Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Αλβανοί, Αρβανίτες - Βορειοηπειρώτες


Αρβανίτες
Τα σύνορα του Ελληνισμού στο ΒΔ τμήμα της ελληνικής χερσονήσου, τα οποία ταυτίζονται με τον ποταμό Γενούσο ή κατά Στράβωνα με την Εγνατία οδό, η οποία στο μέγιστο μέρος ακολουθεί το ρεύμα του ποταμού, δεν παραβιάζονται εύκολα. Πέρα του Γενούσου υπάρχουν οι Ιλλυριοί, όπως επιβεβαιώνει την πληροφορία του Στράβωνος και η νεώτερη έρευνα με την επιστημοσύνη του ακαδημαϊκού M. Garasanin[51]. Κάτω δε του Γενούσου υπάρχουν τα ηπειρωτικά φύλα, αυτόχθονες Έλληνες, αλλά στα παράλια και Έλληνες από την υπόλοιπη μητροπολιτική Ελλάδα και την απέραντη Διασπορά.
Ο Ελληνισμός του ηπειρωτικού τούτου χώρου δεν συρρικνώνεται ούτε κατά τη ρωμαϊκή αρχαιότητα ούτε και κατά το μεσαίωνα, διότι τόσο η Ρώμη όσο και η Κωνσταντινούπολη, δηλαδή το αρχικά ενιαίο ρωμαϊκό κράτος και έπειτα το ανατολικό, το λεγόμενο Βυζάντιο, λαμβάνουν και ειδικά μέτρα προστασίας[52]. 

Για την ελληνικότητα του χώρου έως τον Γενούσο και των κατοίκων οι μαρτυρίες αφθονούν. Κατά τον Vl. Georgiev[53] η τοπωνυμία είναι πανάρχαιη και αποκλειστικά ελληνική. Κατά τον O. Masson[54] η ανθρωπωνυμία είναι ακραιφνέστατα ελληνική. Ποικίλλεται δε μετέπειτα με ρωμαϊκή[55]. Κατά τους Hammond και Papazoglou τα αρχαιολογικά ευρήματα επιμαρτυρούν την ελληνικότητα από τους μυκηναϊκούς χρόνους[56]. Διαφωτίζουν δε σημαντικά για τις επόμενες περιόδους περιπετειών του Ελληνισμού οι ιστορικές πηγές, Προκόπιος[57], Ι. Λυδός[58], Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος[59] κ.α.

Όταν τον 11ο αιώνα αναφέρονται, λόγω του γεωγραφικού και διοικητικού όρου Άρβανον - Άρβανα, Αλβανοί, δεν σημαίνει ότι οι αυτόχθονες της περιοχής αυτής δεν υπήρχαν ή είχαν εκλείψει[60]. Απλούστατα έως τότε δεν έλαβαν χώρα γεγονότα πλατύτερης απηχήσεως, ώστε να μνημονευτούν, όπως ακριβώς συνέβη με τους Βλάχους, των οποίων η γένεση σημειώνεται τεκμηριωμένα από τον 2ο αιώνα π.χ., η δε πρώτη μνεία γίνεται μόλις το 976 μ.χ.
Αυτόχθονες ελληνικής ή ιλλυρικής καταγωγής, ανάλογα με το συγκεκριμένο μέρος του Αρβάνου ή των Αρβάνων, εντεύθεν ή εκείθεν της Εγνατίας, καθώς και νεόφερτοι Σκυπιτάροι, αποτελούν τους κατόπιν Αλβανούς ή Αρβανίτες. Χρήσιμη δε τελικά, παρά τις αντιρρήσεις του Kole Luka, είναι η παρατήρηση του Stoikov: ''Αναμφισβήτητον είναι ότι η επωνυμία ''Αρβανίται'' είναι τύπος ελληνικός της αρχικής επωνυμίας ''Αλβανοί'', διά της οποίας ήτο γνωστή μερίς των Νορμανδών της Νοτίου Ιταλίας κατά τον 11ον αιώνα''. Σε σημείωση δε αναλύει: ''Διά τούτο, μόλις τεσσαράκοντα έτη αργότερον από της πρώτης εμφανίσεως των Αλβανών εις το προσκήνιον της Ιστορίας, συναντώμεν το μεταβληθέν -συμφώνως προς την ελληνικήν προφοράν του ''λ'' εις ''ρ''- εθνικόν όνομα ''Αρβανίται''. Η κατάληξις ''ίται'' εις την ελληνικήν γλώσσαν σημαίνει τόπον καταγωγής''[62]. 

Μετά την αλλογλωσσία, αυτόβουλη, σκόπιμη, αναγκαστική, τα ονόματα Αλβανός και Αρβανίτης χρησιμοποιούνται αδιάκριτα. Μάλιστα και όλη η Ήπειρος ονομάζεται Αλβανία παρά τη διαχρονική και προφανή ελληνικότητα της, οι δε Ηπειρώτες Αλβανοί. Αποκαλυπτική είναι ανταπόκριση από Κέρκυρα καταχωρισμένη στα Αρχεία της Βενετίας με ημερομηνία 24 Φεβρουαρίου 1606. Ενώ αφορά σε Ηπειρώτη, ο οποίος φέρει και επώνυμο ελληνικό, εν τούτοις αναγράφεται: ''...σήμερα ήλθεν ένας αλβανός ονόματι Σοφιανός...''[63]. Παρόμοια δε χαρακτηρίζονται και Έλληνες εκτός Ηπείρου, όπως ο καπετάνιος Γεωργάκης Ολύμπιος κατά την παρασημοφόρησή του από τον τσάρο της Ρωσίας αποκαλούμενος Αλβανός[64], αν και κατάγεται από το Λιβάδι Ολύμπου.

Η εξαλβάνιση Ελλήνων στις βόρειες περιοχές συντελείται με γοργούς ρυθμούς, όπως υποστηρίζει ο Γάλλος L. Heuzey[65]. Η εκμάθηση άλλως τε της πενιχρής σκυπιταρικής δεν παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες, ενώ συμβάλει στον ουσιαστικό μετριασμό της αγριότητας και απληστίας των φορέων της[66]. Κατά τον Χρίστο Ν. Πέτρου-Μεσογείτη[67] εξαλβάνιση συμβαίνει και στις νέες εγκαταστάσεις των Αρβανιτών, στα νότια της ελληνικής χερσονήσου, Βοιωτία, Αττική, νησιά, Πελοπόννησο, με μεταδότες αλλογλωσσήσαντες Έλληνες σε ακραιφνώς ελληνοφώνους.
Η αλλογλωσσία δεν εμποδίζει κανένα στην αναγνώριση της ελληνικότητας τους. Ο Γάλλος Philippe de Commynes[68] όλους τους Αρβανίτες ''στρατιώτες'', πεζούς και εφίππους, μισθοφόρους της Βενετίας, είτε στρατολογούνται στο Ναύπλιο είτε στο Δυρράχιο, ονομάζει Έλληνες. Συνεπώς εύλογα ο ακαδημαϊκός Αντ. Δ. Κεραμόπουλλος θέτει σε εισαγωγικά το όνομα ''Αλβανοί''[69], αναφερόμενος στην παρουσία τους στην Πελοπόννησο. Επί πλέον οι ίδιοι Αρβανίτες καταφεύγοντας στην Ιταλία σεμνύονται για την ελληνικότητα τους, την οποία και δημοσιοποιούν. Οι Μιχαήλ Μπούας και Αλέξανδρος Μοσχολέων το 1597 στην Ελληνική Εκκλησία της Νεαπόλεως Ιταλίας δεν ικανοποιούνται με την αναγραφή των τίτλων τους, Magistri Cappellani, αλλά προσθέτουν και την εθνική ταυτότητα τους, nationis graecae[70].

Αλβανοί αποκαλούνται ακραιφνέστατοι και γενναιότατοι Έλληνες του ελληνικού βορρά με μοναδικό κριτήριο το πρόσθετο γλωσσικό σκυπιταρικό ιδίωμα, κατάλοιπο των εθνικών περιπετειών και δοκιμασιών των προμαχώνων του Ελληνισμού. 
Έξ άλλου η επιστημονική εξέταση της τοσκικής διαλέκτου, της οποίας κλάδο αποτελούν τα αρβανίτικα, φέρει στο φως ενδιαφέροντα στοιχεία. Κατά το 1854 ο Johann Georg von Hahn διαπιστώνει ότι οι χρήστες της τοσκικής εφαρμόζουν σύνταξη, η οποία ομοιάζει πολύ με την ελληνική. Γι' αυτό περιορίζεται στην επισήμανση των διαφορών, οι οποίες κατά την άποψη του είναι ελάχιστες. Τα συμπεράσματα αφορούν στην έρευνα της τοσκικής διαλέκτου της περιοχής Τεπελενίου[72]. 

Το επόμενο έτος, 1855, ο διδάκτωρ γερμανικού πανεπιστημίου, Ν. Γ. Νικοκλέους, Κορυτσαίος, διακρίνει τους Τόσκηδες από τους Γκέκηδες με βάση την ενδυμασία: ''Καθ' όλου ο των Τόσκων και Γκεκών ιματισμός εστι διαφέρων πολλώ, των μεν λευκόν αυτόν τοξύνολον εχόντων (φουστανέλαν κ.τ.λ), των δε Γκεκών περισκέλια τε στενά και προστερνίδια ερίου, τοις των Ευρωπαίων χωρικών παρεμφερή πως όντα''[73].
Επίσης πρώιμα, το 1877, ο Άγγλος Stanford[74] από τη μελέτη της γλώσσας, των ηθών και εθίμων και του χαρακτήρα των Αλβανών οδηγείται στο συμπέρασμα ότι κατά την αρχική τους καταγωγή ήταν γνήσιοι Έλληνες. Ο λόγος γίνεται για τους ''Αλβανούς'' κάτω του Γενούσου[75].

Τα προηγούμενα επιβεβαιώνονται και από την ανθρωπολογική θεώρηση. Κατά τον Α. Παπαχαρίση, ''δεν είναι ασήμαντος η από των ξανθών, γιγαντοσώμων και γλυκοφθάλμων Γκέκηδων ανθρωπολογική διαφορά των νοτίως του Γενούσου Τόσκηδων, οι οποίοι προς το μελάγχρουν αποκλίνοντες διασώζουν ελληνικά χαρακτηριστικά''[76]. Κατά δε τον ακαδημαϊκό Κεραμόπουλλο ''...είτε ορθόδοξοι χριστιανοί είναι, είτε μωαμεθανοί Τόσκηδες, είναι αδιάγνωστοι απ' αλλήλων έξω της θρησκείας. Το αίμα, ο ανθρωπολογικός τύπος και τα λαογραφικά στοιχεία αντέσχον, η γλώσσα όμως και η θρησκεία ηττήθησαν''[77].

Αλλά, όταν ηττάται η θρησκεία, επέρχεται και αφελλήνιση[78] ή και το χειρότερο διογκώνεται το μίσος κατά των ομογενών και άλλοτε ομοδόξων[79]. Αλλοπιστήσαντες υπαινίσσεται ο Αινιάν γράφοντας για τους οπλοφόρους του Βρυώνη: ''Η δύναμις του Ομέρ Βρυώνη εσύγκειτο από Αλβανούς έχοντας την αυτήν ενδυμασίαν, τον αυτόν οπλισμόν και τα αυτά σχεδόν ήθη και έθιμα με τους Έλληνας''[80]. Πόσοι άλλοι θα είχαν ακολουθήσει τον Βρυώνη, αν δεν έφθαναν έως το μαρτύριο ο Νεκτάριος Τέρπος, Μοσχοπολίτης Βορειοηπειρώτης, και ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ηπειρωτικής επίσης καταγωγής[81]. Ο πρώτος, ηγούμενος του μοναστηριού της Αρδενίτσας, κατά τον Γ. Βαλέτα, είναι ''ο δημοχαρέστατος και αγωνιστικότατος εθνοφωτιστής και εθναπόστολος, ο ασυμβίβαστος και αδίσταχτος στηλιτευτής της τυραννίας, που μπορεί να θεωρηθή πρόδρομος και πνευματικός πατέρας του Κοσμά του Αιτωλού, που ήρθε ακριβώς στην ίδια ακριτική περιοχή να ολοκληρώσει το έργο του Τέρπου και να το στεφανώσει με το μαρτύριο του''[82].
Η προσφορά του Τέρπου αποτελεί χριστιανική και εθνική παρακαταθήκη. Αγωνίζεται για την περιστολή της αλλαξοπιστίας ενθαρρύνοντας και υποδεικνύοντας τρόπους αντιστάσεως, με διατύπωση απλοϊκή, ώστε ο λόγος να κατανοείται πλήρως από τους ομοεθνείς και ομοδόξους: ''Πέρνα θάλασσες, βουνά, σύνορα, πήγαινε σε ξένα βασίλεια, αλλά Τούρκος μη γένεσαι''. ''Μη φοβάσθε από εκείνους, όπου σας βλάπτουν το κορμί, διότι την ψυχήν σας δεν δύναται να την ζημιώσουν...''.Παρηγορεί θρησκευτικά αλλά συνάμα αφήνει να διαφαίνεται και το αποτέλεσμα των πόνων, των θυσιών, των αγωνιών και των αγώνων. Είναι ο πρώτος ιεροκήρυκας, ο οποίος διαδηλώνει και την πίστη του στην ελευθερία: Παίρνοντας, τονίζει, το ''σκουτάρι'', ήγουν την στερεάν σας πίστιν, με την οποίαν θέλετε δυνηθή να σβέσετε όλες τες σαϊτες του πονηρού διαβόλου... δράμετε να ιδείτε την παρηγορίαν σας και με θάρρος να γρικάτε την ελευθερίαν σας''. Παράλληλα συμπονεί, συγχωρεί και συντρέχει και τον ολιγόψυχο, που έχει αλλαξοπιστήσει. Τον διαβεβαιώνει πατρικά: ''Και αν εγελάσθης και έγινες Τούρκος, γύρισε, ο αφέντης μας Χριστός σε θέλει και σε συγχωρά...''[83].

Προσφυέστατα ομιλεί για εξισλαμισμένους Έλληνες ο ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών Ν. Τωμαδάκης: '' Αυτοί οι αλβανόφωνοι μωαμεθανοί κατά τους γάμους και τας πανηγύρεις των άδουν ελληνικά άσματα, τα οποία οι εξισλαμισθέντες Έλληνες πρόγονοί των ετραγουδούσαν προ διακοσίων ακόμη ετών. Η ενδυμασία των, η κουρά των, αι κατασκευαί των οικιών των, τα κεντήματα, η βιοτεχνία των, είναι ηπειρωτικά, η μουσική των, ολόκληρος ο λαϊκός των πολιτισμός τους συνάπτει προς την Νότιον Ήπειρον, η κοινωνική των διάρθωσις, ξένη προς τας ''φάρας'' των Αλβανών. Και έπειτα αι εθνολογικάι ενδείξεις, η κατασκευή της κεφαλής, αι στατιστικαί. 
Μέχρι των μέσων του ιη' αι. ο πληθυσμός της Β. Ηπείρου υπήρξεν ορθόδοξος. Τότε αι καταπιέσεις ηνάγκασαν πολλούς να εξισλαμισθούν, αλλ' οι πλείστοι απέμειναν πιστοί εις την θρησκείαν των πατέρων των''[84].

Απίστευτη καταντά η προσήλωση στην Ελλάδα και μετά την αλλαξοπιστία. Ο Rene Puaux καταγράφει εκπληκτικό γεγονός: ''Ανάμεσα στα τηλεγραφήματα, ένα από τα πιό χαρακτηριστικά προέρχεται από το Τεπελένι, κέντρο αρκετά σημαντικό. Είναι υπογεγραμμένο από τέσσερις μουσουλμάνους, το μουφτή, το δήμαρχο και δυο σεϊχηδες φυλάρχους:
''Έχουμε την πληροφορία ότι δεν θα μπορέσετε να επισκεφθήτε την πόλη μας και σας ευχόμαστε, λοιπόν, από εδώ το ''καλώς ήλθατε'' στην πατρίδα μας. Χαιρετίζουμε τον αντιπρόσωπο του γαλλικού λαού και σας παρακαλούμε να καταστήσετε γνωστά τα ειλικρινή μας αισθήματα για την μητέρα-πατρίδα, την Ελλάδα, από την οποία καμία στρατιωτική δύναμη από εκείνες που εργάζονται για την αδικία δεν θα μπορέσεις να μας χωρίσει.''[85].
Όταν οι μουσουλμάνοι αυτοπροαιρέτως θεωρούν την Ελλάδα ως μητέρα-πατρίδα, δοθέντος ότι διατηρούσαν ακόμη εκφάνσεις ελληνικότητας και χριστιανικότητας, ασφαλώς περιττεύει η αναφορά στα αισθήματα των χριστιανιών κάτω του Γενούσου και κατά μήκος αυτού, τον οποίον ο Stadtmuller ονομάζει όριο γλωσσικό και πολιτισμικό των Ελλήνων[86]. Προσφυέστατα και ο Γερμανός γεωγράφος Philippson προσθέτει την πληροφορία: ''Ιδιαίτερον Αλβανικόν αίσθημα δεν υφίσταται παρά τοις Χριστιανοαλβανοίς Ηπειρώταις. Ούτοι θέλουσι να λογίζωνται Έλληνες''[87]. Εκτενέστατα αναφέρεται ο Berard. Ωστόσο αρκούν οι πρώτες γραμμές: ''Η χριστιανική κοινότητα του Ελβασάν είναι το προκεχωρημένο φυλάκιο του ελληνισμού εδώ, στα βόρεια. Όλοι αυτοί οι Αλβανοί... θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες''[88]. Ανάλογα αισθήματα πλημμυρίζουν και τις καρδιές των απανταχού Ελλήνων. Από το αρχιπέλαγος του Αιγαίου, ακριβέστερα δε από τη Χίο, ο Γ. Ιω. Ζολώτας, γνώστης των βαλκανικών θεμάτων, γράφει ήδη το 1872: '' Οι Αλβανοί είναι συμπαγής φυλή και συγγενής τοις Έλλησι και ελληνόφρων...''. Εκδηλώνει ενδιαφέρον για τα ζητήματα ''των φιλτάτων αδελφών ημών και ομοφύλων Αλβανών...''. Διαπιστώνοντας δε τις επιπτώσεις των ξένων παρεμβάσεων υποβάλλει προς το αρμόδιο ελληνικό υπουργείο υπόμνημα με ημερομηνία 21.5.1896 και ενημερώνει: ''...οι αδελφοί Αλβανοί φαίνονται οσημέραι μάλλον ενδίδοντες εις αλλότρια του Ελληνισμού έξωθεν κηρύγματα...''[89].

Ο Berard, σύγχρονος των συμβάντων, παρέχει ακριβείς πληροφορίες από το στόμα των υφισταμένων τις πιέσεις: ''Περνούν και ξαναπερνούν τόσο συχνά από δω οι Γερμανοί στην υπηρεσία της Βουλγαρίας, της Σερβίας, της Ρουμανίας και της Αυστρίας!''. Κατονομάζει δε τον Γερμανό καθηγητή Weigand, για τον οποίο ακόμη και οι ρουμανικές εγκυκλοπαίδειες αναγράφουν ότι αμειβόταν πλουσιοπάροχα από τον κρατικό προϋπολογισμό της Ρουμανίας. Όλοι δε οι πράκτορες χρησιμοποιούσαν όλα τα μέσα, για να γίνουν οι άμοιροι κάτοικοι του Ελβασάν και των άλλων περιοχών αλβανίζοντες, αλβανόφρονες[90]. Ταυτόχρονα διέδιδαν σε όλη την Ευρώπη ότι προπαγάνδα ασκούσε η Ελλάδα. Στην προκλητική και εντελώς αβάσιμη καταγγελία αγανακτούν και οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι. Από τους πρώτους, οι οποίοι αναιρούν τις ψευδολογίες και αποκαθιστούν την αλήθεια, είναι ο Ιταλός Canini: ''Quella supremazia dell' elemento greco non e dovuta alla forza: essa e un naturale portato della superiorita di razza e di civielta, superiorita che esisteva anche nei tempi piu tristi per la nazione ellenica''[91]. Δεν πρόκειται για φιλελληνισμό αλλά για επισημάνσεις υπεύθυνες πνευματικού ανθρώπου. Δεν λείπουν από καμμία χώρα. Δεν είναι άλλως τε ο μόνος Ιταλός, ο οποίος δεν ανέχεται την πλαστογράφηση της πραγματικότητας, απτής και αισθητικής. Δυναμική στάση υπέρ των ελληνικών δικαίων τηρεί ο Ιταλός δημοσιογράφος Magrini, ο οποίος με τις ανταποκρίσεις του κατακεραυνώνει την ιταλική πολιτική ηγεσία για την απόσπαση της Βορείου Ηπείρου από τη μητέρα πατρίδα, την Ελλάδα, και υπομένει καρτερικά παντοειδείς διώξεις, μάλιστα και δικαστικές, υπεραμυνόμενος της αλήθειας και του δικαίου.
Ο Ιταλός δημοσιογράφος με σπάνια ευσυνειδησία ενημερώνει τους αναγνώστες της εφημερίδας του, ''Secolo'' της Ρώμης, τονίζοντας ότι οποιοσδήποτε ξένος επισκέπτης της Βορείου Ηπείρου ''γνωρίζει ποιός είναι και τι επιθυμεί ο λαός, τον οποίον η Ιταλία προτίθεται να θυσιάση επί του βωμού των στρατηγικών θεωριών και επιδιώξεων''[92]. 
Την ελληνικότητα άλλως τε της Βορείου Ηπείρου ομολογούν τόσο ο τότε πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός των Εξωτερικών της Ιταλίας. Ο πρώτος, Ιωάννης Τζιολίττι (1842-1928), ανερυθρίαστα δηλώνει στον Έλληνα πρεσβευτή στη Ρώμη Κακλαμάνο: ''Αναγνωρίζω ότι η Βόρειος ήπειρος είναι Ελληνική, τα δικαιώματα όμως ενός μικρού λαού, όπως της Ελλάδος, δεν είναι δυνατόν να υπερισχύσωσι των συμφερόντων μιας μεγάλης δυνάμεως, όπως της Ιταλίας''[93].

Πηγή: Αχ. Λαζάρου, Ελληνισμός και Λαοί Νοτιοανατολικής (ΝΑ) Ευρώπης, Τόμος Δ', Αθήνα 2010, σελ. 627-640.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.