. Κολτσίδα, Η εκπαίδευση στη Βόρεια Ήπειρο κατά την ύστερη περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Διδακτορική διατριβή (τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ), Θεσ/νίκη 2008, σελ. 460-461, βλ. εδώ.
[3] Ελ. Ι. Νικολαϊδου, Η ρουμανική προπαγάνδα στο βιλαέτι Ιωαννίνων και στα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου, Ιωάννινα 1995. Αποσπάσματα, βλ. εδώ.
[4] Απόστολου Παπαδημητρίου, Το Βατικανό και το Ανατολικό Ζήτημα, βλ. εδώ.
[5] Γρ. Παν. Βέλκος, Η επιστολή Δομενίκου καί Ελλασσώνος . Έκδοση Ιεράς Μητρόπολης Ελασσόνας. Ελασσόνα 1980, 202.
* O Al. Lahovari ανήκει σε ελληνική οικογένεια [νησιωτικής προέλευσης], εκρουμανισμένη. [Πηγή: Αχ. Λαζάρου, Ελληνισμός και Λαοί ΝΑ Ευρώπης, Τόμος Α', σελ. 604]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.