Πρίλεπ, Πρίλαπος ή Περλεπές |
Ευδοκιμίδης Γιάννης
Δημοσίευση: 09/02/1997
Η περιέργεια να δεις πίσω από την κουρτίνα. Ιδίως όταν η κουρτίνα αφήνει χάσματα από όπου περνούν μνήμες, ακούσματα, ονόματα οικεία, δικά σου. Και ακόμη περισσότερο όταν το δίχτυ της ζωής σε δένει με την άλλη πλευρά. Να δεις, να ακούσεις, να σκεφθείς έξω από τα στερεότυπα της μαζικής εκδρομής - επιδρομής. Μοναχική πορεία σε τόπους έρημους και πολυσύχναστους για να ακούσεις το ψιθύρισμα του Ελληνικού· και να γευθείς το κοινό του τόπου και των ανθρώπων που βρίσκεται χωμένο άλλοτε βαθιά και άλλοτε μόλις κάτω από την επιφάνεια. Βόλτα στις γειτονιές από την άλλη πλευρά των συνόρων μας. Στο κομμάτι της γης που άλλοι το λένε Νοτιοανατολική Ευρώπη και άλλοι Βαλκάνια.
Αφήνοντας τα Σκόπια προχωρήσαμε νότια στον Ε75 με κατεύθυνση το Τίτο Βέλες. Στην κοιλάδα του Βαρδάρη το τοπίο αλλάζει. Ατέλειωτες κυματιστές εκτάσεις, κίτρινες από τα θερισμένα δημητριακά. Πλησιάζοντας στο Τίτο Βέλες, η κλεισούρα με το βυζαντινό κάστρο του Χοτοβού στην κορφή αριστερά και ο Βαρδάρης να κυλάει στο βάθος δεξιά. Προσπεράσαμε το Τίτο Βέλες (47 χλμ. από τα Σκόπια) για να επισκεφθούμε 24 χλμ. παρακάτω τον χώρο της ρωμαϊκής πόλης των Στόβων (Stobi).
Στη συμβολή του ποταμού Τσέρνα με τον Βαρδάρη ένα παλιό βενζινάδικο με εστιατόριο και από πίσω ο αρχαιολογικός χώρος των Στόβων που δεν είναι ορατός από τον δρόμο. Ανοικτό τοπίο με τα βουνά του Πρίλεπ, η μυτερή κορφή της Babuna στο βάθος δυτικά. Δίπλα στο εστιατόριο το χαμηλό κτίριο σαν εγκαταλελειμμένη αποθήκη σταθμού είναι το μικρό μουσείο. Κάπου ανάμεσα στο εστιατόριο και στο μουσείο θα αναζητήσετε τον φύλακα για να κόψει τα εισιτήρια εισόδου στον αρχαιολογικό χώρο (κρατήστε τα για τον χάρτη που έχουν στην πίσω πλευρά). Χωρίς σημαντικά εκθέματα το μουσείο. Ακριβώς από πίσω, πολλές πλάκες με ελληνικές επιγραφές: «Ευτυχίων τη Αδελφή Χαρμοσύνη», «Αξωνίδης και Ρούφος...», «... ΜΕΝΗΕΡΜΗ... ΥΚΥΤΑΤΩΑΝ... ΝΕΙΑ ΧΑΡΙΝ».
Η πόλη των Στόβων εκτείνεται με άξονα Βορρά - Νότο στην ελαφρά κατωφέρεια που καταλήγει στις όχθες του Τσέρνα. Παίρνοντας τη via Principalis, τον κύριο δρόμο της πόλης, συναντάς στην αρχή της δεξιά τρεις εν σειρά βασιλικές, η μεγαλύτερη των οποίων κατασκευάστηκε «Δαπάνη Τιβερίου Κλαυδίου Πολυχάρμου» τον 4ο αιώνα, καθώς και πολλά ερείπια σπιτιών. Στην κεντρική διασταύρωση, εκεί όπου η via Principalis τέμνεται κάθετα από τη via Axia συναντάς τη μεγάλη δημόσια κρήνη, τα λουτρά (γωνία Principalis και Axia) και απέναντι το «Σπίτι των Ψαλμών» με τα ενδιαφέροντα ψηφιδωτά και την πισίνα! Συνεχίζοντας τη via Principalis, που μετονομάζεται εδώ σε via Principalis inferior, συναντάμε το μεγάλο οικοδομικό τετράγωνο με το παλάτι του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου ο οποίος, υποτίθεται, παρέμεινε εδώ για λίγες ημέρες το 388. Πλουσιόσπιτο με εσωτερικές αυλές, κιονοστοιχίες και, πάλι, πολυτελή πισίνα. Η δυτική πλευρά του βλέπει στη via Principalis superior και η ανατολική στη via Principalis inferior. Δίπλα, ένα ακόμη μεγάλο σπίτι με γωνιώδη κάτοψη, το «σπίτι του Παρθένιου».
Προχωρώντας στη via Principalis superior προς τα νότια διασχίζουμε μια συνοικία με μικρά σπίτια, μαγαζιά και εργαστήρια (βρέθηκαν εδώ υπολείμματα επεξεργασίας μαλλιού) και αμέσως μετά στη via Sacra ένα σύμπλεγμα κτιρίων αποτελούμενο από την υποτιθέμενη επισκοπική κατοικία, τη μεγάλη επισκοπική βασιλική και το βαπτιστήριο. Στο εντυπωσιακό ψηφιδωτό του βαπτιστηρίου απεικονίζονται ελάφια, παγώνια, περιστέρια, ενώ σε μια κόγχη του ένα ψηφιδωτό μετάλλιο υποστηρίζει ότι «Ευχαί και Ελεημοσύναι και Νηστείαι και Μετάνοιαι εκ Καθαράς Καρδίας εκ Θανάτου Ρύεσθε».
Στο ελληνιστικό θέατρο που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο βαπτιστήριο, καθένας μας διάλεξε τη θέση του. Στις μπροστινές θέσεις τα ονόματα είναι προσεκτικά σκαλισμένα στο μάρμαρο. Η Γιούλικα κάθησε στη θέση του «Αττικού», η Ελένη στου «Αλεξάνδρου», ο Miro σε αυτήν του «Πρόκλου». Μέσα στο λιοπύρι καθόμασταν ακίνητοι στις «θέσεις μας» κοιτάζοντας την άδεια σκηνή. Με το που σηκώθηκε ο πρώτος, οι υπόλοιποι ακολούθησαν σχεδόν μηχανικά και αργά αργά γυρίσαμε στο αυτοκίνητο. Δεξιά, στην άκρη του αρχαιολογικού χώρου και κολλητά στο αρχαίο νεκροταφείο το εργοτάξιο κατασκεύαζε την παράκαμψη του Ε75 με γέφυρα στον ποταμό Τσέρνα.
Τριάντα τρία χιλιόμετρα νοτιότερα η κοιλάδα του Βαρδάρη στενεύει και το ποτάμι περνάει τις «σιδηρές πύλες» της κλεισούρας στο χωριό Ντεμίρ χισάρ. Στο βόρειο άκρο της κλεισούρας, πάνω σε απότομους βράχους, η αρχαία θέση - πόλη Στεναί που οχύρωσε ο Φίλιππος Β'. Στους μεσαιωνικούς χρόνους η θέση αυτή πήρε το όνομα του Μάρκο: Μάρκο καλέ. Τα απομεινάρια των οχυρώσεων δεν είναι ορατά από τον δρόμο. Η πρόσβαση στην κορυφή του βράχου γίνεται από τα ανατολικά, όπου το βουνό είναι πιο ομαλό.
Αργά το απόγευμα επιστρέψαμε στο Τίτο Βέλες ή απλώς και μόνο Βέλες, σύμφωνα με τις οδικές ταμπέλες όπου το όνομα του Τίτο έχει σβηστεί με άσπρη μπογιά. Μέσα σε μια στενή χαράδρα του Βαρδάρη η κωμόπολη, τα ρωμαϊκά Βυλάωρα και τα μεσαιωνικά Βελεσά, κατρακυλάει στις δυο γυμνές πλαγιές. Η όψη της βαλκανική: στενά δρομάκια, ανηφόρες, παλιά σπίτια. Στη νότια άκρη, απέναντι από τον ηλεκτρικό σταθμό, το μοναστήρι με τις λαϊκότροπες τοιχογραφίες του περασμένου αιώνα σε σκούρο μπλε φόντο, με υπογραφή Vasil Zograf - fotograf. Με το ποτάμι να τη διασχίζει η πόλη έχει έναν χαρακτήρα που αναδεικνύεται όταν ανεβείς ψηλά στον Αγιο Δημήτριο τη μητροπολιτική εκκλησία με το περίεργο, λόγω μεγάλης κατωφερείας του εδάφους, νεκροταφείο του. Στο ξενοδοχείο International ρωτήσαμε τον υπάλληλο για καλή ταβέρνα. Παρ' όλο που αυτή η μέθοδος δεν έχει πάντα επιτυχία, η πρότασή του αποδείχθηκε πολύ ενδιαφέρουσα. Στην ταβέρνα - εξέδρα Parmak στην ανατολική πλευρά της πόλης, κοντά στην αγορά και κυριολεκτικά πάνω στον Βαρδάρη που κυλούσε ορμητικά και με θόρυβο, ανάμεσα στις ιτιές γευθήκαμε τις τεράστιες ποσότητες του γνωστού μας πλέον βαλκανικού «μιξτ γκριλ».
Την άλλη ημέρα συνεχίσαμε πάλι νότια στον αυτοκινητόδρομο Ε75. Στο Νεγκοτίνο στρίψαμε δεξιά για το Καβάνταρτσι που παλιά ονομαζόταν Τίκφες. Χαμηλοί λόφοι με ασπριδερά χώματα, ατέλειωτες σειρές αμπέλια. Το μαλακό κλίμα της κοιλάδας του Βαρδάρη ευνοεί την αμπελοκαλλιέργεια. Το Καβάνταρτσι, μια νωχελική κωμόπολη με κυκλοφοριακό πρόβλημα. Ενας γρήγορος καφές στο κεντρικό ξενοδοχείο και συνεχίζουμε νότια σε καλό δρόμο μέσα από καλλιέργειες και μικρά χωριά για το Πολόσκο (30 χλμ. νότια του Καβάνταρτσι) στην όχθη της τεχνητής λίμνης του ποταμού Τσέρνα. Πού και πού βάρκες και ψαράδες.
Σε ένα νυσταλέο χωριό ο νεαρός με τη φωσφοριζέ φόρμα αφού μας ρώτησε αν είμαστε από τη Θεσσαλονίκη δηλώνοντας ότι την ξέρει καλά μας πληροφόρησε ότι ο δρόμος για το μοναστήρι του Πολόσκο έχει κοπεί από την τεχνητή λίμνη. Επειδή όμως ξέρει καλά τον διευθυντή του εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος θα τον παρακαλέσει να μας πάει με βάρκα στο νησί που σχηματίστηκε από το φράγμα για να δούμε το μοναστήρι. Αποφεύγουμε τις πολύπλοκες διαπραγματεύσεις θυσιάζοντας την επίσκεψη στο μοναστήρι που έκτισε ο αδελφός τού Ντουσάν, Ντραγκουτίν, το 1340. Επιστροφή στο Καβάνταρτσι και από εκεί δυτικά για το Πρίλεπ. Ο δρόμος πάνω σε παλιό ρωμαϊκό δρόμο που ένωνε την Ηράκλεια (Μοναστήρι) με το Στιπ (Astibus) και κατέληγε στη Σερδική (Σόφια) μπαίνει ανηφορίζοντας σιγά σιγά σε ένα φαράγγι. Αραιά και πού χωριά και τοπίο που σκληραίνει. Δεξιά και μπροστά μας οι γυαλιστερές κορυφές της Μπάμπουνα. Αριστερά οι διαδοχικές κορυφές του Κότζακ που καταλήγουν στο Μορίχοβο και τα ελληνικά σύνορα στο Μπέλες.
Δεν είναι εύκολο να προσπεράσεις τα φορτηγά στην ανηφόρα και πρέπει να περιμένουμε ώς λίγο πριν από το πέρασμα Πέτβαρ για να επωφεληθούμε από μια καλή ευθεία. Στο μισοεγκαταλελειμμένο χωριό Πλέτβαρ, πάνω στον αυχένα, τοπίο ορεινής Πελοποννήσου. Δίπατα πέτρινα σπίτια, κότες, γριές να σιγοκουβεντιάζουν έξω από την αυλόπορτα. Μπροστά μας, στα 10 χλμ., μέσα στη μεσημεριάτικη ομίχλη ξεχωρίζει το Πρίλεπ στον κάμπο της Πελαγονίας, ο παλαιός Κεραμαίος κάμπος. Στη δροσιά ενός δένδρου κολατσίζουμε. Το Πρίλεπ βράζει από ζέστη. Πρόσκαιρα δροσιστικό ντους στο καλό ξενοδοχείο Lipa και συνέχεια νότιο - νοτιοδυτικά για το Μορίχοβο. Αφήνουμε τον κάμπο και ανηφορίζουμε τις γρανιτένιες πλαγιές του Σελέσκα. Ο πολύ καλός δρόμος σού δίνει την εντύπωση ότι οδηγεί στο πουθενά. Ερημιά. Η κοιλάδα του ποταμού Τσέρνα, η γέφυρα, διασταύρωση δεξιά στον χωματόδρομο και νέα ανάβαση στις πλαγιές του Κουκούλ με τους πελώριους στρογγυλούς βράχους.
Στα 4 χλμ. ένα μικρό πλάτωμα και το χωριό Μαναστιρέτς με τα πλινθόκτιστα σπίτια χωμένο μέσα στις καρυδιές. Τα σκυλιά από τις γύρω στάνες έχουν τρελαθεί να μας κυνηγούν. Στο χωριό, ο πρώτος που συναντήσαμε ήταν ένας γέροντας, λιγάκι αλλοπαρμένος, με γιλέκο, χοντρές μάλλινες κάλτσες και τσαρούχια. Στην άκρη του χωριού μάς δείχνει το «σπίτι του Ελληνα από τις Σέρρες». Οι γυναίκες αρμαθιάζουν κόκκινες πιπεριές και μας καλωσορίζουν. Πώς να συνεννοηθείς; Ο γέροντας, που αυτοχαρακτηριζόταν «Βουλγαρομακεδόνας», είχε όρεξη για κουβέντα. Τελικά τον πείσαμε να ειδοποιήσει αυτούς που είχαν τα κλειδιά του μοναστηριού. Ολοι μαζί πάμε στο Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου (Αγιος Νικόλαος χαμένος στην ερημιά του Μοριχόβου!). Το παλιό νεκροταφείο με μονολιθικούς, σαν ντολμέν, τάφους χωρίς κανένα διακριτικό.
Το μοναστήρι, του 1095, που ανακαινίστηκε το 1266 και πάλι το 1327 με δωρεά «του πρωτόπαπα του Μοριχόβου» όπως αναφέρει η σχετική επιγραφή, είναι καλά αναστηλωμένο. Μια μεγάλη επιγραφή σε όλο το μήκος του κλίτους χωρίζει τη μεσαία από την κάτω ζώνη των τοιχογραφιών. Σε ένα σημείο διαβάζεις: «Ευσεβεστάτου Αυτοκράτορος Ρωμαίων και Αγγέλου Κομνηνού Μιχαήλ του Παλαιολόγου». Οι χωριανοί μάς ρωτάνε αν η εκκλησία τους είναι σημαντική. Καλοπροαίρετοι άνθρωποι, μας ξεπροβόδισαν αφού με κόπο αρνηθήκαμε την προσφορά τους να πιούμε ρακή μεσημεριάτικα. Από το χωριό πήραμε άλλο δρόμο ο οποίος στα 500 μέτρα συναντά την άσφαλτο κοντά στα ορυχεία. Επιστροφή στο Πρίλεπ. Ξεκούραση στο ξενοδοχείο και με το που έπεσε λίγο ο ήλιος απογευματινή βόλτα στο Πρίλεπ.
Η παλιά μεσαιωνική πόλη βρίσκεται στο προάστιο Βαρός. Το κέντρο της διαθέτει έναν καλοδιατηρημένο πυρήνα του 19ου αιώνα με τα μαγαζιά, το παζάρι, το ρολόι και το παλιό τζαμί. Το Πρίλεπ ήταν βουλγαρόφωνο, σε αντίθεση με το ελληνόφωνο Μοναστήρι, στις αρχές του αιώνα. Η μικρή πατριαρχική ελληνόφωνη κοινότητα αποτελούνταν κυρίως από βλάχους εμπόρους του Κρουσόβου. Στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης δίπλα στο ποτάμι πολλές εικόνες με ελληνόγλωσσες αφιερώσεις: «... Εσνάφι Μηχανητζήδων. Αύγ. 3, 1871. Διά Χειρός Ευθυμίου», «Δαπάνη του Μακαρίτη Ναούμ Α. Ζέγα. Μάρτ. 15, 1919», «Αφιέρωσις Κ. Τέρπου 1895». «Τα Εσνάφια των Τζοχατζήδων και Απατζήδων Συνβίας και Τέκνων. Φεβρ. 1871» αφιερώνουν την εικόνα των τριών Ιεραρχών. Η Παναγία του 1828 είναι αφιέρωμα από το «Εσνάφι των Καλαϊτζήδων Γυναίκες και Τέκνα. Ιούλιος 1871». Και ο ζωγράφος που έχει πολλές εικόνες ζωγραφίσει εδώ: «Διά Χειρός του Ταπεινού Ν. Ζωγράφου εκ Κρουσόβου του εκ Σαμαρίνης».
Η εκκλησάρισσα, μια νέα κοπέλα, θέλει να της μεταφράσουμε όλες τις ελληνικές επιγραφές. Επάνω από την είσοδο η επίσημη επιγραφή: «Ωκοδομήθη το Χιλιοστό Οκτακοσιοστό Εβδομηκοστό Πρώτο Ετος επί Μακαριωτάτου Ημών Ανακτος Αβδούλ Αζήζ Χαν Δαπάνη της Ορθοδόξου Ελληνικής Κοινότητος Πριλάπου και Συνδρομής Ορθοδόξων Χριστιανών και Ενεκαινιάσθη υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αγίου Πελαγονίας Κυρού Παρθενίου επί Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρού Γρηγορίου Στ' 1871». Η μικρή ελληνορθόδοξη κοινότητα το 1871 κτίζει στο βουλγαρόφωνο και εξαρχικό Πρίλεπ εκκλησία. Οι ανταγωνισμοί στην οθωμανική Μακεδονία.
Οσο βραδιάζει τόσο ζωντανεύει η παλιά πόλη. Μουσική, καφετέριες - μπαρ και νεολαία να γεμίζει τα στενά. Στην αγορά σε έναν μανδρότοιχο το σύνθημα: «Γκλιγκόροφ, φύγε στη Σερβία» υπογραφή VMRO. Σε ένα κανονικό μαγερειό της αγοράς φάγαμε αξιοπρεπώς και λίγο αργότερα κοιμηθήκαμε αποκαμωμένοι από την υγρή ζέστη.
Την άλλη ημέρα και προτού μας πιάσει η βαριά ζέστη του κάμπου ανεβήκαμε στο Μοναστήρι των Αρχαγγέλων στο Varos. Κτίσμα του 10ου αιώνα ανακαινισμένο από τον Ιωάννη Μεγάλο Χαρτοφύλακα της Δύσης τον 13ο αιώνα. Φιλόξενος καφές στον τεράστιο ξύλινο εξώστη του μοναστηριού και κουβέντα περί ανέμων και υδάτων με την κυρα-Πασχαλίνα σε άπταιστα και ελαφρώς λόγια ελληνικά. «Τότε μαθαίναμε καλά τα ελληνικά γιατί αλλιώς... ξύλο». Κάπου από τα χωριά της Αριδαίας ήρθε στο Πρίλεπ το 1949... «Σταμάτησε ο πόλεμος στην Ελλάδα;» μας ρωτάει. Η παρουσία του βούλγαρου φίλου μας Miro την προβληματίζει. «Βούλγαρος είσαι, μπρε;» ρωτάει και ξαναρωτάει καχύποπτα. Απέναντι αχνοφαίνεται στην πρωινή ομίχλη η χιονισμένη κορφή του Πελιστέρ. Θολά πράγματα.
Στην κορυφή του απότομου λόφου, ανάμεσα σε μαύρα γυαλιστερά βράχια ορθώνεται το κάστρο του Πριλάπου. Κατεβήκαμε την κατηφορική απλωσιά μπροστά στο μοναστήρι. Η ερειπωμένη εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων. Ο παλιός οικισμός, το Βαρός, στη θέση της μεσαιωνικής πόλης του Πριλάπου. Κεραμοσκεπή σπίτια χωρίς σαφή οικιστικό ιστό και όμορφες μικρές βυζαντινές εκκλησιές που υποδηλώνουν τις συνοικίες της παλιάς πόλης. Ο Αγιος Δημήτριος (κλειστός η εκκλησάρισσα έλειπε στην αγορά), ο Αγιος Νικόλαος που θυμίζει έντονα τα καστοριανά μονόχωρα εκκλησάκια με θραύσματα ρωμαϊκά κάποιος Λούκιος Σέπτημος Σεβήρος στην τοιχοποιία του, η Παναγία η Πρέσιστε (η Πάναγνος).
Ο τόπος κατοικήθηκε από παλιά. Ορισμένοι θεωρούν ότι εδώ υπάρχουν δείγματα της πρώτης εγκατάστασης Σλάβων (6ος-7ος αιώνας) στην κάθοδό τους προς τα νότια για να πολιορκήσουν τη Θεσσαλονίκη. Αργότερα ο Πρίλαπος έγινε έδρα του τσάρου Σαμουήλ, μετά το 1018 εντάχθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και στη συνέχεια (13ος αι.) άλλαζε διαδοχικά κυριάρχους πότε το Δεσποτάτο της Ηπείρου, πότε η Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Τη σύντομη περίοδο επανένταξης της πόλης και της περιοχής στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (12ος-13ος αι.) ακολούθησε η σερβική κατάκτηση (1334) με τον Ντουσάν, πριν από την οριστική και μακρόχρονη (1395 - 1913) κατοχή από τους Οθωμανούς.
Κρούσοβο |
Στον κάμπο της Πελαγονίας. Πλησιάζουμε τα βουνά του Ντεμίρ Χισάρ στη δυτική πλευρά της υγρής πεδιάδας. Το 1246 ο στρατός της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας με τον Μιχαήλ Παλαιολόγο νικάει κάπου εδώ γύρω τον συνασπισμό των Φράγκων και του Δεσποτάτου της Ηπείρου, προοίμιο για την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Αγελάδες στα λιμνάζοντα νερά. Μικρά χωριά ακίνητα. Κάτω από το Κρούσοβο, το Μοναστήρι του Χριστοφόρου με τους καθαρούς ξενώνες. «Είστε αρμάνοι; (σσ: οι Βλάχοι στη δική τους γλώσσα) Εμένα με λένε Ατανάς». Ο μποσταντζής του μοναστηριού θέλει να καθήσουμε να μας κεράσει καφέ. Ψηλά, πάνω από τις δασωμένες πλαγιές, το Κρούσοβο βλέπει τον κάμπο.
«Το Κρούσοβο δεν είναι χωριό, είναι πόλη», μας απάντησε ο νεαρός όταν τον ρωτήσαμε πόσους κατοίκους έχει το χωριό τον χειμώνα. Και παλαιότερα, επί Γιουγκοσλαβίας, αλλά κυρίως τώρα, το Κρούσοβο έχει αποκτήσει μια ιδιαίτερη σημασία στην ιστορία της FYROM.
Με ισχυρή ελληνοβλαχική κοινότητα η οποία όμως άρχισε ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα να φθίνει εις όφελος του Μοναστηρίου, το Κρούσοβο ήταν η έδρα της σύντομης και αιματηρής «Δημοκρατίας του Κρουσόβου» που δημιουργήθηκε με την επανάσταση του Ίλιντεν (Προφήτου Ηλιού) το καλοκαίρι του 1903 με πρωταγωνιστές μια μικρή μερίδα του τότε VMRO. Ο αρχικός πυρήνας της πόλης συγκροτήθηκε από Βλάχους που συνοίκισαν εδώ μετά την καταστροφή της μεγάλης βλαχικής κοιτίδας, της Μοσχόπολης, στα τέλη του 18ου αιώνα. Με τα κοπάδια τους και το εμπόριο των προϊόντων τους πλούτισαν σιγά σιγά και έτσι προσείλκυσαν και τους βουλγαρόφωνους κατοίκους του κάμπου. Η ορεινή βλαχική κωμόπολη μπήκε στη δίνη του Μακεδονικού Αγώνα χωρισμένη σε πατριαρχικούς, εξαρχικούς, ρουμανίζοντες.
Ισχυρότερο στοιχείο οι ελληνόβλαχοι πατριαρχικοί κράτησαν τη μεγάλη εκκλησία αλλά παραχώρησαν στους «αντιπάλους» τους τη μεν Παναγία στους εξαρχικούς, τον δε Αγιο Ιωάννη στους «ρουμανίζοντας». Στον Αγιο Ιωάννη, αν σας συμπαθήσει ο εκκλησάρης υπόψη το φιλοδώρημα , θα σας δείξει τη μικρή ενδιαφέρουσα συλλογή από παλιά βιβλία και εικόνες στον γυναικωνίτη. Από τα μεγάλα αρχοντικά του 19ου αιώνα δεν μένουν πολλά. Το αρχοντικό του Νιτσώτα κοντά στη σημερινή πλατεία με τα 50 δωμάτια κάηκε όπως και πολλά άλλα στη φωτιά που ακολούθησε την αποτυχία του 1903. Η εκκλησία φτιάχθηκε ξανά με σουλτανική επιχορήγηση. Στη νότια πλευρά της πόλης διασώζονται ακόμη αρκετά σπίτια τρίπατα, καλοδιατηρημένα, με τα σαχνισιά τους να προεξέχουν και να σκεπάζουν τα στενά σοκάκια (όπως το αρχοντικό Δ. Κριάστα). Οι ημερομηνίες και τα αρχικά σού δηλώνουν διακριτικά και με σαφήνεια τους ιδιοκτήτες. Στο παλιό νεκροταφείο, κάτω από το μεγάλο και έρημο ξενοδοχείο οι ελληνόγλωσσες επιγραφές στους τάφους αποτυπώνουν τη ζωή της ελληνοβλαχικής κοινότητας. Μου κάνει εντύπωση μια ταφόπλακα που φέρει μονάχα ένα όνομα, με ελληνικούς χαρακτήρες, χωρίς κανένα άλλο στοιχείο: «Καταρίνα».
Στην κεντρική πλατεία η κοπέλα του ψιλικατζίδικου μας ρωτάει στα ελληνικά αν ξέρουμε βλάχικα. Η αρνητική μας απάντηση διακόπτει κάθε διάλογο. Στο στενό σοκάκι που ξεκινά από την εκκλησία, 200 μ. δεξιά, ένα κουρείο - φωτογραφείο. Ο κουρέας - φωτογράφος διαθέτει, σχετικά φθηνά, φωτογραφίες που δείχνουν την πόλη στις αρχές του αιώνα σε όλο της το μεγαλείο.
Πέρα από το Κρούσοβο ο δρόμος κατηφορίζει στη δυτική πλευρά του βουνού μέσα στο ελατοδάσος. Μικρές κοιλάδες και χαριτωμένα από μακριά χωριά στο απογευματινό φως. Στα δυτικά το βουνό Ιλίνσκα και πίσω του οι υψηλές κορυφές της Γιαμπλάνιτσα, στη μεθόριο με την Αλβανία. Κατεβαίνουμε νότια και συναντάμε τον ποταμό Τσέρνα προτού μπει στον κάμπο της Πελαγονίας. Αριστερά, το χωριό Μπουτσίν , τα ρωμαϊκά Στύβερα. Συνεχίζοντας αριστερά παίρνουμε τη διακλάδωση για το χωριό Σλέπτσε (Τυφλοχώρι). Η τοπική παράδοση το θέλει να ιδρύθηκε από τους τυφλούς βούλγαρους στρατιώτες του Σαμουήλ, μετά τη μάχη στο Κλειδί το 1014. Στην πλατεία του χωριού το σχολείο με ζωγραφισμένες στην είσοδο δυο μορφές, τη μια απέναντι στην άλλη. Η μια έχει αρχίσει να ξεθωριάζει, είναι του Τίτο, η άλλη καινούργια με έντονες γραμμές, του Goce Delcev. Sic transit gloria mundi...
Η εκκλησία είναι κλειστή και ο παπάς δεν βρίσκεται. Εξω από το χωριό μέσα στο πυκνό δάσος με βαλανιδιές και καρυδιές το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη, ένα από τα μικρά κέντρα μεσαιωνικού πολιτισμού με εργαστήριο αντιγραφής χειρογράφων. Οπως όλα σχεδόν τα μοναστήρια, είναι και αυτό τειχισμένο. Στην εξωτερική κόγχη του ιερού η επιγραφή: «Ο ναός ούτος εκτίσθη αρχιερατεύοντος του Σεβασμιωτάτου Αγίου Πρεσπών Κυρού Μελετίου ηγουμενεύοντος του Αρχιμανδρίτου Παπανικολάου και των Επιτρόπων Γεωργίου Α.Θ. Παπαγεωργίου Κουταβά 8 Μαΐου 1862». Εικόνα της Παναγίας με αφιέρωση: «Γκηόργκη Δήμου». Εργάτες διορθώνουν τα κελιά. Ενας νεαρός αγγλομαθής εργάτης προθυμοποιείται να μας διηγηθεί την ιστορία του μοναστηριού. Καθισμένοι λοιπόν κάτω από τη βαριά ξυλοκατασκευή του εξωνάρθηκα ακούγαμε την ενδιαφέρουσα, από λαογραφικής πλευράς, αφήγηση του νεαρού, ο οποίος συνέδεε με χαριτωμένο τρόπο εποχές, γεγονότα, πρόσωπα, καθορίζοντας εθνικότητες «ο μακεδόνας τσάρος Σαμουήλ» κλπ.
Το μικρό «Ζάσταβα» της αστυνομίας σταμάτησε απότομα στην είσοδο της μονής και τα δύο βλοσυρά όργανα της τάξεως μας ζήτησαν τα διαβατήριά μας κατηγορώντας μας συγχρόνως ότι παραβήκαμε τον νόμο, σύμφωνα με τον οποίο απαγορεύεται η φωτογράφηση και του εξωτερικού της μονής. Η γελοία κατάσταση κράτησε περίπου πέντε λεπτά, όσο δηλαδή χρειάστηκε για να πάρουν εντολές από τον τοπικό τους προϊστάμενο και, μουδιασμένοι, να μας επιστρέψουν τα διαβατήρια και να φύγουν αμίλητοι. Οι εργάτες που δούλευαν στο μοναστήρι, ίσως πιο φοβισμένοι από εμάς από την ξαφνική εμφάνιση των οργάνων, άνοιξαν μόλις έφυγαν οι αστυνομικοί ένα καταπληκτικό μπουκάλι ρακής δαμάσκηνου. Μετά από λίγη ώρα και μετά από χιλιάδες «no problem», τους αποχαιρετίσαμε εγκάρδια αφήνοντάς τους με άδειο μπουκάλι. Η Παναγία η Τριχερούσα, η περίεργη αυτή εικόνα που ήταν και η αιτία της επίσκεψής μας στο Σλέπτσε, είχε, όπως μας είπαν, καεί.
Μετά το Σλέπτσε ο δρόμος μπαίνει στα στενά της Πελαγονίας, τα ρωμαϊκά Fauce Pelagoniae, έχοντας δεξιά τον ποταμό Τσέρνα. Μπαίνουμε στη χώρα των Πενεστών από τα στενά αυτά, που συχνά αναφέρονται από τον Τίτο Λίβιο στην εξιστόρησή του για τη ρωμαϊκή κατάληψη της Μακεδονίας. Μετά τη Σοποτνίτσα και το Ντόλεντσι συναντάμε τον μικρό οικισμό Ζέλεζνιετς (Σιδηροχώρι) με νερόμυλους και μεγάλα σπίτια. Ο οικισμός στριμωγμένος στη στενή κοίτη του ποταμού βρίσκεται στη θέση του βυζαντινού Σιδηροκάστρου, που το αναφέρει ο βυζαντινός διπλωμάτης Ακροπολίτης το 1257. Στον βράχο απέναντι από τον οικισμό σώζονται ίχνη του κάστρου.
Ο ήλιος πέφτει όταν περνάμε από το Κίτσεβο (η ρωμαϊκή Uscana) και συνεχίζουμε χωρίς διακοπή προς τα βόρεια, στην «αλβανική ζώνη» της FYROM, στην περιοχή του Πολόγκ προς τη λίμνη του Μαύροβο (Κρούσοβο - Κίτσεβο 55 χλμ.). Στον αυχένα Στράτζα (1.300 μ.) βρίσκουμε χιόνια και στο καφενείο όπου σταματήσαμε για καφέ όλοι μιλούσαν αλβανικά. Είχε όμως ελληνικές σοκολάτες «Μπρέικ». Μετά τον αυχένα ο δρόμος κατηφορίζει όλο κορδέλες προς το οροπέδιο του Γκόστιβαρ. Μέσα στη νύχτα ξεχώριζαν στα απέναντι βουνά μικρά χωριά. Στα 10 χλμ. από τον αυχένα, μεγάλες επιγραφές στον δρόμο σε οδηγούν στο Μαύροβο. Ξενοδοχεία πολυτελείας, σάουνα, πισίνες, σκι, καζίνο μέσα στο δάσος και στην ερημιά του Πολόγκ. Ο εθνικός δρυμός - πάρκο του Μαύροβο. Αλλα 10 χλμ. και βλέπουμε τα φώτα της λίμνης. Ο δρόμος «περιγράφει» τη λίμνη γύρω γύρω. Παίρνοντας την αριστερή διακλάδωσή του φθάνουμε κουρασμένοι αργά τη νύχτα στο έρημο ξενοδοχείο Radica, όπου το μοναδικό γκαρσόνι μάς σερβίρει υπομονετικά. Κοιμήθηκα αμέσως με τη δροσιά του βουνού να μπαίνει από το μισάνοιχτο παράθυρο.
Πηγή: Το Βήμα
Πηγή βίντεο: Florinamak (youtube)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.