Γράφει ο Μιλτιάδης Πιτούλης,
Υποστράτηγος ε.α.
Τα τέσσερα αδέλφια, οπλαρχηγοί στη Φιλιππιάδα, στον πόλεμο του 1910-12. Από αριστερά:
Γιώργης (ο υστερότοκος γιός), Χρήστος (δευτερότοκος), Ντίνας (πρεσβύτερος), Θωμάς (τριτότοκος).
Oι Πιτουλαίοι, ήταν μεγάλη βλάχικη φάρα και ανήκει στην υποομάδα των Βλάχων που ονομάζονται Αρβανιτόβλαχοι. Η ονομασία αυτή δηλώνει τους Βλάχους που προέρχονται από την περιοχή της Βόρειας Ηπείρου κυρίως της περιοχής Κολώνιας και Φράσερης. Ήταν χριστιανοί με ελληνική συνείδηση. Οι επιθέσεις των Τούρκων και Αλβανών εναντίων των χριστιανών Βλάχων, η καταστροφή της μεγάλης κοιτίδας τους, της Μοσχόπολης, και των υπολοίπων χριστιανικών οικισμών, τους οδήγησαν σε καθαρά νομαδικό βίο.
Oι Αρβανιτόβλαχοι ασχολήθηκαν αποκλειστικά με την κτηνοτροφία και το εμπόριο. Οργανώνονται κατά Φάρες και Τσελιγκάτα στέλνουν τα προϊόντα τους στα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη. Η φάρα των Πιτουλαίων, οργανωμένη σε τσελιγκάτο μετακινείται μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο στην ενιαία Ήπειρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από την Μοσχόπολη και τα βουνά της Κολώνιας στην οροσειρά του Γράμμου, ως τα παράλια του Ιονίου και της Αδριατικής ζώντας ως σκηνίτες. Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Irvin Sanders στο βιβλίο του The people of rural Greece -εκδόσεις Harvard university press 1962- το τσελιγκάτο των Πιτουλαίων ήταν από τα μεγαλύτερα των Βαλκανίων.
Η οικογένεια Πιτούλη την περίοδο 1910-12 στη Φιλιππιάδα, ανακατεμένη με τον ελληνικό στρατό.
Στο κέντρο της φωτογραφίας, καθιστοί, από αριστερά: Θωμάς, Ντίνας, Χρήστος. Πίσω, όρθιες, οι σύζυγοί τους.
Παραμονές των Βαλκανικών πολέμων αρχίζουν στον ενιαίο Ηπειρωτικό χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι εθνοτικές συγκρούσεις. Ο Χρήστος Πιτούλης με τα άλλα τρία αδέλφια του -Ντίνας, Θωμάς και Γεώργιος, συμμετέχουν στον απελευθερωτικό αγώνα του Γιωργάκη Ζωγράφου.
Σε αναφορά του προξενείου Κορυτσάς προς το Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα σημειώνεται «Οι χριστιανικοί πληθυσμοί αισθάνονται σιγουριά με την παρουσία των αδελφών Πιτούλη» (Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών). Στρατεύονται στο πλευρό του Ελληνικού Στρατού. Έτσι, μετά την προσάρτηση της Β. Ηπείρου στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας θεωρούνται personna non grata και επιλέγουν να εγκατασταθούν μαζί με άλλες νομαδικές μεγάλες φάρες καθώς και Έλληνες της Κορυτσάς και της Χιμάρας στον ελλαδικό χώρο, στην Ηγουμενίτσα.
Αρχηγός της οικογένειας αναλαμβάνει ο Χρήστος. Ο Χρήστος Πιτούλης γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1880 στα βουνά της Κολώνιας της Βορείου Ηπείρου. Στην ζωή του αντανακλάται όλη η νεότερη ιστορία του ενιαίου Ηπειρωτικού χώρου, η ανάπτυξη των εθνικισμών, οι αγώνες για την απελευθέρωση, η διαίρεση της Ηπείρου σε Ελληνική και Αλβανική, η συμβίωση των μειονοτήτων.
Στήνουν για το τσελιγκάτο τα καλύβια τους στις παρυφές της μικρής πόλης. Αγοράζουν από τον Χαμίτ μπέη, Τούρκο αξιωματούχο, τα ακίνητα της παράκτιας ζώνης για τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες και μεγάλη έκταση όπου το 1924 κτίζουν το οικογενειακό τους σπίτι. Στην δεκαετία του 20 αγοράζουν την Σκάλα Γράμμου και τα βοσκοτόπια σε Πρέβεζα και Θεσπρωτία για τις ανάγκες των κοπαδιών τους. Συμβιώνουν ειρηνικά και κρατούν φιλικές σχέσεις τόσο με τους ντόπιους χριστιανούς, όσο και με τους μουσουλμάνους της πόλης.
Στην διάρκεια του μεσοπολέμου η οικογένεια αναπτύσσει, παράλληλα με τις κτηνοτροφικές επιχειρήσεις και εμπορικές δραστηριότητες, τόσο στην Ήπειρο, όσο και στην Αθήνα όπου στέλνουν τα προϊόντα τους. Ο Χρήστος Πιτούλης δίνει μεγάλη σημασία στην Παιδεία. Στέλνει τα παιδιά της οικογένειας σε καλά σχολεία της Κέρκυρας (σχολή καλογραιών τα κορίτσια - εμπορική σχολή τα αγόρια) και αργότερα σε Πανεπιστήμια του Εξωτερικού. Συμμετέχει δυναμικά στην παραγωγική, πολιτική, πολιτιστική, οικιστική εξέλιξη της πόλης.
Από αριστερά: Οι Ντίνας, Χρήστος, Θωμάς, Γιώργης με τις συζύγους τους και τελευταίος ο ξάδελφος τους Κώστας Πήλιος.
Τα παιδιά από αριστερά: Δήμος, Φώτης, Βασίλης. Στην αγκαλιά της συζύγου του Χρήστου, ο Αντώνης.
Δίνει αγώνα για να γίνει η Θεσπρωτία νομός με πρωτεύουσα την Ηγουμενίτσα. Μέχρι τότε αποτελούσε Επαρχία του Νομού Ιωαννίνων. Σε αυτό βοηθά η προσωπική φιλία του με τον Κερκυραίο Μουζακίτη που ήταν Γενικός Γραμματέας της Γενικής Διοίκησης Ηπείρου. Παραχωρεί το οικογενειακό σπίτι στις διοικητικές αρχές που φθάνουν στην πόλη. Στηρίζει την προσπάθεια του οραματιστή Θεσπρωτού γερουσιαστή Μπέμπη για την δημιουργία Νοσοκομείου στο Φιλιάτι και γίνεται μεγάλος δωρητής.
Η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου σημαδεύει την οικογένεια με τραγικές συνέπειες που προκάλεσε η ανομία των γεγονότων που ακολούθησαν. Ήδη από το καλοκαίρι του 1940 όλοι περίμεναν ότι οι Ιταλοί θα κηρύξουν τον πόλεμο με την Ελλάδα. Ο Χρήστος Πιτούλης από τα κονάκια του Γράμμου έρχεται κρυφά σε επαφή με Έλληνες της Βορείου Ηπείρου οι οποίοι τον ενημερώνουν για τις θέσεις των Ιταλών στην Αλβανία, που τις προωθεί στις ελληνικές αρχές. Τα Τίρανα, είχαν ήδη προσφέρει το αλβανικό στέµµα στον Βασιλιά της Ιταλίας εντάσσοντας τις δυο χώρες σε καθεστώς «προσωπικής ένωσης», αποκτώντας έτσι κοινό Ανώτατο Άρχοντα και ενσωματώθηκαν οι αλβανικές ένοπλες δυνάμεις στον ιταλικό στρατό.
Μία ημέρα μετά την κήρυξη του πολέμου την 29η Οκτωβρίου 1940 μια ομάδα Ιταλών ανιχνευτών με Τσάμηδες οδηγούς περνά τον Καλαμά, φθάνει στον βάλτο Ραγίου και κατευθύνεται προς την Ηγουμενίτσα. Ο Χρήστος Πιτούλης που ειδοποιείται από βοσκό της οικογένειας ενημερώνει την Χωροφυλακή και τον αξιωματικό Σ. Μασσαλά και συγχρόνως συγκροτεί μικρό απόσπασμα με τον γείτονά του Χρήστο Τσώνη και αγροφύλακες και σε μικρή μάχη αντιμετωπίζουν την ιταλική περίπολο. Σκοτώνεται ο Ιταλός αξιωματικός, ανώτατο στέλεχος του φασιστικού κόμματος και οι άλλοι Ιταλοί στρατιώτες, μη γνωρίζοντας το ποτάμι, πνίγηκαν στον βάλτο. Στους σάκους των βρέθηκαν εργαλεία δολιοφθορών και καταστροφής τηλεφωνικών γραμμών.
Tην νύχτα της 4ης προς την 5η Νοεμβρίου οι Ιταλοί σπάζουν το μέτωπο του Καλαμά και η Ιταλική μεραρχία Σιένα κατευθύνεται προς την Ηγουμενίτσα. Τα γυναικόπαιδα της πόλης φεύγουν προς Λευκίμμη, οι άνδρες καταφεύγουν στην Πέστιανη. Μαζί τους ο Χρήστος Πιτούλης και ο ανιψιός του Βασίλης. Η υπόλοιπη οικογένεια από την Λευκίμμη κατευθύνεται στην Αθήνα. Η Ηγουμενίτσα πέφτει στα χέρια των Ιταλών, των αλβανικών ταγμάτων που ακολουθούσαν τους Ιταλούς και των ντόπιων μουσουλμάνων. Η πόλη παραδίδεται στις φλόγες, το σπίτι της οικογένειας Πιτούλη λεηλατείται. Λίγες ημέρες μετά κάποιοι άνδρες αποφασίζουν να κατέβουν από την Πέστιανη στην πόλη κρυφά. Μαζί τους οι Χρήστος και Βασίλης Πιτούλης. Οι Ιταλοί αναζητούσαν ήδη τους υπεύθυνους της ήττας τους στον βάλτο. Οι μουσουλμάνοι παραδίδουν τους Χρήστο Πιτούλη, Χρήστο Τσώνη και Βασίλειο Πιτούλη. Για τους τρεις αυτούς συγκροτείται Ιταλικό Στρατοδικείο. Η κατηγορία εναντίον τους είναι ότι ήταν ελεύθεροι σκοπευτές και είχαν συμμετάσχει στο απόσπασμα που συγκροτήθηκε για την διάλυση της Ιταλικής περιπόλου. Επιπλέον, ο Χρήστος Πιτούλης κατηγορείται για εμπλοκή στον φόνο του Ιταλού Στρατηγού Τελλίνι στις 27 Αυγ. 1923, Προέδρου της τριεθνούς επιτροπής για την χάραξη των Ελληνοαλβανικών συνόρων. Βασικός μάρτυρας κατηγορίας ο Μαζάρ Ντίνο που ενυπογράφως βεβαιώνει ότι ο Χρήστος Πιτούλης ήταν ο οργανωτής της ομάδας των ελευθεροσκοπευτών. Το ιταλικό στρατοδικείο καταδικάζει τους Χρήστο Πιτούλη και Χρήστο Τσώνη σε θάνατο και τον Βασίλη Πιτούλη σε εξορία στην Ιταλία. Το πρωί της 8ης Νοεμβρίου του 1940, το ιταλικό απόσπασμα τους οδηγεί στον τόπο εκτέλεσης, στην θέση Μόλιζα δίπλα στην θάλασσα, κοντά στο ξενοδοχείο Ακταίον. Ο Χρήστος Πιτούλης ήταν 58 ετών. Ο Χρήστος Τσώνης –γόνος εύπορης οικογένειας της Θεσπρωτίας– ήταν ένα 25χρονο παλικάρι που άφησε πίσω του χήρα μια νέα γυναίκα και δύο ορφανά τεσσάρων και δύο ετών.
Η οικογένεια Πιτούλη έχει ήδη φθάσει στην Αθήνα. Ακούν από το ραδιόφωνο ότι οι Ιταλοί εκτέλεσαν τους Χρήστο Πιτούλη και Χρήστο Τσώνη. Ο γιός του, Τάσος, το μαθαίνει από εφημερίδα που διαβάζει συνεπιβάτης του στο τρόλεϊ.
Δύο ημέρες μετά την εκτέλεση ο ελληνικός στρατός αναχαιτίζει τους Ιταλούς και το ιππικό της VIII μεραρχίας μπαίνει στην Ηγουμενίτσα. Οι Τσάμηδες με την οπισθοχώρηση των Ιταλών από τον παραλιακό τομέα φεύγουν μαζί τους στην Αλβανία. Με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα επιστρέφουν, σκοτώνουν τον Νομάρχη Βασιλάκο μέσα στην πόλη και συνεχίζουν την τρομακτική τους δράση. Ο Βασίλης Πιτούλης θα επιστρέψει με άλλους Έλληνες στην Ελλάδα από την εξορία του στην Ιταλία με την παράδοση της Ελλάδας από τους Ιταλούς στους Γερμανούς. Η υπόλοιπη οικογένεια θα γυρίσει στην γενέθλια γη μετά τον πόλεμο Ο γιός του Χρήστου, Δήμος, Δήμαρχος της πόλης μετά τον πόλεμο εκπληρώνει την επιθυμία του πατέρα του. Χτίζει με δικά του χρήματα το πρώτο Δημαρχείο και προσπαθεί να συγκεντρώσει το κατεστραμμένο αρχείο της πόλης. Το σπίτι της οικογένειας, το Πιτουλέϊκο, προσφέρεται και πάλι στις αρχές του τόπου που δεν βρίσκουν στέγη στην κατεστραμμένη Ηγουμενίτσα.
Ο Μανώλης Γλέζος στο βιβλίο του Εθνική Αντίσταση 1940-1945 (πρώτος τόμος, εκδόσεις Στοχαστής, σ. 107) αναφέρει: «Οι δύο πατριώτες, Χρήστος Πιτούλης και Χρήστος Τσώνης, υπήρξαν τα πρώτα θύματα, οι πρώτοι Έλληνες που εκτελέστηκαν στην πατρίδα μας από τα στρατεύματα κατοχής. Οι πρώτοι νεκροί πολίτες στις εκατοντάδες εκατόμβες των Ελλήνων, που εκτελέστηκαν στην διάρκεια του Β παγκοσμίου πολέμου, στην Ελλάδα και την Ευρώπη». Στο ίδιο βιβλίο, σ. 106, αναφέρει: «Να σημειωθεί, ο πρώτος εκτελεσμένος στην Γαλλία από τους Ναζί είναι ο μηχανικός Jacques Bonsergent. Δικάστηκε στο Παρίσι από το στρατοδικείο για πράξεις βίας και εκτελέστηκε στις 23-12-1940».
Ο αγωνιστής της εθνικής αντίστασης Μανώλης Γλέζος θεωρούσε μεγάλη παράληψη του ελληνικού κράτους που δεν έχει αναδείξει, μέσω των ευρωπαϊκών θεσμών, τους δύο Θεσπρωτούς εκτελεσθέντες ως τους πρώτους Ευρωπαίους αντιστασιακούς στον φασισμό. (Μανώλης Γλέζος, εκδήλωση για την Αντίσταση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 2014).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.