1. Η Λατινική στην Βαλκανική (Latinum Balcanicum)
Θα προσπαθήσουμε επιγραμματικά, με απλά και λίγα λόγια, να δούμε την εξέλιξη της λαϊκής Λατινικής πρώτα στην Δύση και μετά στη Βαλκανική. Γενικά όλη η προσέγγιση είναι προσαρμοσμένη να γίνει αντιληπτή από τον μέσο αναγνώστη.
Η λαϊκή λατινική ήταν η προφορική γλώσσα όλων των κοινωνικών τάξεων της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δεν ταυτίζεται βέβαια με την κλασική λατινική (γραπτή γλώσσα των Ρωμαίων). Μέχρι περίπου τον 8ο μ.Χ. αιώνα η γλώσσα αυτή δεν έχει πάρει μια συγκεκριμένη μορφή για να χαρακτηριστεί νεολατινική. Αυτή η περίοδος ονομάζεται από τους ειδικούς ‘ρωμανική περίοδος των νεολατινικών γλωσσών’. Από τον 9ο αιώνα στη Δύση έχουμε τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες των νεολατινικών γλωσσών, πράγμα που αποδεικνύει ότι είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται οι νεολατινικές γλώσσες (γαλλική, ισπανική, ιταλική, πορτογαλική κλπ). Άρα, έτσι απλά, έχουμε μια ‘κοινή’ λαϊκή λατινική (ρωμανική) στη Δύση, που εξελίσσεται στη διαμόρφωση των νεολατινικών γλωσσών αυτής (Δύσης).
Το ίδιο πράγμα συμβαίνει παράλληλα και στη Βαλκανική. Η Ρωμανική (λαϊκή ‘κοινή’ λατινική) λοιπόν Βαλκανική εξελίσσεται στη διαμόρφωση των 5 νεολατινικών γλωσσών της (Δαλματική, Δακορουμανική, Ιστρορουμανική, Κουτσοβλαχική και Μεγλενίτικη).
Αυτή την Ρωμανική Βαλκανική ορισμένοι, όμως, γλωσσολόγοι (συνήθως Ρουμάνοι) την ονομάζουν Πρωτορουμανική, Αρχαία Ρουμανική, Κοινή Ρουμανική κ.ά., πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Παίζεται έτσι ένα παιχνίδι (πολιτικό), τέτοιο ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι πρώτα γεννιέται η Ρουμανική και από αυτήν προέρχονται τα Βλάχικα, τα Μεγλενίτικα και τα Ιστρορουμανικά ως διάλεκτοί της. Είναι προφανές ότι αυτό το δόγμα (γένεση των βαλκανικών λατινικών ιδιωμάτων από ένα αρχικό πυρήνα - Δακία) εξυπηρετεί τη διεκδίκηση όλων των λατινοφώνων της Βαλκανικής από τους Ρουμάνους.
Ιστορικά δεν στέκει αυτή η υπόθεση και δεν έχουμε κάποια μαρτυρία. Οι Ρωμαίοι κατέκτησαν τη Βαλκανική και μάλιστα πρώτα κατέκτησαν τον ευρύτερο ελληνικό χώρο, τρεις αιώνες μετά τη Δακία και είναι φυσιολογικό ο γεωγραφικός χώρος όλης της Βαλκανικής να είχε υιοθετήσει λατινοφωνία και όχι μόνο η Δακία!
Άλλωστε, σύγχρονοι Ρουμάνοι γλωσσολόγοι δεν συμφωνούν με τον όρο πρωτορουμανική και υποστηρίζουν ότι η γένεση των ρωμανικών γλωσσών της Βαλκανικής ακολουθεί την παρόμοια με τη Δύση πορεία και οι γλώσσες της είναι αδελφές μεταξύ τους. Ο Ν. Κατσάνης (‘Οι Βλάχοι’, εκδόσεις University Studio Press, Θεσ/νίκη 2010, σελ.100) μάλιστα γράφει χαρακτηριστικά μια - γλωσσολογικού και επιστημονικού ενδιαφέροντος - σημαντική διευκρίνιση Ρουμάνας γλωσσολόγου, που υποστήριξε τον όρο ‘πρωτορουμανική’:
«…Πρόσφατο παράδειγμα είναι η περίπτωση της ελληνορουμάνας γλωσσολόγου, με έργο αναγνωρισμένο στην Ευρώπη, της M. Caragiu - Marioteanu, ελληνοβλαχικής καταγωγής αλλά όχι φιλέλληνος. Εν μέσω αφορήτων πιέσεων είχε την τόλμη να υποστηρίξει ότι το ‘πρωτορουμανική’ είναι definitio nominis και όχι definitio rei που σημαίνει ότι είναι ονοματικός προσδιορισμός, άσχετος με την ουσία του προδιορισμένου. Το definitio rei απαιτεί αντιστοιχία ονόματος και περιεχομένου, γεγονός που για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας παραβιάζεται συχνά. Παράδειγμα πρόσφατο η λεγόμενη «Μακεδονική γλώσσα» ονοματικός προσδιορισμός, άσχετος με την έννοια του όρου που στεγάζει, αφού αφορά ένα σλαβοβουλγαρικό ιδίωμα και ένα πληθυσμό σλαβικής καταγωγής, αλλά προσδιορισμός με ειδικό ιστορικό βάρος που ελπίζουν να ανασύρει από την ανυπαρξία ένα νέο έθνος…».
Η αλήθεια, όπως δείχνουν τα πράγματα, φαίνεται να είναι η εξής: Ερχόμενοι οι Ρωμαίοι ως κατακτητές στη Βαλκανική, επιβάλλουν τη λατινική, εξαφανίζοντας την Ιλλυρική και την Θρακική γλώσσα και συρρικνώνοντας την ελληνική για επτά αιώνες (δεν την εξαφανίζουν). Μετά, όμως, την εισβολή των σλαβικών φυλών (5ος- 6ος αι.), την αντοχή της ελληνικής γλώσσας στο Βυζάντιο, η λατινική συρρικνώνεται και διασώζεται η περιοχή της σημερινής Ρουμανίας, οι Δαλματικές ακτές και μερικές νησίδες της με τους γνωστούς Βλάχους, Ιστρορουμάνους και Με(ο)γλενίτες.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να σημειώσουμε ότι στους πρώτους επτά αιώνες της Ρωμαϊκής κατάκτησης στη Βαλκανική κυριαρχεί η λατινική γλώσσα στο βορρά και η ελληνική στο νότο. Ο διαχωρισμός αυτός βασίστηκε στον Τσεχοσλοβάκο ιστορικό και πολιτικό Jirecek, ισχύει μέχρι σήμερα στην επιστήμη της ιστορίας και γλωσσολογίας και είναι γνωστός ως γραμμή Jirecek (Λισσός Αλβανίας - Σκόπια - Σόφια - εκβολές Δούναβη στη Μαύρη Θάλασσα).
Άρα η λατινική της Βαλκανικής (Latinum Balcanicum) κληροδότησε τη δακορουμανική (=ρουμανική), την αρωμουνική/κουτσοβλαχική, τη μεγλενίτικη, την ιστρορουμανική και τη δαλματική (νεολατινικές γλώσσες και ιδιώματα).
2. Απόψεις διαφόρων ειδικών και ερευνητών
Χωρίς να είμαστε ειδικοί, θα τολμούσαμε να πούμε ότι τα ‘βλάχικα/αρμάνικα’ είναι μια μη ομογενοποιημένη, μη κωδικοποιημένη προφορική γλώσσα με πολλά ιδιώματα. Δεν μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για μια κοινή, επίσημη βλάχικη γλώσσα, όπως έχουμε, για παράδειγμα, την κοινή ελληνική γλώσσα, που οι Έλληνες χρησιμοποιούμε σήμερα. Έχει βέβαια ‘αδελφική’ σχέση με τη ρουμανική, δεν είναι διάλεκτός της και οι δυο γλώσσες αυτές έχουν την ίδια ‘γιαγιά’, την λατινική. Ωστόσο, αυτό, που θεωρούμε σωστό, ασφαλώς και δεν βρίσκεται στη σφαίρα του απόλυτου και είναι προσωπική άποψη.
Για το συγκεκριμένο θέμα, θα παραθέσουμε πληροφορίες των απόψεων, διάφορων επιστημόνων, ερευνητών και επίσημων βλάχικων φορέων, γεγονός που έχει περισσότερο βαρύνουσα σημασία από τη δική μας άποψη.
Στην αρχή θα παραθέσουμε κείμενο (σε αγκύλες), που έγραψε ειδικά για αυτή την εργασία, μετά από παράκλησή μας, ο συγχωριανός μας και ομότιμος καθηγητής γλωσσολογίας του ΑΠΘ, Αντώνης Μπουσμπούκης:
[Τ’ Αρμάνικα. Τα βλάχικα - αρμάνικα καλούνται διαφορετικά από τους κατά τόπους ομιλητές-τους. Έτσι, στο Βλαχολίβαδο του Ολύμπου, το Μέτσοβο, την Κουτσούφλιανη και τ’άλλα χωριά της ορεινής Καλαμπάκας τα λένε vlâheshti, στα χωριά του Ασπροποτάμου/Αχελώου arumneshti και στα χωριά της βορειότερης Πίνδου armâneshti. Οι τύποι αυτοί προέκυψαν ως πληθυντικός των επιθέτων vlâhescu και armânescu, αντίστοιχα, και χρησιμοποιούνται άλλοτε ως ουσιαστικά: li sburăshti armâneshtili? «τα μιλάς τα βλάχικα;» και άλλοτε (συνήθως) ως επίρρημα: sburăshti armâneshti? «μιλάς βλάχικα;».
Στο χώρο της Βαλκανικής, κατά τους πρώτους αιώνες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που οι κάτοικοί της την έλεγαν Ρωμανία και όχι Βυζάντιο, αλλά και Αρμανία, όπως μας πληροφορεί ο ρωσοαμερικάνος βυζαντινολόγος Βασίλιεφ, η λαϊκή λατινική άρχισε την αυτόνομη πορεία της τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Έτσι, ανάμεσα στον 5ο με 7ο αιώνα, σύμφωνα με την Ιστορία της Ρουμάνικης Γλώσσας, δοκίμιο που συνέταξε η Ακαδημία Βουκουρεστίου (1968,15), η ρωμανική ή αλλιώς λαϊκή λατινική περνάει από τη φάση της όψιμης λατινικής στη φάση νεολατινικών ιδιωμάτων.
Πριν, όμως, από την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που συνέβη με την κατάληψη της Ρώμης (476 μ.Χ.) από γερμανικά φύλα, οπότε κόπηκε ο ομφάλιος λώρος της λατινοφωνίας ανάμεσα στην Ιταλία και στα Βαλκάνια, στις δύο απέναντι χερσονήσους ακούγονταν ρωμανικές διάλεκτοι που σχημάτιζαν την απενινο - βαλκανική γλωσσική ομάδα.
Έκτοτε η διαφοροποίηση ήταν αναπόφευκτη ανάμεσα στα ιδιώματα των δύο χερσονήσων και γενικά με τη λατινόφωνη Δύση. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα η νοητή γραμμή La Spezia - Rimini, που χωρίζει γλωσσικά την Κεντρική από τη Βόρεια Ιταλία, εξακολουθεί να ορίζει στα νότιά της το continuum/συνεχές της ρωμανοφωνίας, που εκτείνεται μέχρι τον βαλκανικό χώρο. ‘Έτσι, μιλάμε για νεολατινικά ιδιώματα της δυτικής Ρωμανίας (Β. Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία και Πορτογαλία) και της ανατολικής Ρωμανίας (Κεντρική και Ν. Ιταλία και Βαλκάνια). Γι' αυτό, οι ιδιαίτερες ομοιότητες ανάμεσα στα ρωμανικά της Βαλκανικής και της Ιταλίας (νότια της γραμμής La Spezia - Rimini) μας επιτρέπουν την ασφαλή υπόθεση ότι τα νεολατινικά της Βαλκανικής μεταγγίστηκαν από φορείς που διακινούνταν ανάμεσα στο Bari, το Brindesi, και τ’αντίπερα λιμάνια του Δυρραχίου, της Αυλώνας και της Απολλωνίας, όπου κατέληγαν παρακλάδια της Εγνατίας Οδού. Έτσι, τα ρουμάνικα, έξω από τα όρια της μεσαιωνικής Ρωμανίας (Βυζαντίου), τα ιστρορουμάνικα στη χερσόνησο της Ίστριας, τα μογλενίτικα ανάμεσα από Κιλκίς και Πέλλα και τα αρμάνικα της Πίνδου διαμορφώθηκαν σ’ένα ευρύ πλαίσιο γεωγραφικού και ιστορικού χώρου, όπου οι αλληλοεπιδράσεις ήταν φυσικό επακόλουθο. Αυτό εξηγεί τόσο την ομοιότητα όσο και τη μεταξύ-τους διαφοροποίηση.
Η αρμάνικη δεν είναι - ασφαλώς - κόρη της λατινικής, όπως είναι η πιο πιστή συνέχειά της, η τοσκάνικη/φλωρεντινή διάλεκτος, που αναβαθμίστηκε σε εθνική των Ιταλών γλώσσα, είναι ωστόσο εγγονή της. Εγγονές της λατινικής είναι ακόμα οι άλλες ιταλικές διάλεκτοι, τα ρουμανικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά και τα πορτογαλικά. Εγγονή της λαϊκής λατινικής, η αρμάνικη παραμένει αρκετά πιστή σε φωνητικό, γραμματικό (μορφολογικό) και λιγότερο σε λεξικό επίπεδο, όπου ο λατινογενής πυρήνας της περιτυλίσσεται μ’ελληνική λεξική επένδυση.
Στο φωνητικό επίπεδο, για παράδειγμα, τα βαλκανικά ρωμανικά ιδιώματα παρουσιάζουν έντονα το φαινόμενο της επικέντρωσης/centralization, δηλ. την πολύ κλειστή προφορά των άτονων φωνηέντων: vâtâmárâ «σκότωσαν» (από το λατιν. victimare «θυσιάζω»). Το ίδιο παρατηρούμε και σε νότια ιταλικά ιδιώματα αλλά εκεί μόνο στο τέλος των λέξεων. Έτσι, με την εμπρόθετη έκφραση (a) Barî «στο Μπάρι» ομοηχεί το (la) barâ «στη μπάρα/λίμνη της» αρμάνικης. Στον ίδιο χώρο ακούμε, για παράδειγμα, το «βλαχοπρεπές» lu picuraru, συνώνυμο με το βλάχικο picurarlu «τσοπάνης».
Για τις αρχικές λέξεις από την ελληνική, πρέπει να σημειωθεί ότι οι Αρμάνοι, ζώντες για αιώνες σ’ ελληνόφωνο περιβάλλον, τις άκουγαν παράλληλα να προφέρονται με τη νεοελληνική προφορά, προς την οποία και τελικά τις προσάρμοσαν. Έτσι, πολλές δάνειες λέξεις από το ελληνικό υπόστρωμα αποχρωματίστηκαν ηχητικά και γι' αυτο θεωρούνται νεώτερα δάνεια. Ωστόσο, κάποιες ξέφυγαν από τη τάση αυτή και ακούγονται «αρχαιοπρεπώς»: ciumâ «φούντα μαλλιών», «κορυφή» από το κύμα, sturŭ «στύλος» και στούλος στην Κάλυμνο, njurismâ «μύρισμα» κ.ά. Στις αρχικές λέξεις, που η αρμάνικη προσέλαβε από την ελληνική, σημειώνω εδώ -εντελώς δειγματοληπτικά- μόνο τις ακόλουθες:
- oarâ «προσοχή»: nu lj bâgai oara «δεν του έδωσα προσοχή, δεν τον/το πρόσεξα». Η λέξη αυτή ανάγεται στην ὤρα «προσοχή, ενδιαφέρον, φροντίδα» και όχι στην ὥρα (> oarâ) «εποχή του έτους, ώρα».
- liγuria «το πράγμα» από το ολιγωρία «αμέλεια, περιφρόνηση». Η σημασία «πράγμα» στ’ αρμάνικα προέκυψε από τον φόβο του θαυμασμού για κάτι, που του προκαλεί το μάτιασμα. Το ίδιο ακριβώς προληπτικά λέγεται και tutiputa «βιός, περιουσία, κυρίως σε ζωντανά», καθώς με το τίποτα μειώνεται ο θαυμασμός ή - το πιθανότερο - ο βάσκανος φθόνος. Έτσι, η ολιγωρία/liγurίa εμπεριέχει τη σημασία «αδιαφορία/περιφρόνηση» που αποτρέπουν τη βασκανία.
- kelke «ποτήρι - στους Γραμουστιάνους» από το κύλιξ-ικος «ποτήρι».
Στον χώρο του λεξικού, τ’ αρμάνικα, ως γλώσσα ενδοοικογενειακή και μη κρατική, δέχθηκε πολλές δάνειες λέξεις από τα ελληνικά, τα τούρκικα και τις γλώσσες του βαλκανικού περίγυρου. Ωστόσο, το βασικό λεξιλόγιό τους παραμένει λατινικό. Έτσι, ο πρωτογενής τομέας, κτηνοτροφία, και γεωργία, εμπεριέχει σε συντριπτικό βαθμό λατινικούς όρους. Οι κτηνοτροφικοί όροι εξειδικεύτηκαν τόσο πολύ, που πέρασαν και κυριαρχούν σήμερα στο χώρο των ελληνόφωνων κτηνοτρόφων της στεργιανής Ελλάδας. Είναι όροι, που τους λείανε η μακρόχρονη χρήση ως προς τη μορφή και τη σημασία τους και που, ριζωμένοι στο γλωσσικό επαγγελματικό αίσθημα του λαού, δεν δικαιολογούν τον Γιάννη Βλαχογιάννη, ο οποίος διατυπώνει τη λύπη του διότι οι ελληνόφωνοι Σαρακατσάνοι δεν έχουν σχετική ελληνική ορολογία, όπως οι νησιώτες κτηνοτρόφοι, αλλά έχουν βλάχικη.
Τα βλάχικα - αρμάνικα έχουν δική τους (λατινογενή) ορολογία και σε άλλους τομείς, όπως, για παράδειγμα, στη «θρησκευτική ζωή», όπου η χρήση λατινικών όρων μαρτυρεί τον εκχριστιανισμό τους πριν από τον εκχριστιανισμό των Σλαύων. Το ίδιο σημειώνεται και στα σημασιολογικά πεδία, όπως «άνθρωπος», «φυτά», «ζώα», «καιρικά φαινόμενα» και άλλα. Βλ. μελέτη μου Σημασιολογικές μεταβολές απ’τα λατινικά και ιταλικά ιδιώματα, Θεσ/νίκη 2003.
Η βλαχοφωνία βρίσκεται σήμερα σε φθίνουσα πορεία στ’ αστικά κέντρα, όπου μένουν οι περισσότεροι Αρμάνοι. Εδώ περιορίζεται όλο και πιο πολύ στο στόμα ηλικιωμένων, που την παρεμβάλλουν και στην κυρίαρχη πια ελληνοφωνία τους. Σε χωριά μόνιμης εγκατάστασης (Μέτσοβο, Λιβάδι, Κουτσούφλιανη, Καλοχώρι Λάρισας κ.ά.) η νέα γενιά τα ομιλεί ή απλώς τα καταλαβαίνει. Ο μοντέρνος τρόπος ζωής και η απειλούμενη επικράτηση της διεθνούς αγγλικής ως δεύτερης εθνικής γλώσσας σήμερα και ως μόνης αύριο, επισκιάζει όχι μόνο περιφερειακές γλώσσες αλλά κι εθνικές/επίσημες γλώσσες. Κατά τα άλλα η τάση των ομιλητών να χρησιμοποιούν όλο και λιγότερο γλώσσες έξω από τον κορμό της εθνικής/κρατικής γλώσσας, τουλάχιστον στα Βαλκάνια, εξηγείται από την επιθυμία για αποφυγή έξωθεν διαχωριστικών παρεμβολών.
Η αρμάνικη, γλώσσα που ακουγόταν κατά μήκος της Εγνατίας Οδού (Calea tseá Marea «Μεγάλη Οδός») στους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής εποχής, ως όψιμη λαϊκή λατινική, από το στόμα στρατιωτών, ελληνο-ρωμαίων επιχειρηματιών, των αλλιώς negotiatores, εξακολουθούσε να λαλείται από τους χαντζήδες/πανδοχείς, που σε όλο το μήκος της μέχρι το τέλος της Οθωμανικής κυριαρχίας ήταν κατά κύριο λόγο Βλάχοι - Αρμάνοι. Πάνω στο ατέλειωτο λιθόστρωτό της, οι κιρατζήδες/αγωγιάτες συνέχιζαν τον επαγγελματικό ρόλο των ημιονηγών του βυζαντινού στρατού, καθώς έπιαναν -θαρρείς- τον απόηχο από την πρώτη καταγραφή βλάχικου λόγου με το περιβόητο torna, torna, frate «γέρνει, γέρνει, αδερφέ» (εννοείται το μουλάρι σου) του 6ου μ.Χ. αιώνα.
Στις ημέρες μας τα παραδοσιακά επαγγέλματα, όπως των κιρατζήδων, των βιοτεχνών, των καλλιεργητών της ορεινής γης κ.ά. έχουν φύγει. Έφυγε και η παραδοσιακή λάτρα του σπιτιού. Άλλαξε η ενδυμασία (portulŭ). Άλλαξε και ο τρόπος ζωής σε όλα τα επίπεδα. Μαζί τους ξεχάστηκαν, λόγω αχρηστίας, και οι λέξεις που τα εξέφραζαν. Οι τοπικές διάλεκτοι φτώχυναν, ενώ οι επίσημες γλώσσες εμπλουτίζονται, απλοποιούνται γραμματικά και αποχρωματίζονται ταυτόχρονα με διεθνείς όρους, και όχι μόνο νεολογικούς για καινούργια πράγματα/έννοιες. Τα εντάξει, θέαμα, αντίο ακούγονται συχνά και ως ok, show, bye-bye και πάει λέγοντας…Ο άνεμος της globalization/παγκοσμιοποίησης μαίνεται σαρωτικά και ακατάπαυστα.
Ενδεικτικά, ωστόσο, για την εκτίμηση που είχαν οι Βλάχοι για τη μητρική τους γλώσσα είναι ο παρακάτω διάλογος, που έγινε προπολεμικά ανάμεσα στο ληστή Λεωνίδα Μπαμπάνη και τον δάσκαλο (;) Μίμη Κοντοζίνη στον αυλόγυρο των φυλακών Επταπυργίου (Γεντί Κουλέ). Ο συγκρατούμενος του Μπαμπάνη αγανακτούσε που άκουγε τον Λεωνίδα να μιλάει βλαχιστί με τους βλαχόφωνους της συμμορίας του. Κάποια, λοιπόν, μέρα ξέσπασε και του λέει:
- Γιατί, μωρέ, μιλάτε βλάχικα και όχι ελληνικά;
- Γιατί τα βλάχικα, Κοντοζίνη, είναι ευλογημένα από τον Χριστό. Γιατί όσοι μιλούν βλάχικα δεν προσκύνησαν σε τζαμί, όπως το έκαμαν άλλοι. Και μάθε ότι οι Βλάχοι είμαστε πρώτοι στ’άρματα και ότι κοντά από μας έρχονται οι Ρουμελιώτες. Και συ ρε Κοντοζίνη, που είσαι γραμματιζούμενος και θέλεις να μας γίνεις καπετάνιος, όταν το σκάσουμε από ‘δω, τί όνομα είναι αυτό που έχεις; Πάει σε καπετάνιο να λέγεται Καπετάν Μίμης;
- Και πώς πρέπει να λέγομαι;
- Να λέγεσαι Καπετάν Μήτρος ή Καπετάν Μητρούσhας.
Σημ: Τον παραπάνω διάλογο, καταχωρημένο στην εφημερίδα ΦΩΣ της Θεσ/νίκης, τον απέδωσα κατά προσέγγιση, γιατί προ πολλού έχασα το σχετικό απόκομμα].
Ο καθηγητής γλωσσολογίας του ΑΠΘ Νίκος Α. Κατσάνης στην αρχή του προλόγου του βιβλίου του, που αναφέραμε προηγουμένως (‘Οι Βλάχοι’, σελ. 7) τονίζει:
‘Ακόμη δεν έχει καταγραφή η ιστορία των Βλάχων σχετικά με την προέλευση τους, τη γλώσσα τους και την παράδοσή τους. Μολονότι από τη δεκαετία του ’70 η ενασχόληση των ερευνητών με ζητήματα σχετικά με τους Βλάχους κινείται σε καθαρά επιστημονικά πλαίσια με τη δημοσιοποίηση διδακτορικών διατριβών, οργάνωση επιστημονικών συνεδρίων κλπ, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δεν υπολείπονται πολλά ακόμη για να έχουμε μια σαφή και ολοκληρωμένη εικόνα γι’αυτό το τμήμα του ελληνικού λαού, που πρόσφερε υπηρεσίες στην εθνική, οικονομική και πολιτική αναγέννηση του ελληνισμού’.
Ο Νίκος Α. Κατσάνης, στο ίδιο βιβλίο, γράφει στη σελίδα 93 - 94 τα εξής:
«Τα βλάχικα ή η αρουμανική, όπως καθιερώθηκε στην επίσημη βιβλιογραφία, είναι γλώσσα νεολατινική, αυτόνομη, ισότιμη με τη Ρουμανική, την Ιταλική, την Γαλλική κλπ, που προήλθε από τη λατινική προφορική της βαλκανικής λατινικής (Latinum Balcanicum). Αυτή δεν είναι διάλεκτος της Ρουμανικής, αλλά κόρη της λατινικής, όπως είναι και η ρουμανική, ιταλική, ισπανική κλπ χωρίς κρατική υπόσταση και χωρίς γραπτή παράδοση, όπως τόσες άλλες γλώσσες στον κόσμο και χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εθνολογικά οι Βλάχοι είναι κάτι άλλο, μιας και η γλώσσα δεν αποτελεί απαραίτητο στοιχείο εθνικού προσανατολισμού και μάλιστα στα Βαλκάνια. Π.χ. οι Μεξικανοί, που μιλούν ισπανικά, δεν είναι Ισπανοί, ούτε οι Αφρικανοί, που μιλούν γαλλικά, είναι Γάλλοι».
Παρακάτω (σελ.100 & 101) ο ίδιος καθηγητής γράφει :
«..Το ζήτημα της βλάχικης γλώσσας προκάλεσε πολλά δεινά στους Βλάχους. Αμφιβολίες, κρίσεις συναισθηματικής ισορροπίας, διαβάλματα, και άλλες επιπλοκές που οφείλονταν στην κρατική (εννοεί ελληνική) αβελτηρία και στους διαχειριστές του βλάχικου ζητήματος …» και πιο κάτω «…ευτυχώς ή δυστυχώς στην αβελτηρία και στην άγνοια των «διαχειριστών» των βλάχικων πραγμάτων ήρθε σύμμαχος και συνεργάτης η ρουμανική προπαγάνδα που συνετέλεσε στην πρόωρη παρακμή της βλάχικης γλώσσας και της βλάχικης πορείας. Με τη συνθήκη του Βενιζέλου το 1913, ιδρύθηκαν ρουμανικά σχολεία στη Θεσσαλονίκη, στη Δυτική Μακεδονία και στην Ήπειρο όπου διδάσκονταν η ρουμανική γλώσσα και όχι η βλαχική, με προφανή σκοπό την εξαφάνιση της βλαχικής και τη μετάδοση της ρουμανικής, όπως ακριβώς σήμερα έπραξε και πράττει η Τουρκία με την εξαφάνιση της Πομακικής…».
Στον ‘Πρόλογο’ του βιβλίου ‘Γραμματική της κοινής Κουτσοβλάχικής’, εκδόσεις Αρχείο Κουτσοβλαχικών Μελετών, Θεσ/νίκη 1990, στη σελίδα 9, οι συγγραφείς Κ. Ντίνας και Ν. Κατσάνης γράφουν:
«Η σύνθεση μιας Κουτσοβλαχικής Γραμματικής αντιμετωπίζει πολλά και δισεπίλυτα προβλήματα. Πρώτον γιατί η ελληνική επιστήμη μόλις από τη δεκαετία το ’70 αρχίζει με τρόπο αυστηρά επιστημονικό να ερευνά την κουτσοβλαχική και τις διάφορες ποικιλίες της που ομιλιούνταν στον ελληνικό χώρο και δεύτερον γιατί η παλιότερη βιβλιογραφία, πάντοτε σχεδόν, συνεξέταζε την Κουτσοβλαχική με την Δακορουμανική (=Ρουμανική) και ελάχιστα ενδιαφερόταν για την αυτοτέλεια της πρώτης.
Μια Γραμματική της Κουτσοβλαχικής σήμερα, όπως αναφέρεται παρακάτω, παρουσιάζει περισσότερο επιστημονικό ενδιαφέρον παρά χρηστικό. Στοχεύει στην αποτύπωση της Γραμματικής δομής του δεύτερου γλωσσικού κώδικα ενός εκλεκτού τμήματος του Ελληνισμού, των Βλαχόφωνων Ελλήνων.
Μολονότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται κάποια κίνηση, μέσα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την υποστήριξη των ‘ολιγότερο ομιλούμενων γλωσσών’ έχουμε τη γνώμη ότι η γλωσσική επιστήμη έχει προδικάσει με ακρίβεια την τύχη αυτών των γλωσσών: μοιραία οδηγούνται στην εξαφάνιση του δεύτερου γλωσσικού τους κώδικα αφού, στο μεταξύ, έλειψαν οι αντικειμενικές συνθήκες που το συντηρούσαν όπως π.χ. ιδιαίτερες ασχολίες, κοινωνικές δομές, γεωγραφική απομόνωση κλπ.».
Λίγο πιο κάτω στη σελίδα 11 στην ‘Εισαγωγή’ οι συγγραφείς τονίζουν επίσης μεταξύ άλλων:
«…Η συμβίωση των Βλάχων με τον ελληνικό κόσμο και η προφανής ιστορική και πολιτιστική τους καταγωγή απ’αυτόν, συνετέλεσαν ώστε να μην αισθανθούν την ανάγκη να χρησιμοποιήσουν το επίκτητο γλωσσικό τους όργανο για να εκφράσουν τα πολιτισμικά τους αγαθά αφού αυτά ταυτίζονταν με εκείνα του ελληνόφωνου κόσμου…».
Ο Νίκος Α. Κατσάνης επίσης στην Εισαγωγή (σελ. κβ΄) του βιβλίου ''Οι Νομάδες των Βαλκανίων'' των A. Wace & M. Thompson, εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 1989, γράφει μεταξύ άλλων τα εξής:
«…Έτσι λοιπόν, τα τελευταία χρόνια, από κέντρα σκοτεινά και απροσδιόριστα εξαπολύονται προπαγανδιστικές εκστρατείες με διάφορα έντυπα και κασέτες που αποστέλλονται και στους Κουτσοβλάχους του ελληνικού χώρου με περιεχόμενο υποβαθμισμένο από επιστημονική και γλωσσική άποψη. Πίσω από αυτές τις ενέργειες δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς και στηρίγματα από ‘φιλικές και σύμμαχες’ χώρες, οι οποίες συντηρούν παρόμοιες κινήσεις ως μελλοντικά σημεία ‘πολιτικής τριβής’ για να εκβιάσουν επιθυμητές λύσεις σε διάφορα επίπεδα…».
Ο συγγραφέας Γιώργης Έξαρχος στο βιβλίο του ‘Οι Ελληνόβλαχοι’ τόμος Α΄, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2001, στο κεφάλαιο που το τιτλοφορεί ‘Αρμάνικη: Κρεολή Ελληνολατινική γλώσσα’ (σελ. 144-155) μας λέει ότι η αρμάνικη-βλάχικη αποτελεί έναν αυτοτελή κλάδο της δημώδους λατινικής των Βαλκανίων και όχι παρακλάδι της δακορουμάνικης. Χωρίζεται σε δυο βασικές διαλεκτικές ομάδες (βόρεια και νότια). Ο συγγραφέας επιμένει στο γεγονός ότι δεν έχουν καταγραφεί συστηματικά και επιστημονικά τα γλωσσικά ιδιώματα των βλαχοχωριών και όσα λεξικά της αρμάνικης κυκλοφόρησαν από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι των ημερών μας παρέχουν μικρό ποσοστό του συνολικού εν χρήσει γλωσσικού πλούτου των Αρμάνων, οπότε οι οποιεσδήποτε μελέτες με βάση αυτά τα λεξικά μπορούν να οδηγήσουν σε λάθος εκτιμήσεις και συμπεράσματα. Πιο μπροστά επίσης στη σελίδα 76 του ίδιου βιβλίου ο συγγραφέας ονομάζει τα βλάχικα ‘κρεολή - μεικτή γλώσσα των Αρμάνων- Βλάχων’.
Ο ρωμανιστής - βαλκανολόγος Αχιλλέας Λαζάρου στη διδακτορική του διατριβή με τίτλο ‘Η Αρωμουνική και αι μετά της ελληνικής σχέσεις αυτής - Βλάχοι’, Αθήνα 1976, β΄ έκδοση 1986, στη σελίδα 173, μεταξύ άλλων γράφει χαρακτηριστικά:
«…Ένεκα τούτων οι Ρουμάνοι κυρίως γλωσσολόγοι επί τους ζητήματος τούτου παραμένουν εισέτι χωρισμένοι εις δύο παρατάξεις, εμφανώς ανίσους. Εις τήν μίαν ανήκουν οι A. Graur και I. Coteanu, οι οποίοι δέχονται την Αρωμουνικήν ως γλώσσαν, εις τήν ετέραν οι D. Macrea, R. Todoran, A Rosseti και B. Cazacu, οι οποίοι ομιλούν περί διαλέκτου.
Καθ’ημάς - σύμφωνα με τη γνώμη του - η γένεσις τής Αρωμουνικής προηγείται τών άλλων τριών τής Βαλκανικής Λατινικής (εννοεί ρουμανική, ιστρορουμανική καί μεγλενίτικη), αλλά το περιβάλλον εντός τού οποίου εγεννήθη δέν επέτρεψε τήν διαμόρφωσιν εις ανεξάρτητον γλώσσαν. Διότι οι Αρωμούνοι ομιλούντες καί τήν Ελληνικήν δέν αισθάνθηκαν τήν ανάγκην νά καλλιεργήσουν τήν δημώδη Λατινικήν. Τουναντίον οι Δάκες ενστερνίστηκαν τήν νέαν γλώσσαν ως μοναδικόν εκφραστικόν όργανον καί διέσωσαν προφορικώς μέχρι τού ιστ΄ (16ου) αι., ότε εχρησιμοποίουν αυτήν καί γραπτώς. Όθεν ουδόλως δικαιολογείται καί ο χαρακτηρισμός τής Αρωμουνικής ως διαλέκτου τής Ρουμανικής. Απλούστατα είναι ρωμανικόν ιδίωμα…».
Επίσης ο ίδιος επιστήμονας (σελ. 232-233) γράφει:
«…Πριν ή γίνη λόγος περί των φωνητικών μεταβολών εις την Αρωμουνικήν υπομημνίσκεται ότι η Αρωμουνική δεν είναι ενιαία και δεν έφθασε να δημιουργήση μίαν μορφήν Κοινής, διότι ουδέποτε εκαλλιεργήθη γραπτώς…».
O ιστορικός, ερευνητής και φιλόλογος Δρ. Αντώνης Μιχ. Κολτσίδας στη μελέτη του ‘Η σημερινή κατάσταση της κουτσοβλαχικής γλώσσας στον Ελλαδικό χώρο: (ιστορική, εθνολογική, κοινωνική και γλωσσολογική διάσταση) στο περιοδικό ‘ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ’ της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, τόμος 31, Θεσσαλονίκη, 1998, γράφει στο επίλογο επί λέξη τα παρακάτω:
[1. Η κουτσοβλαχική γλώσσα, ενώ μιλιόταν αδιάλειπτα στο κλειστό κοινωνικό της περιβάλλον μέχρι το 1860, στη συνέχεια άρχισε, εξαιτίας της ρουμανικής προπαγάνδας, να μπαίνει σε δοκιμασία. Μετά τις οικονομικές και δημογραφικές ανακατατάξεις που επήλθαν στα βόρεια τμήματα του ελλαδικού χώρου, στα 1912, και κυρίως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κουτσοβλαχικός πληθυσμός άρχισε να εγκαταλείπει τις πατροπαράδοτες εστίες, καθώς και την αντίστοιχη παράδοσή του. Το αποτέλεσμα ήταν να μετακινείται στα αστικά κέντρα και να σηματοδοτείται μ’ αυτόν τον τρόπο η συρρίκνωση του γλωσσικού του ιδιώματος. Παρ’ όλα αυτά όμως διαχρονικά επέζησε σε ικανοποιητικό βαθμό μέχρι και τη δεκαετία του 1960-1970.
Σήμερα η κουτσοβλαχική γλώσσα δεν μιλιέται πλέον παρά ελάχιστα και η τέλεια εξαφάνισή της είναι ορατή, περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Και αφού βέβαια ο δίγλωσσος κουτσοβλαχικός πληθυσμός χάνει την επίκτητη γλώσσα του και ενσωματώνεται πλήρως στην ελληνοφωνία, χάνει και την προσωνυμία του ως «Κουτσόβλαχοι», αφού η γλώσσα του αποτελούσε το μόνο ειδοποιό στοιχείο που τον χαρακτήριζε. Έτσι, με το τέλος του αιώνα μας κλείνει ένας μακραίωνος κύκλος της κουτσοβλαχικής γλώσσας, καθώς και ο ιστορικός ρόλος των Κουτσοβλάχων, οι οποίοι πρόσφεραν τα πάντα στην ιδέα και το όραμα του ελληνισμού με την ανεκτίμητη εθνική, οικονομική και πολιτισμική τους δραστηριότητα.
2. Οι επιστήμονες και οι μελετητές, γενικά, δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν επιστημονικά στο έπακρο την παρουσία της γλώσσας και του πολιτισμού των Κουτσοβλάχων. Στην ελληνική βιβλιογραφία όμως μπορούμε να πούμε πως έγιναν σημαντικά βήματα -κυρίως μετά το 1970- με τα οποία διασώθηκε σημαντικά η ιστορία του κουτσοβλαχικού γλωσσικού κώδικα και του κουτσοβλαχικού πολιτισμού.
3. Ειδικά όμως για την κουτσοβλαχική γλώσσα και τη λεξικογραφία της ό,τι μελετήθηκε και ό,τι γράφτηκε παρουσιάζει περισσότερο επιστημονικό ενδιαφέρον παρά χρηστικό. Με την έννοια αυτή δεν έχει νόημα να «ανασυσταθεί» η γλώσσα, ίσως ακόμα και να «διδαχτεί», και κάποιες ουτοπικές προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή ικανοποιούν αποκλειστικά προσωπικές φιλοδοξίες και επιδιώξεις παρά επιστημονική αναγκαιότητα.
4. Για την επιστήμη ενδιαφέρον παρουσιάζει η ερμηνεία του κουτσοβλαχικού φαινομένου -αυτή που συντελέστηκε και αυτή που μελλοντικά θα το διευκρινίσει ακόμα περισσότερο. Οφείλει όμως να επαγρυπνεί διαρκώς μπροστά σε οποιαδήποτε προσπάθεια «ενδιαφερόντων» για τις «άτεχνες» γλώσσες (χωρίς γραφή και λογοτεχνία) και τους δίγλωσσους πληθυσμούς.
Τέτοιες προσπάθειες, μέχρι κι αυτή ακόμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρ’ όλες τις αγνές προθέσεις και το επιστημονικό ενδιαφέρον, είναι δυνατό γενικά να δημιουργήσουν προβλήματα -εθνικά, γλωσσικά και κοινωνικά- εκεί που δεν υπάρχουν. Και είναι δυνατό ακόμα να μη συμβάλουν προς την κατεύθυνση της συνεργασίας των λαών και των πολιτισμών τους και σε περιοχές μάλιστα που τόσο έχουν ταλαιπωρηθεί κατά καιρούς τους δυο τελευταίους αιώνες, όπως ο πολύπαθος και υπερευαίσθητος βαλκανικός χώρος.
Τα σχετικά ενδιαφέροντα θα είναι πράγματι επιστημονικά και ωφέλιμα, αν παραμένουν σταθερά στη βάση της επιστήμης και δεν πιέζονται στο βωμό των σκοπιμοτήτων].
Ο γνωστός διαλεκτολόγος και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Γ. Κοντοσόπουλος στο βιβλίο του ‘Γλώσσες και Διάλεκτοι της Ευρώπης’ τόμος Α΄, εκδόσεις ‘Γρηγόρη’, Αθήνα 1998, στις σελίδες (1) 569 και (2) 572 αντίστοιχα γράφει:
(1) «…Η αρωμουνική ή κουτσοβλαχική διάλεκτος
Είναι τά κοινώς λεγόμενα ‘βλάχικα’, το λατινογενές ιδίωμα που μιλούν μερικές χιλιάδες διγλώσσων τώρα πια ατόμων («βλάχικα» και ελληνικά) στην Πίνδο (με κέντρο το Μέτσοβο), στη ΒΔ Θεσσαλία (με κέντρο την Κουτσούφλιανη), στα νότια του Ολύμπου (με κέντρο το χωριό Λιβάδι), σε μερικά χωριά της Πιερίας (π.χ. το Δίον), της Βέροιας και της Φλώρινας, σε ωρισμένες αλβανικές περιοχές μεταξύ Αυλώνα και Δυρραχίου και στα δυτικά της Κορυτσάς με κέντρο τη Μοσχόπολη) καθώς και σε μερικά χωριά δυτικά και βορειοδυτικά από το Μοναστήρι της τέως Γιουγκοσλαβίας. Συνολικά οι ομιληταί της αρωμουνικής σ’όλες τις βαλκανικές χώρες είναι 300 (κατ’ άλλους 600) χιλιάδες άτομα. Τα αρωμουνικά δεν είναι διάλεκτος της ρουμανικής γλώσσας, όπως τα θέλουν μερικοί γλωσσολόγοι και μη, αλλά ένα νεολατινικό ιδίωμα που διαμορφώθηκε στην Πίνδο στα χρόνια της ρωμαιοκρατίας. Μοιάζουν με τη ρουμανική, αφού αυτές οι δυο γλώσσες ανήκουν στη βαλκανο - ρομανική νεολατινική γλωσσική ομάδα, έχουν όμως και σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Η συγγένεια αρωμουνικής και μεγλενίτικης είναι στενή…».
(2) «…Οι Αρωμούνοι ή Κουτσόβλαχοι της Ελλάδος ζώντας μέσα σε ελληνικό περιβάλλον και δίγλωσσοι όντες οι ίδιοι (δηλ. αι ελληνόφωνοι ταυτόχρονα, πλην ελαχίστων υπέργηρων) έχουν επηρεασθή αναπόφευκτα από την ελληνική. Ως βεβαιωτικό μόριο έχουν ανέκαθεν το ελληνικό ‘ναι’ αγνοώντaς το ‘da’ της ρουμανικής που έχει σλαβική προέλευσι. Το αρωμουνικό τους ιδίωμα (που η χρήσις του εξ άλλου περιορίζεται ολοένα και περισσότερο) είναι πια ένα ελληνο - βλαχικό jargon, όπου οι λέξεις πολιτισμού είναι ελληνικές και παραμένουν αρωμουνικά μόνο τα ρήματα (αν και όχι όλα), οι προθέσεις, το επιτασσόμενο άρθρο, ένας αριθμός ουσιαστικών και επιθέτων καθώς και οι αντωνυμίες. Για παράδειγμα αναφέρουμε τις φράσεις:
Σινιτιρισμόλου (=ο Συνεταιρισμός) βα λια (=θα πάρει) δάνειο dι λα τράπεζâ (από την τράπεζα).
Δικηγόρλου βα παράτς (=θέλει παράδες) για τα δικαστικά έξοδα, αντουκίς (=κατάλαβες;).
Β’αdρέμ (=θα κάνουμε) ουνâ (= ένα) υπόμνημα λα (=στο) Yπουργείου, σνίγκα ουν (=κι ακόμα ένα) λα (=στον) Nομάρχουλ…».
Θα κάνουμε επίσης μια αναφορά στον ρουμάνο ακαδημαϊκό καθηγητή του Πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου και τακτικό μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας, τον Τεοντόρ Καπιντάν (1879 - 1953), ο οποίος έζησε στον προηγούμενο αιώνα. Αυτός ασχολήθηκε πάρα πολύ με το θέμα των Βλάχων και ήταν ο κατεξοχήν επιστημονικός εκπρόσωπος της Ρουμάνικης προπαγάνδας (ρουμανική προέλευση των Βλάχων). Είχε μάλιστα εκδόσει τεράστιο έργο με τίτλο οι ‘Μακεδονοαρμάνοι’. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του είχε υποστηρίξει ότι τα βλάχικα είναι διάλεκτος της Ρουμανικής.
Στο Περιοδικό, όμως, ‘Μπαλκάνια’ (Balcania, 7, 1938, 49) στο τέλος της ζωής του, στο κύκνειο του άσμα, ο Καπιντάν, θεωρητικός της ρουμανικής διεκδίκησης των Βαλκανίων Βλάχων, γράφει ότι τα βλάχικα είναι ρωμανικό ιδίωμα. Αυτό όμως δεν το γνωρίζουν πολλοί. Μάλιστα λέει χαρακτηριστικά ότι σε αυτό το ιδίωμα υπάρχουν αρχαία ελληνικά δομικά - συντακτικά στοιχεία, π.χ. ο απλός και τετελεσμένος μέλλων και οι δυνητικές εγκλίσεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Αυτά τα στοιχεία, σύμφωνα τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Σόφιας και ακαδημαϊκό Vl. Georgiev, δεν δανείζονται, όπως οι λέξεις. Είναι μάλιστα σοβαρό τεκμήριο ελληνικότητας η ύπαρξη αυτών των στοιχείων στο ιδίωμα αυτό.
Ο Σταμάτης Μπέης, ερευνητής του Κέντρου Ερεύνης Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων της Ακαδημίας Αθηνών στον πρόλογο του ‘Λεξικού Αρωμανικής Γλώσσας’ της Κ. Λέντζιου Τρίκου (Θεσ/νίκη 2014) σημειώνει ότι η βλάχικη γλώσσα δεν έχει γραπτή, ενοποιημένη και επίσημη μορφή εξ αιτίας του γεγονότος της μεγάλης διασποράς των ομιλητών σε περιοχές που δεν έχουν γεωγραφική συνέχεια. Πρόκειται δηλαδή για ένα σύνολο ιδιωμάτων, η διαφοροποίηση των οποίων, εκτός της γεωγραφικής ασυνέχειας, οφείλεται και στις διαδοχικές μετακινήσεις των Βλάχων στον βαλκανικό χώρο. Ο Σ. Μπέης, επίσης, θεωρεί ότι τα βλάχικα είναι μειονοτική γλώσσα και δεν έχει αναγνωριστεί από το ελληνικό κράτος. Δεν υπάρχει, λέει, αυτή η αναγνώριση ‘…εξαιτίας της λογικής που διέπει τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους-έθνους, το οποίο συνδέει την πολιτική με την πολιτιστική διάσταση της ταυτότητας, δηλαδή την ιθαγένεια, λογική που παραμένει επίσημη θέση του κράτους μέχρι σήμερα…’ (σελ. 333, Όψεις του Γλωσσικού Ηγεμονισμού στην Ελλάδα’ από το βιβλίο ‘Μειονότητες στην Ελλάδα, Νοέμβριος 2002, Επιστημονικό Συμπόσιο, έκδοση Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας).
Ο έγκριτος φιλόλογος και συγγραφέας Κώστας Ε. Προκόβας στο βιβλίο του ‘Λεξικό της Κουτσοβλαχικής του Λιβαδίου Ολύμπου’, Θεσ/νίκη 2006, στον πρόλογο τονίζει ότι η Κουτσοβλαχική δεν έχει γραπτή παράδοση γιατί οι Κουτσόβλαχοι, όντας αυτόχθονες στον ελληνικό χώρο, ένιωθαν κομμάτι του ευρύτερου ελληνικού πολιτισμού και δεν ένιωσαν ποτέ την ανάγκη να αναζητήσουν άλλη γραφή εκτός της ελληνικής για να εκφραστούν στο γραπτό λόγο.
H Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων στην ιστοσελίδα της με σχετικό Δελτίο Τύπου (http://vlahofonoi.blogspot.gr/2011/07/blog-post_08.html) γράφει τα εξής:
Δελτίο Τύπου - ΠΟΠΣΒ (σχετικά με τη γλώσσα), Λάρισα, αριθμ. πρωτ. 44
(δημοσιεύθηκε 08.07.2011)
«Με αφορμή δημοσιεύματα στον τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό, καθώς και αναρτήσεις σε ιστολόγια ή ψηφοφορίες στο facebook, σχετικά με τη βλάχικη γλώσσα η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων τονίζει:
Όταν μιλάμε για βλάχικη γλώσσα (νεολογισμοί: αρωμουνική, αρμάνικη, κουτσοβλαχική) στο χώρο της Νοτίου Βαλκανικής εννοούμε τα βλάχικα, δηλαδή το σύνολο των βλάχικων προφορικών διαλέκτων. Η γλώσσα αυτή παραμένει μέχρι σήμερα προφορική και δεν έχει αποκτήσει μια ενιαία μορφή, κοινά αποδεκτή, από όλες τις ομάδες των βλαχοφώνων, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις γύρω βαλκανικές χώρες. Τα βλάχικα, σύμφωνα και με τους ειδικούς γλωσσολόγους, είναι το σύνολο μιας μη ομογενοποιημένης και μη κωδικοποιημένης προφορικής γλώσσας.
Επίσης να σημειωθεί ότι τα βλάχικα είναι μια από τις τέσσερις ρομανικές (δηλαδή νεολατινικές) γλώσσες της Βαλκανικής λατινικής. Ο εγγραμματισμός της ως νεολατινικής γλώσσας από τους ειδικούς επιστήμονες γίνεται με λατινικό αλφάβητο και τη χρήση εν μέρει ελληνικών στοιχείων. Τα βλάχικα που ομιλούνται από Έλληνες, δεν είναι ούτε ξένη ούτε μειονοτική γλώσσα. Είναι μια άλλη γλώσσα και συνιστά στοιχείο της υπερχιλιετούς προφορικής πολιτισμικής κληρονομιάς της πατρίδας μας. Η επιστημονική καταγραφή, μελέτη και διάσωσή τους είναι η καλύτερη απάντηση τόσο στους αδαείς κινδυνολογούντες φοβικούς όσο και στους επαγγελματίες ακτιβιστές και κατασκευαστές μιας ‘εθνικής’ αρμάνικης/βλάχικης γλώσσας».
Για το Διοικητικό Συμβούλιο:
Ο Πρόεδρος: Μαγειρίας Μιχάλης
Η Γραμματέας: Τσακνάκη - Νιτσιάκου Αγγελική
Τέλος, θα αναφέρουμε περιληπτικά και την άποψη της γλωσσολόγου Matilda Caragiou Marioteanu (1927-2009), καθηγήτριας του πανεπιστημίου Βουκουρεστίου. Είναι αντλημένη από τον ‘Δωδεκάλογό της για τους Αρμάνους’, που είναι δημοσιευμένος στο βιβλίο του Γ. Έξαρχου με τίτλο ‘Αρμάνοι’ (σελ. 220 - 230). Σημειώνουμε επιγραμματικά:
[«Αριθμός 1. Οι Αρμάνοι και η μητρική τους γλώσσα υπάρχουν εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια».
«Αριθμός 3. Η παλαιά ρουμανική γλώσσα (προρουμανική, κοινή ρουμανική, πρωτόγονη ρουμανική, πρωτορουμανική) που ομιλείτο σε αυτόν τον χώρο ήταν μια ενιαία γλώσσα».
«Αριθμός 5. Η παλαιά ρουμανική γλώσσα διαιρέθηκε στις σημερινές τέσσερις υποστάσεις της». Εδώ η καθηγήτρια εξηγεί ότι ο κοινός κορμός είναι ‘η κοινή ρουμανική, η οποία απλώνεται άθικτη στις τέσσερις σημερινές υποστάσεις της και ανταποκρίνεται στις τέσσερις ομάδες των παλαιών ρουμάνων’ (δακορουμανική, αρμάνικη, μεγλενίτικη και ιστριανή). Αργότερα καταλήγει: ‘η κοινή ρουμανική είναι μια ιστορική γλώσσα, που έχει ένα δικό της επίθετο, ρουμανική γλώσσα. Τούτο το επίθετο ανήκει σε καθεμιά από τις ομιλούμενες γλώσσες από τους ρουμάνους (βλάχους, για τους γείτονες) βορείως και νοτίως του Δουνάβεως, οι οποίες είναι ιστορικές διάλεκτοι της κοινής ρουμανικής. Όμως από την άλλη πλευρά, η καθεμιά από τις υποστάσεις τούτης της ιστορικής γλώσσας, της κοινής ρουμανικής, είναι μια λειτουργική γλώσσα, μια γλώσσα που λειτουργεί ως τέτοια’. Εξηγεί, ωστόσο, ότι αυτός ο επιθετικός προσδιορισμός (ρουμανική) είναι definitio nominis και όχι definitio rei (την διευκρίνιση της αυτή την υπογράμμισε και ο Ν. Κατσάνης - το γράψαμε προηγουμένως) και σημειώνει ότι υπάρχει ‘ματαιότητα στις συζητήσεις περί των ορίων της γλώσσας και της διαλέκτου’.
«Αριθμός 6. Η αρμάνικη είναι η μητρική γλώσσα των Αρμάνων και τους παρέχει εθνογλωσσική συνείδηση»].
Υπάρχουν και άλλες απόψεις, που είτε μας διαφεύγουν είτε δεν έχουμε τον χώρο να τις εκθέσουμε για ευνόητους λόγους. Ωστόσο, συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι επιστήμονες, ερευνητές, φορείς κλπ έχουν διαφορετικές εκτιμήσεις για τα βλάχικα/αρμάνικα (γλώσσα / ιδίωμα / διάλεκτος / jargon ή οτιδήποτε άλλο). Δεν μπορούμε λοιπόν να υποστηρίζουμε αυτή τη στιγμή ότι για το θέμα των βλάχικων/αρμάνικων ‘η επιστήμη έχει μιλήσει τελεσίδικα’, όπως μερικοί διατείνονται. Το θέμα δεν είναι τόσο απλό, αφού υπάρχουν πολλές απόψεις και πολλά ακόμα να ερευνηθούν. Άλλωστε, όπως μας λένε οι ανά τον κόσμο γλωσσολόγοι -για παράδειγμα, η Νέλλη Κωστούλα-Μακράκη, διδάκτωρ του πανεπιστημίου Στοκχόλμης- η διαδικασία τυποποίησης μιας γλώσσας συνδέεται με έναν αριθμό κοινωνικο-ιστορικών παραγόντων, όπως ο αλφαβιτισμός, ο εθνικισμός και η πολιτιστική και εθνοτική ταυτότητα. Από ό,τι, δηλαδή, αντιλαμβανόμαστε υπάρχει και η πολιτική. Μην ξεχνάμε αυτό που είπε ο μεγάλος Ρώσος γλωσσολόγος Max Weinseich: ‘Η γλώσσα είναι μια διάλεκτος με στρατό και ναυτικό’.
Του Γιάννη Τσιαμήτρου, λαϊκού ερευνητή, συγγραφέα, χοροδιδασκάλου, καθηγητή Αγγλικών και απόφοιτου του ΑΠΘ, Φιλοσοφικής σχολής τμήμα Ξένων Γλωσσών.
Σημ: Η σχετική βιβλιογραφία βρίσκεται μέσα στο κείμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.