Ρωμαϊκή αγορά Θεσσαλονίκης |
Επειδή την κοινωνική εξέλιξη καί τήν ανεμπόδιστη επίδοση στο εμπόριο καί σ’ άλλα προσοδοφόρα επαγγέλματα ευνοεί ό τίτλος του ρωμαίου πολίτου, πού παρέχει ειδικά προνόμια, οί Έλληνες φροντίζουν έγκαιρα γιά τήν απόκτησή του[22], τήν οποία καί προβάλλουν έντονα λαμβάνοντας ρωμαϊκά ονόματα. Ενδεικτικά καταχωρίζουμε ελάχιστα χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Από την Κώ οι άδελφοί Γάιος Στερτίνιος Ξενοφών (ιατρός καί γραμματεύς του αυτοκράτορος Κλαυδίου) και Τιβέριος Κλαύδιος Κλεώνυμος, χιλίαρχος του ρωμαϊκού στρατού. Από τή Μυτιλήνη Μάρκος Πομπήιος Μακρινός, ύπατος. Άπο τήν Έφεσο Τιβέριος ’Ιούλιος Κέλσος Πολεμιανός, ύπατος, ό γιός του Τιβέριος ’Ιούλιος Άκύλας Πολεμιανός, ύπατος, ο οποίος ίδρυσε στή γενέτειρά του τήν περίφημη βιβλιοθήκη. Από τή Νικομήδεια ο γνωστός συγγραφεύς Φλάβιος Αρριανός, επαρχιακός διοικητής καί ύπατος. Απο τήν Πέργαμο ό επίσης ιστορικός συγγραφεύς Αυλός Κλαύδιος Χάραξ, διοικητής ρωμαϊκής λεγεώνος καί ύπατος. Από τή Λήμνο ό γνωστός συγγραφεύς Φλάβιος Φιλόστρατος, τού οποίου ό γιος λεγόταν Λούκιος Φλάβιος Καπιτωλεΐνος. Από τήν Κρήτη ο Λεύκιος Φλάβιος Σουλπικιανός (Δωρίων Πολύκνις), συγκλητικός. Από τή Σπάρτη ό Γάιος ’Ιούλιος Ευρυκλής Ηρκλανός, Ταμίας, δήμαρχος, στρατηγός καί συγκλητικός. Από τήν Αθήνα ο Μάρκος Ούλπιος Ευβιότης, ύπατος, καί οί γιοί του Μάρκος Ούλπιος Φλάβιος Τεισαμενός καί Μάρκος Ούλπιος Πουπήνιος Μάξιμος. Επίσης ο Ηρώδης Αττικός, τού οποίου το πλήρες όνομα είναι Τιβέριος Κλαύδιος Ηρώδης Αττικός Μαραθώνιος. Από τα Μέγαρα Κόμμοδος Κομμόδου. Άπό τήν Αμοργό Αυρήλιος Οκτάβιος, γιος του Αυρηλίου Ερμέα. Ό ανεψιός του Πλουτάρχου, ο στωϊκός φιλόσοφος καί δάσκαλος του Μάρκου Αυρηλίου, Σέξτος κ.ά. Κατά συνέπεια, όπως προσφυέστατα γράφει καί ο ’Ιωάννης Τουλουμάκος, «από την παρουσία των Ελλήνων στη Σύγκλητο, στη διοίκηση και στο στρατό τής αυτοκρατορίας θά περίμενε κανείς καί πολιτιστικές επιδράσεις—καί φυσικά πρώτα πρώτα στη γλώσσα. Οι 'Έλληνες αξιωματούχοι τής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήξεραν λίγο πολύ όλοι λατινικά, μερικοί μάλιστα τόσο καλά, ώστε να διαβάζουν άνετα και λατίνους κλασσικούς. Λατινικά ήξεραν εξ άλλου όλοι σχεδόν οι 'Έλληνες διανοούμενοι της ρωμαϊκής εποχής, από τον Πολύβιο και τον Ποσειδώνιο (κατά την περίοδο της ελεύθερης πολιτείας) ως τον Πλούταρχο και Φιλόστρατο, κατά την αυτοκρατορική»[23].
Όσο προχωρούμε βορειότερα στην ηπειρωτική Ελλάδα η λατινική επίδραση γίνεται εμφανέστερη και διαρκέστερη. Ο Γάλλος αρχαιολόγος και ιστορικός Bruno Helly, πού έχει εγκύψει στη μελέτη του επιγραφικού υλικού των ρωμαϊκών χρόνων της Θεσσαλίας, τονίζει πρόσφατα τα εξής: «Από τις επιγραφές προκύπτει ότι από τον 1ο αι. π.Χ. πολλαπλασιάζονται οι Έλληνες πού φέρουν λατινικά ονόματα: Σαλβία, Σεκούνδα, Μάρκος, Σεβήρος. Την ίδια εποχή, πολλοί φέρουν ονόματα λατινικών γενών -δεν κατάγονται βέβαια από την ’Ιταλία αυτοί πού γίνονται ταγοί στη Λάρισα, πού νικούν σε διαγωνισμούς επιγράμματος ή σε παραδοσιακά αγωνίσματα, πού απελευθερώνουν δούλους σύμφωνα με τη νομοθεσία του κοινού, αλλά που ταυτόχρονα συνδέονται με τις καμπανικές οικογένειες των Οκκίων, των Τιτίων ή των Αρρουντίων, των Σεμπρωνίων...φαίνεται—συνεχίζει ό Helly—ότι σταδιακά συγκροτήθηκε όχι μόνο στις πόλεις, αλλά και στήν ύπαιθρο, μιά κατηγορία Θεσσαλών πολύ βαθύτερα επηρεασμένη από τη λατινική γλώσσα. Αυτή η επίδραση θα έπρεπε ίσως να συσχετισθή με τήν ύπαρξη αυτοκρατορικών κτήσεων στις Φερές και ασφαλώς και στά βορειοδυτικά, μεταξύ του Ολύμπου και της Πίνδου, στα σύνορα της επαρχίας. ’Εκεί ακριβώς βρέθηκαν οι περισσότερες λατινικές επιγραφές της Θεσσαλίας, οριοθετικές επιγραφές, μιλιάρια—επίσημα κείμενα βέβαια, το περιεχόμενο όμως των οποίων ήταν σημαντικό γιά την καθημερινή ζωή των κατοίκων»[24].
Από την Κώ οι άδελφοί Γάιος Στερτίνιος Ξενοφών (ιατρός καί γραμματεύς του αυτοκράτορος Κλαυδίου) και Τιβέριος Κλαύδιος Κλεώνυμος, χιλίαρχος του ρωμαϊκού στρατού. Από τή Μυτιλήνη Μάρκος Πομπήιος Μακρινός, ύπατος. Άπο τήν Έφεσο Τιβέριος ’Ιούλιος Κέλσος Πολεμιανός, ύπατος, ό γιός του Τιβέριος ’Ιούλιος Άκύλας Πολεμιανός, ύπατος, ο οποίος ίδρυσε στή γενέτειρά του τήν περίφημη βιβλιοθήκη. Από τή Νικομήδεια ο γνωστός συγγραφεύς Φλάβιος Αρριανός, επαρχιακός διοικητής καί ύπατος. Απο τήν Πέργαμο ό επίσης ιστορικός συγγραφεύς Αυλός Κλαύδιος Χάραξ, διοικητής ρωμαϊκής λεγεώνος καί ύπατος. Από τή Λήμνο ό γνωστός συγγραφεύς Φλάβιος Φιλόστρατος, τού οποίου ό γιος λεγόταν Λούκιος Φλάβιος Καπιτωλεΐνος. Από τήν Κρήτη ο Λεύκιος Φλάβιος Σουλπικιανός (Δωρίων Πολύκνις), συγκλητικός. Από τή Σπάρτη ό Γάιος ’Ιούλιος Ευρυκλής Ηρκλανός, Ταμίας, δήμαρχος, στρατηγός καί συγκλητικός. Από τήν Αθήνα ο Μάρκος Ούλπιος Ευβιότης, ύπατος, καί οί γιοί του Μάρκος Ούλπιος Φλάβιος Τεισαμενός καί Μάρκος Ούλπιος Πουπήνιος Μάξιμος. Επίσης ο Ηρώδης Αττικός, τού οποίου το πλήρες όνομα είναι Τιβέριος Κλαύδιος Ηρώδης Αττικός Μαραθώνιος. Από τα Μέγαρα Κόμμοδος Κομμόδου. Άπό τήν Αμοργό Αυρήλιος Οκτάβιος, γιος του Αυρηλίου Ερμέα. Ό ανεψιός του Πλουτάρχου, ο στωϊκός φιλόσοφος καί δάσκαλος του Μάρκου Αυρηλίου, Σέξτος κ.ά. Κατά συνέπεια, όπως προσφυέστατα γράφει καί ο ’Ιωάννης Τουλουμάκος, «από την παρουσία των Ελλήνων στη Σύγκλητο, στη διοίκηση και στο στρατό τής αυτοκρατορίας θά περίμενε κανείς καί πολιτιστικές επιδράσεις—καί φυσικά πρώτα πρώτα στη γλώσσα. Οι 'Έλληνες αξιωματούχοι τής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήξεραν λίγο πολύ όλοι λατινικά, μερικοί μάλιστα τόσο καλά, ώστε να διαβάζουν άνετα και λατίνους κλασσικούς. Λατινικά ήξεραν εξ άλλου όλοι σχεδόν οι 'Έλληνες διανοούμενοι της ρωμαϊκής εποχής, από τον Πολύβιο και τον Ποσειδώνιο (κατά την περίοδο της ελεύθερης πολιτείας) ως τον Πλούταρχο και Φιλόστρατο, κατά την αυτοκρατορική»[23].
Όσο προχωρούμε βορειότερα στην ηπειρωτική Ελλάδα η λατινική επίδραση γίνεται εμφανέστερη και διαρκέστερη. Ο Γάλλος αρχαιολόγος και ιστορικός Bruno Helly, πού έχει εγκύψει στη μελέτη του επιγραφικού υλικού των ρωμαϊκών χρόνων της Θεσσαλίας, τονίζει πρόσφατα τα εξής: «Από τις επιγραφές προκύπτει ότι από τον 1ο αι. π.Χ. πολλαπλασιάζονται οι Έλληνες πού φέρουν λατινικά ονόματα: Σαλβία, Σεκούνδα, Μάρκος, Σεβήρος. Την ίδια εποχή, πολλοί φέρουν ονόματα λατινικών γενών -δεν κατάγονται βέβαια από την ’Ιταλία αυτοί πού γίνονται ταγοί στη Λάρισα, πού νικούν σε διαγωνισμούς επιγράμματος ή σε παραδοσιακά αγωνίσματα, πού απελευθερώνουν δούλους σύμφωνα με τη νομοθεσία του κοινού, αλλά που ταυτόχρονα συνδέονται με τις καμπανικές οικογένειες των Οκκίων, των Τιτίων ή των Αρρουντίων, των Σεμπρωνίων...φαίνεται—συνεχίζει ό Helly—ότι σταδιακά συγκροτήθηκε όχι μόνο στις πόλεις, αλλά και στήν ύπαιθρο, μιά κατηγορία Θεσσαλών πολύ βαθύτερα επηρεασμένη από τη λατινική γλώσσα. Αυτή η επίδραση θα έπρεπε ίσως να συσχετισθή με τήν ύπαρξη αυτοκρατορικών κτήσεων στις Φερές και ασφαλώς και στά βορειοδυτικά, μεταξύ του Ολύμπου και της Πίνδου, στα σύνορα της επαρχίας. ’Εκεί ακριβώς βρέθηκαν οι περισσότερες λατινικές επιγραφές της Θεσσαλίας, οριοθετικές επιγραφές, μιλιάρια—επίσημα κείμενα βέβαια, το περιεχόμενο όμως των οποίων ήταν σημαντικό γιά την καθημερινή ζωή των κατοίκων»[24].
Στον καθαυτό βορειοελλαδικό χώρο ή συμμετοχή του γηγενούς πληθυσμού, των Ελλήνων, στη ρωμαϊκή διοίκηση και προ πάντων στο ρωμαϊκό στρατό ήταν πιο εκτεταμένη. 'Ορισμένοι δε Ρωμαίοι αυτοκράτορες θαυμάζοντας το στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου έσπευδαν να στρατολογήσουν όσο το δυνατόν περισσοτέρους Μακεδόνες, να εκπαιδεύουν κατά το μακεδονικό σύστημα, της φάλαγγος, και να εφοδιάζουν με τον ίδιο οπλισμό. Ο Δίων Κάσσιος αναφέρει για τον Καρακάλλα τα εξής: «φάλαγγα τέ τινα έκ μόνων των Μακεδόνων ές μυρίους και έξακισχιλίους συντάξαι, και αυτήν ’Αλεξάνδρου τε επονομάσαι καί τοίς όπλοις οις ποτέ επ’ εκείνου εκέχρηντο οπλίσαι» (Αποσπ. 77, 7, 18). Ενδιαφέρον παρουσιάζει ή ανθρωπωνυμία Μακεδόνων, που υπηρέτησαν στον ρωμαϊκό στρατό: ’Από το Δίο Μ. Valens Verona και C. Pomponius Aquila. Από τη Βέροια Μ. Aurelius Fabius και Iulius Aufidius. ’Από τη Λυχνιδόν Μ. Reginius Eutyches και G. Signius Valens. Από την Ηράκλεια Λυγκηστίδος C. Signius Valens καί Vetilius Sedatus. Από την Ηράκλεια Σιντικής C. Iulius Montanus, C. Iulius Gemellus, C. Cornelius Longinus και Ti. Claudius Messalinus. Από την Πελαγονία C. Dornitius Pudens και P. Aelius Mestrius. Από τους Φιλίππους Μ. Aurelius Aprilis και C. Iulius Longinus. Από τη Θεσσαλονίκη Μ. Aurelius Cassianus, Μ. Fulvius Maximus, T. Flavius Sebastianus, C. Iulius Pudens κ.ά.[25]. Ο Γάλλος ρωμανιστής Fr. Taillez[26] κατονομάζει τούς δύο πρώτους Αρωμούνους, τούς δύο πρώτους λατινοφώνους τής Ανατολής, όπως νομίζει, τον Γάιο από τη Δόβηρο της Μακεδονίας και τον Σεκούνδο από τη Θεσσαλονίκη. Προφανώς τα πρωτεία λατινοφωνίας αφορούν στους πρώτους χριστιανούς της Μακεδονίας, μάλιστα της Θεσσαλονίκης.
Ο Ρουμάνος I. I. Russu ασχολούμενος με τον εκρωμαϊσμό των Θρακών αναφέρει και τον Πέτρο Πατρίκιο από τη Θεσσαλονίκη[27], για τον οποίο ο Προκόπιος γράφει ότι ήταν Ιλλυριός το γένος. Ο Russu, μολονότι ομολογεί απερίφραστα ότι η σημασία του όρου Ιλλυριός είναι καθαρά γεωγραφική-διοικητική, όπως προκύπτει και από την έκφραση: Θεσσαλονίκην την Ιλλυρίδα πόλιν, και μολονότι γνωρίζει ασφαλώς ότι ο Πέτρος Πατρίκιος δεν ήταν μόνο λατινόγλωσσος αλλά πολύγλωσσος, όπως αποδεικνύουν οι διπλωματικές αποστολές του και τα ελληνικά συγγράμματά του, προσπαθεί να τον εντάξη εθνολογικά στους Θράκες[28], ενώ πιο εύλογος είναι ο χαρακτηρισμός του Πέτρου Πατρικίου ως Έλληνος λατινοφώνου, Αρωμούνου. Εξ άλλου, όταν αναγνωρίζεται ότι πολλοί Έλληνες, προ και μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, είχαν διεισδύσει και εγκατασταθή περ’ από τα σύνορα της Μακεδονίας, στα ενδότερα της χερσονήσου ως τον Δούναβι[29] και στις παραδουνάβιες χώρες, όπου αποτελούσαν το ζωντανότερο στοιχείο, δεν φαίνεται οπωσδήποτε αβάσιμη η άποψη του Άντ. Κεραμοπούλλου[30], κατά την οποία αυτοκράτορες, όπως οι Διοκλητιανός, Κωνσταντίνος, Ιουστίνος, Ιουστινιανός, πρέπει να ήσαν Έλληνες βλαχόγλωσσοι, Βλάχοι[31].
Επίσης τη συνύπαρξη του ελληνικού και του ρωμαϊκού στοιχείου στη Βόρειο ’Ήπειρο, γιά το οποίο κάνει λόγο ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος και το οποίο επιβιώνει ακόμα και ώς ελληνόφωνο, τους Έλληνες Βορειοηπειρώτες, και ως βλαχόφωνο-λατινόφωνο[32], τους Φρασαριώτες, Μοσχοπολίτες κ.ά. Βλάχους φανερώνουν περίτρανα και οι επιγραφές, στις οποίες δεν εμφανίζονται ανθρωπωνύμια[33] ιλλυρικής προελεύσεως. Ο Ρουμάνος ακαδημαϊκός P. Vulpe σε ειδική για τούς Ιλλυριούς εργασία επιλέγει: «non si incontra neppure un nome illirico, ma solamente nomi romani e greci»[34]. Ο δέ Ιταλός A. Brunialti την περιοχή αυτή της Αδριατικής προσονομάζει «l’illirico greco», στην οποία όμως συμπληρώνει «La lingua, gli usi, i costumi, la religione dei Romani vi divennero dominanti»[35]. ‘Η λατινική ανθρωπωνύμια υποχωρεί προοδευτικά λόγω της εκχριστιανίσεως, κατά την οποία εισάγονται ονόματα εβραϊκά και σε μικρότερη αναλογία ελληνικά. Πάντως και τα λατινικά διατηρούνται τουλάχιστον ενόσω η Λατινική χρησιμεύει ως όργανο καθημερινής ομιλίας. Τούτο δέ συμβαίνει ως τον 6ο αιώνα, αν δοθή απόλυτη πίστη στη μαρτυρία του Ί. Λυδου, ο οποίος και την αριθμητική υπεροχή των Ελλήνων στην Χερσόνησο του Αίμου αποκαλύπτει και τη λατινοφωνία τους επιβεβαιώνει[36].
Πηγή: Αχ. Γ. Λαζάρου, Βαλκάνια και Βλάχοι, εκδ. Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, Αθήναι 1993, βλ. εδώ, σελ. 221-235.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.